20 Ιουν 2013

ΟΙ ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ

ΠΗΓΗ: Νέα Εποχή, τ.316, Άνοιξη 2013, σελ.59 

Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
ΟΙ ΤΣΕΡΚΕΖΟΙ
διήγημα


Mου έκαναν εντύπωση τα κουδούνια, άλλα μικρά κι άλλα μεγαλύτερα, ανά­μεσα σε φλογέρες, βούρκες, ψαλίδια, μα­τσούκες και άλλα σύ­νεργα της ποιμενικής ζωής που ήταν εκτεθει­μένα σε όλους τους τοί­χους. Μικρά κουδουνά­κια, περασμένα σε δερμάτινα μακριά κορδόνια, ήταν κρεμασμένα από το ταβάνι και κάθε φορά που ανοιγόκλεινε η πόρτα, δημιουργούσε ρεύμα αέρος και τα έκανε να χτυπούν μεταξύ τους και να κουδουνί­ζουν. Κατά τα άλλα, ήταν μια συνηθι­σμένη μικρή ταβέρνα που πρόσφερε τους παρα­δοσιακούς τοπικούς μεζέδες. Ο ιδιοκτή­της φαινόταν πιο πάνω από εβδομή­ντα, σε αντί­θεση με τη γυναίκα του, που φαινό­ταν πολύ μι­κρότερη. Τα άσπρα του μαλλιά και γένια, του πρόσθεταν χρόνια. Πρόσεξε το ενδια­φέρον μου για τα κουδούνια και όταν τε­λειώσαμε το φα­γητό μας, μας πλησίασε κι άφησε στο τραπέζι μια πιατέλα με διάφορα φρούτα και φορώντας ένα πλατύ χαμόγελο έδειξε προς τα κουδούνια ρωτώντας αν ήταν ενο­χλητικά. Εμείς, φυσικά, αμέ­σως του απαντήσαμε ότι όχι μόνο δεν ήταν ενοχλητικά, αλλά απεναντίας τόσο εγώ όσο κι η γυναίκα μου απολαμβάναμε τη βραδιά μας με τους υπέρο­χους μεζέδες τους και τον ευχάρι­στο γλυκό ήχο των κουδουνιών, που ακου­γόταν κάθε τόσο.

Δεν είχε πάρα πολλή πελατεία και αφού βε­βαιώθηκε ότι η παρουσία του δεν ήταν ενοχλη­τική, προχώρησε στο μπαρ, έβαλε ποτό σ’ ένα μι­κρό στενόμακρο ποτήρι και γύρισε στο τρα­πέζι μας έτοιμος για επεξηγήσεις. Κάθισε και με το χέρι που κρατού-σε το ποτήρι έκανε μια ημι­κυκλική κίνηση μιλώντας αργά και τονίζο­ντας μια μια τις λέξεις:

Αυτά που βλέπετε όλα, είναι του παππού μου του λεβεντόγερου. Να τον εκεί, κι έδειξε μια με­γάλη κορνιζωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία στον τοίχο, που πράγματι έδειχνε έναν ψηλό άν­δρα με μαύρη βράκα, ψάθινο καπέλο και ένα μπαστούνι στο δεξί του χέρι. 

Πέθανε στα ενενήντα εφτά του, όταν εγώ ήμουν δέκα χρονών ή λίγο μικρότερος∙ δεν θυμά­μαι τώρα γιατί έχουν περάσει τόσα χρόνια, αλλά θυμάμαι τις αμέτρητες ιστορίες που μου έλεγε. Το καλοκαίρι, σχεδόν κάθε μεσημέρι, ήμουν στο γιαλό. Του πήγαινα το φα­γητό που ετοίμαζε η μάνα μου και με την ευ­καιρία έκανα και το κολύμπι μου κι ύστερα καθό­μαστε κάτω από τις βαθύσκιες χαρουπιές, άκουγα κάμποσες ιστορίες που μου έλεγε κι όταν δειλίνιαζε επέστρεφα στο χωριό, που δεν ήταν πιο πολύ από ένα χιλιόμετρο μακριά. Τον έλεγαν Πα­ναγή, αλλά, αν δεν έλεγες «ο Παγιάτσος» δεν τον έβρισκες. Το παρατσούκλι το πήρε λόγω του μεγέθους του, φυσικά.

Γύρισε και μας κοίταξε, παίρνοντας ύφος που πρόδιδε ότι αυτό που θα έλεγε ήταν κάτι πολύ σημαντικό, μπορεί όμως και να προ­βληματιζόταν αν θα έπρεπε να πει αυτό που είχε στο μυαλό του και, αφού κράτησε για λίγο το χέρι του υψωμένο, τελικά είπε ψιθυριστά: ο γέρος, σκότωσε και δυο Τούρκους. Έκανε μια μι­κρή παύση, για να δει την αντίδρασή μας και, αφού από το ύφος μας διαπίστωσε το ανανεω­μένο μας ενδιαφέρον, συνέχισε: αυτό, δεν μου το είπε ο ίδιος, …το έμαθα από άλλους μετά το θάνατό του. Τα προηγούμενα χρόνια ήταν δυο τρεις ατσουπάδες, από ένα τούρκικο χωριό δί­πλα, που συνέχεια πείραζαν στο δικό μας χωριό. Έρχο­νταν νύχτα κι έκλεβαν τ’ αρνιά και ό,τι άλλο μπορούσαν να μεταφέρουν. Μια φορά κά­ποιος συγχωριανός, φίλος τού παππού, γύρεψε να προστατέψει την περιουσία του, μα τον σκότω­σαν και τον έριξαν σ’ έναν λάκκο, σκαμ­μένο μέσα σε βράχο, εικοσπέντε πόδια βάθος, λίγο έξω από το χωριό και από πάνω τού έριξαν πέτρες και ξύλα. Ύστερα όμως, μαθεύτηκε ποιοι ήταν οι φονιάδες. Υπάρχει τίποτε στον κόσμο που μένει κρυφό; Ο γέρος στεναχωρήθηκε πάρα πολύ, μα τι μπορούσε να κάνει. Μια φορά όμως είδε τον έναν από αυτούς, που τριγυρνούσε στην περιοχή και τον αναγνώρισε. Ποιος ξέρει τι κακό σχεδίαζε πάλι, αλλά μόλις τον είδε ο παππούς, του ανέβηκε όλο το αίμα στο κεφάλι και χωρίς να χάσει καιρό τον παγίδεψε, τον άρπαξε με τις χερούκλες του και τον έπνιξε. Μετά τον μετέ­φερε κάτω από μια ελιά και σκηνοθέτησε ένα ατύ­χημα. Έκοψε έναν μεγάλο κλώνο και τον έβαλε από πάνω του, τάχατες ότι είχε πέσει μονα­χός του από την ελιά, στην οποία, προφα­νώς, είχε ανέβει για να κλέψει. Ο φίλος του, που ήρθε σε λίγες μέρες για να πάρει εκδίκηση, είχε την ίδια τύχη. Οι Τούρκοι όμως στο χωριό τους, παραδόξως, δεν έδωσαν συνέχεια, γιατί ήξεραν τι λέσια ήταν οι σκοτωμένοι συγχωριανοί τους και τι είχαν κά­νει.

Σταμάτησε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα, ρί­χνοντας το βλέμμα του στα πολύτιμα εκθέ­ματα των τοίχων και κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι, συνέχισε:

Όλα τα υπάρχοντά του τα έφερα μαζί μου και είναι όλα παμπάλαια, όπως τα έφτιαχναν την εποχή εκείνη. Τώρα δεν μπορούν να κάνουν τέ­τοια πράματα. Η τέχνη χάθηκε οριστικά. Θα τα χαρίσω κι εγώ στα παιδιά μου, για να μείνουν εν­θύμιο.

Ένας χάρτης στον τοίχο, είχε σημειωμένο με κόκκινο κύκλο ένα χωριό. Υπολόγισα ότι θα ήταν ο τόπος καταγωγής του και δεν έπεσα έξω: ήταν Βαλιώτης, μια περιοχή προς τα δυτικά των Βασιλικών, δεκαπέντε με εί­κοσι λεπτά με αυτοκίνητο. Θυμήθηκα πως κά­ποτε μια παρέα πήγαμε με βάρκα στην περι­οχή, για να δούμε ένα παλιό καράβι που φαινό­ταν λίγο πάνω από τη θάλασσα. Διερωτήθηκα αν γνώριζε κάτι γι’ αυτό και τον ρώτησα: «το πλοίο;» Το πρόσωπό του μεμιάς φωτίστηκε. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια και με κοίταξε έκπλη­κτος.

Ξέρεις για το πλοίο; Το είδες; Α! το πλοίο! Έχει καταστραφεί τώρα. Σιγά σιγά το πριόνισαν και το κατάκλεψαν∙ το εξαφάνισαν. Αυτός εκεί ο παπ­πούς, και έδειξε πάλι τη φωτογραφία στον τοίχο, ήξερε ολόκληρη την ιστορία και μου την είπε. Αν έχετε ώρα … την ξέρω από πρώτο χέρι.

Και χωρίς να περιμένει αυτή τη φορά απάντηση, ξεκίνησε να λέει την ιστορία του:

Ο παππούς, όπως είπα πριν, ήταν βοσκός κι έβο­σκε πάντα τα πρόβατά του στο λιβάδι κοντά στο γιαλό. Για πεντέξι και κάποτε οχτώ μήνες του χρόνου, τα βράδια κοιμόταν μέσα στους σπήλι­ους τής θάλασσας. Τριγυρνούσε στην περι­οχή και του άρεσε να κάθεται στους βράχους και να βλέπει τα πλοία, που άλλα έφευγαν από το λι­μάνι τής Αμμοχώστου και πήγαιναν ανατολικά και άλλα κατευθύνονταν προς το λιμάνι της, που φαι­νόταν αχνά στο βάθος προς τα νοτιοδυτικά. Δεν ήταν ναυτικός, ούτε ήξερε να κολυμπά, αλλά του άρεσε ν’ αναπνέει τον καθαρό αέρα τής θάλασσας. Μια μέρα που βρήκε ένα κρανίο στο χωράφι, κι ύστερα κάτι κόκαλα, και δεν ήταν η πρώτη φο-ρά που έβρισκε, ρώτησε έναν γέρο συγχωριανό του, που βρισκόταν κι αυτός στην περιοχή, τι να ήταν εκείνα τα κό-καλα, κι αυτός του είπε την ιστορία του καραβιού:

«Οι Οθωμανοί παλιά φαίνεται ότι είχαν ανακα­λύψει την πηγή για να προμηθεύουν με σκλάβους την Υψηλή Πύλη και τα σκλαβοπά­ζαρα της Τουρκίας και, ακόμα, να γεμίζουν τα χα­ρέμια τους με όμορφα νεαρά κορίτσια. Έτσι, ένα καράβι, που ταξίδευε στη θάλασσα εκεί ανοιχτά, μετέφερε χίλιους διακόσιους σκλάβους Τσερ­κέζους στην Πόλη ή στα λιμάνια τής Μέσης Ανατολής. 

Δεν ήταν ξεκαθαρισμένο ποια ήταν η κατεύ­θυνση του πλοίου μα, όποια και να ήταν, στο μέ­σον τής διαδρομής οι σκλάβοι στασίασαν και απεί­λησαν να σκοτώσουν τον πλοίαρχο και τους άλλους αξιωματικούς. Οπλίστηκαν με ξύλα που αποσπούσαν από το πλοίο, και ό,τι άλλο έβρι­σκαν πρόχειρο κοντά τους, άναψαν φωτιές εδώ κι εκεί και προσπάθησαν να πάρουν τον έλεγχο τού πλοίου. Ήταν ενέργειες αυθόρμητες κι ανοργά­νωτες, που δεν οδηγούσαν σε κάποιο αποτέ­λεσμα, αλλά, όταν είσαι σκλάβος, πάνω στη μαύρη απελπισία σου κάνεις πράγματα που δεν έχουν λογική. Ο πλοίαρχος όμως που είχε αντιληφθεί τις προθέσεις τους, έδωσε εντολή στους μηχανικούς να ανατινάξουν τους λέ­βητες, αφού είχε ήδη γυρίσει το πλοίο που με μεγάλη ταχύτητα καρφώθηκε και ακινητοποιή­θηκε στους βράχους, σχεδόν μισό μίλι μακριά από την ακτή. 

Ο πλοίαρχος και οι αξιωματικοί σώθηκαν και με τη βοήθεια των χωρικών έφτασαν στην Αμμόχω­στο. Από τους υπόλοιπους όμως δεν σώ­θηκε κανένας, γιατί και οι δυο επιλογές που εί­χαν ήταν μάταιες: ή θα έπεφταν στη θάλασσα ή θα καίγονταν με φρικτούς πόνους μέσα στους μαύ­ρους καπνούς που εν τω μεταξύ τύλιξαν το κα­ράβι και τους έπνιγαν. Έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Πνίγηκαν όλοι στην προσπάθειά τους να βγουν στην ακτή, πράγμα που ήταν αδύ­νατο φυσικά, γιατί οι χοντρές αλυσίδες που εί­χαν στα πόδια τους, τούς παρέσυραν όλους στο βυθό. Σώθηκε μόνο ένας, που έμεινε κρυμμένος για μια δυο μέρες στους σπήλιους και όταν τον βρή­καν, παρόλο που ήταν σε ελεεινή κατάσταση, μπόρεσε να εξιστορήσει τα γεγονότα, και σε λίγες μέρες πέθανε κι αυτός».

Ανοίγοντας την πόρτα, φεύγοντας, χτύπη­σαν τα κουδουνάκια, και καθώς έριχνα την τελευ­ταία ματιά στο εσωτερικό, τον είδα που είχε πλησιάσει και κοίταζε τη φωτογραφία τού παππού του. Σίγουρα ο παππούς θα του έλεγε πάλι κάποια παράξενη ιστορία.