μικροδιήγημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Μικρὸς Θάνατος
Βγῆκε στὴ βεράντα, ὅπως συνήθιζε νὰ κάνει κάθε βράδυ κοντὰ στὰ μεσάνυχτα πρὶν πάει γιὰ ὕπνο, ἔτσι, γιὰ νὰ πάρει μιὰ βαθιὰ ἀνάσα, γιὰ νὰ φύγουν μακριὰ ὅλες οἱ ἄσχημες στιγμὲς τῆς μέρας, ν’ ἀφήσει τὸ βλέμμα του νὰ σαρώσει τὸ νυχτερινὸ τοπίο, τὸ ἁπλωμένο μπροστὰ στὸν Πενταδάκτυλο, ποὺ ἀχνοφαίνεται στὸ βάθος σκεφτικὸς καὶ τυλιγμένος στὸ σκοτάδι του. Κι ἐκεῖ, καθὼς ἀτένιζε, ἔγινε μιὰ ἀνώδυνη μικρὴ ἔκρηξη στὸ πάνω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ του, ὅπως ἀκριβῶς κλείνει ἀπότομα μιὰ πόρτα, καὶ ἀμέσως ἔγινε συσκότιση. Ἡ νυχτερινὴ Λευκωσία καὶ τὸ Βουνὸ χάθηκαν ἀπὸ τὸ ὀπτικό του πεδίο, τυλίχτηκαν μὲ ἕνα κατάμαυρο πέπλο. Τὸ ἑπόμενο δευτερόλεπτο -ἔτσι τοῦ φάνηκε- ἄκουσε ἕναν δαιμονισμένο θόρυβο, ὅπως ὅταν θρυμματίζεται μιὰ πλαστικὴ γλάστρα καί... τὸ ἑπόμενο δευτερόλεπτο -ἔτσι τοῦ φάνηκε- ξύπνησε. Ἦταν πεσμένος κάτω, στὸ ἀριστερό του πλευρὸ καὶ κοίταζε σὲ μιά... θρυμματισμένη γλάστρα. «Θεέ μου, πῶς βρέθηκα ἐδῶ», ψέλλισε. Εὐτυχῶς δὲν εἶχε χτυπήσει. Ἔνιωθε καλά. Σηκώθηκε καὶ ξανακάθισε στὸ γραφεῖο του. Ἄνοιξε τὸ λεξικό... σκοτίζω... σκότιση... σκοτισμός... σκοτοδίνη. Ναί, σκοτοδίνη (η) «ἔντονη πίεση στὸ πάνω μέρος τοῦ κεφαλιοῦ, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ ζάλη καὶ λιποθυμία». «Ἄς ἐρχόταν, στὴν ὥρα του βέβαια, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κι ὁ μεγάλος», σκέφτηκε, «κι ἂς μὴ ξυπνοῦσα». `▼