6 Οκτ 2022

ΤΟ "ΡΕΘΥΜΝΟ"ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ!

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

1974: ΤΟ «ΡΕΘΥΜΝΟ» ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ!

(μαρτυρία)

[Ο Φιλελεύθερος, Δευτέρα 26 Σεπτ. 2022, σελ. 4]

Όσοι Κύπριοι έτυχε να βρισκόμαστε στην Ελλάδα το Σάββατο 20 Ιουλίου 1974, φοιτητές κυρίως, αλλά και άλλοι, μόνιμοι κάτοικοι ή επισκέπτες, περάσαμε ένα δράμα, λόγω της έλλειψης πληροφόρησης για την εξέλιξη της τουρκικής εισβολής, που είχε ξεκινήσει το πρωί. Όλοι θέλαμε να γυρίσουμε στην Κύπρο για να πολεμήσουμε ή να βρεθούμε κοντά στις οικογένειές μας. Σκαλίζοντας αργότερα τις ημερολογιακές σημειώσεις μου διαπίστωνα ότι πολλές πληροφορίες που ακούγαμε από το ραδιόφωνο ήταν ανακριβείς, ή ψευδείς, με αποτέλεσμα η αγωνία μας να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη. Και καθώς περνούσαν οι ώρες χωρίς νέα από τους δικούς μας, αρχίσαμε να ζούμε μια κόλαση.

Η μετάβαση στην Κύπρο ήταν αδύνατη πλέον και όπως ήταν φυσικό, αρχίσαμε να προσανατολιζόμαστε προς την ΕΦΕΚ, τη φοιτητική οργάνωση των Κυπρίων. Όταν όμως, πήγα εκεί ήταν όλα υπό διάλυση. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν δαιμονισμένα, ο ένας ρωτούσε τον άλλο, δεν υπήρχε, κανένας υπεύθυνος ή μάλλον άκουσα πως υπήρχε κάποιος από το Συμβούλιο σε κάποιο γραφείο, και προσπαθούσε, να επικοινωνήσει με πιο αρμόδιους για να δίνει πληροφόρηση στους φοιτητές που ολοένα πύκνωναν. Κάθισα σ’ένα γραφείο και άρχισα να απαντώ στις κλήσεις του τηλεφώνου, γιατί δεν έλεγε να σταματήσει το δαιμονισμένο κουδούνισμά του. Όλοι ζητούσαν πληροφορίες, αλλά τι να τους έλεγα εγώ, που είχα τα ίδια ερωτήματα; Θυμάμαι ένας Κύπριος γιατρός τηλεφώνησε από τη Σαλαμίνα, πάρα πολύ συγκινημένος, και μου είπε αυτό που είχε ακούσει: ότι υπήρχαν πολλοί νεκροί και τραυματίες στην Κύπρο, και έθετε τον εαυτό του και τις υπηρεσίες του στη διάθεσή μας, και μας παρακαλούσε να τον πληροφορήσουμε, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να βοηθήσει. Σημείωσα το όνομά του, αλλά τι να το έκανα. Ζούσαμε πραγματικά τραγικές στιγμές.

Ξημέρωσε η Κυριακή, πάλι στην ΕΦΕΚ και κάποια στιγμή ακούσαμε την πολυπόθητη είδηση: «φεύγουμε για Κύπρο με το «Ρέθυμνο», πηγαίνετε να ετοιμαστείτε», κι ακολούθησαν οδηγίες: πού θα βρούμε το πλοίο και ποια ώρα. Δεν γνωρίζω ποιος είχε αυτή τη μεγαλοφυή ιδέα. Μέσα σε λίγες ώρες είχε οργανωθεί η μεταφορά των Κυπρίων στην πατρίδα τους για να πολεμήσουν! Όπως και να ’χει ήταν για μας μια ανακούφιση. Θα πηγαίναμε στην Κύπρο να πολεμήσουμε. Δεν θα αφήναμε τους Τούρκους να προχωρήσουν. Είχε γίνει και επιστράτευση, αλλά δεν γνωρίζαμε τι γινόταν στην πραγματικότητα. Δεν γνωρίζαμε τι έκανε η χούντα. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει προδοσία. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει βαρβαρότητα. Τα μάθαμε στη συνέχεια.

Κυριακή, 21η Ιουλίου 1974, απόγευμα. Ετοίμασα τα πράγματά μου: σε μια μικρή μαύρη ταξιδιωτική τσάντα –τη φυλάω ακόμα– έβαλα μόνο εσώρουχα, κάλτσες, μια δυο φανελίτσες, το διαβατήριό μου, ένα μικρό τρανσιστοράκι, την έβαλα στον ώμο και βγήκα έξω στο πεζοδρόμιο περιμένοντας έναν γείτονα συμφοιτητή μου για να πάμε στο λιμάνι του Πειραιά, όπου ήταν το πλοίο. Ερημιά παντού. Αργά το απόγευμα, φτάσαμε στο πλοίο και τακτοποιηθήκαμε σε καμπίνες, μαζί με άλλους πεντακόσιους περίπου φοιτητές. Μας επέτρεπαν να περιφερόμαστε παντού στο κατάστρωμα, και σε κάποια στιγμή, πολύ αργά το βράδυ, αναχωρήσαμε για το ταξίδι στην Κύπρο, μετά που φορτώθηκαν πολλά στρατιωτικά οχήματα, πολυβόλα και άλλος εξοπλισμός. Οι τηλεοράσεις στα σαλόνια του πλοίου, έδειχναν συνέχεια τανκς και έπαιζαν εμβατήρια, που διακόπτονταν κάθε τόσο από τα πολεμικά ανακοινωθέντα και από κάποια χειμαρρώδη σχόλια του εκφωνητή για το μεγαλείο του έθνους μας. Το ηθικό μας τονώθηκε λίγο όταν αργότερα συναντήσαμε και τους στρατιώτες. Μας βοηθούσαν να κάνουμε «λύση-αρμολόγηση» διαφόρων όπλων, αφού πρώτα είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Και το καράβι ταξίδευε για την Κύπρο. Για να πολεμήσουμε!

Πού και πού περιφερόμουν στο κατάστρωμα, μαζί με πολλούς άλλους –απαγορευόταν στους στρατιώτες– όλοι μας με πολιτική ενδυμασία κι άκουγα το ραδιοφωνάκι μου. Στη μέση του πουθενά, προσπαθούσα να βρω κάποιον σταθμό για να περνά η ώρα, και πάνω σ’εκείνο το ψάξιμο των ερτζιανών, «έπιασα» τον καπετάνιο του πλοίου. Συνομιλούσε με κάποιον που δεν γνωρίζω ποιος ήταν, ούτε τον άκουγα όταν αυτός μιλούσε. Άκουγα μόνον τον καπετάνιο που έλεγε: «…ναι, ναι, εγώ πηγαίνω στην Αίγυπτο… έχω κάτι τουρίστες στο καράβι…». «Εσύ, τι κάνεις; Έμαθες κάτι για την Κύπρο;». «Λένε ότι έγιναν φασαρίες με τους Τούρκους, αν γνωρίζεις κάτι πες το μου».

Ο καπετάνιος γνώριζε, βέβαια, για τους στρατιώτες που ήταν μέσα στο πλοίο, αλλά το έπαιζε «αχάπαρος», που λέμε. Ήταν μέρα ακόμα, κι εγώ περιφερόμουν στο κατάστρωμα ή ακουμπούσα στην κουπαστή κι αγνάντευα την απέραντη θάλασσα. Σε κάποια στιγμή όμως, στο οπτικό μου πεδίο εμφανίστηκε ξαφνικά, στα εκατόν μέτρα περίπου –έτσι μου φάνηκε– το μαύρο περισκόπιο ενός υποβρυχίου. Το κοίταξα για λίγο αποσβολωμένος και μετά συνέχισα να κάνω τον γύρο του καταστρώματος κι αν θυμάμαι καλά, μου φαίνεται πως είδα περισσότερα περισκόπια. Αργότερα μας είπαν πως τα υποβρύχια ήταν αμερικάνικα. Το πλοίο είχε σταματήσει την πορεία του. Ο καπετάνιος, ανήξερος υποτίθεται, συνέχισε να μιλά με διάφορους περί ανέμων και υδάτων. Άρχισε να νυχτώνει και μαζευόμαστε πάλι στις καμπίνες μας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τις ακριβείς ώρες που συνέβηκαν διάφορα γεγονότα, έχουν περάσει άλλωστε σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια, αλλά θυμάμαι πως σε κάποια στιγμή, ο διοικητής της μονάδας, διοικητής λίγα χρόνια πριν στην 31η Μοίρα Καταδρομών, στη Στράκκα, όπου είχα υπηρετήσει. ο γνωστός χουντικός Παπαποστόλου, μας κάλεσε σε συνάντηση στο σαλόνι του πλοίου. Μας μίλησε, για να τονώσει, ίσως, το ηθικό μας, λέγοντας διάφορες βλακείες, για τη γενναιότητα των Ελλήνων μέσα στους αιώνες, αλλά και επί λέξει το εξής: «Ζήτησα από τον καπετάνιο να μου πει αν σε περίπτωση που μας χτυπήσουν από τα υποβρύχια, τα στεγανά του πλοίου μπορούν να αντέξουν μέχρι να φτάσουμε στην Κύπρο. Και ο καπετάνιος μού είπε ότι μπορούν να κρατήσουν!». Δεν γνωρίζω πόσο μακριά από την Κύπρο είμαστε. Αν κρίνω όμως τώρα, που γνωρίζω τον συνολικό χρόνο του ταξιδιού, δεν πρέπει να είμαστε κοντά στις ακτές της Πάφου, πόσω μάλλον της Λεμεσού. Γύρισα στην καμπίνα μου προβληματισμένος με αυτά που είχα ακούσει, σε κάποια στιγμή το πλοίο ξεκίνησε, αλλά βράδυ πια, ποιος μπορούσε να δει προς τα πού ταξίδευε. Κοιμηθήκαμε –όσοι μπόρεσαν– μα κατά τις τρεις τα ξημερώματα με ξύπνησε ο συγκάτοικός μου στην καμπίνα, ανήσυχος. Είχε προηγουμένως ακούσει κάποιους παράξενους θορύβους και βγήκαμε στο κατάστρωμα για να δούμε τι γίνεται. Ησυχία! Το πλοίο ταξίδευε! Κι όταν σε λίγο άρχισε να ροδίζει η αυγή ήταν καθαρό πια ότι ναι, συνέβαινε κάτι άλλο: επιστρέφαμε στον Πειραιά ολοταχώς.

Πέμπτη, 25 Ιουλίου 1974, πριν φέξει ακόμα, φτάσαμε, αν θυμάμαι καλά, στο Πέραμα ή Κερατσίνι. Έφτανε στο τέλος του ένα ταξίδι που είχε διαρκέσει περίπου εβδομήντα πέντε ώρες αγωνίας. Στη μπουκαπόρτα ο Παπαποστόλου χαιρετούσε με χειραψία έναν-έναν από εμάς καθώς βγαίναμε για να πάμε στα σπίτια μας, ταλαιπωρημένοι. Μετά από αρκετή πεζοπορία και με την ευγενική, χωρίς αμοιβή, προσφορά ενός ταξιτζή, που συναντήσαμε στον δρόμο, γυρίσαμε στην Αθήνα και ριχτήκαμε στα άνετα καθίσματα της Σόνιας, μιας πολύ γνωστής καφετέριας στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για έναν καφέ. Κάποιοι νεαροί δίπλα μας, μιλούσαν αμέριμνοι για ποδόσφαιρο.

Και, βέβαια, οι στρατιώτες, που είχαν αποβιβασθεί στη Ρόδο, σίγουρα σε κάποια στιγμή θα επέστρεφαν κι αυτοί στη μονάδα τους. Τους είχαν στείλει κι αυτούς στην Κύπρο για να …πολεμήσουν, αφού προηγουμένως μετέτρεψαν τους Κύπριους φοιτητές σε τουρίστες.

Ω! τι σχέδιο! Πριν την επιστροφή μας, στις 24 Ιουλίου 1974, ημέρα Τετάρτη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γύρισε στην Ελλάδα, και από τότε η Ελλάδα κάθε χρόνο, στις 24 Ιουλίου γιορτάζει! «Γιορτή της Δημοκρατίας» την ονομάζουν. Στην πραγματικότητα γιορτάζεται μια εθνική τραγωδία. Γιορτάζεται η επέτειος, που οι Τούρκοι σκότωναν και βίαζαν. Γιορτάζεται η επέτειος που οι Τούρκοι άρχισαν να εξαφανίζουν κάθε τι το ελληνικό στην Κερύνεια, τη Μόρφου, την Καρπασία, την Αμμόχωστο. Στις μέρες μας τώρα γιορτάζεται η ισλαμοποιημένη πια κατεχόμενη πατρίδα μας.

Κι εμείς, τότε, νομίζαμε ότι μαζί με τους ελλαδίτες φαντάρους που ήταν μαζί μας, πηγαίναμε στην Κύπρο για να πολεμήσουμε. Δεν γνωρίζαμε τι σημαίνει προδοσία.