27 Απρ 2014

ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ 20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

η Σημερινή, Πολιτισμός, σελ.23

Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή

Βιβλιοπαρουσίαση Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ:
20 Διηγήματα

Ανεπιφύλακτα αποφαινόμαστε ότι ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, που τιτλοφορεί με τον αριθμητικά και απέριττα ενδεικτικό τίτλο του περιεχομένου της 20 Διηγήματα, καθιερώνεται πλέον στα εκδοτικά δρώμενα της ποιοτικής μας διηγηματογραφίας. Από την πρώτη του συλλογή «Η κόρη του δραγουμάνου», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 2003 και τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, πέρασαν δέκα χρόνια, για να φυσήξει ο γνώριμος αλλά και ανανεωμένος άνεμος της υφολογικής του γραφής με καινούργιες υποσχέσεις μεταφορικά και ακριβολογικά· εφόσον ο Κάρβας των εκδόσεών του, όπου ανήκει η νέα δημιουργική του συγκομιδή, «φυσά από τη μεριά της Καρπασίας», σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, τον οποίο και επικαλείται στην αρχική επεξηγηματική σελίδα του βιβλίου, προσωποποιώντας, μάλιστα, τον Καρπασεώτη ή «Καρβάσιο» αυτό άνεμο της γενέτειράς του μέσα από το μινιμαλιστικό σχέδιο του λογότυπού του από βυζαντινή τοιχογραφία του Φώτη Κόντογλου. Σημειωτέον, επίσης, ότι τα αριστοτεχνικά ζωγραφικά μικροκοσμήματα, που πλαισιώνουν το κάθε διήγημα, είναι φιλοτέχνηση του ιδίου του συγγραφέα, προεκτείνοντας τους συμβολισμούς του και δίνοντας με τη χαρισματική του δεξιοτεχνία μιαν άλλη όψη στις 140 σελίδες της κομψής αυτής έκδοσης με φιλολογική επιμέλεια του Θεοδόση Πυλαρινού.


Αναντίλεκτα, ιστορίες υπάρχουν πολλές, βγαλμένες μέσα από τις βιωματικές εμπειρίες των έργων και των ημερών του καθενός μας. Το θέμα δεν έγκειται μέχρι και στην πιο κοινότυπη υπόθεσή τους, αλλά πώς να επιλέγεις εκείνες που θα αγγίξουν τον ψυχισμό και τη νοητική πρόσληψη του αναγνώστη, αξιοποιώντας και μεταπλάθοντάς τις με έξυπνους συγγραφικούς χειρισμούς σε λογοτεχνία, όπως μου είχε επισημάνει κάποτε ο ίδιος σε μια μας συνομιλία. Έχει, λοιπόν, ο καλός μας διηγηματογράφος την επίγνωση των ορθών υποκειμενικών κριτηρίων, αλλά και της αντικειμενικοποίησής τους τόσο για την αφύπνιση τού αυξημένου ενδιαφέροντος και της αισθητικής δεκτικότητας του αναγνώστη όσο και για τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του είδους και τις υψηλές προδιαγραφές του· γιατί ως προς την ελληνική γραμματολογία και τον κυπριακό της κλάδο παραμένουν ανεξίτηλα τα καθοδηγητικά ίχνη της απαράμιλλης διηγηματικής σφραγίδας του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα και του συνονόματού του Νίκου Νικολαΐδη, καθώς και των Ντίκενς, Τσέχωφ και Μωπασάν, για να θυμηθούμε ορισμένα μόνο εκατέρωθεν κορυφαία παραδείγματα από τη δική μας και την παγκόσμια παλαιότερη διηγηματογραφία.

Σημειολογικά θα μπορούσαμε να τονίσουμε τις διηγηματογραφικές αρετές του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, όπως: την επινοητική σύλληψη και την ευφάνταστη αποτύπωση πτυχών της ανέλιξης της πλοκής με την κορύφωση μιας απρόσμενης κατάληξης, που αφαρπάζει και προβληματίζει μαζί. Πέραν της νοηματικής πληρότητας και δομικής αρτίωσης των διηγημάτων στο μέτρο της έκτασης και των επαρκών μορφολογικών τους γνωρισμάτων, η εκφραστική δωρική λιτότητα μιας εύληπτης διατύπωσης και η φωτογραφική ή ζωγραφική εικονοπλασία μιας ανάγλυφης ζωηρής περιγραφής των επί μέρους σκηνικών στιγμιοτύπων επενδύουν σε συνεκτική συναρμογή τη διηγηματική ανατρεπτική τεχνική του αιφνιδιαστικού μετεωρισμού (σασπένς) και μια γοητευτική αφηγηματική ροή απ’ αρχής μέχρι τέλους. Έτσι, πιστεύω πως το διηγηματικό πρόταγμα της συλλογής υπό τον τίτλο «Ο γητευτής των μυρμηγκιών» αντανακλά έμπρακτα το διηγηματικό ήθος του συγγραφέως ως σαγηνευτή των πιο ασήμαντων και ελάχιστων, που μεγιστοποιεί με τα σύνεργα μιας αρχιτεκτονικής μεγέθυνσης και μιας αλληγορικής καθολικότητας.

Αυτό, εξάλλου, δεν υπαγορεύουν και οι νόμοι του κλασικού και νεωτερικού διηγήματος; Εν ολίγοις πολλά, που σε μικρογραφία να συγκροτούν τις επιμηκύνσεις και τις προεκτάσεις στις πηγές και τις εκβολές του μυθιστορήματος.

Ως προς τη θεματολογία τα διηγήματα έλκουν την καταγωγή τους από τις παιδικές και νεανικές μνήμες του δημιουργού τους. Θα λέγαμε ότι συνιστούν συλλήβδην ένα χρονικό παλιννόστησης και «Επιστροφής στην ευτυχία», σύμφωνα με έναν από τους τίτλους: ήτοι, στα ευτυχισμένα χρόνια της αθωότητας στον πάλαι ποτέ όλβιο γενέθλιο χώρο της νυν εγκλωβισμένης Καρπασίας με λεκτική παραφθορά των τοπωνυμίων της, για να παραπέμπουν τόσο στους συγκεκριμένους αγαπημένους τόπους όσο και γενικότερα σ’ όλα τα κατεχόμενα εδάφη της πατρίδας, καθώς και ονομαστικά στην Αμμόχωστο των μαθητικών του χρόνων.

Στο εκτενέστερο αριστουργηματικό διήγημα της συλλογής «Η πόλη όλη» η συμβολική πολυσημία του τίτλου, που προϊδεάζει τα πολλαπλά σημαινόμενα του περιεχόμενου του, συνιστά μέσω του ανθρωπομορφισμού του παπαγάλου - πρωταγωνιστή του το συγγραφικό alter ego του παντογνώστη αφηγητή, που μετά την εγκατάλειψη της πόλης τον τραγικό Αύγουστο του ‘74 παραμένει εγκαταλελειμμένος μέσα στον κήπο της, μπροστά από τα εμβληματικά προπύλαια του Γυμνασίου της. Ωστόσο, μετά την απελευθέρωση από τον εγκλωβισμό του την περιδιαβάζει και την εποπτεύει «όλη», επαναλαμβάνοντας στον κατακτητή και σ’όλους όσοι την επισκέπτονται τη στεντόρεια ετυμηγορία: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοος…». Άραγε, ο στοιχειωμένος παπαγάλος της Αμμοχώστου και της ευρηματικής γραφίδας του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ θέλησε να πετάξει μέχρι την εντός των τειχών παλιά Αμμόχωστο, για να παρακολουθήσει τη φετινή ακολουθία του Επιταφίου στην ιστορική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Εξορινού; Δεν αποκλείεται. Όχι για να πάρει το κλειδί της πόλης, αφού δεν γνοιαζόταν για τέτοιου είδους «τελετουργίες», αλλά για να δεηθεί στον άγιο να εξορίσει τους κατακτητές της και ολάκερης της σκλαβωμένης πατρίδας…


Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή


ΕΔΩ