5 Φεβ 2019

ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ



ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΗΜΙΤΕΛΗΣ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ


Α'

Όλοι μας περιμένουμε να μιλήσει η Ιστορία.
Για να μιλήσει όμως κανείς πρέπει να δει
Το ουράνιο τόξο να γεφυρώνει την ομορφιά του κόσμου
Πρέπει ν' ακούσει τη βροχή που κυλά
Πάνω στο αυγινό στέλεχος του σταριού
Και την ερωτική φλυαρία των κυκλάμινων,
Στον ουρανίσκο το μέλι της οπώρας
Και να κρατήσει στη φούχτα του πρέπει το νερό της θαλάσσης.

Ανοίγουμε λάκκους στη γη, μα γιατί;
Ανοίγουμε λάκκους μέσα στο σκοτάδι.
Γιατί;

Η Ιστορία είναι βέβαια απασχολημένη τριγυρίζοντας
Μέσα στα πεδία των μαχών και τους υπόγειους διαδρόμους
      πού ανοίγει η άβυσσος του νου.
Παραγγέλλει πρώτα στις μέρες
Να νίψουν τα αιματωμένα πρόσωπα
Παραγγέλλει στον Απρίλη και στ' άλλα λαμπρά παλληκάρια
Ν΄ αφαιρέσουν τη φρίκη ράβοντας το δέρμα
Συγκολλώντας τα σπασμένα κόκκαλα των νηπίων
Επιδιορθώνοντας και τοποθετώντας πάλι
Στις κόγχες του προσώπου τα πεσμένα μάτια.
Τότε μπορεί να γίνει η αναστήλωση των εικόνων
Στο ξυλόγλυπτο τέμπλο των ψυχών μας.

Μα όταν λάβει καιρό χρονοτριβεί
Συγχύζοντας το βήμα της σε δρόμους που πήρε
Παραπλανημένη από οδόσημα που δεν οδηγούν πουθενά.

Τέλος όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Μιλά με γενικότητες και στατιστικές
Ενώ η λεπτομέρεια υποκύπτει και μηδενίζεται.
Αυτό που έχει σημασία είναι το επίτευγμα,
Όπως η ήρεμη επιφάνεια του ποταμού που κυλά
Αποκρύπτει την απεγνωσμένη πάλη των πρώτων κινήσεων.

Κι ακόμα όταν έρθει η ώρα να μιλήσει
Εμείς δεν είμαστε πια εκεί για ν' ακούσουμε
Κι αυτοί που ακούουν δεν ενδιαφέρονται πως
Η μάχη ετράπη εις απλήν σφαγήν,
Ήτις μηδεμίαν ποιούσα διάκρισιν
Μεταξύ Βένετων και Πρασίνων
Διήρκεσεν επί ώρας πολλάς, και επήνεγκε
Τον θάνατον τριάκοντα χιλιάδων ανθρώπων.
Όμως τη φωνή του Γιάννη μεσ' από τη σκόνη
      που σήκωνε το χώμα
«Μη με θάβετε, είμαι ακόμα ζωντανός»,
Ποιος θα καταγράψει,
Τώρα που εκραταιώθη η εξουσία του βασιλέως
Και όλα τα πράγματα μπήκανε σε τάξη;

Β'
 

Ο άνθρωπος που έρχεται από την Ανατολή
    δίνει το χέρι στον άνθρωπο που έρχεται από τη Δύση.
Το νερό του πόταμου είναι ρευστό
Αλλά έρχεται ώρα που περνώντας κάτω από υπερυψούμενα τόξα
Πήζει, και στήνεται το πανηγύρι
Με τραγούδια και χρωματιστές ενδυμασίες.

Τρεις ποντικοί, τρεις ποντικοί, για δέστε τους πως τρέχουν
Τα μάτια τους μοιάζουν κεριά σβησμένα που καπνίζουν.
Ένα μικρό τριαντάφυλλο π' ανθίζει μες στον κάμπο
Κόρη πανέμορφη ξυπνά με τη μοσκοβολιά του.

Ρίχνουν χιόνι ο ένας επάνω στον άλλο και γελούν
Ρίχνουν πέτρες ο ένας επάνω στον άλλο και σιωπούν
Ρίχνουν βόμβες ο ένας επάνω στον άλλο
Βόμβες ναπάλμ
Και φωνή εν Ραμά ηκούσθη
Θρήνου και κλαυθμού και οδυρμού
Ραχήλ αποκλαιομένη ουκ ήθελε παύσασθαι
Επί τοις υιοίς αυτής, ότι ουκ εισί.

Όλοι βουλιάζουν μέσα στον ποταμό
Που αγριεύει και χάνονται.
Δεν υπάρχουν τώρα οι αλλαγές των εποχών.
Οι μέρες που περνούν είναι ίδιες με τη νύχτα.
Είναι ο καιρός της σιωπής, είναι ο καιρός της κυοφορίας
Αναμένεται η γέννηση του μεγάλου Ήρωα.
 Μαντήλι από μετάξι με κρόσσια χρυσαφιά
Και χέρια δυνατά για ν' αντέχουν στα γυρίσματα του χορού.
Αυτός θα δείξει τον κρυφό δρόμο
Φτάνοντας στην καρδιά και την αταραξία της πέτρας.

Και πάλι το πανηγύρι με τραγούδια
Χρώματα και χτυπήματα
Πάνω στο πηχτό νερό
Χτυπήματα πάνω στο σώμα του θανάτου
Και ο καταποντισμός μέσα στις γλώσσες των κυμάτων
Ακαταπαύστως.

Γιατί ο ήρωας βέβαια λάμπει
Αλλά λάμπει μονάχα από μια προκαθορισμένη γωνία.
Από τις άλλες ζει μέσα στη σκιά που ρίχνει το δικό του φώς.
Ενώ το πρόσωπο του Αγίου αχτινοβολεί στον αιώνα
Ορατό από όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Όπως ο μικρός θεός των ναυτικών
Που βασιλεύει στην ουρά της Μικράς Άρκτου.


[Θεοδόσης Νικολάου, "Εικόνες", Κύπρος 1988, σελ. 33]