ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
του
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
στον
ΧΡΗΣΤΟ ΜΑΥΡΗ
(Χαραυγή, Πολιτισμός, 9 Μαρτίου 2014, σ.31)
1. Μέσα
από τα 20 μικρά διηγήματά σας, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε βιβλίο, αναδύεται
ένας παλιός κόσμος που πάει να εκλείψει αλλά προβάλλει έντονα και το δράμα του
προσφυγικού κόσμου της Κύπρου. Πόσο εύκολο εγχείρημα ήταν αυτό;
Πραγματικά
είναι ένας παλιός κόσμος, όχι που πάει να εκλείψει, αλλά που έχει ήδη εκλείψει,
ίσως, οριστικά. Όταν μάλιστα, αυτός ο κόσμος μεταφέρεται στις σελίδες ενός
βιβλίου με την καθαρή, άδολη ματιά ενός παιδιού, τότε αποκτά μια άλλη διάσταση.
Η επιστροφή στην ηλικία των δέκα-δώδεκα χρόνων –την ηλικία δηλαδή που
ανακαλύπτουμε τον κόσμο – αποτελεί πηγή ανεξάντλητη για έμπνευση. Πολλά από τα
διηγήματα αναφέρονται στην τραγωδία του 1974 και την καταστροφή της πατρίδας
μας, πράγμα πολύ οδυνηρό για όλους τους συγγραφείς που επιχειρούν τέτοιες
καταδύσεις και καθόλου εύκολο. Η ιστορία που έχεις ακούσει ή η ιστορία του
ίδιου του πατέρα σου πρέπει να αποκτήσουν ευρύτερο, καθολικό ενδιαφέρον. Πρέπει μέσα από τις ιστορίες να εκφράζεται η
συλλογική μνήμη. Ακόμα πιο δύσκολο είναι
να χειριστείς κάποιες προσωπικές σου ιστορίες. Και εδώ πρέπει να πω ότι εκτός
από δύο τρεις, οι ιστορίες του βιβλίου μου δεν είναι αυτοβιογραφικές αλλά
βιωματικές, δηλαδή που θα μπορούσαν να συμβούν στον καθένα. Και είναι
εκπληκτικό που κάποιοι φίλοι που διάβασαν το βιβλίο, μου τηλεφώνησαν για να μου
πουν ότι και οι ίδιοι «έζησαν» κάποια από τις ιστορίες. Να πω ακόμα, ότι μια
από τις ιστορίες του 1974 είναι και η συγκλονιστική ιστορία του παπαγάλου που
ζούσε στον μικρό κήπο μεταξύ του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου και του Λυκείου
Ελληνίδων και «ξεχάστηκε» στο κλουβί του με την εγκατάλειψη της πόλης. Η
ιστορία αυτή, που έκανε πολλές φορές τον γύρο του διαδικτύου, και σκόρπισε
πολλή συγκίνηση, θα διαβαστεί από την κα Όλγα Πιερίδου κατά την παρουσίαση του
βιβλίου στο Σολώνειον Κέντρο Βιβλίου, στη Λευκωσία, στις 20 Μαρτίου.
2.
Η μνήμη
μπορεί να σταθεί καλός οδηγός στη δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου;
Κατ΄
αρχάς, νομίζω ότι δεν είναι απαραίτητη η μνήμη για τη δημιουργία ενός
λογοτεχνικού έργου. Υπάρχουν λογοτεχνικά
έργα που διαδραματίζονται στο παρόν και
είναι εξαίσια. Γενικά μιλώντας όμως, και επειδή προηγουμένως αναφερθήκαμε στο
1974, πρέπει να πω ότι η μνήμη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε
δημιουργία πάνω στο θέμα αυτό. Ένας τόπος χωρίς μνήμη είναι καταδικασμένος στην
ανυπαρξία. Η ίδια η ανακάλυψη της γραφής
από τον άνθρωπο ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης για διαιώνιση της μνήμης γεγονότων,
καταστάσεων και γνώσεων, που χωρίς αυτά ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ανέλθει
εδώ που είναι σήμερα. Έτσι η απάντηση στο ερώτημα θα μπορούσε μονολεκτικά να
είναι «ναι».
3.
Γιατί
προτιμήσατε τη μικρή φόρμα στα διηγήματά σας;
Πάντα
θαύμαζα και εξακολουθώ να θαυμάζω τους ανθρώπους των εφημερίδων που έχουν για
χρόνια πολλά μια στήλη και γράφουν είτε χρονογραφήματα είτε μικρές ιστορίες,
χωρίς διακοπή, και καταφέρνουν τις περισσότερες φορές να σκορπούν
συγκίνηση. Έχω επίσης υπόψη μου και το
βιβλίο ενός πολύ καλού φίλου της Κύπρου και σημαντικού Έλληνα λογοτέχνη, του Χριστόφορου
Μηλιώνη, «Το μικρό είναι όμορφο» Κέδρος,
1997, ένα βιβλίο που υπερασπίζεται τα δικαιώματα του μικρού κειμένου,
διηγήματος ή χρονογραφήματος, απέναντι στη δυναστευτική παρουσία του όγκου. Η
ομορφιά είναι το όπλο του διηγήματος και
η δικαίωσή του. Το μικρό οφείλει να είναι όμορφο, αλλιώς δεν υπάρχει, όπως
διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ δοκίμασα για μερικές
συνεχόμενες μέρες να γράψω μικρές ιστορίες σαν άσκηση. Έγραφα ασταμάτητα και
ύστερα από μερικές μέρες εντατικής και ψυχοφθόρας προσπάθειας είχα ολοκληρώσει αρκετές δεκάδες
ιστορίες. Το αποτέλεσμα όμως δεν με ικανοποίησε κι έτσι δούλεψα ξανά τα κείμενα
δίνοντάς τους αυτή τη φορά, διπλάσια ή και τριπλάσια έκταση. Το μάθημα που πήρα
είναι ότι η συμπύκνωση του λόγου στην ποίηση λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο απ΄
ότι στο πεζό. Το μικρό γεννιέται μικρό, δεν γίνεται με συμπύκνωση. Κάποιες από
αυτές τις ιστορίες αποτελούν τη συλλογή του βιβλίου μου. Αν είναι καλές ή όχι
δεν θα το πω εγώ αλλά η κριτική. Και
κάτι ακόμα που πρέπει να αναφερθεί εδώ είναι ότι όσο και να συγκινηθεί ο
συγγραφέας, δεν κάνει το έργο του καλύτερο. Αυτός που πρέπει να συγκινηθεί
είναι ο άγνωστος αναγνώστης. Γι αυτό ο συγγραφέας πρέπει να είναι όσο το δυνατό
πιο μακριά από το κείμενό του πριν το δώσει στη δημοσιότητα. Και πόσω μάλλον
όταν ένα κείμενο του αναφέρεται στα βασανιστήρια που υπέστη ο πατέρας του ή η
απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.
4.
Τα
μικρά διηγήματά σας μου θύμισαν το έργο του αξέχαστου Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη και συγκεκριμένα τη σειρά από μικρά διηγήματά
του που φέρουν το τίτλο ΄΄Μινιατούρες΄΄. Πως σχολιάζετε αυτή τη σύγκριση;
Ο
Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης είναι ένας μεγάλος λογοτέχνης του τόπου μας σε
αντίθεση με μένα που δεν είμαι καν συγγραφέας, γιατί με ένα ή δυο βιβλία δεν
γίνεται κανένας συγγραφέας. Οι «Μινιατούρες» του Πιερίδη είναι κάποια στιγμιότυπα,
κάποιες πράξεις ή θα μπορούσα να πω κάποιες «εικόνες από τη ζωής» που δεν
μπορεί ο καθένας μας να «δει». Η
ευαίσθητη όμως, ματιά του λογοτέχνη Πιερίδη τις συλλαμβάνει και με τη μοναδική τέχνη
του τις μετατρέπει σε λογοτεχνικά διαμάντια, αναπτύσσοντάς τις σε δυο τρεις το
πολύ παραγράφους μόνο. Δεν θα ήθελα όμως, να επεκταθώ περισσότερο, γιατί
πιστεύω ότι, παρόλο που έχουμε συναντηθεί σε άλλα διηγήματα, εδώ πρόκειται για
δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις.
5.
Τι
είναι εκείνο που σας παρακίνησε να χρησιμοποιήσετε αντιποιητικές λέξεις στα
διηγήματά σας αυτά όπως π.χ. παλιοσακαράκα, ατσουπάδες, λέσια κ.α.;
Δεν
είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν αντιποιητικές λέξεις. Οι λέξεις σημαίνουν κάτι
μόνες τους, αλλά όταν εντάσσονται σε
στίχους ή κείμενα μπορεί να σημαίνουν και κάτι άλλο. Οι λέξεις δεν εκφράζουν
τον συγγραφέα, εκφράζουν τον ήρωα που τις εκφέρει. Και οι ήρωες ζουν σε
διαφορετικές εποχές, με διαφορετικά λεξιλόγια, διαφορετικά ήθη και έθιμα. Καμιά
φορά δεν ξέρουν και τι λένε, ή ο συγγραφέας δεν μπορεί να ελέγξει τον ήρωά του.
Η λέξη ατσουπάς –που είναι αραβικής προέλευσης και σημαίνει πειραχτήρι - σε
κάποιο χωριό όπως έμαθα, υπήρχε και ως επώνυμο. Εμένα μου φαίνεται, μάλιστα και πολύ ποιητική λέξη
να την προφέρει ένας βοσκός που έζησε στις αρχές του περασμένου αιώνα.
6.
Ποιά η
γνώμη σας για την κυπριακή διάλεκτο,
δεδομένου ότι χρησιμοποιείτε και κυπριακές λέξεις στα διηγήματά σας;
Εκεί που χρειάζεται να χρησιμοποιήσω την κυπριακή διάλεκτο, κυρίως μέσω κάποιων
ηρώων των διηγημάτων μου, που έζησαν παλαιότερα, το κάνω με πολλή ευχαρίστηση.
Μου αρέσει να ακούω την κυπριακή λαλιά από γνήσιους ομιλητές και όχι
επιτηδευμένους. Στ΄ αυτιά μου ηχεί σαν τραγούδι. Δυστυχώς με την τηλεόραση
έχει κακοποιηθεί τόσο πολύ που είναι
καλύτερα να μην ασχολούνται πια με αυτό το θέμα. Και στην ποίησή μου χρησιμοποίησα αρκετές φορές την κυπριακή λαλιά για να δροσίσω και κυρίως να ενδυναμώσω τον στίχο μου με αυτά που έχω πιο βαθιά μέσα μου, και που
ουσιαστικά είναι οι πανάρχαιες ρίζες των λέξεων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πρέπει να μιλούμε για
«γλώσσα» και όχι «διάλεκτο» ή ιδίωμα. Δεν είμαι γλωσσολόγος, ούτε μελέτησα σε
βάθος το θέμα, η διαίσθησή μου μου λέει ότι δεν υπάρχει κυπριακή γλώσσα. Η γλώσσα είναι μία.
Η ελληνική γλώσσα, που μιλιέται στον τόπο χιλιάδες χρόνια τώρα χωρίς διακοπή. Και, καθώς όπως είπα πιο πάνω, δεν είμαι γλωσσολόγος, θυμούμαι
μόνο την απάντηση του ζωγράφου Απελλή στον σανδαλοποιό κριτικό του: «άχρι
σανδάλων και μέχρι σφυρών».