Γιακουμής Ατσίκκος, σχέδιο με στυλό 1985, του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ |
Γιακουμής Ατσίκκος (1911-1995)
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙΝ ΤΟΥ ΓΕΝΝΑΡΗ
(Λαϊκή ποίηση)
Λάρνακα 1985, λίγο πριν μετακομίσω μόνιμα στη Λευκωσία. Μόλις είχε εκδώσει
το βιβλίο του «Το Φεγγάριν του Γεννάρη» και όταν ήρθε να του εξαργυρώσω την
επιταγή του αγόρασα κι ένα αντίτυπο, απαιτώντας όμως, να μου το υπογράψει. Το έκανε
με μεγάλη ευχαρίστηση αργά αργά με το στυλό που του είχα προτείνει. Ήταν ένας γραφικός
βοσκός που κυκλοφορούσε πάντα με την παραδοσιακή βράκα τη ματσούκα και το
πιδκιαύλιν του, ένας γλυκός άνθρωπος με ένα ιδιότυπο σκουφάκι κι ένα μόνιμο
χαμόγελο στα χείλη του: ήταν ο ποιητής Γιακουμής Ατσίκκος.
Πρόσεξα τα έντονα γδαρσίματα στα χέρια του και
τον ρώτησα από που προήλθαν. Μου είπε αμέσως τη μικρή του περιπέτεια αλλά
πρόσεξα ότι τα μάτια του αμέσως σκοτείνιασαν: «ελίμπισεν ένας κάττος τζαι
πείραζεν στη μάντρα. Έκοψά τον μες στη γωνιάν…», σταμάτησε για λίγο και με
κοίταξε έντονα και συνέχισε «… έπνιξά τον».
Καθώς απομακρυνόταν, του έκανα ένα πολύ γρήγορο σκίτσο μερικών δευτερολέπτων χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι κοινό χαρτί εκτύπωσης που βρέθηκε μπροστά μου. Αυτό το χαρτί με τις πράσινες ρίγες των υπολογιστών.
Δείγμα της δουλειάς του:
Το νιν τζαι το ξυλάλετρον, η σπάθη με την βούλαν
ο άδρωπος, τα δκυό φτερά, εν ερκαλεία ούλα.
Τζαι δκυο τεμόνια ομπροστά που ζέχνασιν την μούλαν
τζι εμαμμουρεύκασιν την γην ΄πο ούλα να γιωρκίσει
να φα γονιός με τα παιθκιά
γιατί εν τζείνη που τα δκια
του κόσμου της να ζήσει.
Γιατί που πρωτοπλάστηκεν
με τον θεόν σεβάστηκεν
η γη να τον ταΐσει.
Εν χώμαν της, εν μάλιν της τζαι τζείνη να το ρίζει,
να τρω να πίνει ώσπου ζιει τζαι πίσω να γυρίζει,
χώμα πάλε να γίνεται. τζαι κανενού ΄ν χαρίζει.
Γλωσσάρι
νιν, το υνί
σπάθη, εξάρτημα του κυπριακού αλέτρου
βούλα, η ξύλινη θέση του αρότρου που μπαίνει το υνί
άδρωπος, εξάρτημα του κυπριακού αλέτρου (το μέρος που κρατεί ο γεωργός)
μαμμουρεύκω, καλλιεργώ καλά
σεβάστηκεν, σεβάζομαι, έρχομαι σε συμφωνία