10 Ιουλ 2021

ΜΙΚΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ


μικροδιήγημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Μικρὸς Θάνατος

 Βγκε στ βεράντα, πως συνήθιζε ν κάνει κάθε βράδυ κοντ στ μεσάνυχτα πρν πάει γι πνο, τσι, γι ν πάρει μι βαθι νάσα, γι ν φύγουν μακρι λες ο σχημες στιγμς τς μέρας, ν’ φήσει τ βλέμμα του ν σαρώσει τ νυχτεριν τοπίο, τ πλωμένο μπροστ στν Πενταδάκτυλο, πο χνοφαίνεται στ βάθος σκεφτικς κα τυλιγμένος στ σκοτάδι του. Κι κε, καθς τένιζε, γινε μι νώδυνη μικρ κρηξη στ πάνω μέρος το κεφαλιο του, πως κριβς κλείνει πότομα μι πόρτα, κα μέσως γινε συσκότιση. νυχτεριν Λευκωσία κα τ Βουν χάθηκαν π τ πτικό του πεδίο, τυλίχτηκαν μ να κατάμαυρο πέπλο. Τ πόμενο δευτερόλεπτο -τσι το φάνηκε- κουσε ναν δαιμονισμένο θόρυβο, πως ταν θρυμματίζεται μι πλαστικ γλάστρα καί... τ πόμενο δευτερόλεπτο -τσι το φάνηκε- ξύπνησε. ταν πεσμένος κάτω, στ ριστερό του πλευρ κα κοίταζε σ μιά... θρυμματισμένη γλάστρα. «Θεέ μου, πς βρέθηκα δῶ», ψέλλισε. Ετυχς δν εχε χτυπήσει. νιωθε καλά. Σηκώθηκε κα ξανακάθισε στ γραφεο του. νοιξε τ λεξικό... σκοτίζω... σκότιση... σκοτισμός... σκοτοδίνη. Ναί, σκοτοδίνη (η) «ντονη πίεση στ πάνω μέρος το κεφαλιο, πο συνοδεύεται π ζάλη κα λιποθυμία». «ς ρχόταν, στν ὥρα του βέβαια, μ τν διο τρόπο κι μεγάλος», σκέφτηκε, «κι ς μ ξυπνοσα». `