28 Οκτ 2025

"ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ" στο ιστολόγιο ΜΠΟΝΖΑΪ του περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ


ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ...

...για το μικρό διήγημα, από τα ωραιότερα, πιστεύω, στον παγκόσμιο ιστό, το οποίο φροντίζουν δύο εξαιρετικοί άνθρωποι, η εικαστικός και διηγηματογράφος Ηρώ Νικοπούλου και ο ποιητής και εκδότης Γιάννης Πατίλης, φίλοι της Κύπρου, φιλοξενεί από σήμερα -επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης- ένα δικό μου διήγημα: "Ως τρέχει ο ήλιος". Για να μας υπενθυμίζει πως κάποια ατόφια κομμάτια ελληνισμού βρίσκονται, ακόμα, υπό βαρβαρική κατοχή. 


Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος

ΦΟΡΟΥΣΕ χα­κὶ φαρ­δὺ παν­τε­λό­νι ὣς τὸ γό­να­το. Ἀπὸ κεῖ καὶ κά­τω τὰ πό­δια του ἦταν τυ­λιγ­μέ­να μὲ τὶς πάτ­τες —λω­ρί­δες τοῦ ἰδί­ου χρώ­μα­τος— μέ­χρι τὸν ἀστρά­γα­λο καὶ χω­μέ­να σὲ μαῦ­ρα στι­βά­λια μὲ χα­κὶ πά­λι γκέ­τες. Τὸ σκοῦ­ρο που­κά­μι­σό του, ἀπὸ κυ­πρια­κὴ ἀλα­τζιὰ καὶ πά­νω ἀπ’ όλα μιὰ στρα­τιω­τι­κὴ χλαί­νη. Μιὰ πα­ρα­φου­σκω­μέ­νη βούρ­κα κρε­μό­ταν πάν­τα στὸν ὦμο του, ποὺ τὸ συγ­κρα­τοῦ­σε ἕνα μαυ­ρι­σμέ­νο ἀπὸ τὸν και­ρὸ καὶ τὴ χρή­ση λου­ρί. Στὸ δε­ξὶ του χέ­ρι πάν­τα ἡ μα­τσού­κα του, ποὺ στὴν κορ­φὴ πλά­ται­νε καὶ σχη­μα­τι­ζό­ταν τὸ κε­φά­λι ἑνὸς ἀε­τοῦ. Ἦταν τὸ σκῆ­πτρο του, ἕνα ἔρ­γο τέ­χνης ποὺ τὸ δού­λε­ψε πολ­λὰ χρό­νια κι ἔτσι κα­θὼς ἡ πα­λά­μη χρό­νια τώ­ρα τὸ ἀγ­κά­λια­ζε, εἶ­χε ἀπο­κτή­σει μιὰ φυ­σι­κὴ πα­τί­να καὶ στιλ­πνά­δα. Τὸ χα­ραγ­μέ­νο μά­τι τοῦ ἀε­τοῦ, γε­μι­σμέ­νο μὲ κα­τρά­μι καὶ ἄλ­λα μυ­στι­κὰ ὑλι­κὰ ἤτα­νε μαῦ­ρο καὶ λαμ­πε­ρό, σὲ κοί­τα­ζε καὶ τὸ βλέμ­μα του γι­νό­ταν ἀκό­μα πιὸ βα­θὺ καὶ σκο­τει­νό, ἀλη­θι­νό, ὅμοιο μὲ τὸ βλέμ­μα τοῦ ἀφεν­τι­κοῦ του, τοῦ Θε­ου­λὴ καὶ ὅταν ἀκού­γα­με τὶς ἱστο­ρί­ες του τὰ μά­τια τοῦ ἀε­τοῦ μᾶς φαί­νον­ταν ζων­τα­νά, ἀνοι­γό­κλει­ναν ἀνά­λο­γα μὲ τὴν ἱστο­ρία καὶ ἔπαιρ­ναν τὴν ἔκ­φρα­ση ποὺ χρεια­ζό­ταν γιὰ τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μή. Ἔτσι ὅπως χάϊ­δευε αὐ­τὴ τὴ μα­τσού­κα στὸ ὕψος τοῦ λαι­μοῦ τοῦ ἀε­τοῦ καὶ τὴ στρι­φο­γυρ­νοῦ­σε καὶ τὴν ἀνέ­βα­ζε πά­νω-κά­τω καὶ κου­νοῦ­σε τις ἀγ­κῶ­νες του, μᾶς φαι­νό­ταν ὅτι ὁ ἀε­τὸς ἀπὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ θὰ πέ­τα­γε σὰν ἀλη­θι­νός.

       Περ­πα­τοῦ­σε ἀρ­γὰ καὶ μὲ στα­θε­ρὰ βή­μα­τα ἔχον­τας στραμ­μέ­νο λί­γο δε­ξιὰ τὸ κε­φά­λι του γιὰ νὰ βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα τὸν κό­σμο μέ­σα ἀπὸ τὰ πα­ρά­ξε­να γυα­λιά του. Γυα­λιὰ ἀπὸ με­ταλ­λι­κὸ σκε­λε­τὸ μ’ ἕνα μό­νο τζα­μά­κι καὶ αὐ­τὸ μαῦ­ρο γιὰ νὰ κρύ­βει τὸ χα­λα­σμέ­νο του μά­τι. Στὸ κα­λὸ μά­τι τί­πο­τε· μό­νο ὁ σκε­λε­τός. Μὰ αὐ­τὸ τὸ μο­να­δι­κό του μά­τι ἦταν τό­σο ζω­η­ρὸ καὶ μαῦ­ρο σὰν αὐ­τὸ τοῦ ἀη­τοῦ στὴ μαγ­κού­ρα του. Μι­κροὶ προ­σπα­θού­σα­με νὰ δοῦ­με τί κρυ­βό­ταν πί­σω ἀπὸ τὸ μαῦ­ρο τζά­μι τῶν γυα­λιῶν του. Πο­τὲ ὅμως δὲ ρω­τή­σα­με καὶ πο­τὲ δὲ μά­θα­με. Αὐ­τὸς μᾶς κοί­τα­ζε πάν­τα μὲ κα­λο­σύ­νη κι ἕνα πι­κρὸ χα­μό­γε­λο δια­γρα­φό­ταν στὰ χεί­λη του.

       Ὅλη μέ­ρα τρι­γυρ­νοῦ­σε στοὺς ἀγροὺς γιὰ νὰ τοὺς φυ­λά­ει —αὐ­τὸ ἦταν τὸ κύ­ριο ἐπάγ­γελ­μά του— ἦταν ἀγρο­φύ­λα­κας, κι ἀλί­μο­νο σὲ ὅποιον πα­ρά­κουε στὶς ὑπο­δεί­ξεις του. Ἀλί­μο­νο σὲ ὅποιον βο­σκὸ εἶ­χε τὴ ἀτυ­χία ν’ ἀκού­σει τὸ σφύ­ριγ­μά του. Ἔπρε­πε νὰ μα­ζέ­ψει τὰ πρό­βα­τά του ἀπὸ τὴν ξέ­νη πε­ριου­σία καὶ νὰ μὴ τὸ ξα­να­κά­νει, δια­φο­ρε­τι­κὰ ἦταν χα­μέ­νος. Κά­πο­τε ὅμως σφύ­ρι­ζε καὶ χω­ρὶς νὰ ὑπάρ­χει λό­γος. Ἤθε­λε νὰ γνω­ρί­ζουν ὅλοι ὅτι ἦταν ἐκεῖ καὶ δὲ θὰ συγ­χω­ροῦ­σε κα­μιὰ πα­ρα­νο­μία. Ὅλοι τὸν σέ­βον­ταν για­τί ἦταν δί­καιος. Ἡ πε­ριου­σία τοῦ κα­θε­νὸς ἦταν προ­στα­τευ­μέ­νη καὶ ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ποὺ τοῦ ἔδει­χναν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του ἦταν ἀπε­ριό­ρι­στη.

       Στοὺς ἀγροὺς χαι­ρό­ταν ἡ ψυ­χή του. Τρι­γυρ­νοῦ­σε ἀπ’ τὰ χα­ρά­μα­τα μέ­χρι τὴ δύ­ση τοῦ ἥλιου καὶ μά­ζευε μα­νι­τά­ρια, ἀγρέ­λια, σπα­τζιὰ καὶ ὅ,τι ἄλ­λο προ­σφε­ρό­ταν σὲ κά­θε ἐπο­χή. Κυ­ρί­ως ὅμως φρόν­τι­ζε τὶς περ­να­ριὲς για­τί ἦταν μέ­ρος της ζωῆς του. Ἀκό­μα καὶ νε­ρὸ ἦταν πρό­θυ­μος νὰ κου­βα­λή­σει σὲ χρο­νιὲς ἀνα­βρο­χιᾶς, μή­πως καὶ ξε­ραί­νον­ταν οἱ περ­να­ριές του.

       Τὸν συ­νάν­τη­σα νὰ πε­ρι­φέ­ρε­ται στὴ γει­το­νιά μου. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν τὸν γνώ­ρι­σα. Δὲν φο­ροῦ­σε τὴ χλαί­νη, ἡ βούρ­κα δὲν ἦταν κρε­μα­σμέ­νη στὸν ὦμο του, φο­ροῦ­σε κα­νο­νι­κὸ παν­τε­λό­νι καὶ πα­πού­τσια, μό­νο ποὺ κρα­τοῦ­σε, ἀκό­μα, τὴ μαγ­κού­ρα του. Τὰ γυα­λιά του ἴδια κι ἀπα­ράλ­λα­κτα. Ἔμει­να νὰ τὸν με­λε­τῶ γιὰ λί­γη ὥρα μή­πως ἦταν κα­μιὰ πα­ρε­ξή­γη­ση. Ὄχι, αὐ­τὸς ἦταν. Τὸν πλη­σί­α­σα μὲ ἐπι­φύ­λα­ξη καὶ τὸν χαι­ρέ­τι­σα μὲ τὸ ὄνο­μά του. Γύ­ρι­σε τὸ κε­φά­λι, λί­γο λο­ξὰ καὶ τὸ μο­να­δι­κό του μά­τι πί­σω ἀπ’ τὸ γυ­μνὸ σκε­λε­τὸ μὲ κοί­τα­ξε ἐπί­μο­να προ­σπα­θῶν­τας νὰ θυ­μη­θεῖ. Δὲ φαί­νε­ται νὰ τοῦ θύ­μι­σα τί­πο­τε καὶ μὲ ρώ­τη­σε ποιός εἶ­μαι. Τοῦ ἀπάν­τη­σα καὶ τὸ μά­τι του ἔλαμ­ψε ἀκού­γον­τας τὸ ὄνο­μα τοῦ χω­ριοῦ του. Πρό­σφυ­γας τώ­ρα, τὸν τα­κτο­ποί­η­σαν σὲ ἕνα σπι­τά­κι μὲ ἕνα μό­νο δω­μά­τιο στὸ συ­νοι­κι­σμὸ Ἄσπρες. Τὸν ἔθα­ψαν κα­νο­νι­κὰ δη­λα­δή, καὶ δὲν εἶ­χε πλέ­ον κα­νέ­να νόη­μα ἡ ζωή του. Αὐ­τὸς ἦταν ἐλεύ­θε­ρος νὰ τρι­γυρ­νᾶ μέ­σα σ’ ἕνα τε­ρά­στιο πάρ­κο, μέ­σα στὴ φύ­ση καὶ τώ­ρα τὸν ἔθα­ψαν ἀνά­με­σα σὲ κτί­σμα­τα καὶ ἀν­θρώ­πους ποὺ δὲν ἤξε­ρε. Ἔπαιρ­νε κά­πο­τε τὴ σφυ­ρί­κτρα του καὶ τὴν κοί­ταε λυ­πη­μέ­νος. Δὲν εἶ­χε νόη­μα πλέ­ον νὰ σφυ­ρί­ξει.

       Τοῦ πρό­τει­να νὰ ἐπι­σκε­φθοῦ­με τὸ σπί­τι μου μιὰ καὶ ἦταν δί­πλα, γιὰ νὰ μι­λή­σου­με. Δέ­χθη­κε χω­ρὶς κα­νέ­να γογ­γυ­σμό. Καὶ μό­νο ποὺ βρῆ­κε κά­ποιον ἀπὸ τὸ χω­ριό του, τοῦ ἔδω­σε τό­ση χα­ρὰ ποὺ ἔτσι ὅπως χει­ρο­νό­μη­σε καὶ ἀνε­βο­κα­τέ­βα­σε τὴ μαγ­κού­ρα του εἶ­δα τὴν ἴδια χα­ρὰ καὶ στὰ μά­τια τοῦ ἀε­τοῦ ποὺ φτε­ρού­γι­σε μιὰ-δυὸ φο­ρές.

       Τὸ σπί­τι μου, εἶ­ναι ἕνα δια­μέ­ρι­σμα στὴ Δα­σού­πο­λη στὸν τέ­ταρ­το ὄρο­φο καὶ τὸ σα­λό­νι βλέ­πει πρὸς τὸν βορ­ρᾶ. Ἀπὸ τὶς δυὸ τε­ρά­στιες μπαλ­κο­νό­πορ­τες μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νὰ δεῖ ὅλη τὴ Λευ­κω­σία καὶ ὅλη τὴν ὀρο­σει­ρὰ τοῦ Πεν­τα­δά­κτυ­λου. Αὐ­τὸ ἦταν ποὺ τοῦ ἔκα­νε ἐν­τύ­πω­ση. Μό­λις μπῆ­κε τρά­βη­ξε κα­τ’ εὐ­θεῖ­αν στὸ μπαλ­κό­νι κι ἔμει­νε γιὰ λί­γη ὥρα ἀκί­νη­τος. Δὲν πί­στευε στὰ μά­τια του· στὸ μά­τι του, κα­λύ­τε­ρα. Σή­κω­σε λί­γο καὶ τὸν ἀε­τὸ λὲς καὶ ἤθε­λε νὰ τοῦ δεί­ξει τὸ θέ­α­μα ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Τὸν ἄκου­σα ποὺ μούγ­κρι­σε. Κου­νοῦ­σε ἀνή­συ­χα τὸ κε­φά­λι, δὲ χόρ­ται­νε τὸ θέ­α­μα, καὶ μοῦ ἔδω­σε τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς ἀνα­ζη­τοῦ­σε νὰ δεῖ τὸ χω­ριό του.

       Τὸν ἄφη­σα γιὰ λί­γο μό­νο, ἀπο­τρα­βή­κτη­κα γιὰ νὰ βρῶ κά­τι νὰ τὸν φι­λέ­ψω μὰ ὅταν γύ­ρι­σα ἦταν ἀκό­μα στὸ μπαλ­κό­νι καὶ κοι­τοῦ­σε πρὸς τὸ βου­νό. Μοῦ φά­νη­κε πὼς κά­τι ψι­θύ­ρι­ζε καὶ πράγ­μα­τι ὅταν πλη­σί­α­σα σι­γο­μουρ­μού­ρι­ζε κά­τι, καὶ αὐ­τὰ τὰ λό­για του μὲ πῆ­γαν στὸ πα­ρελ­θὸν πολ­λὰ χρό­νια πρίν…

       Ἡ για­γιὰ μὲ εἶ­χε φω­νά­ξει, ἑφτά­χρο­νο τό­τε παι­δὶ καὶ μὲ στα­θε­ρὴ φω­νὴ μοῦ εἶ­πε: Θὰ πᾶς αὐ­τὸ τὸ νό­μι­σμα καὶ αὐ­τὴ τὴν κόκ­κι­νη κλω­στὴ στὸν παπ­ποῦ Θε­ου­λὴ καὶ θὰ τοῦ πεῖς πὼς σὲ στέλ­νει ἡ για­γιά σου, για­τὶ τὸ ἀδελ­φά­κι σου εἶ­ναι ἄρ­ρω­στο ἔχει κοκ­κι­νά­δια στὸ σω­μα­τά­κι του. Αὐ­τὸς ξέ­ρει τί θὰ κά­νει.

       Ἦταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὸν γνώ­ρι­ζα καὶ ὁμο­λο­γῶ ὅτι μὲ φό­βι­σε ἡ εἰ­κό­να του. Τὴν ἑπό­με­νη φο­ρὰ ὅμως, με­τὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέ­ρες μοῦ φά­νη­κε πιὸ οἰ­κεῖ­ος. Μό­λις μὲ εἶ­δε ἀνα­ζή­τη­σε καὶ βρῆ­κε ἕνα κλω­νά­ρι ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα ἔμα­θα ὅτι ἦταν κλω­νά­ρι ἀπὸ περ­να­ριὰ καὶ μοῦ τὸ ἔδω­σε γιὰ νὰ τὸ πα­ρα­δώ­σω στὴ για­γιά μου. Τὸ κλω­νά­ρι εἶ­χε σχε­δὸν ξε­ρα­θεῖ μὰ πά­νω του ἦταν τυ­λιγ­μέ­νη ἡ κόκ­κι­νη κλω­στή. Ἡ κλω­στὴ με­τρη­μέ­νη στὸ σῶ­μα τῆς Ἄν­νας νὰ εἶ­ναι ἀκρι­βῶς στὸ ὕψος της. Μοῦ τὸ ἔδω­σε μουρ­μου­ρί­ζον­τας κά­ποια ἀκα­τα­νόη­τα λό­για: Ὡς τρέ­χει ὁ ἥλιος, ὡς τρέ­χου­σιν οἱ ἀστέ­ρες… Δὲν θυ­μᾶ­μαι τί­πο­τε ἄλ­λο μὰ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ ὅπως ἄκουα τὸ γέ­ρο νὰ μο­νο­λο­γεῖ θυ­μή­θη­κα τὰ λό­για του. Θυ­μᾶ­μαι ἀκό­μα τὸ χα­μό­γε­λο στὰ χεί­λη τῆς για­γιᾶς κα­θὼς ἔπαιρ­νε τὸ κλω­νά­ρι μὲ τὸ περ­νά­ρι. Τὰ κόκ­κι­να στίγ­μα­τα ἀπὸ τὸ σω­μα­τά­κι τῆς Ἄν­νας εἶ­χαν ἐξα­φα­νι­σθεῖ. Ἡ για­γιὰ ὅμως κα­λοῦ-κα­κοῦ πῆ­ρε τὰ ξε­ρα­μέ­να φυλ­λα­ρά­κια καὶ τὰ ἔτρι­βε στὸ χέ­ρι της ὥστε νὰ πέ­φτουν στὸ σῶ­μα τοῦ μω­ροῦ.

       Δὲν πέ­ρα­σε ἕνας μῆ­νας καὶ ξα­να­συ­νάν­τη­σα τὸν παπ­ποῦ στὴν ἴδια θέ­ση ποὺ βρε­θή­κα­με τὴ πρώ­τη φο­ρά. Λὲς καὶ μὲ πε­ρί­με­νε. Δὲν ἔχα­σα τὴν εὐ­και­ρία καὶ τὸν ὁδή­γη­σα ξα­νὰ στὸ σπί­τι μου. Ἦταν τό­σο ὄμορ­φες οἱ ἱστο­ρί­ες του ποὺ κρε­μό­μουν κυ­ριο­λε­κτι­κὰ ἀπὸ τὸ στό­μα του. Σὲ στιγ­μὲς ὅμως ποὺ ἀπο­μα­κρυ­νό­μουν τὸν τσά­κω­να στὸ μπαλ­κό­νι στὴν ἴδια θέ­ση νὰ μουρ­μου­ρί­ζει τὰ ἴδια ἀκα­τα­νόη­τα λό­για.

       Τε­λευ­ταῖα τὸν ἔχα­σα. Μά­ταια πε­ρί­με­να ὧρες πολ­λὲς στὸ ση­μεῖο ποὺ τὸν συ­νάν­τη­σα τὶς προ­η­γού­με­νες φο­ρὲς μή­πως καὶ φα­νεῖ. Μά­ταια· ὁ γέ­ρος εἶ­χε ἐξα­φα­νι­σθεῖ. Λυ­πό­μου­να για­τί οἱ ἱστο­ρί­ες του ἦταν ἀτε­λεί­ω­τες καὶ πάν­τα ἐν­δια­φέ­ρου­σες. Κά­ποια μέ­ρα ὅμως ἕνα τη­λε­φώ­νη­μα ἔδω­σε τέ­λος στὴν ἐξα­φά­νι­ση τοῦ γέ­ρου. Τὸ τη­λε­φώ­νη­μα ἦταν ἀπὸ ἕναν ἄγνω­στό μου γεί­το­νά του. Νὰ μὴν πο­λυ­λο­γῶ μὲ ψά­χνα­νε γιὰ ἀρ­κε­τὲς μέ­ρες μὰ στὸ τέ­λος μὲ βρῆ­καν. Ὁ ἄγνω­στος γεί­το­νας μὲ ἀνα­κού­φι­ση μοῦ ἀνα­κοί­νω­σε πὼς ὁ γέ­ρος μὲ ἤθε­λε. Ἦταν ἑτοι­μο­θά­να­τος, εἶ­πε ἀλ­λὰ δὲν ἔλε­γε νὰ πα­ρα­δώ­σει. Εἶ­χαν φθά­σει μέ­χρι καὶ στὴν ἀστυ­νο­μία γιὰ νὰ μὲ ἀνα­κα­λύ­ψουν. Ἔλα, τώ­ρα! Σὲ θέ­λει.

       Ἦταν ξα­πλω­μέ­νος σ΄ ἕνα ἁπλὸ κρε­βά­τι στὸ φτω­χι­κό του δω­μά­τιο καὶ ἡ βούρ­κα του ἦταν πε­τα­μέ­νη σὲ μιὰ γω­νιά. Ὁ ἀε­τὸς δί­πλα στὸ στρῶ­μα τὸν ἔβλε­πε μὲ πα­ρά­πο­νο. Δυὸ-τρεῖς γέ­ροι καὶ γριὲς κά­θον­ταν στὸ μι­κρὸ χόλ. Ὅταν τὸν ἄγ­γι­ξα μὲ τὸ χέ­ρι τὸ μά­τι του φω­τί­στη­κε. Πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἔβλε­πα χω­ρὶς τὰ γυα­λιά του. Μιὰ τρῦ­πα μό­νο λὲς καὶ εἶ­χαν ρά­ψει τὰ βλέ­φα­ρά του χω­ρὶς κα­μιὰ διά­θε­ση γιὰ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση. Ἤθε­λε νὰ μοῦ μι­λή­σει καὶ τὸ κα­τά­λα­βα. Μὲ κοί­τα­ξε μὲ τὸ σβη­σμέ­νο βλέμ­μα τοῦ κα­λοῦ του μα­τιοῦ. Πλη­σί­α­σα κον­τὰ στὸ πρό­σω­πό του, μὰ ἡ φω­νή του δὲν ἔβγαι­νε. Προ­σπά­θη­σε ξα­νὰ κι­νῶν­τας λί­γο τὸ χέ­ρι του σὰν νὰ ἤθε­λε νὰ μοῦ δώ­σει κά­τι. Ἔβα­λα τὸ αὐ­τί μου πιὸ κον­τὰ καὶ ἄκου­σα τὰ λό­για του: Γιέ μου, ἔφυ­γε αὐ­τὸ τὸ κόκ­κι­νο ση­μά­δι ἀπὸ τὸ βου­νό; Νὰ λὲς αὐ­τὰ τὰ λό­για ὅταν βγαί­νουν τ’ ἄστρα, ὅταν γε­μί­ζει τὸ φεγ­γά­ρι. Ποῦ θὰ πά­ει θὰ σβή­σει. Δὲν εἶ­πε τί­πο­τε ἄλ­λο. Ἔτσι ὅπως ἤμουν σκυ­φτὸς ἡ μα­τιά μου ἔπε­σε στὸν ἀε­τό. Μοῦ φά­νη­κε πὼς ἔκλει­σε τὰ μά­τια. Ναί, ὁ γέ­ρος ἔφυ­γε, τὸ κα­τά­λα­βα για­τί τὸ χέ­ρι του ἦταν πιὰ πα­γω­μέ­νο. Ἔβα­λα τὸ τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τὶ στὴν τσέ­πη μου. Γύ­ρω μου εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ τὰ γε­ρον­τά­κια τῆς γει­το­νιᾶς καὶ μὲ κοί­τα­ζαν. Τὸν θά­ψα­με τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ ἀπό­γευ­μα.

       Τώ­ρα τὰ ἤξε­ρα ὅλα. O γέ­ρος ἤθε­λε νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὴν τέ­χνη του —τὴν τέ­χνη του Γόη— γιὰ νὰ ἐξα­φα­νί­σει αὐ­τὰ τὰ κόκ­κι­να στίγ­μα­τα, αὐ­τὲς τὶς κόκ­κι­νες ση­μαῖ­ες στὸν Πεν­τα­δά­κτυ­λο. Δὲν τοῦ χα­λάω χα­τί­ρι. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ γε­μί­ζει τὸ φεγ­γά­ρι καὶ φαί­νον­ται τὰ πρῶ­τα ἀστέ­ρια, ἀνοί­γω τὸ τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τὶ καὶ δια­βά­ζω τὴν ἀνορ­θό­γρα­φη γρα­φή του: «Σου­ρου­πὰτ σε­λὰμ σα­ρα­χε­τέ­με, κυ­πτοῦ φι­λου­του­χὰμ βεη­νέ­ζι βερ­βι­σο­λὺν βε­σφι­σούν. Ὁ Θε­ός, ὁ Θε­ός, ὁ τὴν βά­τον φυ­τεύ­σας, σβέ­σον πᾶν πύ­ρω­μα, ἐχεν­τρο­πύ­ρω­μα, ὄφε­ων πύ­ρω­μα, σκο­τα­δο­πύ­ρω­μα, ἀλ­λὰ προ­πάν­των κοκ­κι­νο­πύ­ρω­μα, χα­λί­νω­σον καὶ ἐξο­λό­θρευ­σον αὐ­τὰ ἀπὸ τοῦ βου­νοῦ τού­του. Φύ­σαρ­ρος, Φυ­σορ­ρό­ος. Ὡς τρέ­χει ὁ ἥλιος, ὡς τρέ­χου­σιν οἱ ἀστέ­ρες, ὡς τρέ­χει τὸ ὕδωρ, ἔτσι νὰ τρέ­ξει τὸ κα­κὸν ἀπὸ τὸ Βου­νὸ τοῦ­το. Ἔτσι νὰ τρέ­ξει τὸ κα­κὸν καὶ νὰ χα­θεῖ ἀπὸ τὴν Νῆ­σον μας.»

 

 

Γλωσ­σά­ρι:

Στι­βά­λια, μπό­τες.

Ἀλα­τζιά, ποι­κι­λό­χρω­μο ὕφα­σμα τοῦ ἀρ­γα­λειοῦ.

Βούρ­κα, ὁ σά­κος τοῦ βο­σκοῦ.

Μα­τσού­κα, τὸ ρό­πα­λο τοῦ βο­σκοῦ.

Ἀγρέ­λια, σπα­ράγ­για.

Περ­να­ριά, τὸ φυ­τὸ πρί­νος, τὸ πουρ­νά­ρι.

Ὡς τρέ­χει ὁ ἥλιος, κα­θὼς δύ­ει ὁ ἥλιος.

Περ­νά­ριν, παι­δι­κὴ ἀσθέ­νεια.

Σου­ρου­πὰτ κτλ., λέ­ξεις ἀρα­βο­περ­σι­κὲς γιὰ γη­τειές.

Φύ­σαρ­ρος, Φυ­σορ­ρό­ος, λέ­ξεις συν­θη­μα­τι­κές, ποὺ λέ­γον­ται ἀπὸ γη­τευ­τὴ γιὰ ἐκ­δί­ω­ξη κά­ποιου κα­κοῦ.







 

18 Οκτ 2025

ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝ+ΚΙΝΗΣΗΣ


Το πρώτο ποίημα από τη συλλογή μου "ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ" θα ακουστεί απόψε στο Κέντρο Τεχνών Τηλέμαχος Κάνθος. Σχετικά, ο Καθηγητής της Νεοελληνικής λογοτεχνίας Θεοδόσης Πυλαρινός είπε τα ακόλουθα, στην παρουσίαση της συλλογής: «Και είπεν ο θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν και διεχώρισεν ο θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους». Ξεκινώ από τη βιβλική «Γένεση», παραπέμποντας διακει­μενικά στην πρώτη πηγή του φωτός, δί­νοντας δηλαδή έτσι τη θεολογική αίσθη­ση, τον θεόθεν προορισμό, που επιφυ­λάσσει ο Νίκος Νικολάου στη δική του δημιουργία, στο δικό του πρώτο φως της γλυκείας νήσου Κύπρου. Περιέλαβα στο παράθεμα και τον διαχωρισμό φωτός-σκότους, διότι το δεύτερο ποίημα της Διθαλάσσου υποβάλλει διακριτικά την πάλη φωτός και σκότους στον περιούσιο τόπο της καρδιάς του, δηλώνοντας την αντιφατική, όπως δείχνει η εξέλιξή της, εναλλαγή, τη σφοδρή σύγκρουση των αντίρροπων δυνάμεων, που καθιστούν μαρτυρικό και ιστορικά καθαγιασμένο τον τόπο αυτό, ώστε να υπερβαίνει τη συμ­βατική χρονική ακολουθία και να διεκδικεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την οντότητα και την αυθυπαρξία του.

Φς

ρθες
νάμεσα π τ φυλλώματα
Τς λις
Κι γνώρισα
Τ σημ
Τν πλότητα
Κα τν γάπη.

νάμεσα π τ φυλλώματα
Το κυπαρισσιο
Κι γνώρισα
Τ πράσινο
Τν πάλη
Τν παλληκαριά.

Τς ροδις
Κι γνώρισα
Τ κόκκινο
Τν τρέλα
Κα τν ρωτά σου.

Κι  κόσμος λος φς.

*************************************

Poetry Moves International Festival
Διεθνές Φεστιβάλ
Ποίησης και Συν+Κίνησης

 

Το Poetry Moves International Festival σας προσκαλεί σε μια βραδιά

Sound- & Poetryscapes

το Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2025, ώρα 20:00

 

Χώρος: Κέντρο Τεχνών Κάνθου,

Αγίου Νικολάου 49, Παλλουριώτισσα, 1040 Λευκωσία


 

Από τη Μεσαιωνική Κύπρο μέχρι σήμερα,

η μουσική και ο αυτοσχεδιασμός συναντούν ποίηση εμπνευσμένη

από τα δέντρα, τις ρίζες και τους κύκλους ζωής.

 


Μιλτιάδης Παπαστάμου - βιολί
Γιάννης Μυράλης - σαξόφωνο
Σάββας Σάββα - πιάνο
Δέσποινα Κατσαντώνη - απαγγελία



ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


Προμήνυμα - Ρήσος Χαρίσης

Ύμνος

από το έργο οι Tρεις Πύλες

Σάββας Σάββα - σύνθεση, αυτοσχεδιάσμος

 

*Δένδρου Ανάγνωσμα - Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου

Ι. Αυτοσχεδιασμός και μεσαιωνικός χορός

Μιλιτιάδης Παπαστάμου - σύνθεση, βιολί

ΙΙ. Magni Patris

Ύμνος τον Αγίο Ιλαρίωνα

βιολί, πιάνο

 

*Μια σταλιά χρυσοπράσινο -  Έλενα Γεωργίου

Aegean

Σάββας Σάββα, σύνθεση - βιολί, πιάνο

 

*Ξεραμένες Λεμονίες - Ρωξάνη Νικολάου

Reflections

Σάββας Σάββα, σύνθεση - βιολί, πιάνο, σαξόφωνο

 

Το βιβλίο για τα δένδρα - Γιώργος Χριστοδουλίδης

Πέντε Μινιατούρες για βιολί, σαξόφωνο και πιάνο (2014)

Νίκος Κυπουργός

 

Φως - Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Μισιρλού

Παραδοσιακό

Διασκευή: Γιάννης Μυράλης, Μιλτιάδης Παπαστάμου, Σάββας Σάββα

 

 

*Τα ποιήματα Προμήνυμα, Δένδρου Ανάγνωσμα, Μια σταλιά χρυσοπράσινο, Ξεραμένες Λεμονιές, γράφτηκαν ειδικά για το Φεστιβάλ.



Το Poetry Moves International Festival τιμήθηκε με το EFFE Label 2024–2025 από την European Festivals Association για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. H διάκριση αναδεικνύει τη δέσμευση του Φεστιβάλ στην ποιότητα και τον πολιτιστικό διάλογο.

 

ΧΟΡΗΓΟΙ: Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Γαλλικό Ινστιτούτο, GSA Cultural Productions Ltd

ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ:  Όλοι οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν

Κέντρο Τεχνών Κάνθου, n_C annexARTE Μουσική Ακαδημία, ARTos HouseSebastian & Albert Edwards Photoγραφείο

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΠΑΡΑΓΩΓΗ: GSA Cultural Productions Ltd

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:  https://www.poetry-moves-international-festival.com/ 


ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ


 

28 Σεπ 2025

Η ΜΑΥΡΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ

 

ΠΡΩΙΝΗ ΕΚΠΛΗΞΗ...

...από το πανέμορφο ιστολόγιο "ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, η αισθητική του μικρού": ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα, από το περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, που ωραΐζει το διαδίκτυο, γιατί δύο υπέροχοι άνθρωποι, ο ποιητής, συγγραφέας και εκδότης Γιάννης Πατίλης και η ποιήτρια, διηγηματογράφος και εικαστικός Ηρώ Νικοπούλου φροντίζουν ακούραστοι να το εμπλουτίζουν με ποιοτικές πάντοτε αναρτήσεις.

Με τιμούν για πολλοστή φορά στη σημερινή ανάρτηση, με το διήγημά μου Η ΜΑΥΡΗ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΑ, από τη συλλογή μου "20 Διηγήματα". Εκφράζω τις ἀπειρες ευχαριστίες μου!

ΕΔΩ το διήγημα:

Για τη νέα πορεία του ιστολογίου διαβάστε εδώ:

27 Σεπ 2025

TONY HARISSON, "ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΒΟΡΡΑ"

ΕΦΥΓΕ ΣΗΜΕΡΑ 
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ TONY HARISSON
 σε ηλικία 88 ετών

Το ποίημά του "Που βλέπει στον Βορρά" το απέδωσε στα ελληνικά ο ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ και το δημοσίευσε στο πρώτο κιόλας τεύχος του περιοδικού ΑΚΤΗ.

ΕΔΩ, με τη χαρακτηριστική βυζαντινίζουσα γραφή του Θεοδόση.

Αιωνία τους η μνήμη.





 

20 Σεπ 2025

ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ, ΜΕΛΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΣΤΟΝ ΜΑΖΩΤΟ

ΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ...

...στον Μαζωτό [19 Σεπτ. 2025], όσοι σχεδιάζατε αλλά δεν ήρθατε, χάσατε! Ήταν μια πανέμορφη βραδιά με τραγούδια και μελωδίες της θάλασσας, έκθεση φωτογραφίας και νοστημότατες... κούπες!

Ο γνωστός συνθέτης Savvas Savva στο πιάνο και στην ενορχήστρωση, Ο Robertas Grod στο τσέλο, ο Ανδρέας Θεοδώρου στα κρουστά και οι τρεις υπέροχες φωνές της Χριστιάνας Λάρκου, της Χριστίνας Γαβριηλίδου και της Δέσποινας Κατσαντώνη μας μάγεψαν με τα τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Λοΐζου, του Μάριου Τόκα, του Σαββόπουλου και άλλων...

Α! Η Δέσποινα Κατσαντώνη απάγγειλε πολύ όμορφα στίχους από το ποίημά μου "Μεσόγειος" και ο Σάββας έντυσε με νότες και τραγούδησε δικούς μου στίχους: το ποίημα "Αόρατος". 

Εδώ, στον πιο κάτω σύνδεσμο, η φωνή της Δέσποινας, που απαγγέλλει τη "ΜΕΣΟΓΕΙΟ" και του Σάββα, που τραγουδά τον "ΑΟΡΑΤΟ":


Για το ποίημα "Αόρατος": μια φορά, ήρθαν στις ελεύθερες περιοχές κάποια εγκλωβισμένα παιδιά από την Καρπασία. Ένας δημοσιογράφος πλησίασε δύο από αυτά και τα ρωτούσε πώς περνούν εκεί στο σκλαβωμένο μέρος τους, στην Καρπασία. Το ένα παιδί έδειξε τον φίλο του και είπε: "τούτος όλη μέρα τριγυρίζει στον γιαλό". Και τι κάνεις στον γιαλό, ρώτησε ο δημοσιογράφος. Η απάντηση έπεσε ακαριαία: "Βρίσκω γοργόνες τζαι φιλώ τες"

Το ποίημα: Ἀόρατος

Ἐδῶ γεννήθηκα
Σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄκρη τραγουδῶ
Ἀνάμεσα σὲ δύο πέλαγα
Ἀείφυλλος, ἀόρατος μοσχοβολῶ
Κι ἁπλώνω τὰ κλωνάρια μου στὸν Κάρβα
Καὶ τοὺς ἄλλους ἀνέμους ποὺ φυσοῦν.
Κι ὁ ἥλιος ποὺ βλέπει ἀπὸ ψηλὰ
Κοντοστέκεται γιὰ λίγο
Καὶ μ᾿ ἀπορία μὲ ρωτᾶ
Ποιός σ᾿ ἔμαθε νὰ τραγουδᾶς γλυκὰ
Τὶς οὐράνιες τοῦτες νότες;
Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ ἁπλὰ
Βρίσκω γοργόνες τζαὶ φιλῶ τες.

Ευχαριστώ όλους τους συντελεστές της εκδήλωσης, [και τους αφανείς, τον φωτογράφο Σεπού 'Αλπερτ Έντουαρτ Βοσκεριτζιάν και Farschad Broumand Gohar στο video] την GSA Cultural Productions ltd και τη ψυχή της διοργάνωσης την αγαπητή Georgea Solomontos, για τις επιτυχημένες εκδηλώσεις στην Τόχνη και στον Μαζωτό.

Α! ξέχασα... και την κριτική επιτροπή που μου χάρισαν το πρώτο βραβείο στη φωτογραφία!




 

9 Σεπ 2025

ΚΥΡΙΑ ΜΠΕΜΠΕΔΕΛΗ, νιώθετε Ελληνίδα ή Κυπρία;


ΜΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΟ FACEBOOK
που διάβασε όλη η Κύπρος
(και η μισή Ελλάδα)
(Μέχρι αυτή τη στιγμή 88 κοινοποιήσεις)


-Κυρία ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΠΕΜΠΕΔΕΛΗ, «Νιώθετε Ελληνίδα ή Κυπρία; Ποια είναι η πατρίδα σας;»

Καλά διαβάσατε! Η ερώτηση είναι σαφέστατη! Και την υπέβαλε η κυρία Μυρτώ Λοβέρδου, στη συνέντευξή της με την μεγάλη κυρία του θεάτρου, που δημοσιεύεται σήμερα [7/9/2025] στην εφημερίδα «Το Βήμα» των Αθηνών. Μόλις διάβασα την ερώτηση, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τι ερώτηση θεέ μου είναι αυτή; Ένιωσα τόσο μακριά, μα τόσο μακριά από την Ελλάδα...

Ευτυχώς, συνήλθα μόλις διάβασα την απάντηση της κυρίας Μπεμπεδέλη: ΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ! Εγώ με απόλυτο σεβασμό δηλώνω ότι έχω δύο πατρίδες. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ Η ΚΥΠΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ γιατί εδώ ρίζωσα. Κι έχω να καυχιέμαι ότι οι Κύπριοι με δέχθηκαν, δεν υπήρξα η ξένη. Ειδικά μέσα στον θεατρικό μου χώρο έγινα αμέσως αποδεκτή, με έναν ευρύτατο κύκλο συνεργατών και φίλων...

Η κυρία Λοβέρδου ρώτησε: Η Κύπρος μπορεί να στέρησε κάτι από την καριέρα σας;

Και η απάντηση: -Τίποτα δεν μου στέρησε. Η Κύπρος έχει πολύ υψηλό επίπεδο θεατρικής δραστηριότητας και δημιουργίας. Δεν θεώρησα ποτέ ότι είναι στενά τα όρια μέσα στα οποία λειτουργώ...

Στην Κύπρο μιλούμε ελληνικά, κυρία Λοβέρδου!


facebook:


[η φωτογραφία (λεπτ.) είναι της Χριστίνας Τρύφωνος, από το σημερινό Βήμα]

3 Σεπ 2025

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ", κριτική του ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

 


Νίκος Παναγιώτου

 Όταν σωπάσαν τα πουλιά
το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ,
εκδόσεις Κάρβας, Λευκωσία 2024



Ο Νίκος Παναγιώτου είναι γνωστός ως συγγραφέας, εκπαιδευτικός, ερευνητής και γενικά εργάτης του πνεύματος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1941. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκαμε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών απ' όπου πήρε τον τίτλο Master of Arts στη διοίκηση καλλιτεχνικών οργανισμών. Κατέχει επίσης διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, καθώς και δίπλωμα δημοσίων σχέσεων από το International Correspondence Schools του ΛονδίνουΥπηρέτησε ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, ως λειτουργός εκδόσεων του υπουργείου Παιδείας και ως λειτουργός και διευθυντής της Μορφωτικής Υπηρεσίας του ίδιου υπουργείου, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2001. Υπηρέτησε επίσης ως διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη. 

[Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία στον πιο κάτω σύνδεσμο:
 ΠΟΛΥΓΝΩΣΗ

πιο κάτω, μικρά αποσπάσματα 
από εκτεταμένη κριτική παρουσίαση του βιβλίου:

Καθώς ακουμπάς βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, δεν μπορείς, παρά να σταματήσεις έστω για λίγο, για να θαυμάσεις την εξωτερική τους εμφάνιση. Να απολαύσεις την αισθητική τους. Ο Νίκος είναι πολυτάλαντος, και κομμάτι από το ταλέντο του αποτυπώνεται κάθε φορά και στα βιβλία του. Εξακολουθώ να μιλώ για την όψη του βιβλίου. Μάστορας καθώς είναι στη φωτογραφική και στην εικόνα γενικά, αντιμετωπίζει το αντικείμενο «βιβλίο» με στοργή σαν ένα παιδί δικό του. Με μάτια και με χέρια το κανακεύει, ωσότου εξέλθει της πύλης του τυπογραφείου, αλλά και πέραν αυτής. Δεν ξέρω αν είναι πολύ εύκολο ή πολύ δύσκολο το έργο του τυπογραφείου μαζί του, σίγουρα όμως δεν θα είναι κάτι από τα ίδια, τα συνηθισμένα.

.......

Το βιβλίο του παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, πέρα από τις λογοτεχνικές του αρετές, και για το γεγονός ότι μέσα απ’ αυτό αναδεικνύεται μια μορφή από τις ελάσσονες, όχι, δηλαδή, προβεβλημένη και γνωστή, «αιρετική» εν πολλοίς, που έδρασε στα μεταβατικά χρόνια από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία. Κι αυτό το πρόσωπο έτυχε να είναι προπάππος του συγγραφέα από τη μητέρα του, πράγμα που έδωσε την ώθηση στον συγγραφέα να συγκεντρώσει τις σκόρπιες κουβέντες του οικογενειακού περιβάλλοντος, να ερευνήσει και μελετήσει σε βάθος τα πού και πότε και πώς και γιατί των πραγμάτων, και με πολλή αγάπη και μεράκι να μετουσιώσει το υλικό του σε έργο λογοτεχνικό.

.....

Ο κεντρικός ήρωας, λοιπόν, είναι ο Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο Παπαγιάννης, άλλως Παπασπάθας, ιερέας του χωριού Βασίλι της Καρπασίας. Πατέρας του ήταν ο καλοφωνάρης Παπαθεόδουλος και μάνα του κόρη του καδή Χατζηλοΐζου από την Αμμόχωστο. Έμαθε γράμματα στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου στην Αμμόχωστο. Νυμφεύτηκε τη Ρουμπίνη, μια όμορφη συγχωριανή του με καμπόση περιουσία, που προστέθηκε στην επίσης μεγάλη δική του, η οποία πέθανε στη γέννα της, χαρίζοντάς του μια κόρη, τη Μαρία. Η ζωή του κυλούσε στο χωριό του και στη γύρω περιοχή, στα κτήματα και τις καλλιέργειές του, καβάλα στον Πήγασό του πεταγόταν κάποτε στο Βαρώσι για διάφορες δουλειές και για να δει τους προύχοντες συγγενείς του της γνωστής οικογένειας Λουζου, να τους συμβουλευθεί για κάτι που τον απασχολούσε ή να συμμετάσχει σε χαρές και λύπες τους. Δεν παρέλειπε να επισκέπτεται και το καφενείο στην Αγία Ζώνη, καθώς και το χάνι, όπου μάθαινε και πολλά τρέχοντα νέα, αλλά και το σπίτι του κουμπάρου του, όπου καμιά φορά διανυκτέρευε κιόλας. Στη Λευκωσία ελάχιστες φορές χρειάστηκε να πάει, όχι, βέβαια, με τον Πήγασο, αλλά με άμαξα, είτε για να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο για τα παραπτώματα και την τιμωρία του, όπως θα δούμε, είτε για να συμμετάσχει στην ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄. Γυρνώντας πίσω στα του Βαρωσιού και στις επισκέψεις και διανυκτερεύσεις στου κουμπάρου του, σημειώνω πως αυτά έδωσαν τροφή για σχόλια γύρω από την ερωτική ζωή του, η οποία εμπλουτίστηκε με πιο σταθερό δεσμό στο χωριό του με την Αρχοντού, με την οποία απέκτησε και μια κόρη.

.....

Με γλώσσα λιτή, αλλά καλοδουλεμένη, ακολουθώντας ευθύγραμμη διήγηση, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τα γεγονότα και ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα κυρίως, και με απλές πινελιές αποτυπώνει πρόσωπα και πράγματα από τον περίγυρο του βασικού ήρωα, τόσο τον στενό όσο και τον ευρύτερο. Με άλλα λόγια θεωρητικά ο μικρόκοσμος του Παπαγιάννη εντάσσεται στο όλο, αλλά στην πράξη ο φακός του συγγραφέα κατά κανόνα εστιάζει στο μέρος, στα έργα και τις ημέρες του Παπασπάθα,  και τα μείζονα γεγονότα εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο ως φόντο, ωσάν σχόλια στα δρώμενα του παπά.

....

Με λόγο άμεσο, όπως έχουμε ήδη πει, χωρίς δολιχοδρομίες και αχρείαστους υπαινιγμούς, που δεν συνάδουν, άλλωστε με το ύφος και ήθος του κεντρικού ήρωα, χωρίς τεχνικές περίτεχνες ούτε καν την απλή της αναδρομής (flashback), ο συγγραφέας αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία κεντά σ’ ένα καμβά, όπου αποτυπώνονται προσωπικότητες της Κύπρου πολιτικές και εκκλησιαστικές, απλοί άνθρωποι, τόποι και χωριά, ζώα και φυτά, εκκλησιές και μοναστήρια, πανηγύρια, καφενεία και χάνια, μέσα μεταφοράς, ασχολίες των ανθρώπων, τρόποι διασκέδασης, πάθη και εγκλήματα, αρχαιότητες και σκεύη της εποχής, ένας κόσμος ζωντανός, ο κόσμος της Κύπρου μιας συγκεκριμένης εποχής.

Με αυτό το υλικό, και με σύνεργα τη μαστοριά του ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κατόρθωσε να αποκρυσταλλώσει ένα έργο, λογοτεχνικό και ιστορικό εν ταυτώ, που διαβάζεται εύκολα, ευχάριστα και προσπορίζει στον αναγνώστη αισθητική συγκίνηση και ψυχική ικανοποίηση.

Νίκος Παναγιώτου

3/9/2025                                                                           


22 Αυγ 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ: "ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ"


Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
γράφει για το βιβλίο
 του Χριστόφορου Μηλιώνη
"ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ"
[Αλήθεια, 22 Αυγούστου 2025, σελ. 14]

Στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας "Αλήθεια", ο Ανδρέας ψάχνοντας σε μια αποθήκη του σπιτιού του, βρίσκει δυο βιβλία: την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του δραγουμάνου" που του είχα στείλει πριν 22 χρόνια [έγραψε πολλά για τούτο το βιβλίο] και το βιβλίο του Χριστόφορου Μηλιώνη "Το μικρό είναι όμορφο", για το οποίο, όπως πάντα, γράφει με συγκίνηση το σημερινό του κείμενο.

Η πρώτη συγκίνηση, γραμμένη με μολύβι: «Στον αγαπητό φίλο, Ανδρέα. Νίκος Νικολάου. 27.10.2003». Σχεδόν ράγισα. Νίκος Νικολάου, λοιπόν. Και Χατζημιχαήλ. Φίλος πραγματικός αλλά, κυρίως, πραγματικός λογοτέχνης. Δίνω ενδεικτικά τίτλους: «Φυσορρόος», «Η κόρη του Δραγουμάνου» «Πικρόλιθος», «Ύδατα υδάτων» και το τελευταίο του κομψοτέχνημα: «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα μέσα από την ευαίσθητη, ακόμα κι όταν είναι οργισμένη, ματιά ενός Έλληνα που στέκει, φρουρός, κάτω από τις ρίζες του. Πού συναντηθήκαμε, άραγε, το 2003; Ήρθε στην εφημερίδα, καθίσαμε σε κάποιο καφέ της πρωτεύουσας, ή ανταμώσαμε στη γενέτειρά του, το Βασίλι, ξεθεωμένοι από το παιχνίδι; Η δεύτερη συγκίνηση, γραμμένη με λυγμούς: «Ο Χριστόφορος Μηλιώνης έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2017». Δεν το γνώριζα και, πάντοτε, οι κεραυνοί εν αιθρία μάς βρίσκουν κατάστηθα. Πάμε τώρα, ξανά, από την αρχή. Στην αυλή έχουμε μια αποθηκούλα. Θα μπορούσες κάλλιστα να την πεις και υπεραγορά! Ανεμιστήρες, θερμάστρες, χαλιά, καρέκλες κήπου, τραπέζια, καθαριστικά, εκκαθαριστικά! και, εννοείται, βιβλία σκεπασμένα από τη σκόνη του χρόνου. Ήθελα μανιωδώς να πάρω ένα βιβλίο στα χέρια μου. Τυχαία. Σχεδόν ψαχουλεύοντας, καθώς, εκτός των άλλων που επαληθεύουν τη ρήση: «το γήρας ούκ έρχεται μόνον», προσετέθη! και ο καταρράκτης. Οι μυρωδιές του τυπογραφικού μελανιού και της κιτρινισμένης σελίδας σμίγουν με το βοριαδάκι που, περιέργως, φυσάει. Βοηθάει, δεν λέω, και το βρεγμένο τσιμέντο αλλά, η χαρά μου οφείλεται, κυρίως, στη νοερή συνάντησή μου τόσο με τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ όσο και με τον Χριστόφορο Μηλιώνη.

«Το μικρό είναι όμορφο». Εμένα μου λες; Που άμα καθίσω στον υπολογιστή μεταμορφώνομαι σε σπρίντερ; Που για να με σταματήσεις στις 400 λέξεις, πρέπει να με σημαδέψεις με καραμπίνα; Που είμαι ο πρωταθλητής της φλυαρίας στον προφορικό και στον γραπτό λόγο; Η συντομία των κειμένων δεν μειώνει την πυκνότητά τους και την περιεκτικότητά τους. Κάθε άλλο: ο συγγραφέας ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, επιλέγει το λακωνίζειν γιατί τον βοηθά να εκφράζεται καλύτερα. Και εκφράζεται καλύτερα. Διάβασα τις Μικρές Ιστορίες, τα Μικρά Ταξίδια και τα Μετρημένα Λόγια σε δύο ώρες. Με χρονομέτρησα, παρακαλώ! Εμπνεύσεις της αντιφατικής καθημερινότητας σφραγισμένες από την αφηγηματική αρμονία και το Αττικόν Άλας του Χριστόφορου Μηλιώνη. Ήρωες, αφανείς και επιφανείς, της πολυκατοικίας, του δρόμου, της πόλης, του χωριού, του ΚΕΝ Κορίνθου, εικόνες που στεγνώνουν στον ήλιο της μνήμης, ήθη και έθιμα, ματαιωμένες προσδοκίες, πολιτικές μανούβρες και, βεβαίως, ταξίδια στο Παρίσι: «Ώχου, ψυχούλα μου! Γαλλία, Γαλλία. Χαρά της Οικουμένης! Πήγες μήπως στα βιβλιοπωλεία; Είδες στις προθήκες τους τούς συγγραφείς μας εις την γαλλικήν;» «Πήγα, παππού, στο ΦΝΑΚ και στου Ζιμπέρ. Ανέβηκα στον τρίτον όροφο, όπως μου είπαν. Κοίταξα εκεί που έγραφε Αλβανία-Ελλάδα-Τουρκία. Βρήκα μονάχα τον Κανταρέ και τον Αζίζ Νεσίν. Μήτε τον Καζαντζάκη πια...» «Ωχ, ψυχούλα μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν εις το Παρίσι!»στην Τεργέστη, στη Ρώμη, στην Κύπρο μας: «Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν!» Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου, θ’ αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κάνω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αισθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Σελίδες: 212




18 Αυγ 2025

ΔΩΡΑ ΜΥΛΩΝΑ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"




ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 
(και όχι μόνο)

Η πολιτιστική συνεργάτιδα της εφημερίδας "ο Φιλελεύθερος", Μαρία Παναγιώτου, ζήτησε από έξι βιβλιόφιλους, να προτείνουν στους αναγνώστες της εφημερίδας, βιβλία που τους έχουν εντυπωσιάσει με τη γραφή και τη θεματολογία τους. Ευχαριστώ την κυρία Δώρα Μυλωνά, που διάβασε το βιβλίο μου "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ" και το πρότεινε. Πιο κάτω το εξαιρετικό κείμενό της, στην έκδοση της 10ης Αυγούστου 2025. Ευχαριστώ και την κυρία Μαρία Παναγιώτου και την εφημερίδα.

Να είστε όλοι καλά, απολαύστε τις τριακόσιες διαλεγμένες λέξεις, που έδωσαν με τόση μαεστρία την ουσία του βιβλίου μου.


της ΔΩΡΑΣ ΜΥΛΩΝΑ
"Όταν σωπάσαν τα πουλιά"

Ο συγγραφέας, γνωστός σε Κύπρο και Ελλάδα για την εξαιρετική του δημιουργία σε ποίηση και διηγήματα, κάνει την εμφάνισή του ξανά στα λογοτεχνικά φωτισμένα δώματα, μ’ ένα συνταρακτικό ιστορικό μυθιστόρημα• ένα δύσκολο λογοτεχνικό είδος που θέλει αληθινό αφηγηματικό ταλέντο αλλά και έρευνα για να διασταυρωθούν οι πληροφορίες και τ’ ακούσματα από την οικογενειακή προφορική παράδοση.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ πέτυχε, με μοναδική αφηγηματική μαεστρία, να συνδέσει τα ιστορικά γεγονότα (αρχές της Αγγλοκρατίας στο νησί) με την προφορική οικογενειακή παράδοση που από παιδί άκουγε ν’ αφηγούνται οι συγγενείς του.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, έρχεται στον νου ο πίνακας του Αδ. Διαμαντή «Ο κόσμος της Κύπρου» με τον λεβέντη ιερέα στο κέντρο, όπως ακριβώς ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Παπαγιάννης. Ένα πρόσωπο πραγματικό, που αγωνιζόταν για την πρόοδο του τόπου του, δυναμικός και ντόμπρος, που δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με την Εκκλησία όταν θεώρησε άδικους κάποιους κανόνες της.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται με κομμένη την ανάσα και με την αίσθηση πως γνώρισες την αληθινή Κύπρο «όπου το θαύμα λειτουργούσε ακόμα». Καθηλώνει τον αναγνώστη με την απλότητα στην αφήγηση (θέλω να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη, έγραφε ο Σεφέρης) την τρυφερότητα αλλά και τη δύναμη που κρύβουν οι ήρωές του.

Το χωριό της Καρπασίας δεν είναι ένα απλό σκηνικό όπου κινούνται οι πρωταγωνιστές. Είναι το ίδιο πρωταγωνιστής με τους ανθρώπους του, τη γη και την προδομένη, από τη μοίρα και τη ζωή, αγάπη τους. Η αφήγηση γίνεται σε χρόνο που δεν κυλά ευθύγραμμα, είναι μνήμη, είναι κύκλος, είναι παράδοση που σπαρταρά μέσα από τις φωνές των ανθρώπων και τη σιωπή των πουλιών. Κάθε λέξη είναι διαλεγμένη με φροντίδα, γεμάτη άρωμα παρελθόντος, φωνές παππούδων, που κουβαλούν το βάρος όλης της ιστορίας του τόπου τους με αξιοπρέπεια και στοχασμό.

Ευτυχής που διάβασα αυτό το μυθιστόρημα! Ευγνώμων που υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ που ξέρουν ν’ ακούουν τη σιωπή, την παράδοση και την ιστορία του τόπου, και να την κάνουν λογοτεχνία. Ένα βιβλίο πληγή και βάλσαμο μαζί.