1 Αυγ 2025

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ: ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Αιμίλιος Σολωμού
ΌΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
εκδόσεις Κάρβας 2024

Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ είναι ένας σπουδαίος και αγαπητός λογοτέχνης, που τιμά την πατρίδα του στο εξωτερικό∙ από τους λίγους, που έχουν σπάσει τα λογοτεχνικά σύνορα της μικρής πατρίδας.

Ο Αιμίλιος έχει διαβάσει το τελευταίο μου βιβλίο και έγραψε ένα ξεχωριστό κριτικό κείμενο, το οποίο έστειλε για δημοσίευση. Πραγματικά, με την τέχνη του λόγου του,  έχει συμπυκνώσει την ουσία του βιβλίου σε μερικές σελίδες, αλλά δεν μένει μόνο σε αυτό, σε κάθε παράγραφο, σχεδόν, σχολιάζει τη δράση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Τον ευχαριστώ για τη θετική αποτίμηση και του εύχομαι να είναι πάντα δημιουργικός. Θα περιμένουμε το καινούργιο του βιβλίο.

Πιο κάτω ένα μικρό απόσπασμα από το εν λόγω κείμενο, το οποίον αναρτώ με την άδειά του.

[Όσοι ενδιαφέρονται για το βιβλίο μου μπορούν να το βρουν στα βιβλιοπωλεία ΣΟΛΩΝΕΙΟΝ στη Λευκωσία και ΠΑΡΓΑ σε όλες τις πόλεις, και το βιβλιοπωλέιο του Πανεπιστημίου Κύπρου]

ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ:

...Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον βίο και τη δράση του Παπαγιάννη, ή Παπασπάθα, ιερέα στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης είναι πρόγονος του συγγραφέα, από την πλευρά της μητέρας του. Στο βιβλίο ουσιαστικά εξιστορείται η οικογενειακή σάγκα του συγγραφέα, ο οποίος βασίστηκε στην προφορική παράδοση της οικογένειας, αλλά και σε άλλες μαρτυρίες, στη βιβλιογραφία και στη μελέτη εφημερίδων της συγκεκριμένης περιόδου. Η εξιστόριση πορεύεται παράλληλα με τα ευρύτερα γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα δεν ήταν να παραθέσει τα ιστορικά γεγονότα ως προτεραιότητα. Αντίθετα, ο στόχος του ήταν να δώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί το μυθιστόρημα και οι ήρωες να δράσουν. Και κατορθώνει εν τέλει να ανασυστήσει με ενάργεια την εποχή, έτσι που το μυθιστόρημα να καθίσταται για τον αναγνώστη ένα απολαυστικό λογοτεχνικό κείμενο.

Ο Παπαγιάννης είναι μια βιβλική μορφή, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Μικρός έμαθε γράμματα στην Αμμόχωστο στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου και έπειτα θέλησε να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού και να γίνει ιερέας. Μέσα από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, διακρίνεται η ικανότητα του συγγραφέα να αποκαλύπτει σταδιακά τα γνωρίσματά του. Συγκεντρώνει πολλά αντιθετικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό είναι βαθιά ανθρώπινος. Ιερέας με μια ιδιαίτερη κλίση στα γιατροσόφια, τις γητειές και τις αλοιφές με βότανα. Θα τον βρουν προσωπικές συμφορές, θα τον βασανίσουν διλήμματα, αλλά θα παλέψει και θα σταθεί στα πόδια του. Νεαρός έχασε την αγαπημένη του σύζυγο Ρουμπίνη, αλλά θα βρει αποκούμπι, για να αντέξει τη δύσκολη ζωή σε μια φτωχή νεαρή γυναίκα, την Αρχοντού έναν παράνομο για την εκκλησία έρωτα (απαγόρευε τον δεύτερο γάμο για τους ιερείς). Ιδιαίτερα δραστήριος, με τον ιδρώτα του δουλεύει τη μεγάλη κτηματική περιουσία του μέχρι τα γεράματα.
...
Όταν υποστήριξε, το 1891, τον διοικητή της Αμμοχώστου Γιαγκ στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, γιατί έβλεπε έναν άνθρωπο που ήθελε να προσφέρει και να βοηθήσει, εξυβρίστηκε ως Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας, γι’ αυτό τέθηκε σε αργία. Έλαβε μέρος στη δίκη που ακολούθησε και αργότερα αναμίχθηκε με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε τον λαό για δέκα χρόνια (1900-1910). Πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία που «μας εξαθλίωσε», θα πει στη Ρουμπίνη και θα προσθέσει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια. Θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Είμαι σίγουρος ότι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα φτιάξουν δρόμους για να μπορεί να μετακινείται ο κόσμος. [...] Οι Εγγλέζοι θα σεβαστούν τον τόπο. Είναι πολιτισμένος λαός και θα μας ακούσουν. Και ποιος ξέρει, ίσως σύντομα γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. Φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Ο Παπαγιάννης ενσαρκώνει την ελπίδα εκείνης της εποχής για καλύτερες μέρες. Μεθερμηνεύει τη γενικότερη αισιοδοξία του απλού λαού και της ηγεσίας του με αυτό που ονομάζει «νέο αέρα που φύσηξε στο νησί», προσδοκώντας να φτάσει η Κύπρος στην εκπλήρωση του εθνικού πόθου. Όμως ο Παπαγιάννης είναι ένα ανήσυχο πνεύμα και γρήγορα θα μάθει, θα διαβάσει σε εφημερίδες, θα ακούσει στις συζητήσεις με τον θείο του τον Ευαγγέλη στην Αμμόχωστο, και θα σχηματίσει την πραγματική εικόνα για τους Άγγλους, ότι δηλαδή πολιτική τους είναι η εξυπηρέτηση του δικού τους αποικιοκρατικού συμφέροντος (σ. 50-51). Θα συνειδητοποιήσει το ύπουλο παιχνίδι που έπαιζαν με το κατ’ επίφασιν δημοκρατικό Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Παπαγιάννης δεν παραγνωρίζει το λαϊκό αίσθημα για ένωση με την Ελλάδα, αλλά ως πολιτικό ον, σκέφτεται με βάση τη λογική, επικρίνοντας την πατριδοκαπηλεία: «κι εγώ θα ήθελα, αν ήταν δυνατό, να ενωθούμε με την Ελλάδα και σήμερα, ακόμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι Άγγλοι θα δεχθούν να συζητήσουν τόσο νωρίς αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες καλές ευκαιρίες και να εκμεταλλευτούμε τους ίδιους για το καλό του τόπου». Εν τέλει, ο Παπαγιάννης, συνειδητοποιημένος πια και σοφότερος, θα αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα στα Βασιλικά ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων και της προσπάθειάς τους να πείσουν πως «οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες».