8 Φεβ 2019

ΑΝΘΕΜΙΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΗΣ

Ο Θεοδόσης Νικολάου στο σπίτι μας, στη Λευκωσία

Σήμερα 8 Φεβρουαρίου 2019 κλείνουν 15 χρόνια χωρίς τον Ανθέμιο Καλοκαίρη

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΑΜΗΧΑΝΟΝ ΚΑΛΛΟΣ

Και τι θα γίνει με τον Ανθέμιο Καλοκαίρη;
Αν λογαριάσουμε το έτος που βγήκε μες στον κόσμο
Χωρίς αμφιβολία μέσα στην πιο παλιά γενιά ταξινομείται.
Όμως από το χρόνο που κάνει την ουσιαστική του παρουσία
Στη νέα γενιά των ποιητών συναριθμείται.

Μεσήλιξ με γκρίζα μαλλιά και γκρίζα σκέψη
Αναπαλαιώνει τα καινούρια κι ανανεώνει τα παλιά
Αλλά μέσα στο έαρ των εφήβων, μέσα στα τερετίσματα των ρόδων
Ακούεται η φωνή του αν όχι βέβαια παράφωνη
Οπωσδήποτε όμως κάπως ξένη.

Οι εποχές όμως διαβαίνουν και χάνονται στην άβυσσο
Αλλά μέσα στο χώμα τούτο που πατούμε
Οι σπόροι έχουν το δικό τους το ρυθμό
Κι αθέατες οι ρίζες στο σκοτάδι
Βρίσκουν το δρόμο φωτεινό και προχωρούν.

Και η ποίηση;
Και η ποίηση ίσως δεν είναι μήτε ο κύκνος
Αλλά η σιγή που επιβάλλει προχωρώντας στο νερό του ποταμού
Ή μπορεί μονάχα ένα φτερό
Από τη συντετριμμένη ομορφιά του.

Ένα φτερό που χρόνια τώρα ταξιδεύει με τον άνεμο που πνέει
Και φτάνει κάποτε στην δράση σου
Και μπορείς τότε να μαντέψεις με υπομονή αλλά και τόλμη
Με λογισμό και με όνειρο
Το χρυσάφι των μαλλιών της
Και το ασήμι του προσώπου της
Και την κίνηση της κνήμης
Αυτής που κάποτε έφερε το όνομα Αγησιχόρα.

[Θεοδόσης Νικολάου, «Εικόνες», σελ. 39, Κύπρος 1988]




ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

Ἀνθέμιος Καλοκαίρης

Χάιδεψε τὴν γκρίζα γενειάδα του
Θαυμάζοντας τὴν ὀμορφιὰ
Τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ ἔλαμπε στὸν οὐρανό.

Μὲ συγκίνηση ὑποκλίθηκε στὸν τρελὸ τῆς γειτονιᾶς
Ὑψώνοντάς τον μὲ χαιρετισμὸ καὶ μὲ κρυφὴ χαρὰ
Ποὺ ἤταν ἀδύνατο τὰ μάτια του νὰ κρύψουν.

Τὸ βραδάκι στὴν ταβέρνα τῆς γωνιᾶς, τὸ μαῦρο
Στερκὸ ἐπαίνεσε τοῦ τόπου του κρασὶ
Φέρνοντας στὸ στόμα ἄρωμα καὶ ποτήρι
Μὲ κίνηση ἀργὴ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τοῦ χεριοῦ
Κρίνοντας πὼς στὴ ζωή μας τελικὰ
Δὲν ἔχει σημασία τὸ τί ἀλλὰ τὸ πῶς.

Τέλος, τράβηξε γιὰ τὴ σκήτη του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὸ πρῶτο σπίτι του
Νὰ ὀνειρευτεῖ τὴν πρώτη του τὴ μαγική του πόλη
Προσέχοντας νὰ σταματᾶ, νὰ μὴν πατᾶ
Τὰ βατραχάκια ποὺ διασταύρωναν τὸν δρόμο
Ἔχοντας τὰ κλοπιμαῖα τῆς μέρας του στὸν ὦμο
Καὶ στὸ φεγγάρι ρίχνοντας ματιὰ εὐγνωμοσύνης
Τὶ στὸν μικρὸ σκαντζόχοιρο τὸ μονοπάτι ἀνάβει.


[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, «Διθαλάσσου», σελ. 38, εκδόσεις Κάρβας 2012]

Ο Θεοδόσης Νικολάου στο σπίτι μας στη Λευκωσία