24 Απρ 2014

Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ Γ. ΠΟΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ


Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Σ   Υ   Ν   Α   Ν   Τ   Η   Σ   Η
του ζωγράφου 
Γ. ΠΟΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
 με τον
Θεοδόση Νικολάου 
και άλλους σπουδαίους Ποιητές 
(από το λογοτεχνικό περιοδικό Ύλαντρον, 2005, τεύχος 6-7, σ.24)

Το 1982 διοργανώθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση[1] του ζωγράφου Γ. Πολ. Γεωργίου και ο Θεοδόσης Νικολάου ήταν ένας από τους συζητητές που προσκλήθηκαν για να μιλήσουν για τη ζωή και το έργο του.

Μίλησε πρώτος και αφού περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίον έγινε η γνωριμία τους, στη συνέχεια αναφέρθηκε σε ποιητές με τους οποίους ο ζωγράφος είχε κάποια σχέση.

Πρώτον ανέφερε τον Διονύσιο Σολωμό και τα ποιήματά του «η φαρμακωμένη» και «εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάιρον» δίδοντας την πληροφορία ότι ο  Γεωργίου διάβαζε συχνά Σολωμό και τον θεωρούσε πολύ μεγάλο ποιητή. Μετά ανέφερε τον Καβάφη του οποίου είχε τα φέιγ βολάν  απ’ όπου διάβαζε. Το ποίημά του «τα κεριά» το θεωρούσε ως εξαιρετικό ποίημα και προς το τέλος της ζωής του από το ποίημα αυτό είχε εμπνευστεί το ομότιτλο έργο του. Ο τρίτος ποιητής που ανέφερε, ήταν ο Μήτσος Λυγίζος, ο ηθοποιός και μετέπειτα σκηνοθέτης. Ένα στίχο του, «από το αίμα σου πορφυρώθηκαν δυο λευκές ανεμώνες», ο Γεωργίου δανείστηκε και χρησιμοποίησε ως ερμηνευτικό για το έργο του «Κύπρια Σάγα».

Εκτός από τις πιο πάνω αναφορές, ας προστεθούν και οι πληροφορίες που έχουν εντοπισθεί, για σχέσεις με άλλους ποιητές, τις οποίες, όπως φαίνεται, ο Θεοδόσης Νικολάου γνώριζε. Δίδονται μετά το κείμενό του από τη «συζήτηση», που δημοσιεύεται εδώ προσαρμοσμένο, διατηρώντας ωστόσο τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου.



Θεοδόσης Νικολάου: Θ’ αρχίσω χωρίς κανέναν ειρμό, μ’ αυτά που έρχονται στο μυαλό μου. Πρώτα πώς τον γνώρισα: Τον γνώριζα προτού κάνουμε μιαν επίσημη γνωριμιά, διότι περπατούσε πάντοτε μέσα στο Βαρώσι, κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο, κινώντας τα χέρια και τα πόδια του. Επίσης προπορευόταν μια γυναίκα -η γυναίκα του- η οποία θυμάμαι πάντοτε κρατούσε ένα σκυλί.
  
Το 1948, είχα την τύχη να τον επισκεφθώ στο σπίτι του και μαγεύτηκα από το σπίτι του. Έτσι όπως είχε διαρρυθμίσει τον χώρο, με τα έργα του και με ορισμένα κυπριακά πράγματα, αλλά προπάντων είχα γοητευθεί από τη σειρά  των αγίων με βυζαντινίζουσα και γοτθική τεχνοτροπία μάλλον, οι οποίοι απλώνονταν από το ένα άκρο του τοίχου ως το άλλο. Μέσα σ’ αυτή τη μονοτονία, από τότε διέκρινα μιαν αναταραχή. Κάτι παρόμοιο που συναντούμε μέσα στη μονοτονία της βυζαντινής Τέχνης, πού ενώ φαίνεται ότι είναι μονοτονία στην πραγματικότητα έχει πολλή αναταραχή και μ’ αρέσει να το παρομοιάζω με τη θάλασσα: Όταν είμαστε ψηλά και βλέπουμε τη θάλασσα, την βλέπουμε μα να είναι ίσια από την μίαν άκρη ως την άλλη, ενώ όταν την πλησιάζουμε και εμβα­θύνουμε την θάλασσα βλέπουμε αυτή την κίνηση.

Τοιχογραφία του Γεωργίου από το Palazzo,
 στην εντός των τειχών Αμμόχωστο
(φωτ. της Νίκης Μαραγκού)
Όταν πήγα στο σπίτι του, είδα τα έργα του -ήμουν τότε 18 χρονών- και μου χάρισε σ’ ένα φάιλ ορισμένα αντίγραφα που τύπωνε τότε, και αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μας. Μετά γνωριστήκαμε καλύτερα και επισκέφθηκα το σπίτι του στην παλαιά πόλη εντός των τειχών. Είχε ένα παλάτι, το οποίο ήταν το εργαστήρι του, κι εκείνο πάρα πολύ ωραία διαρρυθμισμένο με πολλά κακτοειδή. Μου είχαν κάνει εντύπωση, γιατί ήταν γλάστρες - γλάστρες πάρα πολλές. Έτσι κάναμε τη γνωριμιά μας. Ήταν δύσκολος στην γνωριμία, δηλαδή εύκολα δεν έκανε παρέες. Όταν τον ρωτούσες μα γιατί έκανες εκείνο το χέρι έτσι, μπορούσε να γυρίσει την κεφαλή του αμέσως και να φύγει, ούτε να δώσει καμιά απάντηση.

Αλλά τώρα θυμάμαι, είχε γίνει μια έκθεση στο Κυπριακό Μουσείο.  Ήμουν καθηγητής τότε στο Βαρώσι και πηγαίναμε τους μαθητές μας εκδρομή, και σταματήσαμε εκεί στο Μουσείο και οι μαθητές όλοι σκορπίστηκαν μέσα στην αίθουσα εκείνη του Μουσείου και έβλεπαν τα έργα του. Του λέγω: Κύριε Γεωργίου, όταν σας ρωτούν οι μαθητές κάτι θέλετε να τους απαντάτε; «Βέβαια» λέει. Ήταν πολύ χαρούμενος γιατί ήταν ανάμεσα στους μαθητές. Και τον ρωτούσαν οι μαθητές: «Μα γιατί το χέρι κύριε Γεωργίου το κάματε έτσι. Αφού ο άνθρωπος αυτός είναι τόσος, το χέρι του έπρεπε να ήταν το μισό, εκεί το κάματε σχεδόν μεγαλύτερο από τον μισό άνθρωπο». Και καθόταν και τους εξηγούσε: «Και βέβαια το έκανα έτσι» λέει «ήθελα να δείξω όλη τη δύναμη, ότι ήταν μέσα στο χέρι». Ή «Τι σημαίνει εκείνο, γιατί βάλατε τον φούρνο» και τους έλεγε. «Ο φούρνος συμβολίζει το τάδε πράγμα το άλλο το τάδε». Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να μιλά με τέτοιον τρόπο στους ανθρώπους για το έργο του και διαπίστωσα ότι αγαπούσε πάρα πολύ τα παιδιά. Ο ίδιος δεν είχε παιδιά. Τα αγαπούσε πάρα πολύ διότι οι ερμηνείες που τους έδινε ήταν για ο,τιδήποτε πράγμα. Όταν τον ρωτούσαν οι μαθητές, τους έλεγε. Είτε για την τιμή του έργου ή πού σπούδασε ή τι έκαμε, τους έλεγε και ήταν πολύ χαρούμενος.

Από την ποίηση θυμάμαι, ήξερε μερικά ποιήματα του Σολωμού και πάντοτε έλεγε: «Α! Ο Σολωμός, είναι μεγάλος ποιητής». Μπορεί να έλεγε κάποιος -άρχισαν τότε να λένε για τον Σεφέρη – «Ε, ναι» λέει, «σαν τον Σολωμό ….  έγραψε...», λέει «τα τραγούδια μου τά λεγες όλα. Τη Φαρμακωμένη. Νά ο Σολωμός». Επίσης, ανέφερε το ποίημα του Σολωμού: «Λευτεριά για λίγο πάψε να κτυπάς με  το σπαθί». Άλλους ποιητές δεν ανέφερε, και ίσως να μη διάβαζε γιατί μου έδινε πάρα πολλά βιβλία ποιητικά όταν του έστελλαν για να τα διαβάζω εγώ. Είχε του Καβάφη τα φέιγ-βολάν, και απ’ εκεί διάβαζε. Και στο τέλος της ζωής του ζωγράφισε κι ένα πίνακα εμπνευσμένο από τα κεριά του Καβάφη το οποίο θεωρούσε ότι ήταν εξαιρετικό ποίημα.

Γ.Πολ.Γεωργίου: "Κύπρια Σάγα", λεπτ.
Επίσης, ένας άλλος ποιητής ήταν ο Μήτσος ο Λυγίζος. Ο Μήτσος Λυγίζος ήταν ηθοποιός και μετά σκηνοθέτης. Του άρεσε να διαβάζει το βιβλίο του και μάλιστα στο ερμηνευτικό που δίνει για το έργο του «Κύπρια Σάγα» «από το αίμα σου πορφυρώθηκαν δυο λευκές ανεμώνες», είναι στίχοι που είχε πάρει από τον Λυγίζο. 

Cutty Sark
Η αγάπη του προς τα παιδιά φαίνεται και από άλλα πράγματα που αγαπούσε. Αγαπούσε τα τρένα, αγαπούσε τα καράβια. Όταν βρεθήκαμε στο Λονδίνο, ήθελε να με πάει – και με πήγε εν τέλει- στο Cutty Sark. Το Cutty Sark είναι ένα πολύ ωραίο καράβι, από τα ωραιότερα, που έφερνε τσάι από τις Ινδίες, την Κεϋλάνη στο Λονδίνο και ήταν πολύ γρήγορο. Το έχουν επισκευάσει και είναι πολύ ωραίο με ακρόπρωρα, φιγούρες μπροστά και του άρεσε πάρα πολύ. Εκεί, στο Λονδίνο, προετοίμαζε και μια έκδοση[2], και ήθελε να του γράψω με γραφή –με το χέρι μου- το κείμενο  του Τσάτσου, το κείμενο του Σπυριδάκι και κάποιο άλλο κείμενο.   
Άλλο πράγμα που θυμάμαι είναι από την Αίγινα. Στην Αίγινα  ζούσε ή πήγαινε για το καλοκαίρι ο Χρήστος ο Καπράλος, ο Γλύπτης. Το 1960 ο Γεωργίου είχε κάμει μια έκθεση στην Αθήνα και λέει ο ίδιος: «καθόμουν εκεί και μπήκε ένας άνθρωπος μέσα και μου λέει: μα ποιος είναι που ζωγράφισε όλα αυτά τα ωραία πράγματα». «Εγώ», του απάντησε και γνωρίστηκαν και έγιναν φίλοι. Και η φιλία τους φαίνεται από μια επίσκεψη που κάναμε μαζί στην Αίγινα.

Μόλις μας είδε ο Καπράλος, έτρεξε στο πηγάδι, έβγαλε νερό και μας έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπο και αυτό μου θύμισε την αβραμιαία υποδοχή. Και μίλησαν μετά, μα πάρα πολύ αγαπημένα σαν να γνωρίζονταν από χρόνια, ενώ στην ουσία γνωρίζονταν μόνο λίγους μήνες. Εκτιμούσε ο ένας τον άλλο.

Ο Γεωργίου πήγαινε πολύ συχνά στο κυπριακό Μουσείο και ζωγράφιζε κάτι μικρά ειδώλια. Μικρά αλογάκια και ένα μικρό καράβι, το καράβι του Κινύρα. Μετά όταν πέθανε η γυναίκα του η Τρούντη, δεν ξαναζωγράφισε πια. Ούτε ξαναπήγε στο ωραίο του σπίτι, εκεί δηλαδή που έζησε η Τρούντη. Έπαιρνε μόνο τις κυπριακές και αγγλικές εφημερίδες, κλείστηκε και διάβαζε. Δεν ζωγράφισε ποτέ πια.  

***

Οι αναφορές σε άλλους ποιητές που έχουμε εντοπίσει:

Παλαμάς. Ο Γεωργίου, λίγους μήνες πριν εκθέσει τα έργα του σε ατομική έκθεση στη γκαλερί Μπεζαλέλ του Ισραήλ, είχε πραγματοποιήσει ένα προκαταρκτικό ταξίδι, τα Χριστούγεννα του 1958. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι αυτό δημοσίευσε[3] στις αρχές του επόμενου χρόνου σε αγγλόφωνη κυπριακή εφημερίδα, με τίτλο «μια έκθεση στους Αγίους Τόπους». Δυο μέρες μετά την άφιξή του, στις 24 Δεκεμβρίου, αναζητώντας εκκλησία «για να ενωθεί με το πλήθος του μεσονυχτίου» καταφεύγει με τη γυναίκα και τους φίλους του στο Όρος Σιών και απ’ εκεί ψηλά περνά το βράδυ βλέποντας τ’ αστέρια να φωτίζουν τη Βηθλεέμ και σε κάποια στιγμή ψιθυρίζει στίχους[4] από το γνωστό ποίημα του Κωστή Παλαμά:

Νά μουν του στάβλου εν άχυρο
ένα φτωχό κομμάτι,
Την  ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός
στον ήλιο του το μάτι!

Rupert Brooke. Στο ημερολόγιο του από την επίσκεψή[5] του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο Γεωργίου αναφέρεται δύο φορές σε σονέτα του Rupert Brooke[6]. Η πρώτη: Είναι αρχές Δεκεμβρίου του 1960 και βρίσκεται στην Νέα Υόρκη. Πέρασε την ημέρα του περιπλανώμενος στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης μελετώντας κυρίως τη Γκέρνικα του Πικάσσο. Το βράδυ «αιχμαλωτίζεται» στους μυστικούς ρυθμούς του Χάρλεμ και στο ελληνικό ξενύχτικο όπου χορεύτριες της κοιλιάς ποικίλων μεγεθών και σχημάτων λικνίζονται στα μπουζούκια» και θυμάται «το τραγούδι των Θηρίων[7]» του Μπρουκ:

Ελάτε! Ελάτε!
Είσθε πολύ σοβαροί και μελαγχολικοί την ημέρα,
Μα τώρα είναι νύχτα!
Είναι μια νύχτα γεμάτη ντροπή και ο Θεός κοιμάται!

(Δεν νιώσατε τις γρήγορες φωτιές που σέρνονται
Μέσα από την πεινασμένη σάρκα, και τη δίψα για απόλαυση
Και τα φλογερά μυστικά των ονείρων που η μέρα δεν μπορεί να εκφράσει;) …

 Άλαλο είναι το σπίτι.
Η νύχτα σας καλεί … Ελάτε, ω! Ελάτε!
Κατεβαίνοντας τις σκοτεινές σκάλες από την πόρτα που τρίζει,
Γυμνοί, περπατώντας με τα χέρια και τα πόδια
-Αυτό πρέπει! Αυτό πρέπει!
Άνθρωποι δεν είστε πια, μα κάτι πιο λίγο και κάτι πιο πολύ,
Κτήνος και Θεός … Έξω από τον αφώτιστο δρόμο,
Από σκοτεινά σοκάκια, και μυστικούς τόπους,
Μέσα στη σκοτεινιά και το βούρκο,
Απόηχοι από γέλια τριγύρω, και πρόσωπα σατανικά
Που βλέπεις στην αστροφεγγιά – ω! ελάτε μαζί μας!
Γιατί το σκοτάδι ψιθυρίζει τυφλή επιθυμία,
Και τα δάχτυλα της νύχτας είναι ερωτικά …
Να μας ακολουθείτε καθώς προχωρούμε,
Αν και οι τρελοί ψίθυροι σας βασανίζουν και τα ζεστά χέρια σμίγουν,
Και το άγγιγμα και η οσμή της γυμνής σάρκας σας κεντρίζουν,
Τρυφερή λαγόνα στη λαγόνα  σου, και πλευρό αγγίζοντας το πλευρό –
Απόψε μη συγκρατηθείτε!
Χωρίς παρεκκλίσεις και σιωπηλοί, προχωρήστε μαζί μου,
Εκεί που τα όρια της πόλης τελειώνουν,
Και τα στρεβλά δρομάκια πλαταίνουν,
Μέσα από τις φωνές της νύχτας,
Πέρα από τη λαγνεία και το φόβο,
Στο ύψος των νερών του φεγγαρόφωτος,
Στο ύψος των νερών των ατάραχων και των καθαρών,
Στις σκοτεινές ανήσυχες ερημιές της θαλάσσης που βογγά!

1906

Η δεύτερη αναφορά στον Μπρουκ: Προς το τέλος του μήνα, ο Γεωργίου ταξιδεύει προς το Σαν Φρανσίσκο. Διασχίζοντας τα μεγαλειώδη πετρώματα του Κολοράντο και τα δάση του Κάνυον, αποκαλύπτεται ένα μυθικό τοπίο. Σημειώνει τότε στο ημερολόγιο του: «είδα ένα μαλακό φως κατά μήκος του ρεύματος της Στυγός και άκουσα τον Θάνατο για μένα να σαλεύει, άγνωστο και φοβερό. Δεν υπήρχε ψυχή, μόνο η ψυχή μου περιπλανώμενη εν μέσω του «Αρχαίου Θανάτου». Αν οι Θεοί της Ελλάδας επιστρέψουν, θα γνωρίζω πού θα εγκατασταθούν[8]».

Ανώνυμος. Μια πολύ γνωστή σύνθεση του Γεωργίου είναι το «Ες Αεί[9]». Η σύνθεση αυτή ζωγραφίστηκε τον Απρίλη του 1957, ένα μήνα μετά το θάνατο του Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Γεωργίου, υμνητής άλλωστε του κυπριακού αγώνα, συγκλονισμένος από το γεγονός και με τη βοήθεια της «Μπαλάντας του Ανώνυμου[10]» ζωγραφίζει τον πίνακα του, περικλείνοντας σ’ αυτόν όλο το μεγαλείο της θυσίας του Γρηγόρη.

Ο Γεωργίου μεταφέρει στη ωραιότατη σύνθεση του στοιχεία που αναφέρονται στη μπαλάντα του Ανώνυμου όπως τον προδότη βοσκό: Λίρες πέντε χιλιάδες θα πάρει όποιος έσυρε εκεί τους στρατιώτες. Τα «φυλακισμένα μνήματα» και  την εφημερίδα Tribune -στην οποία δημοσιεύτηκε η μπαλάντα του Ανώνυμου-, η οποία με τα πετράδια του λόγου έστησε μνημείο στην κυπριακή λεβεντιά υμνώντας την αντρειοσύνη του Γρηγόρη, όπως αναφέρει ο Θεοδόσης Νικολάου σε σχετικό σημείωμά[11] του. Τον περίφλογο σπήλιο και πολλά άλλα.

Νάνος Βαλαωρίτης. O Γεωργίου διατηρούσε φιλικές οικογενειακές σχέσεις με τον Νάνο Βαλαωρίτη τον οποίον επισκεπτόταν στο νησί του. Η αναφορά[12] είναι του Αντ. Κ. Ηλιάκη χωρίς να δίνει όμως λεπτομέρειες.







[1] Την έκθεση διοργάνωσαν από κοινού η Μορφωτική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου και το περιοδικό «ο Κύκλος» και φιλοξενήθηκε  στην Γκαλερί Γκλόρια από τις 14 μέχρι 30 Ιουνίου 1982. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης –στις 21 Ιουνίου- έγινε μια προγραμματισμένη δημόσια συζήτηση, στην οποία προσκλήθηκαν και μίλησαν οι Θεοδόσης Νικολάου, Γιώργος Λανίτης, Γιώργος Φιλίππου-Πιερίδης, Αδαμάντιος Διαμαντής, Χρύσανθος Χρήστου, Τηλέμαχος Κάνθος και Κεβόρκ Κεσισιάν. Συντονιστής ήταν ο Παναγιώτης Σέργης. Ένα συντομευμένο κείμενο της συζήτησης δημοσίευσε ο Φοίβος Σταυρίδης στο περιοδικό ο Κύκλος, τ.14-16, 1982, σ.73-91

[2] Τα κείμενα που αναφέρονται -με τη βυζαντινίζουσα γραφή του Θεοδόση Νικολάου- δημοσιεύτηκαν στο Λεύκωμα που προετοίμαζε ο Γεωργίου και τυπώθηκε μετά το θάνατό του.

[3] An exhibition in Holy Land, Times of Cyprus, Monday, January 5, 1959, Vol. 4, No 206, p.5.

[4] Wish I were a tiny chaff / in the Manger / The moment that Christ / opened his eyes to the / light of the day / To see his first glance and smile, / In the aureole of the divine / .. .. .. .. / .. .. .. .. / and / to see the Virgin, red / with delight, / Looking at Her child, as “pure white” / As Gabriel’s lily.  

[5] Ο Γεωργίου επισκέφθηκε  τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα μέσα Νοεμβρίου 1960 μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του 1961 μετά από επίσημη πρόσκληση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι εντυπώσεις του είναι καταγραμμένες σε 37 δακτυλογραφημένες σελίδες 21 x 30 εκ. στην αγγλική γλώσσα.   

[6] Rupert Brooke (1887-1915). Άγγλος ποιητής. Τα πολεμικά σονέτα του ήταν διαδεδομένα στις αρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πήρε μέρος στη μάχη των Δαρδανελίων. Πέθανε πάνω σε πλοίο κοντά στη Λήμνο και θάφτηκε στη Σκύρο.

[7] Στο ημερολόγιο αναφέρονται οι εφτά πρώτοι στίχοι. Η Μετάφραση που δημοσιεύεται εδώ είναι ό,τι μπόρεσα να κρατήσω από τη προφορική μετάφραση που έκανε ο Θεοδόσης Νικολάου στις 7/4/1989, καθώς του διάβαζα μια πρόχειρη δική μου και παράλληλα διάβαζα και τους στίχους στα αγγλικά.

[8] Από το σονέτο του Rupert Brooke: Oh! Death Will Find Me, Long Before.

[9] Το έργο είναι λάδι, διαστάσεων 123 x 221 εκ. Ανήκει στη Συλλογή της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.

[10] The Ballad of Gregory Afxendiou, Tribune, 8 March 1957. Οι στίχοι που δημοσιεύονται εδώ, είναι από τη μετάφραση του Δ. Κ. Ιντιάνου, Πυρσός, Μάιος –Ιούνιος 1960, τ.5, σ.34.

[11] Τα Φυλακισμένα Μνήματα, Αγωγή, τ.11, σ.27

[12] Αλήθεια, 12 Δεκ. 1983.