17 Φεβ 2020

Ο ΦΥΣΟΡΡΟΟΣ ΣΤΗΝ "ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ"




Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ: «Φυσορρόος»
Διηγήματα του σπαραγμού
της 
Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή

 [Ο Φιλελευθερος, Πρώτη Γραμμή, σελ. 21, 17 Φεβρουαρίου 2020]
 
Μια άρτια επιμελημένη συλλογή διηγημάτων ήρθε στο φως περί το τέλος του περσινού έτους από τις αθηναϊκές εκδόσεις Βακχικόν, που την υπογρά­φει ο γνωστός πέραν των κυπριακών συνόρων ποιητής και διηγηματογράφος Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Προτού όμως σε συνεπάρει η ευανάγνωστη γοητεία αιχμαλω­τίζοντας σε με ευρηματικούς αιφνιδιασμούς στη σαγήνη μιας άκρως ενδιαφέρουσας γραφής, στέκεσαι στο καλαίσθητο κυανωπό εξώφυλλο. Το αψιδωτό σχέδιο, με το ζωηρό φύλλωμα τα πολύχρωμα σχηματοποιημένα λουλού­δια κι ανάμεσά τους η κιτρινόμαυρη φτε­ρούγα, σαν άνθος κι αυτή, του μπλε περι­στεριού, δεν παραπέμπει μόνο σε αφηγη­ματικό στιγμιότυπο του δεύτερου στη σειρά διηγήματος, αλλά και στις κεντημέ­νες ή ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις των κυ­πριακών παραδοσιακών σπιτιών· ενώ στο μαυρόασπρο οπισθόφυλλο τού προφα­νούς συμβολισμού τα συνοπτικά σχόλια προϊδεάζουν το περιε­χόμενο ορισμένων συ­γκλονιστικών διηγημά­των, εμπνευσμένων από την τραγωδία του 1974.
Οι 180 σελίδες του βιβλίου, συμπερι­λαμβανομένου και χρηστικού γλωσσαρίου, διαρθρώνονται σε τρεις θεματικές ενότητες με 13,12 και 8 διηγήματα αντιστοίχως, που σύμφωνα με τον κεντρικό νοηματικό τους άξονα επιγρά­φονται «Του σπαραγμού», «Της αθωότητας» και «Άλλα διηγή­ματα». Σημειώνεται επίσης ότι πρόκειται για μια συναγωγή ανθολόγησης από τις δύο προηγούμενες διηγηματικές συλλογές του συγγραφέως, «Η κόρη του δραγουμάνου (2003) και «20 Διηγήματα» (2014), καθώς και από άλλες κατά καιρούς δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Οι διηγηματικοί ήρωες της πρώτης ενότητας, αυθύπαρ­κτοι αλλά και υποταγμένοι στην ταυτόσημη τραγική μοίρα του τόπου τους, που συνυφαίνει αυτοτελείς και συγχρόνως συνε­χόμενες τις ιστορίες της ζωής τους από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη τουρκοκρατία, κομίζουν τις οδυνηρές συνέπειες στις ρωγμές του ψυχισμού και στο αποτύπωμα του χαρακτήρα τους: αισθήματα οργής και αγανάκτησης ενάντια στον ίδιο αιμοβόρο κατακτητή και στους μισητούς συνεργούς του, τον σπαραγμό του ανεπούλωτου τραύματος, της πίκρας για το άδικο και τον καημό για τον ξεριζωμό της προσφυγιάς, την αιχμαλωσία και την εναγώνια αναμονή των αγνοούμενων, τον εφιάλτη του θανάτου και του ψυχοσωματικού ακρωτηριασμού μαζί με τον ασίγαστο πόθο τής επιστροφής στη γη που τους γέννησε και τους έθρεψε. Κατ' αρχάς, «Η κόρη του δραγουμάνου», η άλλοτε Ωραία Ελένη, είναι η εκατόχρονη γριά στη γειτονιά του συγγραφέως-αφηγητή, που μια μεταγενέστερη ανακάλυψη του σε δημοσίευμα παλιάς κυπριακής εφημερίδας τη συνδέει με τη γυναίκα «εν τω χωρίω Βασιλικά». Τον Οκτώβριο του 1883 ένας Τούρκος με δεκαοχτώ οπλισμένους ομόθρησκους του εισβάλ­λουν έφιπποι στο χωριό για να την απαγάγουν με τη βία, αλλά οι συγχωριανοί της και αρκετοί κάτοικοι των γύρω χωριών τούς αναγκάζουν να φύγουν ντροπιασμένοι. Για να γλυτώσει από μελλοντικές επιθέσεις, ο κύρης της την παίρνει στον δραγομάνο στο Τρίκωμο, που την έχει υπό την προστασία του επί δεκα­οχτώ μήνες, εξ ου και το τιμητικό της προσωνύμιο. Η λεπτομέρεια, ωστόσο, της είδησης ότι μια χριστιανή αγάπησε Οθωμανό διαψεύδεται από την αφήγηση της ίδιας της γριάς στο γειτονό­πουλό της, καθώς τον μόνο που αγάπησε ήταν τον άντρα της, τον Δημητρό. Οι αλληγορικοί συνειρμοί του διηγήματος απη­χούν την τουρκική εισβολή, τον βιασμό και την άλωση των εδαφών μας από τα στρατεύματα του Αττίλα.
Θύμα των τραγικών δρωμένων του 74 ο ήρωας του πρώτου διηγήματος και ακριβολογικά ένας από τους ανώνυμους ήρωες του Πενταδάκτυλου, του οποίου η ασθματική συνεχής αφήγηση σε έναν παραληρηματικό μονόλογο συνάδει με τον φερώνυμο τίτλο «Η ζωή συνεχίζεται». Και συνεχίζεται αγόγγυστα και χωρίς να μετανιώνει για το θυσιαστικό του χρέος προς την πατρίδα, παρά την αναπηρία που του άφησε ο πόλεμος, προσβλέποντας στο δικαίωμα για ένα καλύτερο ειρηνικό αύ­ριο. Έτσι που να μη διαταράσσεται ο ψυ­χικός και διανοητικός κόσμος των ανθρώ­πων, αναβιώνοντας το αποτρόπαιο φάσμα της προδοσίας και του εκτοπισμού, όπως συμβαίνει με τον ήρωα του «Σταυρόλε­ξου» σε αντιπαράθεση με την παχυδερμία της αδιαφορίας και της αλλοτρίωσης, που ενσαρκώνει ο τμημα­τάρχης. Και όπως με εμφαντικές κινηματογραφικές εικόνες μάς παρουσιάζει ο συγγραφέας το δράμα μιας μάνας αγνοούμενου, που καθισμένη στο παγκάκι κάτω από το χιονόνερο και περι­μένοντας «Το λεωφορείο» για το χωριό της το σκοτάδι του νου της την ταξιδεύει μέσα από γνώριμα τοπία, παρακείμενα χωριά και εκκλησιές μέχρι να φτάσει στο σπίτι της, όπου την περιμένει ο Γαβρίλης της. Μα παράλληλη σύλληψη υποβλητικής σκηνο­θεσίας με το διήγημα «Αλλοφροσύνη» του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη. Η νοσταλγία του σπιτιού και η νοερή επιστροφή σε αγαπημένους τόπους, καθώς και σε αξέχαστα νεανικά στέκια ξετυλίγουν το νήμα της διηγηματικής πλοκής, χαρτογραφώντας μνήμες οδοιπορικών και βηματισμούς έντονων παιδικών ανα­μνήσεων, ονειρικές διαδρομές και ανατάσεις εφηβικών βιωμά­των, που φιλοτεχνούν αριστοτεχνικά τα διηγήματα «Το Βένετο ξωπόρτι», «Η κιθάρα», «Επιστροφή στην ευτυχία» και «Η πόλη όλη». Ειδικότερα στο τελευταίο ο ξεχασμένος παπαγάλος του κήπου μπροστά στα προπύλαια του Γυμνασίου μάς οδηγεί στην Αμμόχωστο μέσα από την έρημη λεωφόρο Δημοκρατίας και τα βουβά κτήρια μέχρι τη λυπημένη της θάλασσα μετά την πανι­κόβλητη φυγή των κατοίκων της.
Στο διήγημα «Κομπολόι από κουκούτσια ελιάς» ζού­με τις 37 μέρες δοκιμασίας του πατέρα του συγγραφέως και άλλων αιχμαλώτων συγχωριανών τους στην κόλαση των φυλακών του Αττίλα. Ενώ στο διήγημα «Ως τρέχει ο ήλιος» ο γερο-πρόσφυγας και άλλοτε αγροφύλακας στο χωριό τους, όπως θεράπευε με τη μαγική του τέχνη τις αρρώστιες, θέλει να εξαφανίσει τις κόκκινες σημαίες από τον Πεντα­δάκτυλο, ξορκίζοντας το κακό και προφέροντας στη γητειά του τη λέξη «Φυσορρόος», που ευστόχως δανείζει στη συλλογή τον τίτλο.


[ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, Πρώτη Γραμμή, σελ. 21, Δευτέρα, 17 Φεβρουαρίου 2020]