Όταν
σωπάσαν τα πουλιά,
ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, εκδ. Κάρβας 2024
Μετά από τέσσερις
ποιητικές συλλογές και τρεις συλλογές με διηγήματα, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
δοκιμάζεται στο είδος του μυθιστορήματος. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο Όταν
σωπάσαν τα πουλιά και αποτελεί μιαν ιδιαίτερα επιτυχημένη πρώτη απόπειρα.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εποχής, καθώς διαδραματίζεται ανάμεσα στον
Ιανουάριο του 1879 και τον Ιανουάριο του 1922, δηλαδή στο κρίσιμο πρώτο μισό
της αγγλοκρατίας.
Το μυθιστόρημα ακολουθεί
τον βίο και τη δράση του Παπαγιάννη, ή Παπασπάθα, ιερέα στο χωριό Βασίλι της
Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης είναι πρόγονος του συγγραφέα, από την πλευρά της
μητέρας του. Στο βιβλίο ουσιαστικά εξιστορείται η οικογενειακή σάγκα του
συγγραφέα, ο οποίος βασίστηκε στην προφορική παράδοση της οικογένειας, αλλά και
σε άλλες μαρτυρίες, στη βιβλιογραφία και στη μελέτη εφημερίδων της συγκεκριμένης
περιόδου. Η εξιστόριση πορεύεται παράλληλα με τα ευρύτερα γεγονότα που
σημάδεψαν την Κύπρο κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο, η πρόθεση του
συγγραφέα δεν ήταν να παραθέσει τα ιστορικά γεγονότα ως προτεραιότητα.
Αντίθετα, ο στόχος του ήταν να δώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί το
μυθιστόρημα και οι ήρωες να δράσουν. Και κατορθώνει εν τέλει να ανασυστήσει με ενάργεια
την εποχή, έτσι που το μυθιστόρημα να καθίσταται για τον αναγνώστη ένα
απολαυστικό λογοτεχνικό κείμενο.
Το βιβλίο κινείται πάνω σε
έναν βασικό χωρικό και χρονικό άξονα. Από τη μια είναι η Καρπασία και από την
άλλη η έλευση της νέας εποχής με την αγγλοκρατία. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν
αναλογία της φωτογραφικής τέχνης (που αγαπά ιδιαίτερα ο συγγραφέας), ο Ν.Ν-Χ έχει
στο ένα χέρι έναν μεγεθυντικό φακό, για να αποτυπώνει τις λεπτομέρειες των όσων
συμβαίνουν στην Καρπασία και στο άλλο έναν ευρυγώνιο φακό, ώστε να αποδώσει τη
γενικότερη εικόνα του κόσμου της Κύπρου.
Πρόκειται για μια σπάνια
περίπτωση για το κυπριακό μυθιστόρημα. Η εποχή αυτή συνήθως παραμένει στο
περιθώριο και απροσπέλαστη μυθιστορηματικά. Η έλευση των Άγγλων στο νησί ήταν
μια εποχή ελπίδας για καλύτερες μέρες αλλά και μια εποχή διάψευσης. Την κρίσιμη
αυτή περίοδο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα σπέρματα του επερχόμενου αδιεξόδου
και της τραγωδίας των επόμενων δεκαετιών, π.χ. τον διχασμό, κομματικό και
ιδεολογικό, ανάμεσα στον πληθυσμό, αλλά και τον ύπουλο ρόλο και το παιχνίδι των
Άγγλων με την πάγια τακτική τους, του διαίρει και βασίλευε. Όλα αυτά δίνονται
με παραστατικό και λειτουργικό τρόπο στο μυθιστόρημα.
Τα ιστορικά γεγονότα που διαγράφουν
το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα του βιβλίου, ιδιαίτερα ο
Παπαγιάννης, είναι οι εκλογές για το πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο, η ανεξάρτητη
υποψηφιότητα του διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ και η δίκη που ακολούθησε, το
Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910, το πρώτο δημοψήφισμα για την ένωση το
1921, αλλά και γενικά τα ίδια και απαράλλακτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι
Έλληνες της Κύπρου τόσο κατά την
τουρκοκρατία όσο και κατά την αγγλοκρατία: υψηλοί φόροι, ανυπαρξία ικανών
δρόμων και μέσων μεταφοράς, θεομηνίες όπως οι σεισμοί, οι ανομβρίες, η επιδρομή
των ακρίδων, η καταστροφή της σοδειάς και η αδυναμία να πληρωθούν τα δάνεια, η
φτώχεια και η πείνα που μάστιζαν τον λαό, οι επιδημίες, ένας συνεχής αγώνας
αντιξοοτήτων για επιβίωση.
Ο Παπαγιάννης είναι μια
βιβλική μορφή, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που δεσπόζει σε όλο το
μυθιστόρημα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Μικρός έμαθε γράμματα στην
Αμμόχωστο στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου και έπειτα θέλησε να ακολουθήσει
τον δρόμο του Θεού και να γίνει ιερέας. Μέσα από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα
του, διακρίνεται η ικανότητα του συγγραφέα να αποκαλύπτει σταδιακά τα
γνωρίσματά του. Συγκεντρώνει πολλά αντιθετικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό είναι
βαθιά ανθρώπινος. Ιερέας με μια ιδιαίτερη κλίση στα γιατροσόφια, τις γητειές
και τις αλοιφές με βότανα. Θα τον βρουν προσωπικές συμφορές, θα τον βασανίσουν
διλήμματα, αλλά θα παλέψει και θα σταθεί στα πόδια του. Νεαρός έχασε την
αγαπημένη του σύζυγο Ρουμπίνη, αλλά θα βρει αποκούμπι, για να αντέξει τη
δύσκολη ζωή σε μια φτωχή νεαρή γυναίκα, την Αρχοντού έναν παράνομο για την
εκκλησία έρωτα (απαγόρευε τον δεύτερο γάμο για τους ιερείς). Ιδιαίτερα
δραστήριος, με τον ιδρώτα του δουλεύει τη μεγάλη κτηματική περιουσία του μέχρι
τα γεράματα. Η γη τού αποφέρει καλό εισόδημα: ελιές, χαρουπιές, αμπέλια,
περβόλια, μύλος, αποστακτήρας. Πότε τρυφερός, π.χ. με τη Ρουμπίνη, την κόρη του
Μαρία, το άλογό του τον Πήγασο, πότε σκληρός και πάντα δυναμικός, λίγο άγριος
όπως ο σκύλος του ο Άνης (φέρει την κατάληξη
του ονόματός του), ο οποίος «ορμούσε κι αλίμονο αν υπήρχε αντίσταση». Ήταν ταυτόχρονα
άνθρωπος της προσφοράς. Χάρη στις δικές του προσπάθειες και της δωρεάς του (χάρισε
ένα κτήμα του), η κοινότητά του απέκτησε νέα εκκλησία και σχολείο. Είχε όμως
και εχθρούς, αφού κατηγορήθηκε για τη στάση του στα δημόσια πράγματα και την
προσωπική του ζωή, έχοντας να αντιμετωπίσει τις διαβολές για δήθεν ερωτικές
σχέσεις με την κουμπάρα του στην Αμμόχωστο. Είχε το θάρρος της γνώμης του και αδιαφορούσε
για τις όποιες αντιδράσεις. Όταν υποστήριξε, το 1891, τον διοικητή της Αμμοχώστου
Γιαγκ στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, γιατί έβλεπε έναν άνθρωπο που
ήθελε να προσφέρει και να βοηθήσει, εξυβρίστηκε ως Ιούδας Ισκαριώτης και
προδότης της πατρίδας, γι’ αυτό τέθηκε σε αργία. Έλαβε μέρος στη δίκη που
ακολούθησε και αργότερα αναμίχθηκε με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε
τον λαό για δέκα χρόνια (1900-1910). Πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν
αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία που «μας εξαθλίωσε», θα πει στη Ρουμπίνη
και θα προσθέσει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια. Θα βάλουν τα πράγματα στη
θέση τους. Είμαι σίγουρος ότι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα φτιάξουν δρόμους για
να μπορεί να μετακινείται ο κόσμος. [...] Οι Εγγλέζοι θα σεβαστούν τον τόπο.
Είναι πολιτισμένος λαός και θα μας ακούσουν. Και ποιος ξέρει, ίσως σύντομα
γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. Φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Ο Παπαγιάννης
ενσαρκώνει την ελπίδα εκείνης της εποχής για καλύτερες μέρες. Μεθερμηνεύει τη
γενικότερη αισιοδοξία του απλού λαού και της ηγεσίας του με αυτό που ονομάζει
«νέο αέρα που φύσηξε στο νησί», προσδοκώντας να φτάσει η Κύπρος στην εκπλήρωση
του εθνικού πόθου. Όμως ο Παπαγιάννης είναι
ένα ανήσυχο πνεύμα και γρήγορα θα μάθει, θα διαβάσει σε εφημερίδες, θα ακούσει
στις συζητήσεις με τον θείο του τον Ευαγγέλη στην Αμμόχωστο, και θα σχηματίσει
την πραγματική εικόνα για τους Άγγλους,
ότι δηλαδή πολιτική τους είναι η εξυπηρέτηση του δικού τους αποικιοκρατικού συμφέροντος
(σ. 50-51). Θα συνειδητοποιήσει το ύπουλο παιχνίδι που έπαιζαν με το κατ’
επίφασιν δημοκρατικό Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Παπαγιάννης δεν παραγνωρίζει το
λαϊκό αίσθημα για ένωση με την Ελλάδα, αλλά ως πολιτικό ον, σκέφτεται με βάση
τη λογική, επικρίνοντας την πατριδοκαπηλεία: «κι εγώ θα ήθελα, αν ήταν δυνατό,
να ενωθούμε με την Ελλάδα και σήμερα, ακόμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι Άγγλοι θα
δεχθούν να συζητήσουν τόσο νωρίς αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε
κάποιες καλές ευκαιρίες και να εκμεταλλευτούμε τους ίδιους για το καλό του
τόπου». Εν τέλει, ο Παπαγιάννης,
συνειδητοποιημένος πια και σοφότερος, θα αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα
στα Βασιλικά ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων και της προσπάθειάς τους
να πείσουν πως «οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες».
Ο συγγραφέας εντοπίζει
στην εποχή αυτή τα σπέρματα του διχασμού που θα εκδηλωθεί και τις επόμενες
δεκαετίες και θα οδηγήσει το νησί σε περιπέτειες και τραγωδίες. Υπό αυτή την
έννοια, η επιλογή της συγκεκριμένης εποχής, τού παρέχει μιαν εξαιρετική
ευκαιρία να διερευνήσει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και να τη συνδέσει με
το μετέπειτα. Θα πει με αφορμή το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα: «Το μαύρο πέπλο της
διχόνοιας, που είχε απλωθεί επάνω σε
ολόκληρο το νησί για δέκα ολόκληρα χρόνια έπεσε και φάνηκε πραγματικά το
γαλάζιο του απέραντου ουρανού. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν ήτανε μόνο
εκκλησιαστικό, αλλά κυρίως κομματικό. Οι φανατικοί των κομμάτων ήταν αυτοί που
είχαν διχάσει τον λαό» (219). Συνακόλουθο θέμα που διαπερνά το βιβλίο είναι και
οι σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους της Καρπασίας. Αναφέρονται οι δολοφονίες και
οι αυθαιρεσίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ακόμα και τις πρώτες δεκαετίες
της αγγλοκρατίας.
Αυτό είναι το πλαίσιο των
γεγονότων μέσα στο οποίο με έντεχνο τρόπο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του Παπαγιάννη.
Ασφαλώς πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Όμως σ’ αυτόν τον
μυθιστορηματικό γαλαξία ήλιος είναι ο Παπαγιάννης, οι υπόλοιποι περιστρέφονται
γύρω από αυτόν. Παρελαύνουν και γνωστές προσωπικότητες της εποχής όπως ο Γιαγκ,
ο Καταλάνος, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος, κ.ά. Όμως τα κύρια
πρόσωπα του βιβλίου αφορούν κυρίως την οικογένεια του συγγραφέα. Είναι η νεαρή
σύζυγος του Παπαγιάννη, η Ρουμπίνη, που πέθανε στη γέννα του παιδιού τους, η
κόρη του η Μαρία, η Αρχοντού, ο Νικόλας (παππούς του συγγραφέα από τη μεριά του
πατέρα του), η οικογένεια των θείων εμπόρων στην Αμμόχωστο, του Ευαγγέλη και
του Χρυσόστομου και των παιδιών τους, από την οικογένεια του διανοούμενου
Ευάγγελου Λουίζου, ο οποίος κληρονόμησε το εμβληματικό σπίτι «που πάει να γίνει
φυτό» κατά τον στενό του φίλο Σεφέρη, όπως σημειώνεται και στο βιβλίο (191).
Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται
γύρω από τραγωδίες και χαρές (θάνατοι, γεννήσεις, γάμοι) που διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν
τα πρόσωπα της ιστορίας. Ο τίτλος συνδέεται με τρεις από αυτές τις τραγωδίες.
Είναι ο θάνατος της Ρουμπίνης, ο θάνατος της εξαδέλφης Μαργαρίτας στην Ελβετία
από φυματίωση και ο διπλός ταυτόχρονος θάνατος του παππού του συγγραφέα Νικόλα
και του προπάππου του Παπαγιάννη από τυφοειδή πυρετό στο τέλος του βιβλίου. Και
στις τρεις περιπτώσεις, τα πουλιά πρόσκαιρα θα σωπάσουν, δίνοντας έναν τόνο
ακόμα πιο δραματικό στα γεγονότα.Έτσι το μυθιστόρημα συνομιλεί επιτυχημένα με
την παράδοση. Είναι συχνό μοτίβο στο δημοτικό τραγούδι τα πουλιά να συμμετέχουν
στο ανθρώπινο δράμα. Πολλές φορές εμφανίζονται σε περιπτώσεις θανάτου,
τραγωδίας. Και τα πουλιά είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύνδεσης των
ανθρώπων της εποχής του βιβλίου με τη φύση. Μια αρμονία που σήμερα έχει
διαρραγεί.
Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί
και ο τόπος, η γεωμορφολογία και η φύση της Καρπασίας που αποτελεί λίγο πολύ
ταυτότητα γενικά της κυπριακής υπαίθρου. Αποτυπώνεται με επιμονή η ενδημική
χλωρίδα και πανίδα και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω
αυτές τις καταγραφές την αγάπη του συγγραφέα για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο.
Οι μνήμες, τα βιώματα και ο τόπος ζωντανεύουν μέσα από τις περιγραφές και τις
αναφορές του. Ο κάμπος, η θάλασσα, τα κυκλάμινα, οι νάρκισσοι, το θυμάρι, τα
πευκοδάση, οι λαδανιές, η χαρουπιά, οι σκίνοι, οι αόρατοι, οι ελιές και τα
αμπέλια, υπήρξαν η γνώριμη καθημερινότητά του. Όπως και τα ερπετά, οι
φραγκολίνες, τα πουλιά, τα ζώα της αγροτικής ζωής: πρόβατα, άλογα, γαϊδούρια,
κυνηγόσκυλα, πετεινοί. Ακόμα, καταγράφονται τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία
εκτυλίσσεται η δράση του Παπαγιάννη: Παναγία η Κανακαρία στη Λυθράγκωμη,
μοναστήρι Αποστόλου Ανδρέα, Λεονάρισσο, Κοιλάνεμος, Βουκολίδα, Νέτα, Άγιος
Ανδρόνικος, Γαλάτεια, Κώμα Γιαλού, Γιαλούσα, Μπογάζι, Τρίκωμο, και άλλες
περιοχές με τοπωνύμια της περιοχής. Ακόμα και η Λευκωσία, αλλά κυρίως η Αμμόχωστος
με τους εμπορικούς δρόμους, το Παρθεναγωγείο, την Αγία Ζώνη, τα αρχοντικά, τα καφενεία
και το χάνι του Μαυροστασή. Είναι προφανής ο σκοπός του συγγραφέα να περισώσει
την εποχή που χάθηκε, έναν κόσμο που αλλοιώθηκε πια από την τούρκικη κατοχή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η
αγροτική ζωή βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας. Οι άνθρωποι της Καρπασίας ήταν
δεμένοι με τη γη τους, από αυτήν ζούσαν, αρμονικά δεμένοι μαζί της. Ο
Παπαγιάννης εξασφάλιζε τα προς το ζην από τα αμπέλια, τις χαρουπιές, τις ελιές,
τις ροδιές, τις αμυγδαλιές, τις πορτοκαλιές, τις λεμονιές του. Με το αλακάτι
και τη στέρνα πότιζε τα περιβόλια του, με τον μύλο άλεθε το σιτάρι, έβγαζε το
λάδι του, με τον αποστακτήρα τη ρακή, έφτιαχνε το κρασί του, είχε μεγάλη
παραγωγή από σταφίδες και ξύδι, πωλούσε τα χαρούπια του, ασχολήθηκε με τη
σηροτροφία κι έπειτα με τα καπνά. Όλα αυτά έπρεπε να μεταφερθούν με τα κάρα
μέσα από κακοτράχαλους δρόμους, με πολλές δυσκολίες και κινδύνους για ληστείες,
ένα ταξίδι περιπετειώδες. Στο βιβλίο αναφέρονται ακόμα ήθη και έθιμα που σήμερα
ξεχάστηκαν και τονίζεται η σημασία που είχαν τα πανηγύρια για τη ζωή των
ανθρώπων εκείνης της εποχής. Δεν παραλείπεται ακόμα η σπουδαιότητα που είχε για
τους ανθρώπους της Καρπασίας η περιοδεία των μητροπολιτών και των εκάστοτε
Αρχιεπισκόπων στην περιοχή (π.χ. οι δύο Κύριλλοι).
Ο συγγραφέας στο
μυθιστόρημα εντοπίζει τις αλλαγές που άρχισαν να επέρχονται με τη νέα εποχή,
όχι μόνο τις πολιτικές, οι οποίες όπως αναφέρθηκε επηρέασαν και επηρεάζουν και
τη δική μας ζωή. Κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ένα μυθιστόρημα
εποχής είναι απαραίτητο να συνομιλεί με τη σύγχρονη εποχή του συγγραφέα,
διαφορετικά παραμένει καθηλωμένο, στείρο και στάσιμο δημιουργικά. Από τις
σελίδες του βιβλίου περνά η ιστορία του γεωργικού τομέα στις τελευταίες
δεκαετίες του 19ου και των πρώτων του 20ού αιώνα. Στην Καρπασία με
την ενθάρρυνση της αποικιοκρατικής κυβέρνησης οι χωρικοί ξερίζωσαν τα αμπέλια
και φύτευσαν καπνά. Ο μύλος του Παπαγιάννη έπαψε να λειτουργεί λόγω του μεγάλου
ατμόμυλου που εγκαταστάθηκε στο Λεονάρισσο. Πούλησε μάλιστα και τη δική του
ατμομηχανή με τον λέβητα. Λόγω των δυσκολιών, άρχισε ένα ρεύμα μετανάστευσης
των νέων της Καρπασίας προς την Αμερική κυρίως. Παράδειγμα ήταν ο παππούς του
συγγραφέα ο Νικόλας Χατζημιχαήλ (αλλά και ο παππούς του ο Ζαχαριάς νωρίτερα),
τον οποίο ακολουθεί μυθιστορηματικά στο ταξίδι τον Ιούνιο του 1913 και την
άφιξη και διαμονή του στην Αμερική στο Έλις Άιλαντ, στο Πίτσμπουργκ και τη Νέα
Υόρκη μέχρι την επιστροφή του τον Αύγουστο του 1917.
Ο αφηγητής στο μυθιστόρημα
είναι τριτοπρόσωπος αλλά σε καμία περίπτωση αμέτοχος. Αυτό έχει να κάνει με την
ανθρωπιά με την οποία γράφει και προσεγγίζει την ιστορία του ο συγγραφέας. Τα
σχόλιά του είναι συχνά. Πολλές φορές παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα ή
συμπάσχει με τις τραγωδίες που δοκιμάζουν τους ήρωες. Τα παραδείγματα είναι
πολλά. Π.χ. στη σ. 37 ο αφηγητής αναφέρει: «Κινήθηκε προς το μέρος του παιδιού
και το κούνησε ελαφρά λέγοντας του λόγια αγάπης», προσθέτοντας: «Τι ευτυχία!».
Στη σ. 40 «ο ρυθμικός ήχος τακ-τακ, τακ-τακ από το αλακάτιν, λες και μετρούσε
τον χρόνο, ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο». Κι αλλού: «Τι μαρτύριο ήτανε αυτό που
ζούσε! Μήπως έβλεπε ένα κακό όνειρο; Πώς άλλαξαν ξαφνικά τα πράγματα. Δυστυχώς,
δεν ήτανε κακό όνειρο μα η πικρή αλήθεια».
Η αφήγηση είναι άκρως
ρεαλιστική. Η λιτή γλώσσα είναι αρετή, χωρίς πολλές μεταφορές και πληθωρισμούς,
οι διάλογοι απλοί όπως αρμόζει στην ιδιόλεκτο των προσώπων. Ενίοτε υπάρχει
εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου και ευθέως λόγου. Συχνές είναι οι εγκιβωτισμένες
ιστορίες, κάτι που επιβραδύνει την εξέλιξη του μυθιστορήματος, ενώ συχνά τα
γεγονότα αποδίδονται περιληπτικά δίνοντας μια γρηγορότερη εξέλιξη στην ιστορία.
Ειδικότερα οι εγκιβωτισμοί ανακαλούν ιστορίες από παραμύθια, κάτι που θυμίζει έστω
και σε έναν μικρό βαθμό τα παραμύθια της Ανατολής όπως αυτά ενσωματώνονται στην
Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη.
Το βιβλίο, συγκεκαλυμμένα
ορισμένες φορές και σποραδικά, συνομιλεί με άλλα έργα, όπως την παράδοση ή την 9η
Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη, ή το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν στην
περίπτωση της Μαργαρίτας που νοσηλεύτηκε σε σανατόριο στην Ελβετία. «Ό,τι
παθαίνει κανένας είναι από το κεφάλι του» (σ. 86) θα πει ο Παπαγιάννης για την
πιθανή εκλογή του Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου, θυμίζοντας τα λόγια του Κουτσιούκ
Μεχμέτ: «Ό,τι παθαίνει ο άδρωπος εν που την τζεφαλήν του».
Και κάτι τελευταίο που
αξίζει ειδικής μνείας. Το μυθιστόρημα ξεχωρίζει και για την άρτια, αισθητική
του έκδοση. Αυτό αφορά όλα τα βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και τις (αυτό)εκδόσεις
του Κάρβας. Πρόκειται για συλλεκτικές εκδόσεις, έργα τέχνης στην ουσία τους.
Αυτό για τον συγγραφέα είναι αδιαπραγμάτευτο.