Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ἡ Ἁγία Ρόδη ἡ
ποιήτρια
Ἦταν πραγματικὰ ἕνα παράξενο πλάσμα ποὺ σίγουρα εἶχε δραπετεύσει ἀπὸ κάποιο παραμύθι. Ζοῦσε σ’ ἕνα σπιτάκι, ἐκεῖ ποὺ τελειώνει τὸ δάσος καὶ ξεκινᾶ μιὰ ἀπέραντη κοιλάδα, ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τὶς παρυφὲς τοῦ Πενταδάκτυλου. Τὸ περιεχόμενο τοῦ φτωχικοῦ της σπιτιοῦ λιτό. Τὰ ἐντελῶς ἀπαραίτητα γιὰ νὰ ἐπιβιώσει: ἕνα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδὴ τρεῖς τέσσερεις σανίδες ἑνωμένες καὶ τέσσερα χαμηλά στρογγυλὰ πόδια, μιὰ κρεμαστὴ ξύλινη κατασκευή, στὴν ὁποία φύλαγε τὸ τυρὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο φαγώσιμο τῆς ἔδιναν, κὶ ἕνα μικρὸ τραπεζάκι ποὺ εἶχε μόνιμα ἐπάνω μιὰ λάμπα πετρελαίου. Στὸν τοῖχο ἦταν μιὰ τετράγωνη ἐσοχή-εἰκονοστάσι κι ἐκεῖ μέσα φύλαγε ἕνα καὶ μοναδικὸ παλιὸ εἰκόνισμα, τὴν Ἁγία Ρόδη, ἡ ὁποία φωτιζόταν ἀμυδρὰ ἀπὸ τὸ φυτιλάκι ποὺ ἔκαιγε στὸ λάδι μιᾶς πράσινης κοντόχοντρης καντήλας. Ἐκεῖ, ἦταν ἀκόμα ἕνα ἀποξηραμένο κρίνο, ἀπὸ τὸν ἐπιτάφιο, μερικὰ φυτίλια κι ἕνα κουτὶ σπίρτα. Ἡ ἐσοχὴ καλυπτόταν μὲ ἕνα εἰδικὸ κουρτινάκι ποὺ χωριζόταν στὰ δύο, ἀπὸ τὴ βάση τοῦ κεντημένου σταυροῦ ὣς κάτω. Κανένας δὲν γνώριζε γιατί εἶχε προτιμήσει νὰ ζεῖ σ’ ἐκεῖνο τὸ σπιτάκι, μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό. Δὲν εἶχε συγγενεῖς· οὔτε στενοὺς οὔτε μακρινούς. Κανένας δὲν γνώριζε ἀπὸ ποῦ ἦρθε, κάποιοι μόνο ἔλεγαν πὼς ἦταν Μικρασιάτισσα, μὰ δὲν τὸ ἔλεγαν μὲ σιγουριά, ὑπόθεση ἔκαναν. Ὅλοι ὅμως γνώριζαν τ’ ὄνομά της, γιατί ἦταν ἡ μόνη ἐρώτηση, στὴν ὁποία ἀπαντοῦσε ἀμέσως: Χατζηροδοῦ.
Ἡ φήμη της ἔφτανε καὶ στὰ πιὸ μακρινὰ χωριά τῆς περιοχῆς· ἦταν ἡ Χατζηροδοῦ, ἡ ποιήτρια, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν αὐτὸ κοροϊδευτικά. Τὴν ἀποκαλοῦσαν ποιήτρια, γιατὶ πραγματικὰ ἦταν ποιήτρια. Κάθε πρωὶ ξεκινοῦσε γιὰ μιὰ περιοδεία στὰ γύρω χωριά, ποὺ διαρκοῦσε μέχρι τὸ ἀπόγευμα. Καὶ κάθε μέρα ἀκολουθοῦσε διαφορετικὴ διαδρομή. Ὄχι γιὰ νὰ ζητιανέψει, ἀλλὰ γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ποιήματά της. Καὶ δὲν ἦταν σὲ τυπωμένα βιβλία ἢ φυλλάδες· ἦταν ποιήματα ποὺ ἔφτιαχνε καὶ ἀπάγγελλε ἐπιτόπου μετὰ ἀπὸ παραγγελία. Ξεκινοῦσε τὸ πρωῒ μὲ ἀργὸ σταθερὸ βῆμα καὶ γύριζε τὸ ἀπόγευμα στὸ φτωχικό της, πλήρως ἱκανοποιημένη.
Μόλις τὴ βλέπαμε νὰ ξεπροβάλλει στὸ δρομάκι πρὸς τὸ σπίτι μας, τρέχαμε σὰν ἀστραπὴ νὰ προλάβουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ πάρουμε δεκάρες ἀπὸ τὸ συρτάρι τοῦ μπουρό, ποὺ ἔβαζαν γι’ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ὁ πατέρας κι ἡ μητέρα. Ὅταν πλησίαζε ἀρκετά, χαιρετοῦσε τραγουδιστά. Ἂν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δίπλα της καθόταν, μὰ ἡ ἐπίσκεψή της δὲν διαρκοῦσε καὶ πολύ· μόνο ὅσο χρειαζόταν, γιὰ νὰ ταιριὰξει μερικὰ στιχάκια καὶ νὰ πάρει την ἀνταμοιβή της.
Βάζαμε τὴ δεκάρα στὸ χέρι ποὺ ἔτρεμε, καὶ λέγαμε μιὰ λέξη, συνήθως τὸ ὄνομά μας ἢ μιὰ δύσκολη πολυσύλλαβη ἢ κάτι ποὺ βλέπαμε μπροστά μας, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ταίριαζε τοὺς στίχους. Αὐτὴ ἀνεβοκατέβαζε τὸ χέρι μερικὲς φορές, ὅσο νὰ βρεῖ τὴν τσέπη της γιὰ νὰ κρύψει μέσα τὸ νόμισμα καὶ ὁ χρόνος μερικῶν δευτερολέπτων ποὺ μεσολαβοῦσε τῆς ἦταν ἀρκετός γιὰ νὰ συντάξει τὸ ποίημά της, ποὺ τὸ ἔλεγε χωρὶς κομπασμό. Ἐγὼ προσπαθοῦσα νὰ τῆς βάζω τὶς πιὸ δύσκολες λέξεις ποὺ γνώριζα, μὰ γι’ αὐτὴν ποτὲ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ δυσκολία. Στὴ στιγμὴ τὴ συνταίριαζε μὲ ἄλλες γιὰ νὰ ὁμοιοκαταληκτεῖ. Κάποτε ποὺ τῆς εἶχα βάλει στὸ χέρι μιὰ δεκάρα καὶ πρόφερα τὸ δικό της ὄνομα, αὐτὴ χωρὶς χρονοτριβὴ μᾶς ἀπάγγειλε τὴ σύνθεσή της:
Εἶμαι μόνη μου στὸν κόσμο καὶ μὲ λὲν ΧατζηροδούνΚι ἂν ἔβλαψα ψυχὴ Θεοῦ σὰν Τὸν δοῦν νὰ τοῦ τὸ ποῦν
Μὰ νὰ τὴν πάρεις δὲν μπορεῖς τὴν Ποίηση μαζί σου
Στὸ σπιτάκι της δίπλα ἔκτισαν στὴ μνήμη της ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι κι ἔβαλαν μέσα τὴν εἰκόνα ποὺ βρῆκαν στὸ φτωχικό της. Εἶναι γνωστὸ σὰν τὸ ξωκκλήσι τῆς Ἁγίας Ρόδης τῆς ποιήτριας, μὰ τώρα, δυστυχῶς, μετὰ τὴ βάρβαρη εἰσβολὴ στὸ νησί, μόνο κάποια ἐρείπια ὑπάρχουν. Χάθηκε καὶ ἡ εἰκόνα. Ποιός ξέρει σὲ ποιό σαλόνι στὴν Εὐρώπη ἢ στὴν Ἀμερικὴ θὰ βρίσκεται, ὡς διαλεχτὸ καὶ μοναδικὸ ἀπόκτημα, ὅπως τόσα ἄλλα κλεμμένα μας.
