Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΙΔΚΙΑΥΛΙΝ
διήγημα
Δημοσίευση: ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, Μάιος - Ιούνιος 2013, τέυχος 17, σελ. 297
Κουβαλούσε από γεννησιμιού του μια πάθηση στη μέση και δεν
μπορούσε ούτε να σταθεί όρθιος, ούτε βέβαια να περπατήσει. Τις πιο πολλές ώρες
καθότανε σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι με τα πόδια τεντωμένα μπροστά. Το μικρό σπιτάκι
του ήταν δίπλα από το σπίτι του αδελφού του με τον οποίο είχαν άριστες σχέσεις.
Όλη την περιουσία που είχε, την είχε εκχωρήσει σ’ αυτόν για να τη δουλεύει, μα
κι ο αδελφός του, από την άλλη, ανεξάρτητα από την πράξη του αυτή, θεωρούσε πως
ήταν χρέος του να βοηθά όσο το δυνατόν καλύτερα τον ανήμπορο και βασανισμένο
αδελφό του. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του και την κρατούσε.
Ένα χαμηλό
τραπεζάκι που ήταν δίπλα του είχε πάνω μια μικρή λάμπα του πετρελαίου και μια νεροκολοκύθα.
Εκεί, έτρωγε το λιγοστό φαγητό –κατ’ απαίτησή του‒ που του έφερνε ο αδελφός, η
νύφη ή τ’ ανίψια του και του γέμιζαν τη νεροκολοκύθα με μαύρο στερκό κρασί που
το απολάμβανε κάθε βράδυ. Το κρεβάτι του κι αυτό χαμηλό, για να μπορεί να
ξαπλώνει χωρίς βοήθεια. Τι ύπνο έκανε, ένας Θεός το ξέρει: σε ορθή γωνία πάντα κι
όταν ήθελε να γυρίσει από το άλλο πλευρό μπερδεύονταν οι κουβέρτες και τα
σεντόνια και τον κούραζαν πιο πολύ. Είχε πολύ λίγα έπιπλα στο μικρό σπιτάκι, ένα
ντουλαπάκι στο οποίο έβαζε τα ρούχα του, που τα μάζευε μια φορά τη βδομάδα
χρόνια τώρα μια γυναίκα του χωριού και τα έπλενε επί πληρωμή, κι ένα αιωρούμενο
μικρό ντουλαπάκι μέσα στο οποίο φύλαγε λίγα χαλούμια που του έφερναν οι βοσκοί
του χωριού. Το ανεβοκατέβαζε με τη βοήθεια ενός λεπτού σχοινιού που το στερέωνε
σε ένα μεγάλο καρφί στον τοίχο.
Η μετακίνησή του γινόταν πολύ δύσκολα και με πολύ μεγάλη προσπάθεια. Τραβούσε την άκρη της μαύρης βράκας του μπροστά και την στερέωνε, αφού την περνούσε μέσα στην πολύφυλλη ζώστρα του, μετά άφηνε τα χέρια κάτω στη γη έβαζε δύναμη στους καρπούς κι έσπρωχνε το σώμα του λίγο μπροστά μέχρι εκεί που τα γόνατα μπορούσαν να καμφθούν πριν αρχίσει ο πόνος. Έκανε το ίδιο ξανά και ξανά, μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Αυτό όμως, του προκαλούσε πολλή κούραση κυρίως στα χέρια, γι’ αυτό απέφευγε τις μετακινήσεις. Όταν συναντούσε κάποιον στο δρόμο του, έτσι καθώς ήταν χαμηλά, έπρεπε να βγάλει το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο του για να μπορέσει να τον δει. Αγαπούσε τους συγχωριανούς του αλλά κι αυτοί είχαν τα ίδια συναισθήματα και πάντα εκδήλωναν το ενδιαφέρον τους για να τον βοηθήσουν αν τους είχε ανάγκη. Ήταν και κάποιες στιγμές που ένιωθε τόσο ασήμαντος, ένα άχρηστο πλάσμα στον κόσμο που σερνόταν σαν σκουλήκι στο χώμα.
Όμως, δεν ήταν
άχρηστος. Κάθε άλλο, ήταν μοναδικός στην περιοχή και το πιδκιαύλιν του ξακουστό.
Έρχονταν οι βοσκοί μαζί με τις κουδούνες τους και παράγγελναν. Κι αυτός
ξυπνούσε πριν χαράξει και «σύρε και να πας, λάμνε και να πας» έφτανε στη βρύση
του χωριού, στον καλαμιώνα, διάλεγε τα καλύτερα καλάμια και μετά από την
αροδάφνη διάλεγε το κλωνάρι που θα έβγαζε τις καλύτερες πίνες. Ύστερα, με τον
ίδιο τρόπο, γύριζε στο σπιτάκι του μετά από πολλές στάσεις για ξεκούραση,
έχοντας δεμένα στην πλάτη καλάμια και αροδάφνη. Την τέχνη του, που είχε μάθει
από τον παππού του, πολύ λίγοι την ήξεραν. Τα σύνεργά του δεν ήταν πολλά. Ένα
καλά ακονισμένο μαχαιράκι κι ένα σουβλί. Άκουγε και ξανάκουγε πολλές φορές την
κουδούνα που του έφερναν για να εμπεδώσει τον ήχο της ώστε το πιδκιαύλιν που θα
κατασκεύαζε να βγάζει τον ίδιο αρμονικό ήχο. Δούλευε στο μυαλό του κάποιους
υπολογισμούς κι ύστερα από μερικές μέρες, όσο κρατούσε αυτή η διαδικασία και ωρίμαζαν
μέσα του τα δεδομένα, άρχιζε δουλειά και ήξερε πιο μέρος από το καλάμι θα
κόψει, πόσο μακρύ και πόσο χοντρό θα ήταν, πώς θα ήταν η πίνα και τέλος ποιες
θα ήταν οι αποστάσεις στις τρύπες. Δεν υπήρχε τίποτε στην τύχη. Ήταν όλα
μελετημένα σύμφωνα με τις υποδείξεις του προγόνου του, γι’ αυτό όταν τα
παρέδιδε ζητούσε να μακαρίζουν τον παππού.
Είχε κι ο
ίδιος πολλά γλυκόλαλα και τα απογεύματα έπαιζε για λίγο, διαλέγοντας το κατάλληλο
για κάθε σκοπό. Τέλος, έπαιρνε το πιδκιαύλιν τού παππού του, που ήταν ντυμένο
με δέρμα φιδιού και έπαιζε μια δική του λυπητερή σύνθεση.
Σήμερα δεν
ξύπνησε. Έτσι. Είχε τελειώσει το λάδι στο καντήλι του. Το προηγούμενο βράδυ,
χωρίς κανένα πρόβλημα κοιμήθηκε κανονικά, μα έμελλε αυτός να είναι ο τελευταίος
του ύπνος, ο αιώνιος. Η είδηση μεταδόθηκε σε όλο το χωριό μ’ ένα συνθηματικό
σφύριγμα που ακούστηκε μέχρι τον γιαλό και μετέφερε στους αγρούς και στα
λαγκάδια τη δυσάρεστη είδηση.
Η κηδεία έγινε
το απόγευμα κι ήταν όλο το χωριό. Το φέρετρο τοποθετήθηκε σ’ ένα ειδικά κατασκευασμένο
τροχήλατο και δίπλα του στάθηκαν οι άνθρωποι που φαίνονταν πιο λυπημένοι απ’
όλους για τον θάνατό του: οι βοσκοί φυσικά, που έχαναν τον αγαπημένο τους και
μοναδικό τεχνίτη.
Η πομπή
προχωρούσε αργά προς το κοιμητήριο του χωριού και ένας ένας έβγαζε με δάκρυα
στα μάτια, από τον κόρφο του το πιδκιαύλιν του και έπαιζε ένα σκοπό. Μέχρι το
κοιμητήριο πρόλαβαν κι έπαιξαν όλοι. Ο ήχος έβγαινε λυπητερός από τα όργανα που
ο ίδιος είχε κατασκευάσει. Κι όταν τον έβαλαν στον τάφο έπαιξαν όλοι μαζί με
τον τρόπο που αυτός έπαιζε.
Τον
θάψανε καθιστό σαν Αρχιεπίσκοπο. Δεν μπορούσαν, άλλωστε, να κάνουν και
διαφορετικά. Έτσι μόνο θα είχε αιώνια ξεκούραση.