Η πρώτη συγκίνηση, γραμμένη με μολύβι: «Στον αγαπητό φίλο, Ανδρέα. Νίκος Νικολάου. 27.10.2003». Σχεδόν ράγισα. Νίκος Νικολάου, λοιπόν. Και Χατζημιχαήλ. Φίλος πραγματικός αλλά, κυρίως, πραγματικός λογοτέχνης. Δίνω ενδεικτικά τίτλους: «Φυσορρόος», «Η κόρη του Δραγουμάνου» «Πικρόλιθος», «Ύδατα υδάτων» και το τελευταίο του κομψοτέχνημα: «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα μέσα από την ευαίσθητη, ακόμα κι όταν είναι οργισμένη, ματιά ενός Έλληνα που στέκει, φρουρός, κάτω από τις ρίζες του. Πού συναντηθήκαμε, άραγε, το 2003; Ήρθε στην εφημερίδα, καθίσαμε σε κάποιο καφέ της πρωτεύουσας, ή ανταμώσαμε στη γενέτειρά του, το Βασίλι, ξεθεωμένοι από το παιχνίδι; Η δεύτερη συγκίνηση, γραμμένη με λυγμούς: «Ο Χριστόφορος Μηλιώνης έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2017». Δεν το γνώριζα και, πάντοτε, οι κεραυνοί εν αιθρία μάς βρίσκουν κατάστηθα. Πάμε τώρα, ξανά, από την αρχή. Στην αυλή έχουμε μια αποθηκούλα. Θα μπορούσες κάλλιστα να την πεις και υπεραγορά! Ανεμιστήρες, θερμάστρες, χαλιά, καρέκλες κήπου, τραπέζια, καθαριστικά, εκκαθαριστικά! και, εννοείται, βιβλία σκεπασμένα από τη σκόνη του χρόνου. Ήθελα μανιωδώς να πάρω ένα βιβλίο στα χέρια μου. Τυχαία. Σχεδόν ψαχουλεύοντας, καθώς, εκτός των άλλων που επαληθεύουν τη ρήση: «το γήρας ούκ έρχεται μόνον», προσετέθη! και ο καταρράκτης. Οι μυρωδιές του τυπογραφικού μελανιού και της κιτρινισμένης σελίδας σμίγουν με το βοριαδάκι που, περιέργως, φυσάει. Βοηθάει, δεν λέω, και το βρεγμένο τσιμέντο αλλά, η χαρά μου οφείλεται, κυρίως, στη νοερή συνάντησή μου τόσο με τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ όσο και με τον Χριστόφορο Μηλιώνη.
«Το μικρό είναι όμορφο». Εμένα μου λες; Που άμα καθίσω στον υπολογιστή μεταμορφώνομαι σε σπρίντερ; Που για να με σταματήσεις στις 400 λέξεις, πρέπει να με σημαδέψεις με καραμπίνα; Που είμαι ο πρωταθλητής της φλυαρίας στον προφορικό και στον γραπτό λόγο; Η συντομία των κειμένων δεν μειώνει την πυκνότητά τους και την περιεκτικότητά τους. Κάθε άλλο: ο συγγραφέας ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, επιλέγει το λακωνίζειν γιατί τον βοηθά να εκφράζεται καλύτερα. Και εκφράζεται καλύτερα. Διάβασα τις Μικρές Ιστορίες, τα Μικρά Ταξίδια και τα Μετρημένα Λόγια σε δύο ώρες. Με χρονομέτρησα, παρακαλώ! Εμπνεύσεις της αντιφατικής καθημερινότητας σφραγισμένες από την αφηγηματική αρμονία και το Αττικόν Άλας του Χριστόφορου Μηλιώνη. Ήρωες, αφανείς και επιφανείς, της πολυκατοικίας, του δρόμου, της πόλης, του χωριού, του ΚΕΝ Κορίνθου, εικόνες που στεγνώνουν στον ήλιο της μνήμης, ήθη και έθιμα, ματαιωμένες προσδοκίες, πολιτικές μανούβρες και, βεβαίως, ταξίδια στο Παρίσι: «Ώχου, ψυχούλα μου! Γαλλία, Γαλλία. Χαρά της Οικουμένης! Πήγες μήπως στα βιβλιοπωλεία; Είδες στις προθήκες τους τούς συγγραφείς μας εις την γαλλικήν;» «Πήγα, παππού, στο ΦΝΑΚ και στου Ζιμπέρ. Ανέβηκα στον τρίτον όροφο, όπως μου είπαν. Κοίταξα εκεί που έγραφε Αλβανία-Ελλάδα-Τουρκία. Βρήκα μονάχα τον Κανταρέ και τον Αζίζ Νεσίν. Μήτε τον Καζαντζάκη πια...» «Ωχ, ψυχούλα μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν εις το Παρίσι!»στην Τεργέστη, στη Ρώμη, στην Κύπρο μας: «Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν!» Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου, θ’ αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κάνω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αισθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά».
Κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Σελίδες: 212