ΠΗΓΗ: Νέα Εποχή, τ.316, Άνοιξη 2013, σελ.59
Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
ΟΙ
ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ
διήγημα
Mου έκαναν εντύπωση τα κουδούνια, άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα, ανάμεσα σε φλογέρες, βούρκες, ψαλίδια, ματσούκες και άλλα σύνεργα της ποιμενικής ζωής που ήταν εκτεθειμένα σε όλους τους τοίχους. Μικρά κουδουνάκια, περασμένα σε δερμάτινα μακριά κορδόνια, ήταν κρεμασμένα από το ταβάνι και κάθε φορά που ανοιγόκλεινε η πόρτα, δημιουργούσε ρεύμα αέρος και τα έκανε να χτυπούν μεταξύ τους και να κουδουνίζουν. Κατά τα άλλα, ήταν μια συνηθισμένη μικρή ταβέρνα που πρόσφερε τους παραδοσιακούς τοπικούς μεζέδες. Ο ιδιοκτήτης φαινόταν πιο πάνω από εβδομήντα, σε αντίθεση με τη γυναίκα του, που φαινόταν πολύ μικρότερη. Τα άσπρα του μαλλιά και γένια, του πρόσθεταν χρόνια. Πρόσεξε το ενδιαφέρον μου για τα κουδούνια και όταν τελειώσαμε το φαγητό μας, μας πλησίασε κι άφησε στο τραπέζι μια πιατέλα με διάφορα φρούτα και φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο έδειξε προς τα κουδούνια ρωτώντας αν ήταν ενοχλητικά. Εμείς, φυσικά, αμέσως του απαντήσαμε ότι όχι μόνο δεν ήταν ενοχλητικά, αλλά απεναντίας τόσο εγώ όσο κι η γυναίκα μου απολαμβάναμε τη βραδιά μας με τους υπέροχους μεζέδες τους και τον ευχάριστο γλυκό ήχο των κουδουνιών, που ακουγόταν κάθε τόσο.
Δεν είχε πάρα πολλή πελατεία και αφού βεβαιώθηκε ότι η παρουσία του δεν ήταν ενοχλητική, προχώρησε στο μπαρ, έβαλε ποτό σ’ ένα μικρό στενόμακρο ποτήρι και γύρισε στο τραπέζι μας έτοιμος για επεξηγήσεις. Κάθισε και με το χέρι που κρατού-σε το ποτήρι έκανε μια ημικυκλική κίνηση μιλώντας αργά και τονίζοντας μια μια τις λέξεις:
Αυτά που βλέπετε όλα, είναι του παππού μου του λεβεντόγερου. Να τον εκεί, κι έδειξε μια μεγάλη κορνιζωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο, που πράγματι έδειχνε έναν ψηλό άνδρα με μαύρη βράκα, ψάθινο καπέλο και ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι.
Πέθανε στα ενενήντα εφτά του, όταν εγώ ήμουν δέκα χρονών ή λίγο μικρότερος∙ δεν θυμάμαι τώρα γιατί έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά θυμάμαι τις αμέτρητες ιστορίες που μου έλεγε. Το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε μεσημέρι, ήμουν στο γιαλό. Του πήγαινα το φαγητό που ετοίμαζε η μάνα μου και με την ευκαιρία έκανα και το κολύμπι μου κι ύστερα καθόμαστε κάτω από τις βαθύσκιες χαρουπιές, άκουγα κάμποσες ιστορίες που μου έλεγε κι όταν δειλίνιαζε επέστρεφα στο χωριό, που δεν ήταν πιο πολύ από ένα χιλιόμετρο μακριά. Τον έλεγαν Παναγή, αλλά, αν δεν έλεγες «ο Παγιάτσος» δεν τον έβρισκες. Το παρατσούκλι το πήρε λόγω του μεγέθους του, φυσικά.
Γύρισε και μας κοίταξε, παίρνοντας ύφος που πρόδιδε ότι αυτό που θα έλεγε ήταν κάτι πολύ σημαντικό, μπορεί όμως και να προβληματιζόταν αν θα έπρεπε να πει αυτό που είχε στο μυαλό του και, αφού κράτησε για λίγο το χέρι του υψωμένο, τελικά είπε ψιθυριστά: ο γέρος, σκότωσε και δυο Τούρκους. Έκανε μια μικρή παύση, για να δει την αντίδρασή μας και, αφού από το ύφος μας διαπίστωσε το ανανεωμένο μας ενδιαφέρον, συνέχισε: αυτό, δεν μου το είπε ο ίδιος, …το έμαθα από άλλους μετά το θάνατό του. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν δυο τρεις ατσουπάδες, από ένα τούρκικο χωριό δίπλα, που συνέχεια πείραζαν στο δικό μας χωριό. Έρχονταν νύχτα κι έκλεβαν τ’ αρνιά και ό,τι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν. Μια φορά κάποιος συγχωριανός, φίλος τού παππού, γύρεψε να προστατέψει την περιουσία του, μα τον σκότωσαν και τον έριξαν σ’ έναν λάκκο, σκαμμένο μέσα σε βράχο, εικοσπέντε πόδια βάθος, λίγο έξω από το χωριό και από πάνω τού έριξαν πέτρες και ξύλα. Ύστερα όμως, μαθεύτηκε ποιοι ήταν οι φονιάδες. Υπάρχει τίποτε στον κόσμο που μένει κρυφό; Ο γέρος στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, μα τι μπορούσε να κάνει. Μια φορά όμως είδε τον έναν από αυτούς, που τριγυρνούσε στην περιοχή και τον αναγνώρισε. Ποιος ξέρει τι κακό σχεδίαζε πάλι, αλλά μόλις τον είδε ο παππούς, του ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι και χωρίς να χάσει καιρό τον παγίδεψε, τον άρπαξε με τις χερούκλες του και τον έπνιξε. Μετά τον μετέφερε κάτω από μια ελιά και σκηνοθέτησε ένα ατύχημα. Έκοψε έναν μεγάλο κλώνο και τον έβαλε από πάνω του, τάχατες ότι είχε πέσει μοναχός του από την ελιά, στην οποία, προφανώς, είχε ανέβει για να κλέψει. Ο φίλος του, που ήρθε σε λίγες μέρες για να πάρει εκδίκηση, είχε την ίδια τύχη. Οι Τούρκοι όμως στο χωριό τους, παραδόξως, δεν έδωσαν συνέχεια, γιατί ήξεραν τι λέσια ήταν οι σκοτωμένοι συγχωριανοί τους και τι είχαν κάνει.
Σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρίχνοντας το βλέμμα του στα πολύτιμα εκθέματα των τοίχων και κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι, συνέχισε:
Όλα τα υπάρχοντά του τα έφερα μαζί μου και είναι όλα παμπάλαια, όπως τα έφτιαχναν την εποχή εκείνη. Τώρα δεν μπορούν να κάνουν τέτοια πράματα. Η τέχνη χάθηκε οριστικά. Θα τα χαρίσω κι εγώ στα παιδιά μου, για να μείνουν ενθύμιο.
Ένας χάρτης στον τοίχο, είχε σημειωμένο με κόκκινο κύκλο ένα χωριό. Υπολόγισα ότι θα ήταν ο τόπος καταγωγής του και δεν έπεσα έξω: ήταν Βαλιώτης, μια περιοχή προς τα δυτικά των Βασιλικών, δεκαπέντε με είκοσι λεπτά με αυτοκίνητο. Θυμήθηκα πως κάποτε μια παρέα πήγαμε με βάρκα στην περιοχή, για να δούμε ένα παλιό καράβι που φαινόταν λίγο πάνω από τη θάλασσα. Διερωτήθηκα αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό και τον ρώτησα: «το πλοίο;» Το πρόσωπό του μεμιάς φωτίστηκε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια και με κοίταξε έκπληκτος.
Ξέρεις για το πλοίο; Το είδες; Α! το πλοίο! Έχει καταστραφεί τώρα. Σιγά σιγά το πριόνισαν και το κατάκλεψαν∙ το εξαφάνισαν. Αυτός εκεί ο παππούς, και έδειξε πάλι τη φωτογραφία στον τοίχο, ήξερε ολόκληρη την ιστορία και μου την είπε. Αν έχετε ώρα … την ξέρω από πρώτο χέρι.
Και χωρίς να περιμένει αυτή τη φορά απάντηση, ξεκίνησε να λέει την ιστορία του:
Ο παππούς, όπως είπα πριν, ήταν βοσκός κι έβοσκε πάντα τα πρόβατά του στο λιβάδι κοντά στο γιαλό. Για πεντέξι και κάποτε οχτώ μήνες του χρόνου, τα βράδια κοιμόταν μέσα στους σπήλιους τής θάλασσας. Τριγυρνούσε στην περιοχή και του άρεσε να κάθεται στους βράχους και να βλέπει τα πλοία, που άλλα έφευγαν από το λιμάνι τής Αμμοχώστου και πήγαιναν ανατολικά και άλλα κατευθύνονταν προς το λιμάνι της, που φαινόταν αχνά στο βάθος προς τα νοτιοδυτικά. Δεν ήταν ναυτικός, ούτε ήξερε να κολυμπά, αλλά του άρεσε ν’ αναπνέει τον καθαρό αέρα τής θάλασσας. Μια μέρα που βρήκε ένα κρανίο στο χωράφι, κι ύστερα κάτι κόκαλα, και δεν ήταν η πρώτη φο-ρά που έβρισκε, ρώτησε έναν γέρο συγχωριανό του, που βρισκόταν κι αυτός στην περιοχή, τι να ήταν εκείνα τα κό-καλα, κι αυτός του είπε την ιστορία του καραβιού:
«Οι Οθωμανοί παλιά φαίνεται ότι είχαν ανακαλύψει την πηγή για να προμηθεύουν με σκλάβους την Υψηλή Πύλη και τα σκλαβοπάζαρα της Τουρκίας και, ακόμα, να γεμίζουν τα χαρέμια τους με όμορφα νεαρά κορίτσια. Έτσι, ένα καράβι, που ταξίδευε στη θάλασσα εκεί ανοιχτά, μετέφερε χίλιους διακόσιους σκλάβους Τσερκέζους στην Πόλη ή στα λιμάνια τής Μέσης Ανατολής.
Δεν ήταν ξεκαθαρισμένο ποια ήταν η κατεύθυνση του πλοίου μα, όποια και να ήταν, στο μέσον τής διαδρομής οι σκλάβοι στασίασαν και απείλησαν να σκοτώσουν τον πλοίαρχο και τους άλλους αξιωματικούς. Οπλίστηκαν με ξύλα που αποσπούσαν από το πλοίο, και ό,τι άλλο έβρισκαν πρόχειρο κοντά τους, άναψαν φωτιές εδώ κι εκεί και προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο τού πλοίου. Ήταν ενέργειες αυθόρμητες κι ανοργάνωτες, που δεν οδηγούσαν σε κάποιο αποτέλεσμα, αλλά, όταν είσαι σκλάβος, πάνω στη μαύρη απελπισία σου κάνεις πράγματα που δεν έχουν λογική. Ο πλοίαρχος όμως που είχε αντιληφθεί τις προθέσεις τους, έδωσε εντολή στους μηχανικούς να ανατινάξουν τους λέβητες, αφού είχε ήδη γυρίσει το πλοίο που με μεγάλη ταχύτητα καρφώθηκε και ακινητοποιήθηκε στους βράχους, σχεδόν μισό μίλι μακριά από την ακτή.
Ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί σώθηκαν και με τη βοήθεια των χωρικών έφτασαν στην Αμμόχωστο. Από τους υπόλοιπους όμως δεν σώθηκε κανένας, γιατί και οι δυο επιλογές που είχαν ήταν μάταιες: ή θα έπεφταν στη θάλασσα ή θα καίγονταν με φρικτούς πόνους μέσα στους μαύρους καπνούς που εν τω μεταξύ τύλιξαν το καράβι και τους έπνιγαν. Έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Πνίγηκαν όλοι στην προσπάθειά τους να βγουν στην ακτή, πράγμα που ήταν αδύνατο φυσικά, γιατί οι χοντρές αλυσίδες που είχαν στα πόδια τους, τούς παρέσυραν όλους στο βυθό. Σώθηκε μόνο ένας, που έμεινε κρυμμένος για μια δυο μέρες στους σπήλιους και όταν τον βρήκαν, παρόλο που ήταν σε ελεεινή κατάσταση, μπόρεσε να εξιστορήσει τα γεγονότα, και σε λίγες μέρες πέθανε κι αυτός».
Ανοίγοντας την πόρτα, φεύγοντας, χτύπησαν τα κουδουνάκια, και καθώς έριχνα την τελευταία ματιά στο εσωτερικό, τον είδα που είχε πλησιάσει και κοίταζε τη φωτογραφία τού παππού του. Σίγουρα ο παππούς θα του έλεγε πάλι κάποια παράξενη ιστορία.