ΠΡΩΙΝΗ ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΗΣ ΑΘΑΛΑΣΣΑΣ
Μετά τις τελευταίες βροχές, ξεκίνησα σήμερα τις πρωινές μου επισκέψεις στο αγαπημένο δάσος της Αθαλάσσας -στη Λευκωσία- για περπάτημα. Το κυρίαρχο χρώμα, αυτή την εποχή, είναι μόνο το πράσινο, αλλά με τις χίλιες δυο αποχρώσεις του. Το πράσινο είναι το χρώμα που ξεκουράζει τα μάτια μας, είναι όμως, το πιο δύσκολο χρώμα στη ζωγραφική. Οι ζωγράφοι το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, αλλά στην παλέτα των μεγάλων ζωγράφων δεν αποτελεί πρόβλημα. Πάντα βγαίνουν αριστουργήματα. Αυτά σκεφτόμουν όταν η ματιά μου έπεσε σε μια ορεξάτη κάπαρη, που νόμισα προς στιγμή πως άνθισε εκτός εποχής. Όχι, δεν ήταν ανθισμένη. Ήταν τα κατάλευκα, ολόδροσα λουλούδια του νάρκισσου, που πρώτη φορά έβλεπα ανάμεσα στα κλαδιά αυτής της πυκνόφυλλης κάπαρης. Αυτό, βέβαια, το έμαθα γυρίζοντας στο σπίτι, αφού πρώτα το έρριξα στην διαδικτυακή αναζήτηση, και το αποτέλεσμα αυτής της αναζήτησης στην εξειδικευμένη εφαρμογή ήταν: Narcissus serotinus. Ναι, τα λευκά λουλουδάκια ήταν νάρκισσοι, και με πήγαν δεκαετίες πίσω στον χρόνο...
...δεκάχρονο παδί, σ΄ένα πανέμορφο χωριό της Καρπασίας, να κατευθύνομαι τρέχοντας στο γραφείο του πατέρα μου, για να του παραδώσω το καθημερινό και πάντα πλούσιο ταχυδρομείο του, που λίγο πριν είχε φτάσει από την Αμμόχωστο με το λεωφορείο της γραμμής, και να φύγω αμέσως τρεχάλα επιστρέφοντας στα παιχνίδια μου. Εκείνη την ημέρα όμως, κάτι τράβηξε την προσοχή μου. Ένα όμορφο γραμματόσημο σε έναν φάκελο που ήρθε από την Ελλάδα. Ένα όρθιο μακρόστενο γραμματόσημο. Ζήτησα από τον πατέρα μου αν ήταν δυνατό να μου δώσει τον φάκελο. "Ασφαλώς", μου απάντησε αφού σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα, και αμέσως πρόσθεσε "Θα τον έχεις απόψε, όταν θα γυρίσω σπίτι από τη δουλειά", και στα χείλη του διαγράφτηκε ένα μυστηριώδες χαμόγελο.
Εκείνο το βράδυ, μετά το φαγητό, ο πατέρας άναψε το λουξ και με φώναξε. "Κάτι μου ζήτησες το απόγευμα" είπε, καθώς τοποθετούσε στο μεγάλο τραπέζι, με το άσπρο τραπεζομάντηλο διάφορα αντικείμενα που έβγαζε από μια μεγάλη σακούλα: ένα μαύρο σκληρό φάιλ, έναν φακό, ένα τετράγωνο κουτί, ένα άλλο μικρό κουτάκι, μια τσιμπίδα. Τέλος από το τετράγωνο κουτί έβγαλε τον φάκελο με το όμορφο γραμματόσημο με το λουλουδάκι. Το όμορφο γραμματόσημο του χαράκτη Τάσσου, αλλά αυτό το έμαθα πολλά χρόνια αργότερα. Ήταν μεγάλη η χαρά μου. Σε ένα μόνο βράδυ έμαθα πώς να αποσπώ τα γραμματόσημα από τους φακέλους τους, πώς να τα ομαδοποιώ κατά χώρες και κατά σειρά, πώς να κολλώ τη σαρνιέρα, αυτό το μικρό διαφανές χαρτάκι στο πίσω μέρος του γραμματοσήμου -που απεδείχθη επιζήμιο αργότερα- και να το κολλώ στα φύλλα του άλμπουμ. Πώς ξεκινά μια συλλογή γραμματοσήμων.
Σήμερα, έχω δεκάδες χιλιάδες γραμματόσημα, σφραγισμένα και ασφράγιστα, φακέλους πρώτης ημέρας κυκλοφορίας, τετράδες, τευχίδια και φεγιέ, γραμματόσημα με σφάλματα, έχω φιλοτεχνήσει κι έναν φάκελο πρώτης ημέρας κυκλοφορίας για τα κυπριακά ταχυδρομεία. Αυτά όλα όμως, δεν με απασχολούν πια, ούτε γνωρίζω τι αξία μπορεί να έχουν. Ούτε θέλω να ξέρω. Αυτά ίσως απασχολήσουν κάποτε τα εγγόνια μου, αν και δεν το νομίζω.
Όταν όμως, γίνεται λόγος για το γραμματόσημο του Τάσσου, το πρώτο εκείνο γραμματόσημο της συλλογής μου, δεν χάνω ευκαιρία: ανοίγω τη ντουλάπα, βγάζω το παλιό άλπουμ και το ανοίγω επάνω στο γραφείο μου. Θαυμάζω, βέβαια, το πανέμορφο γραμματόσημο, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που μένω ώρες πολλές βυθισμένος με ακίνητο το βλέμμα, βουρκωμένος, στο παλιό άλπουμ...
...και να μη θέλω να συνέλθω.