27 Νοε 2025

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ στο ιστολόγιο του "Πλανόδιου"

 


Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ

Νί­κος Νι­κο­λά­ου-Χα­τζη­μι­χα­ήλ
Ἡ Ἁγία Ρόδη ἡ ποιήτρια

ΖΟΥΣΕ ΜΟΝΑΧΗ ΤΗΣ ἔξω ἀπὸ τὸ χω­ριὸ στὴν ἄκρη τοῦ δά­σους. Ἡ ἡλι­κία της ἀκα­θό­ρι­στη. Ἀκό­μα καὶ οἱ πιὸ ἡλι­κιω­μέ­νοι ἔλε­γαν ὅτι πάν­τα ἔτσι τὴν θυ­μόν­του­σαν: μιὰ στα­λιὰ ὕπαρ­ξη, ντυ­μέ­νη στὰ μαῦ­ρα, πάν­τα μὲ ἕνα με­γά­λο μαῦ­ρο τρι­γω­νι­κὸ μαν­τῆ­λι στὸ κε­φά­λι, ποὺ τὸ ἔλε­γε τσί­πα, καὶ στὸ ἀρι­στε­ρό της χέ­ρι τὸ μπα­στοῦ­νι της, κρε­μα­σμέ­νο ἀπὸ τὸν καρ­πό, ποὺ τὸ κρα­τοῦ­σε πιὸ πο­λὺ γιὰ προ­στα­σία πα­ρὰ γιὰ βοή­θη­μα στὸ περ­πά­τη­μα. Προ­στα­σία ἀπὸ τὰ σκυ­λιά, βέ­βαια, καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ τὴν ἀγα­ποῦ­σαν καὶ ἀνη­συ­χοῦ­σαν ὅταν ἀρ­γοῦ­σε νὰ κά­νει τὴν ἐμ­φά­νι­σή της. Τὸ σα­κί­διό της κι αὐ­τὸ μαῦ­ρο, πά­νι­νο, κρε­μό­τα­νε πό­τε στὸν ζερ­βὸ καὶ πό­τε στὸν δε­ξό της ὦμο καὶ πε­ριεῖ­χε τὰ λί­γα τρό­φι­μα ποὺ τῆς ἔδι­ναν· δε­χό­ταν μό­νο ἐκεῖ­να ποὺ εἶ­χε ἀπό­λυ­τη ἀνάγ­κη, γιὰ νὰ μὴν αὐ­ξά­νε­ται τὸ βὰ­ρος ποὺ κου­βα­λοῦ­σε. Τὸ μαν­τῆ­λι της ἦταν δε­μέ­νο μὲ τέ­τοιον τρό­πο, ποὺ τὸ κε­φα­λά­κι της φαι­νό­ταν σκο­τει­νὸ σχε­δὸν ἀνὺ­παρ­κτο καὶ μό­νο τὰ μι­κρο­σκο­πι­κά της μά­τια στρι­φο­γύ­ρι­ζαν ἀστα­μά­τη­τα στὸν ρυθ­μὸ τοῦ δε­ξιοῦ πάν­τα τα­νυ­σμέ­νου χε­ριοῦ της· εἶ­χε κι αὐ­τὸ ἕνα πα­ρά­ξε­νο πε­ρι­στρο­φι­κὸ τρέ­μου­λο, ὅπως καὶ τὸ κε­φά­λι της, ποὺ σί­γου­ρα προ­ερ­χό­ταν εἴ­τε ἀπὸ κά­ποια πά­θη­ση, εἴ­τε ἀπὸ γη­ρα­τειά. Κα­νέ­νας δὲν εἶ­χε δεῖ πο­τὲ τὸ χέ­ρι της σὲ κα­τά­στα­ση ἠρε­μί­ας. Δὲν εἶ­χε δόν­τια, τὰ σου­ρω­μέ­να χεί­λη της ἦταν τρα­βηγ­μέ­να πρὸς τὰ μέ­σα κι ἔκα­ναν τὸ μι­κρό της πη­γού­νι νὰ φαί­νε­ται λί­γο με­γα­λύ­τε­ρο. Δυ­σκο­λευό­ταν στὶς λέ­ξεις ποὺ εἶ­χαν σῖγ­μα, αὐ­τὸ ὅμως δὲν ἐνο­χλοῦ­σε κα­νέ­ναν μιὰ καὶ τὸ νόη­μα τῶν λό­γων της ἔβγαι­νε ἀμέ­σως χω­ρὶς κα­μιὰ προ­σπά­θεια.

Ἦταν πραγ­μα­τι­κὰ ἕνα πα­ρά­ξε­νο πλά­σμα ποὺ σί­γου­ρα εἶ­χε δρα­πε­τεύ­σει ἀπὸ κά­ποιο πα­ρα­μύ­θι. Ζοῦ­σε σ’ ἕνα σπι­τά­κι, ἐκεῖ ποὺ τε­λειώ­νει τὸ δά­σος καὶ ξε­κι­νᾶ μιὰ ἀπέ­ραν­τη κοι­λά­δα, ἡ ὁποία φτά­νει μέ­χρι τὶς πα­ρυ­φὲς τοῦ Πεν­τα­δά­κτυ­λου. Τὸ πε­ριε­χό­με­νο τοῦ φτω­χι­κοῦ της σπι­τιοῦ λι­τό. Τὰ ἐν­τε­λῶς ἀπα­ραί­τη­τα γιὰ νὰ ἐπι­βιώ­σει: ἕνα κρε­βά­τι-τά­βλα, δη­λα­δὴ τρεῖς τέσ­σε­ρεις σα­νί­δες ἑνω­μέ­νες καὶ τέσ­σε­ρα χα­μη­λά στρογ­γυ­λὰ πό­δια, μιὰ κρε­μα­στὴ ξύ­λι­νη κα­τα­σκευή, στὴν ὁποία φύ­λα­γε τὸ τυ­ρὶ καὶ ὅ,τι ἄλ­λο φα­γώ­σι­μο τῆς ἔδι­ναν, κὶ ἕνα μι­κρὸ τρα­πε­ζά­κι ποὺ εἶ­χε μό­νι­μα ἐπά­νω μιὰ λάμ­πα πε­τρε­λαί­ου. Στὸν τοῖ­χο ἦταν μιὰ τε­τρά­γω­νη ἐσο­χή-εἰ­κο­νο­στά­σι κι ἐκεῖ μέ­σα φύ­λα­γε ἕνα καὶ μο­να­δι­κὸ πα­λιὸ εἰ­κό­νι­σμα, τὴν Ἁγία Ρό­δη, ἡ ὁποία φω­τι­ζό­ταν ἀμυ­δρὰ ἀπὸ τὸ φυ­τι­λά­κι ποὺ ἔκαι­γε στὸ λά­δι μιᾶς πρά­σι­νης κον­τό­χον­τρης καν­τή­λας. Ἐκεῖ, ἦταν ἀκό­μα ἕνα ἀπο­ξη­ρα­μέ­νο κρί­νο, ἀπὸ τὸν ἐπι­τά­φιο, με­ρι­κὰ φυ­τί­λια κι ἕνα κου­τὶ σπίρ­τα. Ἡ ἐσο­χὴ κα­λυ­πτό­ταν μὲ ἕνα εἰ­δι­κὸ κουρ­τι­νά­κι ποὺ χω­ρι­ζό­ταν στὰ δύο, ἀπὸ τὴ βά­ση τοῦ κεν­τη­μέ­νου σταυ­ροῦ ὣς κά­τω. Κα­νέ­νας δὲν γνώ­ρι­ζε για­τί εἶ­χε προ­τι­μή­σει νὰ ζεῖ σ’ ἐκεῖ­νο τὸ σπι­τά­κι, μα­κριὰ ἀπὸ τὸ χω­ριό. Δὲν εἶ­χε συγ­γε­νεῖς· οὔ­τε στε­νοὺς οὔ­τε μα­κρι­νούς. Κα­νέ­νας δὲν γνώ­ρι­ζε ἀπὸ ποῦ ἦρ­θε, κά­ποιοι μό­νο ἔλε­γαν πὼς ἦταν Μι­κρα­σιά­τισ­σα, μὰ δὲν τὸ ἔλε­γαν μὲ σι­γου­ριά, ὑπό­θε­ση ἔκα­ναν. Ὅλοι ὅμως γνώ­ρι­ζαν τ’ ὄνο­μά της, για­τί ἦταν ἡ μό­νη ἐρώ­τη­ση, στὴν ὁποία ἀπαν­τοῦ­σε ἀμέ­σως: Χα­τζη­ρο­δοῦ.

Ἡ φή­μη της ἔφτα­νε καὶ στὰ πιὸ μα­κρι­νὰ χω­ριά τῆς πε­ριο­χῆς· ἦταν ἡ Χα­τζη­ρο­δοῦ, ἡ ποι­ή­τρια, καὶ δὲν τὸ ἔλε­γαν αὐ­τὸ κο­ροϊ­δευ­τι­κά. Τὴν ἀπο­κα­λοῦ­σαν ποι­ή­τρια, για­τὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἦταν ποι­ή­τρια. Κά­θε πρωὶ ξε­κι­νοῦ­σε γιὰ μιὰ πε­ριο­δεία στὰ γύ­ρω χω­ριά, ποὺ διαρ­κοῦ­σε μέ­χρι τὸ ἀπό­γευ­μα. Καὶ κά­θε μέ­ρα ἀκο­λου­θοῦ­σε δια­φο­ρε­τι­κὴ δια­δρο­μή. Ὄχι γιὰ νὰ ζη­τια­νέ­ψει, ἀλ­λὰ γιὰ νὰ που­λή­σει τὰ ποι­ή­μα­τά της. Καὶ δὲν ἦταν σὲ τυ­πω­μέ­να βι­βλία ἢ φυλ­λά­δες· ἦταν ποι­ή­μα­τα ποὺ ἔφτια­χνε καὶ ἀπάγ­γελ­λε ἐπι­τό­που με­τὰ ἀπὸ πα­ραγ­γε­λία. Ξε­κι­νοῦ­σε τὸ πρωῒ μὲ ἀρ­γὸ στα­θε­ρὸ βῆ­μα καὶ γύ­ρι­ζε τὸ ἀπό­γευ­μα στὸ φτω­χι­κό της, πλή­ρως ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νη.

Μό­λις τὴ βλέ­πα­με νὰ ξε­προ­βάλ­λει στὸ δρο­μά­κι πρὸς τὸ σπί­τι μας, τρέ­χα­με σὰν ἀστρα­πὴ νὰ προ­λά­βου­με ὁ ἕνας τὸν ἄλ­λον, γιὰ νὰ πά­ρου­με δε­κά­ρες ἀπὸ τὸ συρ­τά­ρι τοῦ μπου­ρό, ποὺ ἔβα­ζαν γι’ αὐ­τὸ τὸν σκο­πὸ ὁ πα­τέ­ρας κι ἡ μη­τέ­ρα. Ὅταν πλη­σί­α­ζε ἀρ­κε­τά, χαι­ρε­τοῦ­σε τρα­γου­δι­στά. Ἂν βρι­σκό­ταν κά­ποιο κά­θι­σμα δί­πλα της κα­θό­ταν, μὰ ἡ ἐπί­σκε­ψή της δὲν διαρ­κοῦ­σε καὶ πο­λύ· μό­νο ὅσο χρεια­ζό­ταν, γιὰ νὰ ται­ριὰ­ξει με­ρι­κὰ στι­χά­κια καὶ νὰ πά­ρει την ἀν­τα­μοι­βή της.

Βά­ζα­με τὴ δε­κά­ρα στὸ χέ­ρι ποὺ ἔτρε­με, καὶ λέ­γα­με μιὰ λέ­ξη, συ­νή­θως τὸ ὄνο­μά μας ἢ μιὰ δύ­σκο­λη πο­λυ­σύλ­λα­βη ἢ κά­τι ποὺ βλέ­πα­με μπρο­στά μας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ταί­ρια­ζε τοὺς στί­χους. Αὐ­τὴ ἀνε­βο­κα­τέ­βα­ζε τὸ χέ­ρι με­ρι­κὲς φο­ρές, ὅσο νὰ βρεῖ τὴν τσέ­πη της γιὰ νὰ κρύ­ψει μέ­σα τὸ νό­μι­σμα καὶ ὁ χρό­νος με­ρι­κῶν δευ­τε­ρο­λέ­πτων ποὺ με­σο­λα­βοῦ­σε τῆς ἦταν ἀρ­κε­τός γιὰ νὰ συν­τά­ξει τὸ ποί­η­μά της, ποὺ τὸ ἔλε­γε χω­ρὶς κομ­πα­σμό. Ἐγὼ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τῆς βά­ζω τὶς πιὸ δύ­σκο­λες λέ­ξεις ποὺ γνώ­ρι­ζα, μὰ γι’ αὐ­τὴν πο­τὲ δὲν ὑπῆρ­χε κα­μιὰ δυ­σκο­λία. Στὴ στιγ­μὴ τὴ συν­ταί­ρια­ζε μὲ ἄλ­λες γιὰ νὰ ὁμοιο­κα­τα­λη­κτεῖ. Κά­πο­τε ποὺ τῆς εἶ­χα βά­λει στὸ χέ­ρι μιὰ δε­κά­ρα καὶ πρό­φε­ρα τὸ δι­κό της ὄνο­μα, αὐ­τὴ χω­ρὶς χρο­νο­τρι­βὴ μᾶς ἀπάγ­γει­λε τὴ σύν­θε­σή της:

Εἶ­μαι μό­νη μου στὸν κό­σμο καὶ μὲ λὲν Χα­τζη­ρο­δούν
Κι ἂν ἔβλα­ψα ψυ­χὴ Θε­οῦ σὰν Τὸν δοῦν νὰ τοῦ τὸ ποῦν

 Δὲν ἔβλα­ψε πο­τὲ κα­νέ­ναν. Κά­πο­τε ὅμως, στὴν ὥρα τους, ἐφαρ­μό­ζον­ται οἱ ἀπα­ρά­βα­τοι κα­νό­νες τοῦ σύμ­παν­τος. Ἡ ἑκα­τό­χρο­νη ποι­ή­τρια, ἕνα ἀπό­γευ­μα, ἔκλει­σε γιὰ πάν­τα τὰ μά­τια, κα­θὼς ἦταν ἀκουμ­πι­σμέ­νη σ’ ἕνα πε­ζού­λι ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκ­κλη­σία τοῦ χω­ριοῦ. Ἐκεί­νη τὴ στερ­νὴ στιγ­μὴ ταί­ρια­ξε καὶ τοὺς τε­λευ­ταί­ους της στί­χους, γι’ αὐ­τὸν ποὺ στε­κό­τα­νε μπρο­στά της, πε­ρι­μέ­νον­τας:  

Ἦρ­θες νὰ πά­ρεις τὴν ψυ­χὴ κρα­τῶν­τας τὸ σπα­θί σου
Μὰ νὰ τὴν πά­ρεις δὲν μπο­ρεῖς τὴν Ποί­η­ση μα­ζί σου

 Τὴν ἔθα­ψαν τὸ ἴδιο ἀπό­γευ­μα. Καὶ ὅταν πῆ­γε μιὰ ἐπι­τρο­πὴ στὸ σπι­τά­κι της, σὲ μιὰ γω­νιὰ βρῆ­καν ἕνα μι­κρὸ θη­σαυ­ρό. Ἕναν σω­ρὸ μὲ νο­μί­σμα­τα, σκε­πα­σμέ­νο μὲ κου­ρέ­λια καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα ἀν­τι­κεί­με­να. Ἦταν, κυ­ρί­ως, χι­λιά­δες δε­κά­ρες καὶ εἰ­κο­σά­ρες, οὐ­σια­στι­κὰ ἄχρη­στες γι’ αὐ­τήν, ἀν­τὶ­δω­ρα γιὰ τὸν ἀμη­τὸ τῆς σο­φί­ας της, ποὺ πρό­σφε­ρε στὸν κό­σμο μέ­σῳ τῶν ποι­η­μά­των της στὴν πο­λύ­χρο­νη ζωή της.

Στὸ σπι­τά­κι της δί­πλα ἔκτι­σαν στὴ μνή­μη της ἕνα μι­κρὸ ἐκ­κλη­σά­κι κι ἔβα­λαν μέ­σα τὴν εἰ­κό­να ποὺ βρῆ­καν στὸ φτω­χι­κό της. Εἶ­ναι γνω­στὸ σὰν τὸ ξω­κκλή­σι τῆς Ἁγί­ας Ρό­δης τῆς ποι­ή­τριας, μὰ τώ­ρα, δυ­στυ­χῶς, με­τὰ τὴ βάρ­βα­ρη εἰ­σβο­λὴ στὸ νη­σί, μό­νο κά­ποια ἐρεί­πια ὑπάρ­χουν. Χά­θη­κε καὶ ἡ εἰ­κό­να. Ποιός ξέ­ρει σὲ ποιό σα­λό­νι στὴν Εὐ­ρώ­πη ἢ στὴν Ἀμε­ρι­κὴ θὰ βρί­σκε­ται, ὡς δια­λε­χτὸ καὶ μο­να­δι­κὸ ἀπό­κτη­μα, ὅπως τό­σα ἄλ­λα κλεμ­μέ­να μας.