1 Απρ 2014

ΤΑ ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΑ


Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Το γαλάζιο ποδήλατο
[Η κόρη του δραγουμάνου, διηγήματα, Μεταίχμιο 2003]

Όταν τέλειωσαν οι μάχες, η οικογένειά μου βρέθηκε εγκλωβισμένη στο χωριό. Σχεδόν αμέσως άρχισε ένας άγριος διωγμός και ο κόσμος εγκατέλειπε με τη βία τα σπίτια του αναζητώντας καινούριο μέρος για να ζήσει. Πρώτα ήρθαν τ' αδέλφια μου και τελευταίος ο πατέρας με τη μάνα μου. Με σπαραγμό εγκατέλειπαν το πατρογονικό μας σπίτι.

Συναντηθήκαμε στην Αθήνα, που ήρθαν για λίγες μέρες να με δουν και να σκεφτούμε πώς θα τακτοποιηθούμε. Δεν τολμούσα να ρωτήσω τον πατέρα πώς ήταν οι μέρες τους στο χωριό. Δεν ήθελα να υποστεί το ίδιο μαρτύριο για δεύτερη φορά. Πρόσεξα τα χέρια του που έτρεμαν ελαφρά. Αυτός λιγομίλητος καθώς είναι, κουνούσε ελαφρά το κεφάλι καλά, καλά, λες και ήθελε να με καθησυχάσει. Τα φρικτά  βασανιστήρια του τα είχα μάθει από άλλους.
   
Όταν άνοιξαν τις αποσκευές τους, ο πατέρας ξεχώρισε κάτι για μένα. Ένα κομπολόι καμωμένο από κουκούτσια ελιάς κι ένα μικρό δέμα. Τριανταεπτά χάντρες είπε, τριανταεπτά μέρες αιχμαλωσίας και μαρτυρίου. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη.  ταν όμως άνοιξα το μικρό δέμα έγινε ακόμη πιο μεγάλη. Ένα παλιό τσαλακωμένο ρούχο. Το άπλωσα στο ντιβάνι και για μερικές στιγμές μου κόπηκε η αναπνοή. Η σημαία μας! Το λάβαρο του Συλλόγου μας! Διάβασα τα ξεθωριασμένα γράμματα και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Γονάτισα και το φίλησα και σκεπάζοντας με τις παλάμες τα μάτια μου, γύρισα δεκαπέντε τόσα χρόνια πίσω ... δωδεκάχρονο παιδί…

Το πραγματικό λάβαρο του Παιδικού Συλλόγου Ακριτόπουλα (1957-1960) στο Βασίλι της Καρπασίας 


* * *

... Κοντεύαμε να φτάσουμε στο χωριό και καθίσαμε κοντά σε μια παλιά δεξαμενή για να ξεκουραστούμε. τσι περνούσαν οι μέρες μας τα απογεύματα, τριγυρνούσαμε στα χωράφια κυνηγώντας πουλιά με σφεντόνες ή καμιά φορά παίζαμε ποδόσφαιρο αν βρίσκαμε μπάλα. Ρε, να πέσουμε στο νερό και όποιος μείνει πιο πολύ με το κεφάλι μέσα, να είναι ο αρχηγός, είπε ο Θέμης και τον κυνηγήσαμε γιατί όλο ανοησίες έλεγε. Ή θα κάνουμε σοβαρές δουλειές ή σταματούμε, είπα θυμωμένα, γιατί θεωρούσα τον εαυτό μου φυσικό αρχηγό μια και η ιδέα γι' αυτό που πηγαίναμε να κάνουμε ήταν δική μου. Την Κυριακή θα γίνουν κανονικές εκλογές συνέχισα και προχωρήσαμε συζητώντας ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα που μας απασχολούσε. Το πρόβλημα της στέγασής μας. Ο Θέμης, πάλι πέταξε την κοτσάνα του. Α! όχι, αυτή τη φορά ήταν η καταπληκτικότερη ιδέα. Το μικρό ανώι της εκκλησίας. Γιατί δεν το είχαμε σκεφτεί νωρίτερα. Ήταν το ιδανικότερο μέρος για ένα παιδικό σύλλογο όπως το δικό μας. Θα συμφωνούσε όμως ο ιερέας; Θα δεχόταν να μεταφερθούν σε άλλο χώρο διάφορα πράγματα που υπήρχαν εκεί;
  
 Το κτίσμα που είχαμε βάλει στο μάτι αποτελείτο από δυο ισόγεια δωμάτια και δυο πάνω. Παλαιότερα το σπιτάκι αυτό φιλοξενούσε τον μοναδικό δάσκαλο του χωριού, μα από τότε που το σχολείο μας ενοποιήθηκε με το σχολείο του διπλανού χωριού, έμενε αχρησιμοποίητο. Βάλαμε όλη την εξυπνάδα μας και τρεις μέρες μετά είχαμε το κλειδί στο χέρι. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. Κανένας όμως, δεν ξέρει τι θα γινόταν αν προηγουμένως δεν καθαρίζαμε την αυλή της εκκλησίας από τα αγριόχορτα και τις ακαθαρσίες. Η καλή μας πράξη είχε αποδώσει καρπούς. Με την επίβλεψη του ιερέα μεταφέραμε όλα τα πράγματα στα κάτω δωμάτια, αφήνοντας μόνο μερικές πολυθρόνες κι ένα τραπέζι. Μάλιστα! Πολυθρόνες! Η μόνη υπόσχεση που δώσαμε ήταν να προσέχουμε τα ξένα πράγματα. Στρωθήκαμε στη δουλειά, ξεσκονίσαμε, σφουγγαρίσαμε, τακτοποιήσαμε και περιμέναμε την Κυριακή. Άλλο θέμα για συζήτηση δεν βρίσκαμε και φουσκώναμε από περηφάνια.
     
Έφθασε η πολυπόθητη μέρα, πρώτη φορά δεν έλειπε κανένας από την εκκλησία και περιμέναμε πότε θα τελειώσει η λειτουργία. Έφερες κόλλες και καμιά πέννα; ψιθύρισε στ' αυτί  μου ο Θέμης. Κούνησα το κεφάλι ναι και βυθίστηκα στις σκέψεις μου. Δεν είπα τίποτα για την έκπληξη. Με το Δι' ευχών των Αγίων...... πεταχτήκαμε όλοι έξω, άνοιξα το Σύλλογο που γέμισε παιδιά. Το μυστικό είχε κυκλοφορήσει σε όλο το σχολείο και τώρα δεν ξέραμε τι να τους κάνουμε όλους αυτούς. Διώξαμε τους μικρούς, είπαμε από τετάρτη τάξη και πάνω, άλλωστε οι μικροί τι μπορούσαν να κάνουν. Ο Παντελής τους ανέλαβε, ξεκαθάρισε η κατάσταση, μα δεν έφυγαν για τα σπίτια τους. Τριγυρνούσαν στην αυλή της εκκλησίας ώσπου τελειώσαμε κι εμείς.

Οι εκλογές μας έγιναν απλά. Μοίρασα σε όλους από ένα χαρτάκι, είμαστε πιο λίγοι από τριάντα, και ο καθένας έγραφε πέντε ονόματα, αυτούς που προτιμούσε να είναι στο Συμβούλιο του Συλλόγου. Δεν είχε προηγηθεί καμιά ομιλία, σήμερα ιδρύεται Σύλλογος υπό την επωνυμία... Δεν ξέραμε από τέτοια πράγματα. Τα είχαμε πει αυτά με τα δικά μας λόγια στα διαλείμματα και καθώς πηγαίναμε στα σπίτια μας από το σχολείο. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως ο Πρόεδρος ήταν η ανώτερη θέση, ο Αρχηγός. Βγάλαμε αμέσως τα αποτελέσματα και ήταν αυτά που ήξερε ο καθένας μας. Καμιά έκπληξη. Εγώ φυσικά ήμουν ο Πρόεδρος, γραμματέας ο Θέμης, και μέλη ο Νίκος, ο Παντελής και ο Κωνσταντίνος.

Βγάλαμε χαρτιά στο γραφείο και όσοι ήθελαν μπορούσαν να γραφτούν μέλη του Συλλόγου. Όλα τα παιδιά άρχισαν να συμπληρώνουν το όνομά τους. Βρήκα την ευκαιρία να φέρω την πινακίδα που είχα κρυμμένη εκεί κοντά. Ήταν η έκπληξη. Την καρφώσαμε πάνω από την πόρτα και ο Θέμης διάβασε δυνατά: Παιδικός Σύλλογος Τα Ακριτόπουλα. Η έκπληξη και η χαρά ήταν ζωγραφισμένη σε όλα τα παιδικά πρόσωπα. Έτρεξαν και οι μικροί να δουν την πινακίδα ψιθυρίζοντας τη μαγική λέξη Ακριτόπουλα. Έγραψε και ο τελευταίος το όνομά του στον κατάλογο και τότε ήταν η ώρα για τη δεύτερη έκπληξη. Έβγαλα από την τσέπη μου  τη σφραγίδα που είχα σκαλίσει σε ένα σανιδάκι κι ακούμπησα στο γραφείο ένα παλιό ταμπόν. Όλοι έγιναν πιο σοβαροί. Κατάλαβαν πως αυτό που γινόταν δεν ήταν παιχνίδι. Οι κατάλογοι υπογράφτηκαν από όλους εμάς του Συμβουλίου και στο τέλος έβαλα με προσοχή τη σφραγίδα. Δεν ήταν σπουδαία, μα μπορούσες να διακρίνεις την ονομασία του συλλόγου. Μαζεύτηκαν πάλι όλοι να τη δουν.

Σε λίγο είχαμε την πρώτη μας συνεδρίαση, ενώ τα παιδιά κατέβηκαν στην αυλή της εκκλησίας συζητώντας τα θαυμάσια γεγονότα της ημέρας. Η πρώτη μας απόφαση ήταν πως έπρεπε να γίνει έρανος και μάλιστα την επόμενη Κυριακή, για να μαζέψουμε χρήματα που τα είχαμε απόλυτη ανάγκη. Ορίσαμε και κάποιο ποσό που θα έδιναν τα μέλη μας. Κόντευε μεσημέρι και διαλυθήκαμε τρέχοντας προς τα σπίτια μας.

Την επόμενη Κυριακή ήταν έτοιμο και το "Ταμείον" που μας έφτιαξε ο κυρ Αλέξανδρος ο μαραγκός. Ήταν ένα ξύλινο κουτί με μια σχισμή στην πάνω πλευρά. Μετά τη λειτουργία σταθήκαμε επίσημα έξω από την εκκλησία με το κουτί στο χέρι. Όλα κρεμόντουσαν από μια κλωστή. Στο τέλος όλα πήγαν καλά. Μόλις ο Δάσκαλος έριξε τον οβολό του λέγοντας δυνατά Μπράβο παιδιά, για τον Σύλλογο, όλοι άρχισαν να ρίχνουν τα σελίνια τους, ο δάσκαλος μάλιστα έριξε ένα ολόκληρο πεντασέλινο που μας φάνηκε πολύ μεγάλη προσφορά και θέλαμε να του δώσουμε ρέστα. Στην άρνησή του να πάρει ρέστα, τον πληροφορήσαμε πως θα του στέλλαμε μια απόδειξη. Χαμογέλασε κι εμείς συνεχίσαμε τον έρανο ώσπου άδειασε όλη η εκκλησία.

Λίγο μετά βρεθήκαμε όλοι στο Σύλλογο, έκαναν την εισφορά τους τα μέλη -εμείς του Συμβουλίου ρίξαμε από ένα σελίνι- και καταμετρήσαμε τα χρήματα. Ακολούθησε συνεδρίαση, στο μικρό δωμάτιο αυτή τη φορά, έτσι που οι υπόλοιποι να μην ήταν αναγκασμένοι να κατεβαίνουν στην αυλή. Στη συνεδρίαση αυτή πήραμε πολύ σημαντικές αποφάσεις. Πρώτα πρώτα, ποιος θα κρατούσε τα χρήματα, και μετά τι θα κάναμε με τα χρήματα αυτά. Στο λούρουπα, στο λούρουπα, είπε ο Θέμης. Γελάσαμε, μα στο τέλος βρήκαμε πως ήταν πολύ καλή ιδέα να φυλάγουμε το "ταμείο" στην καπνοδόχο. Κανένας δεν θα το υποψιαζότανε ποτέ. Πήραμε κι άλλες αποφάσεις. Θα αγοράζαμε μια δεύτερη κλειδαριά. Τα κλειδιά θα τα κρατούσαμε από ένα με τον Θέμη. Θα αγοράζαμε ακόμα πασπαρτού και τζάμια για να κορνιζώσουμε τους Ήρωες. Τελειώναμε όταν ο Θέμος είχε μια τελευταία πρόταση. Ξεχάσαμε τη μπάλα, είπε και μας κοίταξε με αγωνία. Δεν χαλάσαμε το χατίρι στον τερματοφύλακα της  ομάδας. Απόφαση: Να αγορασθεί μπάλα. Τις Κυριακές διοργανώναμε συναντήσεις με ομάδες από άλλα χωριά. Ξεκινούσαμε το πρωί με τα ποδήλατά μας, δυο δυο στο καθένα και πολλές φορές και τρεις και γυρνούσαμε κοντά στο μεσημέρι άλλες φορές χαρούμενοι και άλλες φορές μουτρωμένοι γιατί χάναμε. Το δικό μου ποδήλατο ήταν το μοναδικό της κούρσας, δώρο του θείου μου και τελευταία το είχα βάψει γαλάζιο. Ήταν επιταγμένο στις ανάγκες του Συλλόγου. Είχα κατασκευάσει και ειδική κρύπτη για τα φυλλάδια που διανέμονταν κάθε τόσο.
    
Το γαλάζιο ποδήλατο
Έτσι περνούσαν οι μέρες μας όταν σκέφτηκα το λάβαρο. Πώς μας ξέφυγε. Πώς ήταν δυνατό ένας Σύλλογος σαν το δικό μας να μην έχει το δικό του λάβαρο. Η απόφαση πάρθηκε έκτακτα στο δρόμο για το σχολείο. Αγοράσθηκαν τα αναγκαία και η Αγνή η ξαδέλφη μου ανέλαβε τα υπόλοιπα. Έραψε τη σημαία με τον μεγάλο άσπρο σταυρό και στο κέντρο γάζωσε ημικυκλικά με χρυσοκεντημένη κορδέλα την ονομασία του συλλόγου. Μόνο που η λέξη "Παιδικός" γράφτηκε με έψιλον. Επέμενα πως έπρεπε να γραφτεί σωστά.



Πλησίαζε η 28η Οκτωβρίου και έπρεπε να ετοιμαστούμε. Έριξα την ιδέα και όλοι ενθουσιάστηκαν. Αρχίσαμε τις δοκιμές στην αυλή της εκκλησίας. Μπαίναμε σε τριάδες και κόβαμε βόλτες γύρω από την εκκλησία. Κάθε φορά το βήμα κρατούσε κάποιος από μας. Έπρεπε να περπατούμε ίσια, να παίρνουμε τα χέρια ψηλά και να μη γυρίζουμε το κεφάλι αριστερά και δεξιά. Πρωί πρωί στις 28 του Οκτώβρη συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία του χωριού, παραταχθήκαμε, καρφιτσώσαμε κάτι μικρά χαρτάκια με συνθήματα στα πουκάμισά μας, κι εμπρός μαρς, με σημαιοφόρο τον Νίκο που ήταν ο πιο ψηλός, προχωρούσαμε προς το σχολείο μας. Το βήμα το έδινα εγώ χρησιμοποιώντας μια σφυρίκτρα παρόμοια με αυτή που κρατούσε ο αγροφύλακας. Διασχίζαμε τους κυριότερους δρόμους του χωριού και ο κόσμος έβγαινε ξαφνιασμένος και χειροκροτούσε. Τα πιτσιρίκια προχωρούσαν στο πλάι του δρόμου προσπαθώντας να μας μιμηθούν κι εμείς σοβαροί και περήφανοι πλησιάζαμε πια προς το σχολείο. 'Όταν προσεγγίσαμε, μας πρόσεξε ο Διευθυντής από το παράθυρο. Άκουσε τα σφυρίγματα, μετά είδε και τη σημαία και σήμανε συναγερμό. Κτύπησε αμέσως το κουδούνι και γρήγορα γρήγορα μάζεψε τους μαθητές που τους παρέταξε δεξιά και αριστερά από την είσοδο μέχρι το Διευθυντήριο και μας περίμεναν. Μπαίνοντας στην είσοδο του σχολείου σταμάτησα το σφύριγμα μπήκα κι εγώ στη γραμμή και σταματήσαμε λίγο πιο κάτω ανάμεσα στους μαθητές. Μας χειροκρότησαν με συγκίνηση μαθητές και δάσκαλοι. Ο Διευθυντής του σχολείου μας επαίνεσε και μετά μίλησε για την επέτειο. Μερικοί μαθητές απάγγειλαν ποιήματα, τα κορίτσια χόρεψαν και τελείωσε η πρώτη δημόσια εμφάνισή μας με επιτυχία. Σε λίγες μέρες ο Διευθυντής, μας ανακοίνωσε πως είχε παραγγείλει μια σάλπιγγα κι ένα τύμπανο. Τα πρώτα που έρχονταν στο σχολείο. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη. προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τον ήχο της σάλπιγγας βάζοντας το χέρι στο στόμα σαν χωνί και άλλοι πάλι έκοβαν δυο ξυλαράκια και προσπαθούσαν να παίξουν σε ένα φανταστικό ταμπούρλο.
  
Ωστόσο ο Σύλλογος λειτουργούσε και κάθε μέρα όλο και κάτι καινούριο βρίσκαμε να κάνουμε. Φέραμε από τα σπίτια μας -όσοι είχαν- βιβλία και τις Κυριακές διαβάζαμε διάφορες ιστορίες που μας άρεσαν. Το μικρό δωμάτιο είχε μετατραπεί σε βιβλιοθήκη, μια και οι συνεδριάσεις αραίωσαν, φτιάξαμε ένα πρόχειρο ραφάκι και ο Αντωνάκης που του άρεσε να διαβάζει, κρατούσε το ακροατήριο σε αγωνία, ούτε στην ώρα του μαθήματος δεν κρατούσαμε τέτοια ησυχία, γιατί ήταν οι ιστορίες που εμείς διαλέγαμε να ακούσουμε. Όσοι δεν ήθελαν να ακούσουν, έμεναν στο πρώτο δωμάτιο και έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια.

Η μεγαλύτερη επιχείρηση που είχαμε αναλάβει ως τότε ήταν ο κήπος μα είχαμε μεγάλο πρόβλημα με το νερό. Βέβαια, υπήρχε κάποιο πηγάδι στην αυλή μα ήταν πολλά χρόνια αχρησιμοποίητο. Έπρεπε πάση θυσία να γίνει κάτι. Ο Σώζος ήταν ο πιο κατάλληλος άνθρωπος γι αυτή τη δουλειά. Έφερε από το σπίτι του σχοινί, κάδο, κι ένα μικρό φτυαράκι -ο πατέρας του ήταν λακκοτρύπης κι έτσι ήξερε από τέτοιες δουλειές- και αρχίσαμε την επιχείρηση. Ένα απόγευμα ξεσκεπάσαμε το πηγάδι, τον δέσαμε με σχοινί, και τον κατεβάσαμε. Στην αρχή δυσκολεύτηκε. Κοίταξε κάτω το πηγάδι, φοβήθηκε και ξεδέθηκε. Δεν γίνεται, είπε, κάτω κάτω το πηγάδι πλαταίνει πώς θα μπορέσω να κατεβώ. Τον πείσαμε να κατεβεί μέχρι εκεί που μπορούσε και μετά να πηδήξει, αφού ο πάτος ήταν ένα μέτρο πιο κάτω. Ξανακοιτάξαμε το πηγάδι, πείστηκε ο Σώζος, ξαναδέθηκε και κατέβηκε. Κρατούσαμε γερά το σχοινί, και μόλις ακούσαμε την προσταγή του αφήσαμε το σχοινί ελεύθερο και πήδησε στον πάτο. Ξεδέθηκε, τραβήξαμε το σχοινί και ξανακούστηκε η φωνή του: σίκλα κάτω. Κατεβάσαμε τον κάδο που γέμιζε με πέτρες στην αρχή, κουρέλια και ακαθαρσίες. Σε λίγο μας ζήτησε το φτυαράκι και ο κάδος γέμιζε πια με χώματα και στο τέλος χώμα βρεγμένο. Νερό, νερό φώναξε ο Θέμης ενθουσιασμένος δίνοντας μια τούμπα στον αέρα και μια ανάποδη στον τοίχο της εκκλησίας. Έτρεξαν όλοι να δουν. Βγάλαμε κι άλλο χώμα μα τίποτα παραπάνω. Κόννος φώναξε ο Σώζος από το βάθος, νερό δεν έχει. Τα πράγματα δυσκόλευαν και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Φέραμε ένα σκεπάρνι από τη γειτονιά, το κατεβάσαμε μα ο λακκοτρύπης μας, φώναζε επαγώσαν τα πόδια μου, βγάλτε με. Τον πείσαμε να σκάψει λίγο ακόμα, να καθαρίσει απ' εδώ κι απ' εκεί. Δεν γίνεται τίποτα ξαναφώναξε, και στον κάδο έβαλε το σκεπάρνι και το φτυαράκι. Ρίξαμε κάτω το σχοινί, δέθηκε, προσπάθησε να πιαστεί από τις μικρές τρύπες στα πλευρά του πηγαδιού, γλίστρησε, έπεσε κάτω, εμείς τραβούσαμε ο Σώζος φώναζε μην τραβάτε ρε, θα με πνίξετε.

  Όλες μας οι προσπάθειες πήγαιναν χαμένες. Άρχισε να κλαίει, πραγματικά δεν σκεφτήκαμε πόσο δύσκολο ήταν να τον βγάλουμε μοναχοί μας. Άρχισε να σουρουπώνει. Του φώναξα δυνατά για να του δώσω θάρρος Μη φοβάσαι ρε κατούρη, θα σε βγάλουμε μα η φωνή μου ακούστηκε λίγο τρεμουλιαστή. Τότε ήταν που άρχισε να κλαίει δυνατά. Τα είχα χαμένα. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήταν κανένας. Τους μπάσταρδους, όλοι χεστήκανε, ψιθύρισα. Ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Μη κλαις ρε, έτσι να κάνω το χέρι μου σε πιάνω, ξανάπα στο Σώζο που έκλαιγε πιο δυνατά τώρα. Ε, κάμε το, είπε με φωνή που έτρεμε.

  Ευτυχώς η περιπέτεια έληξε αμέσως, γιατί εκείνη τη στιγμή περνούσε ο Κλείτος ο Τσίρκης  και σε δυο λεπτά ο Σώζος σώθηκε. Φύγαμε τρέχοντας, και σε λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι του ήταν μια χαρά. Με καληνύκτισε γελώντας. Παραλίγο να την πάθουμε, είπε και χάθηκε πίσω από το ξωπόρτι του σπιτιού του.
     
Την άλλη μέρα, το θυμό μου για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας, έπνιξε το συνταρακτικό νέο. Προχωρούσα έτοιμος για καυγά μα ο Αντωνάκης με πρόλαβε. Το πηγάδι γέμισε νερό. Τους κοίταξα όλους, μα στα μάτια τους έβλεπα την αλήθεια. Το απόγευμα το διαπιστώσαμε και η χαρά μας ήταν πολύ μεγάλη. Τι θα κέρδιζα αν μάλωνα μαζί τους. Σημασία είχε τώρα ότι ο Δράκος άφησε το νερό, όλοι κατάλαβαν το σφάλμα τους και ζήτησαν συγνώμη από τον Σώζο. Ο Σώζος δε, ήταν περήφανος για το κατόρθωμά του. Έδειξε εξαιρετικό ζήλο, έδινε συμβουλές και ένιωθε τον κήπο πιο δικό του. Ο κάθε ένας από μας είχε από ένα κομμάτι και σε λίγο ο κήπος έγινε καταπράσινος.
    
Η δράση μας όμως δεν θα έμενε μόνο σ' αυτά τα πράγματα. Σκοπός μας δεν ήταν ούτε ο κήπος, ούτε το ποδόσφαιρο. Ήταν κάτι πιο σοβαρό. Φυσικά οι πιο πολλοί δεν είχαν ιδέα, γιατί η οργάνωση ήταν με τέτοιο τρόπο που ο καθένας πρόσφερε αυτό που μπορούσε χωρίς να γνωρίζει τι έκαναν οι άλλοι. Στην κορυφή ήταν οι πέντε του Συμβουλίου που πολλές φορές συναντιόμαστε σε ανύποπτο χρόνο και παίρναμε σημαντικές αποφάσεις.

Ένα πρωί το χωριό ξύπνησε και δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Οι τοίχοι και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με συνθήματα που είχαμε γράψει το βράδυ. Η δράση μας συνεχιζόταν τώρα πιο δυναμική. Οι Εγγλέζοι έπρεπε να φύγουν από την πατρίδα μας και να μας αφήσουν ήσυχους. Πρώτα πρώτα δε μιλούσαν τη γλώσσα μας, αλλά εμείς δεν θέλαμε να ξέρουμε πιο πολλά, οι πατέρες μας που ήξεραν, αγωνίζονταν για τον ίδιο σκοπό. Μετά, γιατί κρέμασαν τον Μιχαλάκη; Θυμάμαι δεν ήταν πολύς καιρός που με είχε φωνάξει η Αγνή. Προχωρήσαμε μαζί αμίλητοι προς την εκκλησία. Τράβηξε ελαφρά το σχοινί της καμπάνας και μουρμούρισε δακρυσμένη, οι Εγγλέζοι κρέμασαν τον Μιχαλάκη. Και την άλλη φορά πάλι. Η ίδια σκηνή. Τράβηξε ελαφρά το σχοινί και η καμπάνα κτύπησε λυπητερά. Οι Εγγλέζοι σκότωσαν τον Πετράκη που κρατούσε την ελληνική σημαία ψηλά.
  
Τα συνθήματα στους δρόμους ήταν μόνο η αρχή, και ο κήπος μας μέρα με τη μέρα πρασίνιζε και τα λουλούδια γινόντουσαν όλο και πιο πολλά.

* * *

Στην ώρα της γυμναστικής, ο κύριος Άδωνις με απομόνωσε από τα άλλα παιδιά, λέγοντας δυνατά στα πεύκα τώρα παιδιά και τραβώντας με από το μανίκι μου είπε βιαστικά δυο τρεις κουβέντες. Στο φουρνάκι κοντά στην εκκλησία, έχει φυλλάδια. Εσείς τα βάλατε; Τα είδα που περνούσα και σκέφτηκα … μήπως…. Γιατί δεν τα πετάτε στους δρόμους; Όχι πως με νοιάζει δηλαδή ... αλλά ... μα τι κάνεις εδώ πέρα, γρήγορα μαζί με τους άλλους στα πεύκα, είπε κάνοντας πως με κυνηγούσε.

Είχα καταλάβει πολύ καλά. Πήγα μοναχός μου με καρδιοκτύπι, στο χαλασμένο φουρνάκι, τα πήρα και σε λίγο όλο το χωριό ήταν γεμάτο με φυλλάδια. Ούτε που σκέφτηκα πως στη θέση που ήταν κρυμμένα κανένας περαστικός δεν μπορούσε να τα δει, άρα ούτε ο δάσκαλος.

Πήρα την απόφαση να το πω μόνο στο Θέμη. Η αγωνία μας ήταν μεγάλη. Μέναμε τελευταίοι να φύγουμε από το Σύλλογο εξετάζοντας προσεκτικά το φουρνάκι για καινούριο υλικό. Πράγματι σε λίγες μέρες αντικρίσαμε με μεγάλη χαρά πολλά χαρτιά τυλιγμένα. Τα πήραμε με χέρια που έτρεμαν και κάναμε αυτό που έπρεπε. Συμμετείχαμε κι εμείς στον αγώνα και ήταν πολύ σημαντικό για μας. Το χωριό κάθε τόσο γέμιζε με επαναστατικά φυλλάδια. Οι τοίχοι και οι δρόμοι γέμιζαν με συνθήματα. Ήταν πολλή δουλειά για δυο άτομα, μα η λύση βρέθηκε. Ένα Σάββατο απόγευμα κράτησα τους πέντε μετά που έφυγαν τα άλλα παιδιά. Έκλεισα την πόρτα και έβγαλα από το συρτάρι την Καινή Διαθήκη. Ξεδίπλωσα με προσοχή ένα "χαρτάκι" που είχα στην τσέπη. Τους είπα να αγγίξουν με το δεξί χέρι το ιερό βιβλίο και να επαναλαμβάνουν αυτό που θα διάβαζα. Άρχισα ... Ορκίζομαι.... , ο Παντελής τράβηξε το χέρι, τον έβλεπα που ήταν πολύ συγχυσμένος, ήθελε να φύγει, φοβήθηκε, κάτι μουρμούρισε, μα όταν οι άλλοι τον κοίταξαν, άπλωσε ξανά το χέρι. Επανέλαβα Ορκίζομαι ...
    
...Ο ήλιος χανόταν πίσω από τα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής της εκκλησίας. Κλειδώσαμε και ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας αμίλητοι.

Το ήξερε μόνο ο κύριος Άδωνις. 'Έτσι νόμιζα. Το ήξερε και η Αγνή. Το κατάλαβα την άλλη μέρα το απόγευμα που με φώναξε. 'Ήταν πολύ σοβαρή και λιγομίλητη. 'Έκλεισε την πόρτα του δωματίου που είχε τη ραπτομηχανή και τράβηξε την κουρτίνα. 'Έψαξε μέσα στα τόπια με τα υφάσματα και έβγαλε ένα μικρό χαρτί. Κατάλαβα. 'Έβαλα το χέρι μου στην Καινή Διαθήκη και επανέλαβα ακριβώς αυτά που είχα διαβάσει την προηγούμενη μέρα από το δικό μου χαρτάκι. Τα μάτια της έλαμπαν. Με κοίταζε στα μάτια και μόλις τελείωσε η ορκωμοσία με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε: Φεύγουμε τώρα. Περπατήσαμε σχεδόν μισό μίλι κρατώντας ένα άδειο καλάθι και δεν είχαμε  ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Κάποτε μου είπε να περιμένω και χάθηκε πίσω από μια συστάδα δέντρων που ήταν ένα μισοχαλασμένο σπίτι. Ούτε δυο λεπτά δεν έκανε και εμφανίστηκε πάλι με το καλάθι. 'Έλα, προχωράμε γρήγορα γιατί νυκτώνει. Πενήντα μέτρα πιο κάτω ήταν η στροφή με το γεφυράκι και δίπλα ένα κτήμα με πολλές κολοκυθιές. Πλησιάσαμε στο γεφυράκι και εκεί ακριβώς μου έδωσε τις οδηγίες.
- Αγνή δε με χωράει, ψιθύρισα.
-Πρόσεξε μη σου ξεφύγει το καλώδιο, είπε επιτακτικά. Βγες από την άλλη μεριά και να με συναντήσεις στο χαλασμένο σπίτι. Γρήγορα και πρόσεχε το καλώδιο.  Εγώ μαζεύω κολοκύθια.
   
'Όταν γυρίσαμε στο σπίτι είχε νυκτώσει για καλά. Είπαμε καληνύκτα και χωρίσαμε χωρίς κουβέντες. Το βράδυ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Κάθε φορά που ακουγόταν θόρυβος από αυτοκίνητο άρχιζα την αντίστροφη μέτρηση… τώρα… τώρα … τώρα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου, πρόσεξε μη σου φύγει το καλώδιο, έβλεπα τα γουρλωτά μάτια της Αγνής να με κοιτάζουν. 'Ώσπου στο τέλος ακούστηκε η φοβερή έκρηξη. Και ησύχασα. Κοιμήθηκα κι ούτε που με ενδιέφεραν τα σχόλια των γονιών μου που είχαν ξυπνήσει εν τω μεταξύ. Η μάνα μου σε κάποια στιγμή είπε: Μη φοβηθείτε, δεν είναι τίποτα. Κοιμηθείτε. Μετά όλα ησύχασαν. Μακριά μόνο ακουγόντουσαν κάποια λυσσασμένα σκυλιά.
* * *
Δίπλα από τον κήπο μας, ήταν μια παλιά καπναποθήκη που τότε δεν τη χρησιμοποιούσε κανένας. Η πόρτα της ήταν σπασμένη, μπαίναμε μέσα και κρύβαμε κόλλες, μπογιάδες και άλλα πράγματα που δεν έπρεπε να βλέπουν όλοι. Τα κρύβαμε ανάμεσα σε ένα σωρό παλιοπράματα. Είχαμε κάποια σχέδια μα μας πρόλαβαν άλλοι. Μια Κυριακή μετά τη λειτουργία, μαζεύτηκαν κάμποσοι νέοι από το χωριό, έφερναν τσιμέντα, ξύλα, φτυάρια, πέτρες, έφτιαχναν πηλό, έχτιζαν και κάρφωναν. Κάποιος είπε τη λέξη Θέατρο, ανακατευτήκαμε κι εμείς και σε λίγες μέρες ήταν έτοιμο το ωραιότερο θέατρο του κόσμου. Η Σκηνή ήταν ένα περίπου μέτρο πιο ψηλά βάλαν και κάτι κουρτίνες θαλασσιές μπροστά, που άνοιγαν όταν τραβούσαμε τα σχοινάκια δεξιά και αριστερά και αμέσως μάθαμε όχι μόνο ότι τις κουρτίνες αυτές τις λένε αυλαία μα και την ορολογία όλη του θεάτρου.
   
Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν πολύ σημαντικές για μας γιατί θα παίζαμε το πρώτο μας έργο. Όλοι βρισκόμαστε σε αναβρασμό. Οι μεγάλοι θα έπαιζαν το δικό τους έργο και μεις το δικό μας. Μοιράστηκαν οι ρόλοι και άρχισαν οι πρόβες. Νωρίς τα απογεύματα κάναμε τη δική μας πρόβα, και αργότερα οι μεγάλοι. Ο κύριος Άδωνις που ήταν η ψυχή της υπόθεσης, είχε διαλέξει και τα έργα, μας βοηθούσε πώς να λέμε τα λόγια καλύτερα, και τι να κάνουμε σε κάθε σκηνή. Όταν τελειώναμε παρακολουθούσαμε τις πρόβες των μεγάλων μέχρι αργά το βράδυ και όλα ήταν μαγεία. Ζούσαμε σ' ένα θαυμαστό κόσμο. Ο Χάρης Πασχάλης ο πρωταγωνιστής απειλούσε να αποχωρήσει από το ρόλο του γιατί ήταν μια σκηνή που έπρεπε να πίνει κρασί και δεν έβλεπε το λόγο γιατί έπρεπε να προσποιείται πως πίνει από ένα άδειο ποτήρι. Του έφεραν λοιπόν κρασί, μα το βράδυ πήγε στο σπίτι του μεθυσμένος γιατί ο κύριος 'Αδωνις προφασιζόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά και η σκηνή επαναλαμβανόταν. Το βράδυ που έφτασαν τα ψεύτικα γένια και μουστάκια ήταν απολαυστικό. Όλοι τα δοκίμαζαν και ο Κλείτος εξιστορούσε τι τράβηξε μέχρι να τα εξασφαλίσει.

Τα εισιτήρια για το θέατρο είχαν προπωληθεί όλα. Το βράδυ δε της παράστασης στο χωριό έγινε χαλασμός κόσμου. Τα όπλα της Μάχης της Αλαμάνας ήταν ξύλινα μα οι ντουφεκιές που ακούγονταν ήταν αληθινές, έξω από το θέατρο. Εμείς οι μικροί είχαμε και τα παρατράγουδά μας. Σε μια σκηνή όπου έπρεπε να μπω και να συναντήσω το συναγωνιστή μου έπρεπε να πω, με τα χέρια στο στόμα σα χωνί   Κωνσταντή, Εεε Κωνσταντή. Καράβι, φάνηκε το καράβι. Αλίμονο όμως. Μπαίνοντας σχίστηκε η φουστανέλα μου από ένα καρφί που εξείχε. Ήταν δανεική και από τη σύγχυσή μου είπα Κωνσταντή, Κωνσταντή σχίστηκε η φουστανέλα μου. Πάγωσα. Το είπα τόσο δυνατά που ακούστηκε σε όλη την αίθουσα. Δεν τα έχασα όμως και συνέχισα Κωνσταντή, Κωνσταντή την έσχισα την φουστανέλα μέχρι να σε βρω. Φάνηκε το καράβι. Όλα μετά κύλησαν ωραία και όλοι έμειναν ευχαριστημένοι. Τα διπλανά χωριά είχαν την ευκαιρία να μας χειροκροτήσουν όταν δίναμε παραστάσεις στα χωριά τους.
  
Εκείνες τις μέρες, πέρασαν από το χωριό οι πιο πολλοί Εγγλέζοι που είδαμε ποτέ μας. Στην αρχή ήρθαν μερικά λαντρόβερ και σε κάποια σημεία του δρόμου τοποθετούσαν πινακίδες, μικρές πινακίδες που άλλες έγραφαν εγγλέζικα και άλλες είχαν τόξα. Μόλις έφυγαν τα λαντρόβερ ήρθε ο Θέμης λαχανιασμένος και με βρήκε. Τι να κάνουμε; Άκουσα πως οι εγγλέζοι έχουν γυμνάσια. Τι να κάνουμε. Να μαζέψουμε τις πινακίδες και να τις πετάξουμε. Μόνο αυτό μπορούσαμε να κάνουμε. Όχι δεν πήραμε τις πινακίδες. Κάναμε κάτι καλύτερο. Πήγαμε σ' ένα σταυροδρόμι και γυρίσαμε τα τόξα να δείχνουν προς το νότο. Το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε από την αγωνία. Την άλλη μέρα μάθαμε και τα νέα.  Τα έλη, τρία μίλια από το χωριό εκείνη τη μέρα δέχτηκαν πολλούς Εγγλέζους στα θολά νερά τους. Θα βασανίστηκαν σίγουρα να ξεκολλήσουν τα στρατιωτικά τους αυτοκίνητα. Μερικά πιτσιρίκια είχαν καταφέρει να χαλάσουν τα σχέδιά τους.  Έτσι περνούσε η ζωή μας στο χωριό, ο Σύλλογος μας ανθούσε και ο καιρός περνούσε γρήγορα. Εγγλέζους δεν ξανάδαμε πια, είχαν φύγει εδώ και μήνες. 

Ένα πρωινό στις αρχές του Σεπτέμβρη, μπήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο της καθημερινής γραμμής για την πόλη. Όχι. Ο Αντώνης δεν ήταν για το Γυμνάσιο. Τον ήθελε ο πατέρας του για τα κτήματά τους. Μερικοί άλλοι γράφτηκαν στο αγροτικό. Είμαστε μόνο οι τέσσερις. Στρώματα, κιβώτια, βιβλία. Κοφίνια σκεπασμένα με άσπρο σεντόνι. Ανακατευτήκαμε με τους εργάτες και τους άλλους επιβάτες. Αρχίζαμε μια καινούρια ζωή.
    
Όταν ξεκινήσαμε, γύρισα το κεφάλι και κοίταξα μέσα από το θολωτό πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Δίπλα στην εκκλησία ήταν ένα μικρό σπιτάκι με μια ξεθωριασμένη πινακίδα πάνω από την πόρτα του. "Παιδικός Σύλλογος Τα Ακριτόπουλα". Πρέπει να τη ξαναγράψουμε είπα ψιθυριστά. Λίγο ξεθωριασμένη μου φαίνεται.  Α! Στο καλό. Ξέχασα τη μπάλα, είπε ο Θέμης, χωρίς να δώσει σημασία στην παρατήρησή μου.  Το παλιό φορντ αγκομαχούσε μα προχωρούσε. Το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου μας περίμενε. Την άλλη μέρα στη συγκέντρωση φώναξαν τα ονόματά μας για να τοποθετηθούμε. Μπαίνοντας στην τάξη μου κοντοστάθηκα στην είσοδο και διάβασα μια μικρή πινακίδα: Αίθουσα Πετράκη Γιάλουρου. Μου φάνηκε πως άκουσα το  λυπητερό ήχο της καμπάνας. Προχώρησα στη θέση μου δίνοντας σιωπηλά την υπόσχεση: Πετράκη θα κρατήσουμε το λάβαρό σου ψηλά.

* * *

... Όταν βγήκα από το δωμάτιό μου, ο πατέρας μου στεκόταν στο μπαλκόνι και κοίταζε μακριά, συλλογισμένος. Στάθηκα δίπλα του αμίλητος. Δεν γύρισε να με κοιτάξει. Αύριο πρωί Ακρόπολη είπε,  θέλω να δω αν φαίνεται ... η Κύπρος.