13 Φεβ 2020

FRACTAL [ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ]


Συνέντευξη στον Ιωσήφ Αρνές 
για τον ιστότοπο 
f r a c t a l
-η γεωμετρία των ιδεών-

ΕΔΩ

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ γεννήθηκε στην Κύπρο και σπούδασε Μαθηματικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διηγήματα, ποιήματα και άλλες εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε ελλαδικά και κυπριακά περιοδικά. Έχει διοργανώσει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Υπήρξε μέλος της πνευματικής ομάδας που εξέδιδε το περιοδικό Ο κύκλος. Έχει γράψει τα ποιητικά έργα: Καρπασία (χειρόγραφο ποίημα εκτός εμπορίου, 1984), Διθαλάσσου (εκδόσεις Κάρβας 2012), Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας (εκδόσεις Κάρβας 2014), Ύδατα Υδάτων, δελτία θυέλλης (εκδόσεις Κάρβας 2016) και τα διηγήματα: Η Κόρη του Δραγουμάνου (εκδόσεις Μεταίχμιο 2003, τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο διηγήματος) και 20 Διηγήματα (εκδόσεις Κάρβας 2014).
Τον Νοέμβριο του 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν, η συλλογή διηγημάτων του Φυσορρόος.


-Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;
Στη λογοτεχνία μπήκα… κατά λάθος. Πάντα είχα έρωτα για τη ζωγραφική μα όταν κάποτε, έγραψα το πρώτο μου διήγημα ‒το «Σταυρόλεξο»‒ και το είδα δημοσιευμένο τότε κατάλαβα ότι είχα πιαστεί στα δίχτυα της λογοτεχνίας. Όχι γιατί στη συνέχεια είχα πολύ καλές κριτικές αλλά γιατί ταυτίστηκα με τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος παρασύρεται από τα κλειδιά ενός σταυρολέξου, κλειδιά που συνθέτουν τον ορισμό της εσχάτης προδοσίας, και σκοτώνει έναν χουντικό πραξικοπηματία συνάδελφό του. Λυτρώθηκα. Έκανα αυτό που δεν είχε κάνει η πολιτεία. Να καταδικάσει, δηλαδή, τους ανθρώπους που πρόδωσαν την πατρίδα τους, και οι οποίοι, μάλιστα, ακόμα και σήμερα, σαράντα πέντε χρόνια μετά την τραγωδία, προσπαθούν διχαστικά να ρίξουν την ευθύνη σε άλλους. Το ίδιο έγινε όταν αργότερα είδα τυπωμένο το πρώτο μου βιβλίο: διηγήματα για το σπίτι μου, από το οποίο μας έδιωξαν βίαια οι Τούρκοι εισβολείς, διηγήματα για τη μάνα του αγνοούμενου, για τον πρόσφυγα, για τον βαριά τραυματισμένο στρατιώτη στον Πενταδάκτυλο από τις βόμβες ναπάλμ, για τα βασανιστήρια του αιχμάλωτου του Αττίλα πατέρα μου.  Ένιωσα ότι είχα σώσει το σπίτι μου. Ένιωσα ότι είχα απαλύνει τον πόνο του πατέρα μου και των άλλων προσώπων αλλά ακόμα και των αναγνωστών μου. Κάτι που η ζωγραφική δεν μπορούσε να μου προσφέρει. Αυτό είναι που με ωθεί να γράφω τόσο το πεζό όσο και το ποιητικό μου έργο: η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του και η ένταξη των παθών του στον τομέα της Τέχνης.

-Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;
Ασφαλώς και δεν έχω κανένα πρόβλημα στο να εκφράσω τη σκέψη μου πάνω στο χαρτί. Δεν υπάρχουν στα κείμενά μου σκοτεινά σημεία ή δυσνόητες περιγραφές από δυσκολία στη έκφραση. Ακόμα και στην ποίησή μου, που είναι λυρική, και που κανονικά πρέπει να κρύβουμε, λένε, πολλά πράγματα, οι εικόνες ξεπροβάλλουν ανάγλυφες και ολοζώντανες καθώς πραγματοποιείται η ανάγνωση των ποιημάτων. Υποψιάζομαι όμως, ότι με τη λέξη «σκέψη» πιθανόν να εννοείτε την «έμπνευση». Αν είναι εύκολο, δηλαδή, μια έμπνευση, που μας έρχεται ουρανοκατέβατη, να την εκφράσουμε στο χαρτί. Ε, λοιπόν, εδώ έχουμε ακριβώς το αντίθετο: «μεταξύ έμπνευσης και εκτέλεσης, χάος μέγα». Η έμπνευση αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό σε ένα έργο τέχνης. Ίσως μόνο το 2%. Το υπόλοιπο 98% είναι πολύ σκληρή εργασία. Γράφουμε και ξαναγράφουμε τα κείμενά μας μέχρι να πετύχουμε το επιθυμητό και πολλές φορές η προσπάθεια εγκαταλείπεται, ακριβώς από την αδυναμία μας να αναπτύξουμε την έμπνευσή μας στο χαρτί.

-Ποιες οι επιρροές σας;
Είμαι τυχερός, γιατί στα γυμνασιακά μου χρόνια, στην Αμμόχωστο, την πόλη φάντασμα τώρα, είχα Δασκάλους τον Θεοδόση Νικολάου και άλλους πολύ καλούς φιλολόγους. Αργότερα συνδέθηκα φιλικά και με τον σπουδαίο λογοτέχνη Χριστόφορο Μηλιώνη, που υπήρξε κι αυτός καθηγητής στο γυμνάσιό μας, στην Αμμόχωστο και γνώρισα όλο το έργο τους. Σίγουρα με επηρέασαν στα πεζά ή στην ποίησή μου, όπως με επηρέασαν και οι κλασσικοί έλληνες πεζογράφοι, αλλά και ξένοι όπως ο Τσέχωφ, ο Poe και ο Whitman.

-Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας; Συναίσθημα ή λογική και γιατί;
Όπως είπα και πιο πάνω, το κυρίαρχο θέμα στην πεζογραφία μου, αλλά και στην ποίησή μου, είναι η δεύτερη τραγωδία που έπληξε τον ελληνισμό, δηλαδή η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974. Γράφω για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του. Γράφω για το άδικο και την οδύνη της απώλειας. Γράφω για να «σώσω» τον τόπο μου και αναγκαστικά δεν θα μπορούσα να αφήσω εκτός την πιο όμορφη περίοδο της ζωής του καθενός μας: κάνω βουτιά στα παιδικά μου χρόνια. Το κυρίαρχο στοιχείο, φυσικά, είναι το συναίσθημα, γιατί, απλώς, το συναίσθημα είναι το ζητούμενο σε κάθε έργο Τέχνης. Χωρίς τη συγκίνηση δεν μπορείς να κρατήσεις κανέναν αναγνώστη.
  
-Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.
Ο τίτλος του τελευταίου μου βιβλίου είναι η λέξη «Φυσορρόος» και μάλλον δεν θα τη βρείτε σε κανένα λεξικό. Λέγεται από γητευτή για την εκδίωξη κάποιου κακού. Είναι παρμένη από το διήγημά μου «Ως τρέχει ο ήλιος», όπου κάποιος γερο-γητευτής προσπαθεί με γητειές να εξαφανίσει αυτή την τεράστια κόκκινη τούρκικη σημαία που χάραξαν οι εισβολείς στο σώμα του Πενταδάκτυλου. Το διήγημα αυτό είναι ένα από τα δεκατρία διηγήματα που απαρτίζουν την πρώτη ενότητα του βιβλίου. Είναι τα διηγήματα του σπαραγμού και αναφέρονται όλα στην τουρκική εισβολή του 1974. Ένα σπαρακτικό αντιπολεμικό παραλήρημα ενός τραυματισμένου από βόμβες ναπάλμ στον Πενταδάκτυλο. Η μάνα του αγνοούμενου, που χάνει τα λογικά της και «γυρίζει» με έναν συγκλονιστικό τρόπο στο χωριό της. Ένα σπαρακτικό διήγημα για τις 37 μέρες που πέρασε ένας αιχμάλωτος στην κόλαση των βασανιστηρίων του Αττίλα. Εδώ, μάλιστα, τονίζονται και οι καλές σχέσεις που υπήρχαν μεταξύ ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων πριν από την εισβολή. Η δραματική περιγραφή της Αμμοχώστου, της πόλης φάντασμα, μέσα από τα μάτια ενός παπαγάλου, που «ξεχάστηκε» εκεί, αφού οι κάτοικοι την εγκατέλειπαν για να σωθούν από την τουρκική λαίλαπα. Το πουλί, γνωστό ως «Κόκο» υπήρχε στην πραγματικότητα, ζούσε σε δημόσιο κήπο της πόλης και γινόταν το κέντρο ενδιαφέροντος στις διάφορες εκδηλώσεις που γίνονταν εκεί. Και πολλά άλλα.
Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από δώδεκα διηγήματα, μετά από μια καταβύθιση στα χρόνια της αθωότητας. Η φιλία ενός δεκάχρονου παιδιού με ένα άλογο και η συμμετοχή τους στον απελευθερωτικό αγώνα της Κύπρου εναντίον των Άγγλων. Η τρυφερή σχέση ενός δεκάχρονου με μια καρδερίνα, που έσωσε κάποτε, ένα χειμωνιάτικο πρωινό και η συγκλονιστική στιγμή της απελευθέρωσής της. Μια μοναχική γριούλα, αντί να ζητιανεύει «πουλάει» τα ποιήματά της απαγγέλλοντας τα για λίγες δεκάρες. Πολλές άλλες συγκινητικές εικόνες από τη ζωή σε ένα ακριτικό χωριό.
Η τρίτη ενότητα αποτελείται από οκτώ άλλα διηγήματα, μικρά ή μεγάλα, μαθηματικά, ,παράξενα, πρωτότυπα, έξυπνα. Σύνολο: τα τριάντα τρία καλύτερά μου, πιστεύω, διηγήματα, κυρίως για τις δύο πρώτες ενότητες.

-Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Η απάντηση, μου φαίνεται ότι έχει ήδη απαντηθεί πιο πάνω. Υπάρχουν, βέβαια, άνθρωποι που γεννιούνται με ταλέντο, αλλά μόνο με αυτό δεν φτάνεις σε κάποιο ποιοτικό αποτέλεσμα. Να μη ξεχνάμε ότι υπήρξαν σπουδαίοι συγγραφείς, που έγραψαν κάποια έργα τους πολλές φορές, πριν τα δώσουν στο κοινό, και μάλιστα σε μια εποχή που δεν υπήρχε η ευκολία του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως σε όλους τους κανόνες, αλλά εδώ μιλώ γενικά. Δεν υπάρχει παρθενογένεση. Δεν αρκεί μόνο το ταλέντο. Χρειάζεται καλλιέργεια. Χρειάζεται μελέτη. Χρειάζεται δουλειά, δουλειά, δουλειά!

-Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό; 
Πολύ θα το ήθελα να κάνω μια επανάσταση, αλλά δεν νομίζω ότι έχω τη δύναμη για κάτι τέτοιο. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι ανάλογο όπως έκανε ο Picasso στη ζωγραφική. Αυτά γίνονται όχι πολύ συχνά, από πολύ λίγους εμπνευσμένους ανθρώπους. Αυτό που επιδιώκω είναι να διαμορφώσω ένα εντελώς δικό μου προσωπικό ύφος.

-Όλο και περισσότεροι νέοι συγγραφείς εμφανίζονται στον ορίζοντα. Αν έπρεπε να συνομιλήσετε μαζί τους, τι είναι αυτό που θα τονίζατε περισσότερο;
Ναι, όλο και περισσότεροι νέοι συγγραφείς εμφανίζονται στον ορίζοντα. Και καλά κάνουν, γιατί όλο και κάποιος από αυτούς θα μας δώσει κάτι που θα μας συναρπάσει. Κάτι που θα μας συνταράξει. Στο σημείο αυτό θα κάνω μια μικρή παρένθεση για να εξηγήσω καλύτερα τι θέλω να πω ως απάντηση στην ερώτησή σας. Ο άνθρωπος, όταν κλειστεί σε ένα κατασκότεινο δωμάτιο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα θα χάσει τον προσανατολισμό του και θα αρχίσει να φοβάται. Δεν θα μπορεί καν να σκεφτεί. Όταν όμως ανάψει ένα σπίρτο, τότε παίρνει μια ανάσα, στο λιγοστό φως βρίσκει και ανάβει ένα κερί και χαίρεται πιο πολύ. Ανάβει μετά και τον διακόπτη και πλημμυρίζει το δωμάτιο φως και χαίρεται η καρδιά του. Αν, λοιπόν, συνομιλούσα μαζί τους, αυτό θα τους έλεγα: όλοι μας έχουμε πολλές ιστορίες στο μυαλό μας και θέλουμε να τις κάνουμε βιβλία για να τις μοιράσουμε σε χιλιάδες αναγνώστες. Δεν έχει σημασία «τι» θα πούμε, αλλά «πως» θα το πούμε. Για να μπορέσουμε, λοιπόν, να κρατήσουμε τον αναγνώστη μας μέχρι την τελευταία τελεία του κειμένου μας θα πρέπει την ιστορία μας να την μετατρέψουμε σε τέχνη. Πρέπει, στην αρχή, να ανάψουμε στον αναγνώστη μας ένα σπίρτο, μετά ένα κερί, κτλ. Να κρατήσουμε, δηλαδή, το ενδιαφέρον του μέχρι το τέλος.

-Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;
Ναι, ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια άγνωστη, σχεδόν, πτυχή της ιστορίας της Κύπρου, με πρωταγωνιστή έναν ιδιότυπο πρόγονό μου, στα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας, την τελευταία, δηλαδή, δεκαετία του δεκάτου ενάτου αιώνα..  Συγκέντρωσα το σχετικό υλικό, κυρίως από εφημερίδες της εποχής εκείνης και έχω ήδη ολοκληρώσει το πρώτο κεφάλαιο. Μακάρι να τα καταφέρω να φτάσω στο τέλος.