[Σύνθεση του ΝΝ-Χ με βάση ένα σχέδιο του Γουναρόπουλου] |
του Κώστα Μόντη
Η ΑΡΤΟΥΛΑ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ
διήγημα
[από τη συλλογή του ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, Λευκωσία, 1970]
Ένα παράξενο λουλούδι μπορεί να φυτρώσει ξαφνικά εκεί που κανείς δεν το περιμένει.
Το παράξενο λουλούδι ήταν η Αρτούλα. Στο χωριό που τα κορίτσια δουλεύουν πολύ κι έχουν δυνατά, σφιχτοδεμένα κορμιά, η Αρτούλα δε δούλευε καθόλου και το κορμί της ήταν όσο μπορούσε πιο αδύνατο. Στο χωριό που τα κορίτσια δεν ανοίγουν βιβλίο, η Αρτούλα κλεινόταν σ' ένα δωμάτιο να διαβάσει ό,τι έβρισκε. Στο χωριό που τα κορίτσια βάνουν την Κυριακή τα γιορτινά τους και παν΄ στο γιοφύρι, στην αυλή της εκκλησιάς, στο γάμο, η Αρτούλα έμενε μονάχη στο σπίτι να μελαγχολήσει.
Κι έπεφταν τα κακά απάνω στο λουλούδι.
—Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; (—Μωρή καταραμένη, πού βρέθηκες στο σπίτι μου; έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, οι αδερφές της, ακόμα και τα παιδάκια).
Έλεγαν όλοι εχτός απ' τη γιαγιά της. Η γιαγιά δεν έλεγε «μωρή καταραμένη». Έλεγε: «Δεν τους έπρεπε αυτούς τέτοια κόρη».
Τέτοια κόρη;
—Μωρή, κάθισε στον αργαλειό να δούλεψης! (—Μωρή, κάθισε στον αργαλειό να δούλεψης, έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, όλοι).
Το λουλούδι στέναζε — η Αρτούλα στέναζε σκυμμένη στον αργαλειό.
Και στέναζε κι η γιαγιά:
—Ειν' αυτή κόρη για τον αργαλειό;
—Πού ήσουνα πάλι κρυμμένη, μωρή; Διάβαζες; Θα τα κάψω εκείνα τα παλιοβιβλία σου (—Πού τάχεις; Δε λες; Θα τα κάψω).
—Θα σε σκοτώσω, μωρή (—Θα σε σκοτώσω, μωρή, έλεγε η μητέρα, ο πατέρας, τα παιδιά).
Ούτε το χέρι δε σήκωνε να φυλαχτεί απ' το ξύλο η Αρτούλα.
—Παναγιά μου, σώσε την, έλεγε η γιαγιά κι έκλαιε.
—Παναγιά μου, σώσε την, παρακαλούσε η γιαγιά. Είναι κορίτσι για γάμο;
—Να παντρευτείς, μωρή, να ησυχάσουμε, έλεγαν όλοι.
Και το λουλούδι τ' αρραβώνιασαν. Τ' αρραβώνιασαν μ' ένα όμορφο, μελαψό, δυνατό παλληκάρι του κάμπου. Ήταν κι η Αρτούλα όμορφη μά ΄ταν χλωμή κι αδύνατη και δεν ήταν του κάμπου.
Και το παλληκάρι αγάπησε την Αρτούλα. Και την έβγανε απ' τον αργαλειό και δεν άφηνε κανένα να της κακομιλήσει και παρατούσε τις δουλειές του κι έτρεχε στη Χώρα να της αγοράσει βιβλία (-Ό,τι θες, Αρτούλα). Καθόταν μαζί της, έσκυβε μαζί της απάνω στα γράμματα του βιβλίου που δεν τα καταλάβαινε (—Ναι, ναι).
—Δόξα νάχεις, Παναγιά μου μεγαλοδύναμη, έλεγε η γιαγιά.
Όμως το παλληκάρι είχε αγαπήσει ένα πολύ παράξενο λουλούδι.
Ούτε μια φορά δεν τού ΄δειξε ευγνωμοσύνη η Άρτούλα. Κι όχι μονάχα αυτό μα πέθανε κιόλας μια μέρα. Έγειρε έτσι και πέθανε.
Κι εκείνος τη φιλούσε, τη φιλούσε, φιλούσε τα βιβλία της, τ' αγκάλιαζε κλαίοντας και τα φιλούσε.
(1940)