Νίκος
Παναγιώτου:
Όταν
σωπάσαν τα πουλιά
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
εκδόσεις
Κάρβας, Λευκωσία 2024
[ΑΝΕΥ, τχ. 96, φθινόπωρο 2025. σελ. 50]
Δεν μπορείς, καθώς ακουμπάς βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, παρά να σταματήσεις έστω για λίγο, για να θαυμάσεις την εξωτερική τους εμφάνιση. Να απολαύσεις την αισθητική τους. Ο Νίκος είναι πολυτάλαντος, και κομμάτι από το ταλέντο του αποτυπώνεται κάθε φορά και στα βιβλία του. Εξακολουθώ να μιλώ για την όψη του βιβλίου. Μάστορας καθώς είναι στη φωτογραφική και στην εικόνα γενικά, αντιμετωπίζει το αντικείμενο «βιβλίο» με στοργή σαν ένα παιδί δικό του. Με μάτια και με χέρια το κανακεύει, ωσότου εξέλθει της πύλης του τυπογραφείου, αλλά και πέραν αυτής. Δεν ξέρω αν είναι πολύ εύκολο ή πολύ δύσκολο το έργο του τυπογραφείου μαζί του, σίγουρα όμως δεν θα είναι κάτι από τα ίδια, τα συνηθισμένα.
Ας προχωρήσω όμως στα ενδότερα. Διάβασα το βιβλίο όχι μόνο μια φορά, και πήρα και πολλές σημειώσεις. Ο λόγος ήταν γιατί το διάβασμά του συνέπεσε με φάσεις επεξεργασίας του νέου μου βιβλίου «Θησαύρισμα». Διαφορετική η φύση του δικού μου βιβλίου (μελέτη) από το «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» (μυθιστόρημα) του Χατζημιχαήλ. Κοινό σημείο το ότι κάποια πρόσωπα και πράγματα του μυθιστορήματος καλύπτονταν με κάποιον τρόπο και στο δικό μου έργο. Έτσι εξηγούνται και οι σημειώσεις και το διάβασμά του δυο φορές, αλλά και το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την απόκτηση και το διάβασμα του έργου ίσαμε σήμερα, που γράφω για το βιβλίο. Αυτά όμως τα εισαγωγικά δεν ενδιαφέρουν παρά μόνο εμένα κι ίσως και τον συγγραφέα του μυθιστορήματος, τον οποίο θα μπορούσα να καταστήσω κοινωνό και μόνο μ’ ένα επιστολικό δελτάριο.
Προχωρώ γιατί ο στόχος μου είναι ευρύτερος. Να προσεγγίσω κι αυτόν που έχει διαβάσει το βιβλίο, αλλά και πιθανόν νέο αναγνώστη ή γενικά βιβλιόφιλο.
Πολλές φορές οι παρουσιαστές βιβλίων ή κριτικοί χρησιμοποιούν, για να εντυπωσιάσουν, όρους βαρύγδουπους και «ανακαλύπτουν» στα βιβλία πράγματα που οι συγγραφείς οι ίδιοι ούτε φαντάστηκαν ούτε και είχαν πρόθεση, βέβαια, να εκφράσουν. Στο δικό μου κείμενο ούτε όροι ηχηροί θα χρησιμοποιηθούν ούτε θα επιδιωχθεί ανακάλυψη καινοφανών όψεων και πραγμάτων. Και τούτο επειδή, εκτός άλλων λόγων, ο ίδιος ο συγγραφέας φρόντισε στο «Επιμύθιον» να διατυπώσει τις σκέψεις και προθέσεις του γι’ αυτό που είχε στο νου του να συνθέσει με το υλικό που είχε συγκεντρώσει.
Σχεδίαζε να γράψει -αντιγράφω τα δικά του λόγια– «αν ήταν δυνατό ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας» (σ. 260). Όσον αφορά το αποτέλεσμα γράφει πάλι ο ίδιος: «Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο σε περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους» (σ. 261).
Σύμφωνα με τις προθέσεις του, το έργο που δημιούργησε είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο αποτυπώνονται πραγματικά γεγονότα, που εκτυλίσσονται στην Κύπρο, και σε μεγάλο μέρος τους ειδικότερα στην Καρπασία, στα πρώτα 40 περίπου χρόνια της αγγλοκρατίας, με περιγραφές, οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία μυθοπλασίας, αντλημένα από την οικογενειακή παράδοση, όπως διασωζόταν από συγγενείς και συγχωριανούς. Εκείνο που καθιστά το συγκεκριμένο έργο μυθιστόρημα ιστορικό κι όχι ένα Χρονικό είναι οι χαρακτήρες που μορφοποιούνται σ’ αυτό, με προεξάρχοντα εκείνον του Παπαγιάννη, γύρω από τον οποίο πλέκεται η όλη ιστορία. Αλλιώς, το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Χρονικό για τον Κόσμο της Κύπρου ή της Καρπασίας έστω της περιόδου 1879-1922, αφού ακόμη και τα λεγόμενα στοιχεία μυθοπλασίας είναι κατά το πλείστον στο βάθος τους πληροφορίες πολιτικές, γεωγραφικές, λαογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές.
Το βιβλίο παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, πέρα από τις λογοτεχνικές του αρετές, και για το γεγονός ότι μέσα απ’ αυτό αναδεικνύεται μια μορφή από τις ελάσσονες, όχι, δηλαδή, προβεβλημένη και γνωστή, «αιρετική» εν πολλοίς, που έδρασε στα μεταβατικά χρόνια από την τουρκοκρατία στην αγγλοκρατία. Κι αυτό το πρόσωπο έτυχε να είναι προπάππος του συγγραφέα από τη μητέρα του, πράγμα που έδωσε την ώθηση στον συγγραφέα να συγκεντρώσει τις σκόρπιες κουβέντες του οικογενειακού περιβάλλοντος, να ερευνήσει και μελετήσει σε βάθος τα πού και πότε και πώς και γιατί των πραγμάτων, και με πολλή αγάπη και μεράκι να μετουσιώσει το υλικό του σε έργο λογοτεχνικό.
Ο κεντρικός ήρωας, λοιπόν, είναι ο Παπαϊωάννης Παπαθεοδούλου, ο Παπαγιάννης, άλλως Παπασπάθας, ιερέας του χωριού Βασίλι της Καρπασίας. Πατέρας του ήταν ο καλοφωνάρης Παπαθεόδουλος και μάνα του κόρη του καδή Χατζηλοΐζου από την Αμμόχωστο. Έμαθε γράμματα στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου στην Αμμόχωστο. Νυμφεύτηκε τη Ρουμπίνη, μια όμορφη συγχωριανή του με καμπόση περιουσία, που προστέθηκε στην επίσης μεγάλη δική του, η οποία πέθανε στη γέννα της, χαρίζοντάς του μια κόρη, τη Μαρία. Η ζωή του κυλούσε στο χωριό του και στη γύρω περιοχή, στα κτήματα και τις καλλιέργειές του, καβάλα στον Πήγασό του πεταγόταν κάποτε στο Βαρώσι για διάφορες δουλειές και για να δει τους προύχοντες συγγενείς του της γνωστής οικογένειας Λουίζου, να τους συμβουλευθεί για κάτι που τον απασχολούσε ή να συμμετάσχει σε χαρές και λύπες τους. Δεν παρέλειπε να επισκέπτεται και το καφενείο στην Αγία Ζώνη, καθώς και το χάνι, όπου μάθαινε και πολλά τρέχοντα νέα, αλλά και το σπίτι του κουμπάρου του, όπου καμιά φορά διανυκτέρευε κιόλας. Στη Λευκωσία ελάχιστες φορές χρειάστηκε να πάει, όχι, βέβαια, με τον Πήγασο, αλλά με άμαξα, είτε για να συναντήσει τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο για τα παραπτώματα και την τιμωρία του, όπως θα δούμε, είτε για να συμμετάσχει στην ενθρόνιση του αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄. Γυρνώντας πίσω στα του Βαρωσιού και στις επισκέψεις και διανυκτερεύσεις στου κουμπάρου του, σημειώνω πως αυτά έδωσαν τροφή για σχόλια γύρω από την ερωτική ζωή του, η οποία εμπλουτίστηκε με πιο σταθερό δεσμό στο χωριό του με την Αρχοντού, με την οποία απέκτησε και μια κόρη.
Ηγετική φυσιογνωμία, αναγνωριζόταν ως τέτοια και από τους συντοπίτες του και όχι μόνο. Έλεγαν πως είχε επιρροή, πως ο λόγος του είχε βάρος, πως έτυχε να σώσει κόσμο μέχρι και από την κρεμάλα και πως είχε, με τις γητειές και τις εν γένει γιατρικές του, απτά θεραπευτικά αποτελέσματα. Είχε τη γνώμη τη δική του και δεν δίσταζε να παίρνει θέση σε διάφορα σημαντικά θέματα που απασχολούσαν τον δημόσιο βίο, κάποτε απέναντι στη δεσπόζουσα θέση της προϊσταμένης αρχής, που στην περίπτωσή του, ως κληρικού, ήταν η εκκλησιαστική ιεραρχία. Η στάση του αυτή σε συγκεκριμένο θέμα, όπως θα εξηγηθεί πιο κάτω, είχε σοβαρές συνέπειες. Και κοντά στην εν λόγω απειθαρχία η θέση του επιβαρύνθηκε και από κάποιες ερωτικές του παρανομίες, υπαρκτές ή καθ’ υποψία, μη αποδεκτές προπάντων για έναν ιερωμένο.
Από τα τρία σημαντικά δημόσιου ενδιαφέροντος θέματα της περιόδου που καλύπτει το βιβλίο (εκλογές για το Νομοθετικό το 1891, αρχιεπισκοπικό 1900-1910 και Ενωτικό Ψήφισμα 1921) το πρώτο, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, ήταν το μείζον. Ήταν εκεί που η στάση του Παπασπάθα αμφισβητήθηκε και κτυπήθηκε λυσσαλέα, επειδή ακριβώς υποστήριξε την υποψηφιότητα του Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ για τη θέση μέλους του Νομοθετικού στην επαρχία Αμμοχώστου, θέση που, βάσει του υφιστάμενου τότε Συντάγματος, ανήκε στους μη Οθωμανούς, δηλαδή τους Έλληνες. Η στάση αυτή, όπως έχει ήδη λεχθεί, ήταν αντίθετη με την κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας και της πλειοψηφίας του λαού, που θεωρούσαν προδοσία την απώλεια μιας από τις εννιά έδρες που αναλογούσαν στους Έλληνες (τρεις ήταν για τους Οθωμανούς και έξι για τους επισήμους) και κατά συνέπεια τη διατάραξη της ούτως ή άλλως ετεροβαρούς ισορροπίας μεταξύ των δυο πλευρών, αφού επί ισοψηφίας (με τη συνήθη σύμπραξη κυβερνητικών και Οθωμανών) τη νικώσα είχε ο Αρμοστής.
Γιατί όμως ο ήρωάς μας τήρησε αυτή τη στάση, που τον έφερε σε αντιπαράθεση με την εκκλησιαστική ιεραρχία του στοίχισε χυδαίες ύβρεις, προπηλακισμούς, τον χαρακτηρισμό του ως Ιούδα Ισκαριώτη και προδότη της πατρίδας, και την τιμωρία του με αργία από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα; Ο λόγος ήταν γιατί νοιαζόταν για την πρόοδο και την προκοπή της κοινότητάς του, της Καρπασίας και της Κύπρου γενικότερα, και πίστεψε, με βάση την ως τότε δράση του Γιαγκ και τις εξαγγελίες των Άγγλων τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους, πως θα έφερναν νέον αέρα προόδου στον τόπο. Μετά από την τουρκική κακοδιοίκηση και βαρβαρότητα, τη διακυβέρνηση αναλάμβανε λαός ευρωπαϊκός, ανεπτυγμένος. Ανέτελλε νέα εποχή που γεννούσε προσδοκίες για καλύτερες μέρες, που όμως γρήγορα φάνηκε πως δεν έρχονταν. Ακολούθησε η διάψευση, η ματαίωση, η απογοήτευση.
Συνέχεια της εκλογικής διαδικασίας υπήρξε η δίκη στο Τρίκωμο, που καταλαμβάνει αρκετές σελίδες, και όπου, όπως ήταν φυσικό, παρών ως μάρτυρας ήταν κι ο Παπαγιάννης. Η δίκη έγινε γιατί ο Γιαγκ κίνησε αγωγή για την ακύρωση της εκλογής των Λιασίδη και Σιακαλή, με το σκεπτικό ότι υπήρξε γενικός εκφοβισμός του λαού και διαφθορά για την καταπολέμηση της υποψηφιότητας Γιαγκ και την προώθηση εκείνης των Λιασίδη και Σιακαλή. Το δικαστήριο επέβαλε πρόστιμα στον μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλο Παπαδόπουλο και στον αρχιμανδρίτη Φιλόθεο και επιμερισμό των εξόδων της δίκης, εκτός από τους προαναφερθέντες, και στους ανθυποψηφίους του Γιαγκ.
Έκφανση του διχασμού, των κομματικών παθών υπήρξε και το δεκάχρονο αρχιεπισκοπικό, στο οποίο και πάλι ο Παπαγιάννης έλαβε μέρος, υποστηρίζοντας τον εκλεγέντα τελικά Κύριλλο Παπαδόπουλο, στην ενθρόνιση του οποίου ήταν παρών ως ένας από τους αντιπροσώπους.
Αξιοσημείωτο γεγονός που έχει άμεση σχέση με τον ήρωά μας ήταν η επίσκεψή του στον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο, ο οποίος και ήρε την αργία, η οποία ως τότε τον βάραινε.
Με τα προλεχθέντα έχει σκιαγραφηθεί η προσωπικότητα του κεντρικού ήρωα ως μιας δυναμικής ηγετικής μορφής, πείσμονος, που όχι σπάνια βάδιζε έξω από την πεπατημένη ή την οδό που θα ανέμενε κανείς από έναν ιερωμένο. Αρκεί να αναφερθούν οι ερωτικές του σχέσεις, και το θέμα της αργίας του, που δεν έγινε μόνο στην περίπτωση Γιαγκ. Προηγήθηκε το γεγονός ότι πάντρεψε τον συγγενή του Ευαγγέλη με τη Μαρίτσα την περίοδο της σαρακοστής. Δεν ήταν άγιος, αλλά εκ του κόσμου τούτου, γήινος που δεν τον απασχολούσαν αυτού του τύπου ηθικά διλήμματα. Αν μέναμε όμως μόνο σ’ αυτές τις πλευρές της προσωπικότητάς του, θα τον αδικούσαμε, όσο κι αν και μόνο μ’ αυτές συγκεντρώνει την κατανόηση και την αγάπη μας. Μπορεί να ήταν εριστικός, ήταν όμως επίσης τρυφερός, όπως αποδεικνύεται σε πλείστες όσες περιπτώσεις, και άνθρωπος της προσφοράς, αφού προσέφερε από τη δική του περιουσία για την ανέγερση μεγαλύτερης εκκλησιάς και σχολείου στο χωριό του.
Με γλώσσα λιτή, αλλά καλοδουλεμένη, ακολουθώντας ευθύγραμμη διήγηση ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τα γεγονότα και ταυτόχρονα τον χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα κυρίως, και με απλές πινελιές αποτυπώνει πρόσωπα και πράγματα από τον περίγυρο του βασικού ήρωα, τόσο τον στενό όσο και τον ευρύτερο. Με άλλα λόγια θεωρητικά ο μικρόκοσμος του Παπαγιάννη εντάσσεται στο όλο, αλλά στην πράξη ο φακός του συγγραφέα κατά κανόνα εστιάζει στο μέρος, στα έργα και τις ημέρες του Παπασπάθα, και τα μείζονα γεγονότα εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο ως φόντο, ωσάν σχόλια στα δρώμενα του παπά.
Εντυπωσιακά στοιχεία στο βιβλίο είναι ο στρωτός, άμεσος και στρογγύλος λόγος και η επιμονή στη λεπτομέρεια. Η προσπάθεια του συγγραφέα να μην αφήνει μετέωρες τις πληροφορίες του, αλλά να τις τεκμηριώνει, δίνοντας εξηγήσεις για τα πάντα, διέτρεχε τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι αποσκοπούσε στην αναζήτηση παραγεμισμάτων, που θα επιτελούσαν ρόλο συγκολλητικό ανάμεσα στα διάφορα συμβάντα, και θα δημιουργούσαν την εντύπωση ότι αποτελούσαν στοιχεία εμβόλιμα. Είναι αλήθεια πως στις πλείστες περιπτώσεις κερδίζει τον αναγνώστη η απολύτως εξακριβωμένη εγκυρότητα των πληροφοριών που παρατίθενται και δεν ενοχλεί η ύπαρξη ακόμη και κάποιων ασήμαντων πληροφοριών (π.χ. μακρακιστές, Κύρος Ιωαννίδης, Γεωργιάδης Σαμψών, που πάει να γίνει γιατρός, λεπτομέρειες από το Έλλις Φαουντέισιον), που θα μπορούσαν ίσως να λείπουν χωρίς να ζημιωθεί ούτε κατ’ ελάχιστο το έργο.
Με λόγο άμεσο, όπως έχουμε ήδη πει, χωρίς δολιχοδρομίες και αχρείαστους υπαινιγμούς, που δεν συνάδουν, άλλωστε με το ύφος και ήθος του κεντρικού ήρωα, χωρίς τεχνικές περίτεχνες ούτε καν την απλή της αναδρομής (flashback), ο συγγραφέας αφηγείται μια ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία κεντά σ’ ένα καμβά, όπου αποτυπώνονται προσωπικότητες της Κύπρου πολιτικές και εκκλησιαστικές, απλοί άνθρωποι, τόποι και χωριά, ζώα και φυτά, εκκλησιές και μοναστήρια, πανηγύρια, καφενεία και χάνια, μέσα μεταφοράς, ασχολίες των ανθρώπων, τρόποι διασκέδασης, πάθη και εγκλήματα, αρχαιότητες και σκεύη της εποχής, ένας κόσμος ζωντανός, ο κόσμος της Κύπρου μιας συγκεκριμένης εποχής.
Με αυτό το υλικό, και με σύνεργα τη μαστοριά του ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κατόρθωσε να αποκρυσταλλώσει ένα έργο, λογοτεχνικό και ιστορικό εν ταυτώ, που διαβάζεται εύκολα, ευχάριστα και προσπορίζει στον αναγνώστη αισθητική συγκίνηση και ψυχική ικανοποίηση.
3/9/2025
Ο Νίκος Παναγιώτου είναι γνωστός ως συγγραφέας, εκπαιδευτικός, ερευνητής και γενικά εργάτης του πνεύματος. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1941. Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκαμε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών απ' όπου πήρε τον τίτλο Master of Arts στη διοίκηση καλλιτεχνικών οργανισμών. Κατέχει επίσης διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, καθώς και δίπλωμα δημοσίων σχέσεων από το International Correspondence Schools του Λονδίνου. Υπηρέτησε ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου, ως λειτουργός εκδόσεων του υπουργείου Παιδείας και ως λειτουργός και διευθυντής της Μορφωτικής Υπηρεσίας του ίδιου υπουργείου, μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2001. Υπηρέτησε επίσης ως διευθυντής του Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη.
