Ο άνθρωπος, που έκανε λιγότερο δύσκολη και πολύ πιο ευχάριστη μια επιτυχημένη, λαμπρή πορεία, πολλών δεκαετιών, του φίλτατου Κώστα Σερέζη ως ανθρώπου της δημοσιογραφίας, των γραμμάτων και των Τεχνών, η αγαπημένη του Φρανσελίνα, η αγαπημένη της Γκαλερί ΑΡΓΩ της Κύπρου και της Αθήνας, δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Εκφράζω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στην οικογένειά της. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τη σκεπάσει. Πιο κάτω το μήνυμα που έλαβα πριν λίγο από τον ίδιο:
Σήμερα Τετάρτη, 17 Δεκεμβρίου, τα χαράματα, η Φρανσελίνα έφυγε από κοντά μας, λίγες μέρες προτού συμπληρώσει τα 75 της χρόνια, ύστερα από λιγόμηνη νοσηλεία για καρκίνο. Τις τελευταίες στιγμές της ήταν στα χέρια της Αλέξιας, που ξαγρύπνησε πλάι της όλο το βράδυ.
Θα την αποχαιρετήσουμε την Παρασκευή, 19 Δεκεμβρίου, στις 12 το μεσημέρι, από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων, του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών.
[Ο πίνακας είναι έργο του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου, 1984, λάδι σε καμβά 65Χ 52 εκ.]
Ο φίλος Κώστας Σερέζης γράφει στο μήνυμά του:
Μέσα στην ταπείνωση του σώματος έζησα ακόμη πιο μεγάλη την αξιοπρέπεια της Φρανσελίνας. Κι αυτό είναι που θα τραβώ με καμάρι αλλά και με πίκρα αγιάτρευτη σ’ όλο το σύντομο υπόλοιπο της ζωής μου. Μέσα από τη δοκιμασία ανέδειξε για μια ακόμη φορά ποιος είναι ο άνθρωπος που έζησε πλάι μου για 50 χρόνια. Είναι η στερνή φορά που την έζησα προτού η παρουσία της μεταφερθεί πλέον στο χώρο της μνήμης. Αλλά πάντοτε θα είναι ζωντανή, όσο ζούμε οι δικοί της άνθρωποι, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας.
Αντιμετώπισε τις δύσκολες περιπέτειες της υγείας της επί τέσσερις μήνες με θάρρος, με καρτερία, προπαντός με την πηγαία εκείνη ευγένεια που την χαρακτήριζε ως άνθρωπο στην καθημερινότητά της, ειλκικρινής, δοτική, γενναιόψυχη. Αν ο καρκίνος είχε πρόσωπο θα έπρεπε να ντρέπεται που ταλαιπώρησε έναν τέτοιον άνθρωπο.
Δυο μέρες πριν, είχαν έρθει από το Αμβούργο ο γιός μας οικογενειακώς και από τη Λεμεσό τ' αδέλφια της. Κάποια στιγμή είπε χθες το βράδυ στην Αλέξια, όταν ήταν μόνες: "Τώρα ήρθαν όλοι". Το ερμηνεύουμε σήμερα πως είναι σαν να έλεγε "Τώρα που ήρθαν όλοι είναι η ώρα να φύγω". Την πρώτη νύχτα που διανυκτέρευσα πλάι στο κρεβάτι της, για να υπάρχει μια παρουσία, εκτός από εκείνην των νοσηλευτριών, μου είπε, όταν το έμαθε: "Μην το κάνεις δεν θ' αντέξεις", χρησιμοποίησε μάλιστα πιο δυνατή έκφραση, θέλοντας να με αποτρέψει από μια κούραση που θα ενέτεινε επιπλέον τα προβλήματα υγείας μου. Μέσα στον πόνο της νοιαζόταν για τους άλλους. Ψυχούλα! Το υποκοριστικό της λέξης είναι από τρυφερότητα που διατυπώνεται, κανονικά θα πρέπει να είναι σε μεγέθυνση. Ήταν ανακούφιση για κείνην αλλά και για μένα, να της υγραίνω τα χείλη με νερό, που της το έδινα γουλιά-γουλιά... Φύλακας άγγελός της όμως ήταν η Αλέξια σε κάθε στιγμή. Όταν τη ρώτησα αν η ιδιωτική νοσοκόμα που κάλεσα ένα άλλο βράδυ ήταν εξυπηρετική, είπε με την αδύναμη πια φωνούλα της: "ναι αλλά πιο καλή είναι η Αλέξια". "Τώρα θα πιούμε νερό και θα πάμε", είπε χθες βράδυ αινιγματικά στην Αλέξια, και ίσως να είναι δηλωτικό του τέλους που το έβλεπε πλέον σε στιγμές. Λίγο μετά, μόνη της, τράβηξε το σωληνάκι από τη μύτη που ήταν ζωτικής σημασίας και επί δέκα λεπτά, πρού κλείσει οριστικά τα μάτια, την είχε με τα χέρια της στα χάδια η Αλέξια. "Η μαμά έφυγε όπως ήθελε· στα χέρια μου. Όπως με κράτησε στην πρώτη μου ανάσα, την κράτησα κι εγώ στην τελευταία της".
Μήνυμα της Αλέξιας που μου το έστειλε όταν εγκαταλείψαμε την κλινική του πόνου, όπου δεν ήταν δυνατόν να μιλήσουμε ήρεμα όταν βρεθήκαμε οι τρεις μας μέσα στην οδύνη του χαμού, έστω κι αν ήταν αναμενόμενος, έστω κι ήρθε ως λύτρωση. Προηγήθηκε από μένα ο Αλέξανδρος, λίγο μετά τη διαδικασία γνωμάτευσης του τέλους από τους γιατρούς. Το τέλος αγαπημένου προσώπου είναι σαν να αφαιρείς ένα κομμάτι από πάνω σου. Εδώ πρέπει να αναφέρω μαζί με τις ευχαριστίες μου τον διαπρεπή ογκολόγο της κλινικής "Άγιος Σάββας" Δημήτρη Τρυφωνόπουλο, ο οποίος είχε υπό τη επιστημονική και ανθρώπινη φροντίδα του τη Φρανσελίνα όλη αυτή την περίοδο. Συμπτωματικά η μητέρα του γιατρού, η Γιολάντα Τρυφωνοπούλου, ήταν η παιδίατρος που μεγάλωσε τα παιδιά μας ως την ενηλικίωσή τους. Κάποτε μάλιστα, στα χρόνια εκείνα, είχαν βρεθεί τα παιδιά μας μαζί του, σχεδόν συνομήλικα, κι έπαιξαν για λίγο. Παιγνίδια στο παιγνίδι της τύχης.
Από σήμερα κιόλας το σπίτι φαντάζει άδειο. Όσο κι αν ακούω παντού τα βήματά της, τον ψίθυρο της φωνής της, τη μουσική στην κλασική της διάσταση από το δορυφορικό πρόγραμμα, τις πρωινές της κουβέντες με την Αλέξια για την γκαλερί και για το τι θα κάνουν κάθε μέρα, τη γνώμη της για ό,τι έκανα, τη μυρουδιά από τα ανεπανάληπτα φαγητά της, την ευγενική της παρότρυνση να κάνω κάτι για πρόσωπα που αγαπούσε, μα πάνω απ' όλα για τη Δανάη της και τον Κωνσταντίνο της, τα εγγόνια της, τα οποία, μακριά όπως είναι στη Γερμανία τα λαχταρούσε πάντα, αλλά και για το τελευταίο εγγόνι της, την εφτάχρονη Βικτώρια. Στα χέρια της μεγάλωσε κι είναι πρόβλημα πως η μικρούλα, θα βιώσει την απουσία της, η οποία με άδεια της διεύθυνσης την επισκέφθηκε στην κλινική για να έχει το μικρό μας βλαστάρι την ύστατη εικόνα της.
Η Βικτώρια σ' ένα της σχέδιο προς τη γιαγιά της έκανε ένα ηφαίστειο που έβγαζε λάβα, η οποία στην κορυφή του βουνού είχε πάρει το σχήμα καρδιάς και η αφιέρωση με όσα γράμματα έμαθε ως τώρα: "λάβα καριά". 'Ετσι: "καριά", αντί "καρδιά".
Ίσως η λάβα της Βικτώριας να είναι η καλύτερη αφιέρωση όλων, με τον πιο ειλικρινή και αγνό τρόπο, προς τον άνθρωπό μας που έφυγε, αδειάζοντας την καρδιά μας.
Κώστας Σερέζης
