Κρεσέντσιο Σαντζίλιο
Εἰσαγωγὴ
στὴ δίγλωσση ἔκδοση Isolamara, των εκδόσεων Fermenti, Ρώμη 2016
τῶν ποιητικῶν συλλογῶν
Διθαλάσσου (I Due Mari) καὶ Πικρόλιθος
(Pietramara)
τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ὡστόσο, καὶ πέρα ἀπὸ μιὰ τέτοια
διαπίστωση, τὴν ὁποία θὰ ἐξετάσω στὴ συνέχεια, ἡ γνώμη μου εἶναι ὅτι, ὅσον
ἀφορᾶ στὴν προαναφερθείσα ποιητικὴ δημιουργία, οὐσιαστικῶς καὶ ἀσφαλῶς δὲν
πρόκειται γιὰ δυὸ ποιητικὲς συλλογὲς πραγματικὰ ξεχωριστὲς μεταξύ τους καὶ
ἐντελῶς διακριτές, μέσῳ μιᾶς ἐγκεφαλικῆς
ἔμπνευσης καὶ παραστατικῆς γεωμετρικότητας καὶ χωρὶς ἀμοιβαίους δεσμοὺς ἐπαφῆς
μεταξύ τους. Ἀλλὰ πιὸ πολὺ ὅτι πρόκειται
γιὰ δυὸ ποιητικὰ ἔργα ὀργανικῶς ἐπικοινωνοῦντα μεταξύ τους, διαρθρωμένα σὲ
στροφές (τὶς ἐπὶ μέρους συνθέσεις), τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἰσδύει ὀσμωτικῶς
στὸ ἄλλο, ὄντας ἀμοιβαίως ἑνωμένα μὲ μιὰν ἑνοποιούσα σκέψη καὶ μιὰν ἑνιαία
δημιουργικὴ πνευματικὴ διαδικασία.
Ὑπάρχει ὡς ἐκ τούτου μιὰ ἀκριβὴς
ἐσωτερικὴ συνοχή, ἡ ὁποία διατρέχει καὶ συνδέει τὴ διπλὴ ποιητικὴ δομή,
διαρθρώνοντας μ᾿ αὐτὴν τὴ σταθερότητα τοῦ στοχασμοῦ καὶ ἀποδίδοντας σὲ κάθε ἐπὶ
μέρους ποίημα τὸν χαρακτήρα καὶ τὸ ἀπαραίτητο ὑπόστρωμα στὸ ψηφιδωτὸ σύνολο τῶν
δυὸ ποιητικῶν συνθέσεων.
Μὲ αὐτὸ τὸ δεδομένο, μέσα στὸ
πανόραμα τῆς σύγχρονης κυπριακῆς ποίησης, ὁ Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαὴλ εἶναι
ἀσφαλῶς ἕνας ἀπὸ τοὺς περισσότερο ἀλγοῦντες ὑμνωδοὺς τῆς πατρίδας του, τῆς
βιαίως ἐξαρθρωμένης καὶ βιαίως ἀποσπασμένης ἀπ᾿ αὐτὸν ἀπὸ τὸ 1974 ὡς σήμερα,
καὶ μὲ τὸν πολὺ μεγάλο κίνδυνο ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς νὰ καταστεῖ ὁριστικῶς
χαμένη. Ὁ λόγος του εἶναι ἤρεμος καὶ ὅμως σπαρακτικός, στὸν τόνο ἑνὸς νόστου διαβρωτικοῦ, καὶ γιὰ τοῦτο καταπληγωμένος
ἀπὸ καθημαγμένα σημάδια βάρβαρης ὠμότητας, τὴν ὁποία ξέρει καλὰ μόνο ἐκεῖνος
ποὺ τὴν ὑπέστη καὶ ποὺ ὁ ξένος δὲν μπορεῖ νὰ τὴ φανταστεῖ. Ὑπαινιγμοὶ καὶ
μεταφορές, συνεκδοχές, ὑπερβατὰ καὶ ἀναφορὲς βοηθοῦν νὰ ἀφηγηθεῖ καίριες
στιγμὲς ὁλοκαυτωμάτων της ἱστορίας τῆς Κύπρου στὴν εἰκοσαετία ἀπὸ τὸ 1955 ὡς τὸ
1974.
Ὁ Νικολάου-Χατζημιχαὴλ
κατάγεται ἀπὸ ἐκείνη τὴ λωρίδα γῆς ποὺ μοιάζει μὲ δάχτυλο προτεταμένο πρὸς τὴ
Συρία, ὀνομαζόμενη Καρπασία, τὴν ὁποία οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν παρονομάσει βοὸς οὐράν, οὐρὰ τοῦ βοδιοῦ.
Ἡ ζωή του διαβαίνει ἀνάμεσα στὴν
Καρπασία καὶ στὴν Ἀμμόχωστο, τὴν ὁποία οἱ δυτικοὶ ὀνομάζουν Φαμαγκούστα. Καὶ οἱ δυό, ἀπὸ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1974,
ἀποτελοῦν μέρος τοῦ 37% τοῦ ἐδάφους τῆς Κύπρου ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τουρκικὴ
κατοχή. Ὑπάρχει ὡστόσο μιὰ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυό: στὴ χερσόνησο τῆς
Καρπασίας παραμένει ἀκόμα ἕνας ἀριθμὸς ἑλληνοκυπρίων παγιδευμένων, ὑπολείμματα,
θὰ μποροῦσα νὰ πῶ, μιᾶς τουρκικῆς πολιτικῆς ἀποφασιστικῶς γενοκτονικῆς, τὴν
ὁποία ἡ ἐγκληματικὴ ἀδιαφορία τῆς διεθνοῦς κοινότητας τὴν ἀφήνει συνεχῶς
ἀτιμώρητη, μολονότι τὴν ἀντιμετωπίζει ὡς ἕνα καταφανὲς ἔγκλημα κατὰ τῆς
ἀνθρωπότητας, καταδικασθὲν ἀπὸ τὰ Ἡνωμένα Ἔθνη καὶ τὶς σωστὲς νομοθεσίες τοῦ κόσμου.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν Ἀχαιῶν Ἀκτή, ποδοπατημένη ἀπὸ τὴν τουρκικὴ στρατιωτικὴ μπότα, ζοῦν
φυλακισμένοι οἱ ἐπιζήσαντες τῆς ἐθνοκάθαρσης, ποὺ ἐκτελέστηκε ἀπὸ τὸν Ἐτζεβὶτ
ἀπὸ τὸ 1974 καὶ μετά. Ἀποτελοῦν τὴν
πατρίδα ποὺ ἀφανίζεται, τὴν ἱστορία ποὺ χάνεται, τὴν ἑλληνικότητα ποὺ ξεφτίζει.
Ἔχει λεχθεῖ (ἀπὸ τὸν Θ. Πυλαρινό)
ὅτι τὰ ποιήματα τοῦ Νικολάου-Χατζημιχαὴλ εἶναι ἕνας ὕμνος καὶ θρῆνος γι᾿ αὐτὴν τὴν χαμένη γενέθλια γῆ, μὲ τὶς
τελευταῖες της εἰκόνες μιᾶς ἀλησμόνητης ἑλληνικῆς-κυπριακῆς ἐποχῆς, καὶ
πραγματικὰ αὐτὸς ὁ πολύτιμος ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια τόπος, ἀνάμεσα σὲ δυὸ
θάλασσες, διθάλασσος, ἀντιπροσωπεύει
καὶ τώρα τὴν ἴδια μυθολογία τῆς ὅλης πατρίδας, τὴ γεμάτη φόβο καὶ τελικὴ τώρα ἐξιδανίκευση
ἑνὸς τοπίου καὶ ἑνὸς κόσμου, ποὺ ὁ πόθος γι᾿ αὐτὰ τυραννεῖ ἀκόμα τὴν ψυχὴ καὶ
διαπερνᾶ τὴ μνήμη.
Τὸ χαρισματικὸ καρπασίτικο
πανόραμα διαστέλλεται σὲ ἕνα σύμπαν ποὺ δεσπόζει συμπαγὲς καὶ ὅπου φέγγουν οἰκεῖα
πρόσωπα, εἰκόνες τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ὀπτασίες περασμένης εὐτυχίας,
ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
καὶ ὅλο αὐτὸ μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα
τῆς ἀσθμαίνουσας ἐλπίδας γιὰ ἀναγέννηση καὶ ἐπανάκτηση τῶν δικαιωμάτων τῆς ζωῆς
ποὺ ἀφανίστηκε μὲ τὴ βία:
περιμένουμε
τὴ στιγμὴ
ποὺ τὰ πουλιὰ θὰ ἀνοίξουν πάλι τὰ φτερά τους.
Ὑπάρχει μέσα στὴν ποιητικὴ πράξη
τοῦ Νικολάου-Χατζημιχαὴλ ἕνα συμβολικὸ στοιχεῖο ταυτοποιητικοῦ ἰδεολογικοῦ
περιεχομένου: ἡ πέτρα, ὁ ἐλάχιστος
κοινὸς παρονομαστὴς μιᾶς ὀντότητας ὑλικῆς καὶ ἰδανικῆς, φυσικῆς καὶ πνευματικῆς,
ἱστορικῆς καὶ ἐνδεχόμενης: τῆς Πατρίδας!
Ὁ ποιητὴς κουβαλᾶ μαζί του,
σφίγγει μέσα στὸ χέρι του πάντα τὴν πέτρα, τὸν
“πι-κρόλιθο”, τὴν “πικρὴ
πατρίδα”
περπατῶ μὲ μιὰ πέτρα στὸ χέρι
σὲ ἕνα ταξίδι εὐλαβοῦς ἀποδοχῆς
τῆς πατρίδας, μαζὶ ὅμως καὶ τῆς προσωπικῆς αὐ-τογνωσίας μέσῳ τῆς ἴδιας τῆς
πατρίδας καὶ γιὰ τὴν πατρίδα.
Καὶ δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι, μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, ἡ
πατρικὴ γῆ, μὲ ὅλα τὰ συναισθηματικά, ἀνθρωπολογικά, ἐμπειρικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ
συστατικά της, ἀποτελεῖ ἕνα ἀναπόσπαστο κομμάτι ἐμᾶς τῶν ἴδιων. Ἐδῶ ὅμως ὁ ποιητής,
ὑπερβαίνοντας τὶς συνηθισμένες συμβάσεις τῆς γενικότητας, παρενείρει μέσα στὴν πέτρα τὴ δική του μοναδική, ἐντελῶς
προσωπικὴ καὶ ἀποκλειστικὴ ὁδοιπορικὴ πληρότητα μέσα στὴ ζωντανὴ μυθολογία μιᾶς
πατρίδας, ποὺ τὸν ἀνεβάζει, τὸν κάνει νὰ ὑποφέρει, τοῦ προσφέρει ἐλπίδα καὶ
ἀπελπισία, τόσο, ποὺ ἐκεῖνος τελικῶς νὰ τὴ σωματοποιεῖ, νὰ νιώθει τοὺς παλμοὺς
τῶν διεσπαρμένων μελῶν της, τοὺς χτύπους
τῆς θυσιασμένης καρδιᾶς της: καὶ δὲν τοῦ εἶναι πιὰ ἀρκετὸ νὰ τὴν
κουβαλᾶ στὸ χέρι, μὲ στοργὴ καὶ ἀγωνία, ἀλλὰ πάει πιὸ πέρα, ἀποδίδοντάς της
δυνάμεις ἀποτρεπτικὲς
μιὰ φέτα ἀπ᾿ τὴν πέτρα
φυλαχτὸ
στὸν λαιμό μου κρεμῶ
μέσα στὴν ἀγωνία τῆς γῆς ἀνάμεσα στὶς δυὸ θάλασσες καὶ τὸ
ἀμείωτο ψυχικό της βάρος μέσα στὴν ἀγωνιώδη ἀναμονὴ ἑνὸς πάθους ἀθεράπευτου καὶ καταλυτικοῦ.
Καὶ εἶναι ἴσως ὑπ᾿ αὐτὴ τὴν
ἔννοια, πού, ἀντιστρέφοντας τοὺς ὅρους, τὰ βότσαλα καὶ οἱ πέτρες καὶ ἡ πέτρα τοῦ ποιητῆ γίνονται ποιήματα, ἡ
Κύπρος γίνεται ποίηση καὶ εἶναι μ᾿ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ποὺ ἡ ποίηση στὴν Κύπρο εἶναι
παντοῦ καὶ ἡ Κύπρος εἶναι, μὲ βεβαιότητα, ἡ χώρα τῆς Εὐρώπης μὲ τὴ μεγαλύτερη πυκνότητα ποιητῶν ἀναλόγως πρὸς τὸν
πληθυσμό της.
Κι ἔπειτα εἶναι ἡ Ἀμμόχωστος, ἡ
ἀγαπημένη ὅλων τῶν Κυπρίων, φτάνει νὰ
προφέρουν τὸ ὄνομά της, ἡ περίκλειστη
πόλη, τώρα μέσα στὴ φασματική της γεμάτη μνῆμες μαρτυρία, ἡ ὁποία
ταλαιπωρεῖ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἱστορία τῆς Κύπρου, μιὰ πόλη προορισμένη νὰ εἶναι μοιραία ἤδη ἀπὸ τὸ 1571, ἀκόμα καὶ πολὺ πιὸ
πρίν, μὰ πιὸ πολὺ μετὰ τὸ 1974.
Πόλη σύμβολο (μαζὶ μὲ τὴν
Κερύνεια στὸν βορρά), ὅπου φανερώνεται καὶ τελειοῦται ἡ θυσία τοῦ ἀνθρώπου τῆς
Κύπρου, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸ διαχρονικὸ βάρος τῆς προδοσίας, μιὰ πληγὴ ποὺ μέσα
στοὺς αἰῶνες παραμένει ἀνοιχτή στὸ σῶμα τῆς γλυκείας
χώρας Κύπρου.
Ἰδού, ἡ θυσία, μιὰ λέξη τῆς
ὁποίας οἱ Κύπριοι ἔχουν μεγάλη πείρα καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ σκέφτεται κάποιος τὸ νόημα τῆς θυσίας
χωρίς, ἐξ αἰτίας ὀδυνηρῶν αὐτοματισμῶν, νὰ ξαναφέρνει ἀμέσως στὸν νοῦ τὶς
μνῆμες τῆς τραγικῆς καὶ ἡρωϊκῆς πάλης ἐναντίον τῆς ἀγγλικῆς ἀποικιοκρατίας, στὴ
διάρκεια τῆς ὁποίας, ἀπέναντι στὴ μεγάλη καὶ ἐπίμονη δίψα γιὰ ἐλευθερία καὶ
ἀνεξαρτησία τῶν Κυπρίων ὑψώθηκε ἡ πιὸ ἀπάνθρωπη καὶ αἱμοσταγὴς ἀντίδραση τῶν
Βρεττανῶν.
Ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου καὶ ὁ
Κυριάκος Μάτσης εἶναι, ἀνάμεσα στοὺς πολλούς, οἱ δυὸ πιὸ ἐμβληματικὲς μορφὲς
ποὺ καταυγάζουν τὸ ἐπαναστατικὸ τοπίο, τοῦ προσδίδουν ἀξιοπρέπεια δόξας καὶ
μαζὶ στιγματίζουν τὴν ἀντιϊστορικὴ καὶ ἀπάνθρωπη καταπιεστικὴ ἰσχυρογνωμοσύνη
τῶν κατακτητῶν ἀπὸ τὴν Ἀλβιόνα:
μιὰ σκήτη μυστικὴ στὴ γῆ ἔχω σκάψει
ἀπὸ πέτρα σκληρή.
Ξανὰ λοιπὸν ἡ πέτρα, ὅλη ἡ Κύπρος ἔγκλειστη στὴν πέτρα τοῦ σπηλαίου, καὶ
κλαίω,
γελῶ, τραγουδῶ, σιωπῶγιὰ τὸν τόπο μου ὀνειρεύομαι κι
ἀκούω τ᾿ ἀηδόνι.
Καὶ βρίσκεται ἐδῶ ἔγκλειστη ἡ
γήϊνη παρουσία τοῦ πρώτου, ἐνῶ
τραγούδι γλυκὸ τραγουδῶ
καὶ ποτὲ μὰ ποτὲ δὲν σταματῶ
γιατὶ
λεύτερος
εἶμαι, λεύτερος εἶμαι,
ἔλα ἂν μπορεῖς νὰ μὲ πιάσεις
θυμίζει ὁ δεύτερος, ἀφοῦ ἕνας
ὁλόκληρος λαὸς ἀναλαμβάνει, ὡς μαρτυρία τῆς θυσίας του καὶ τῆς κτηνωδίας τῶν
ἐχθρῶν, μιὰ πράξη ἐνσυνείδητης ἄρνησης τῆς ἀτέρμονης διαδοχικῆς ὑποταγῆς σὲ
ξένες ἐξουσίες, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἔζησε ὁ κυπριακὸς λαὸς μέσα στὴ πολυχιλιόχρονη
ὕπαρξή του.
Καὶ ὁ θυσιαζόμενος ἥρωας ἀφήνει
τὰ ἴχνη τῆς ζωῆς του καὶ τοῦ θανάτου του πάνω στὴν πέτρα, πάνω σὲ ὅλη τὴν Κύπρο, τὴν ὁποία κρατεῖ σφιχτὰ στὸ χέρι,
πορευόμενος μαζί της στὴν αἰωνιότητα:
στὴν πέτρα μου ἀφήνω ἕνα κόκκινο
σημάδι ἀπὸ αἷμα
ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἐκείνη πέτρα, ποὺ μέσα στὸ ἄλλο χέρι
παρουσιάζεται σὰν παντιέρα θάρρους καὶ ἀνδρείας:
θὰ βγῶ μὲ μιὰ πέτρα στὸ χέρι
ἐπειδὴ εἶναι ὁλόκληρη ἡ πατρίδα
ποὺ ἀντικρύζει τὸ πεπρωμένο της καὶ μέσα στὴ μοίρα τοῦ θανάτου της δημιουργεῖ
τὶς προϋποθέσεις τῆς αἰώνιας ἔξαρσής της, ἑνώνοντας σὲ ἕνα μόνο βωμὸ θριάμβου
ὅλους τοὺς μάρτυρες τῆς ἐλευθερίας τοῦ νησιοῦ, χρυσοπράσινου φύλλου ριγμένου στὸ πέλαγο.
Ὅμως ἡ ἑλληνικὴ ψυχὴ τῆς Κύπρου
δὲν μπορεῖ οὔτε καὶ τὴ γέννησή της ἀπὸ τὴ θάλασσα νὰ ξεχάσει, τοὺς δεσμοὺς
αἵματος μὲ τὴ θάλασσα, ποὺ εἶναι καὶ οἱ δεσμοὶ τῆς ἀνθρώπινης περιπέτειας πάνω
στὴ γῆ - μιὰ σχέση ἀτέρμονη, μεγάλης ἀξίας, ἡ ὁποία συμπλέκει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ
πνεῦμα, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον, τὸ συναίσθημα καὶ τὴν αἴσθηση, ἀκόμα καὶ ὅταν
ἦρθε ἔνα κῦμα ὅλο σκοτάδι
ἀπὸ τὴν ἄλλη θάλασσα,
αὐτὸ τῶν ἀλλόδοξων εἰσβολέων,
σκοτεινῶν μέσα στὸ θρησκευτικὸ καὶ φυλετικό τους μίσος.
Εἴτε εἶναι μιὰ σχεδία εἴτε εἶναι
ἕνα πλοῖο, ὁ σκοπὸς εἶναι πάντα ὁ ἴδιος καὶ ἀναλλοίωτος: τὸ ταξίδι, τὸ καβαφικὸ
ταξίδι τὸ γεμάτο ἐμπειρίες, τὸ ὁποῖο ὅμως γίνεται αὐτὸ καθ᾿ ἑαυτὸ μακρινὸ χωρὶς σκοπό. Καὶ ἐδῶ ὁ ποιητὴς
εἶναι ὁ πιὸ εὐαίσθητος ἑρμηνευτὴς καὶ ἀφηγητής του.
Ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ σπρώχνει
καὶ παρακινεῖ στὴν ἀναχώρηση, παρὰ τὶς κακοκαιρίες καὶ παρὰ τὸν ἄνεμο καὶ τὶς συντριβές,
εἶναι νὰ εἶσαι πάντα ἕτοιμος γιὰ
ἀναχώρηση, διακινδυνεύοντας ὀδυσσεϊκὰ πρὸς ἕνα ἄλλο πεπρωμένο, πάντοτε πρὸς
ἕνα ἄλλο πεπρωμένο, μὲ ἐλπίδα καὶ φῶς, ἀκούοντας μόνο τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς.
Καὶ εἶναι ἴσως αὐτὴ ἡ προοπτικὴ
μιᾶς νέας καὶ ἀνακαινισμένης ζωῆς, καὶ γιὰ τοῦτο μὲ διάρκεια δίχως τέλος, ποὺ
ἐμψυχώνει τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, στὴν Ἑλλάδα ἢ στὴν Κύπρο ἢ παντοῦ, μὲ τὸ μάτι
στραμμένο στὸν ὁρίζοντα τοῦ αὔριο, ἀλλὰ μὲ τὴν πατρίδα/πέτρα πάντοτε στὸ χέρι:
τότε κι ἐγὼ φυλάγω τὴν πέτρα
καὶ παίρνω στὰ χέρια μιὰ κώπη
γιατὶ βέβαια εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ταξιδεύεις, δὲν
εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο νὰ ζεῖς (Πλούταρχος), ἀπὸ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη, ἀπὸ ἕνα
σήμερα σὲ ἕνα ἄλλο σήμερα καὶ σ᾿ ἕνα ἄλλο αὔριο, ἀπὸ μιὰν αἰωνιότητα σὲ μιὰν
ἄλλη, στὴν αἰωνιότητα ἑνὸς πνεύματος ποὺ ἀναγεννιέται, ποὺ ἀνανεώνεται, ποὺ
θαυμάζει τὴν ἀπέραντη ζωὴ ὅπως τὰ πουλιὰ ποὺ ξέρουν τὴν αἰωνιότητα τοῦ ταξιδιοῦ
καὶ τῆς ζωῆς μέσα στὸν ἄπειρο οὐρανό, πιστοὶ σύντροφοι στὸ ταξίδι.
Ἔτσι ὁ ποιητής, ὁ ὁποῖος εἶναι
πολὺ εὐαίσθητος ἀπέναντι στὰ ὁράματα τῶν πουλιῶν καὶ καταλαβαίνει τὰ μυστικά
τους καὶ τοὺς ὁρίζοντες, ὁ ποιητὴς ὁ ὁποῖος ταξιδεύει στὸν χρόνο καὶ μέσα στὴν
καρδιὰ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ
κοντινὲς ἀκτὲς κι ἀπὸ μακρινὲς χῶρες
γνωρίζει μόνο τὶς πέτρες
γνωρίζει μόνο τὰ πουλιὰ
γνωρίζει μόνο τὰ ταξίδια
ποὺ διατρέχουν τὴν ἱστορία καὶ τὶς
ἱστορίες, τὶς πληγὲς καὶ τοὺς ἔρωτες, τὰ σώματα καὶ τοὺς θανάτους καὶ τέλος
τοὺς χρόνους μέσα στὴν οἰκονομία τοῦ πρόσκαιρου καὶ τοῦ αἰώνιου, πορεύεται πέρα
ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης κενοδοξίας καὶ ἀλαζονείας καὶ
ταξιδεύει μὲ τὸ καράβι
φορτωμένο ἐλπίδα
μὲ τὸ καράβι φορτωμένο φῶς
γιατὶ ἡ ζωὴ πρέπει πάντα νὰ νικᾶ,
καὶ νικᾶ πάντα, αἰώνιος Φοίνικας.
Ὑπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὅρους, ὁ Νίκος
Νικολάου-Χατζημιχαὴλ δὲν εἶναι ὁ ποιητὴς τῶν ἀκατάληπτων ἑρμητικῶν καὶ/ἢ
σουρρεαλιστικῶν ἀκροβασιῶν, ἀλλὰ ἕνας πραγματικὸς ποιητὴς λυρικῆς καθαρότητας
καὶ δωρικῆς βραχυλογίας. Πειστικὸς καὶ ἀληθινός.
Crescenzio Sangiglio
(μετ. Γ. Χατζηκωστῆς)
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ: Isolamara (Πικρόνησος)
Ἐκδόσεις Fermenti, Ρώμη, Νοέμβριος 2016
τοῦ
Rafaelle
Piazza*
Ὁ Νίκος Νικολάου Χατζημιχαὴλ γεννήθηκε
στὸ Βασίλι τῆς Καρπασίας (Κύπρος). Ἀσκεῖ τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς μετέχοντας σὲ
ἐπιτυχημένες ἀτομικὲς καὶ ὁμαδικὲς ἐκθέσεις. Ἦταν ἐνεργὸ μέρος στὴ πνευματικὴ ὁμάδα
τοῦ λογοτεχνικοῦ περιοδικοῦ Ὁ Κύκλος.
Ἔχει στὸ ἐνεργητικό του βιβλία διηγημάτων καὶ ποίησης. Ποιητικές του συνθέσεις
ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς Κύπρου καὶ τῆς Ἑλλάδας.
Ἡ ἔκδοση Isolamara (Πικρόνησος),
ἡ ὁποία περιέχει ποιήματα παρμένα ἀπὸ τὴ συλλογὴ Διθαλάσσου (2012) καὶ Πικρόλιθος
μὲ τὸν ὑπότιτλο σημειώσεις σχεδίας
(2014), περιλαμβάνει μιὰν εἰσαγωγὴ τοῦ Crescenzio Sangiglio. Ὁ κριτικὸς εἶναι καὶ ὁ μεταφραστὴς τῆς συλλογῆς, στὴν
ὁποία εἶναι ἐντεταγμένο καὶ τὸ ἀρχικὸ ἑλληνικὸ κείμενο σὲ ἀντικρυστές σελίδες.
Πρόκειται γιὰ ἕνα πολύπλοκο βιβλίο, λόγῳ τῶν ἀναφορῶν στὶς ὁποῖες παραπέμπει.
Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ποὺ καὶ τὰ δυὸ μέρη ὑποστηρίζονται ἀπὸ λεπτομερεῖς
ἐπεξηγηματικὲς σημειώσεις.
Ἐν συντομίᾳ, ἡ περὶ ἧς ὁ λόγος εἶναι
ποιητικὴ νεολυρική, στὴν ὁποία κεντρικὰ στοιχεῖα εἶναι οἱ νατουραλιστικὲς
εἰδυλλιακὲς καὶ ἐλεγειακὲς εἰκόνες, διαποτισμένες ἀπὸ μιὰν ἀδιάσπαστη γραμμὴ
μαγείας.
Ἡ ἔκφραση, χαρακτηριζόμενη ἀπὸ
καθαρότητα καὶ φωτεινότητα, μοιάζει συχνὰ μυθική.
Στὴν Καρπασία,
ὄνομα ποὺ ὑποδηλώνει μιὰ χερσόνησο καὶ μιὰν ἀρχαία πόλη, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
διαπιστώνεται ὅτι ὁ ποιητὴς κάθε πρωῒ ἀκονίζει τὴ μνήμη του καὶ ὅτι ἕνα μαχαίρι
ἀνάμεσα σὲ ματωμένες θάλασσες τὸν μοιράζει στὰ δυό. Ἀναδύεται ἀκόμα, μιὰ
ἀναφορὰ στὰ παιδικά του χρόνια καὶ στοὺς δεσμοὺς ποὺ τὸν συνδέουν μὲ τὴν μητέρα
καὶ τὸν πατέρα του. Στὸ ποίημα Ἡ Πέτρα προβάλλουν εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ
ταράζουν τὴν ψυχή, ὅπως ἐκείνη ἀπὸ τὴν προσπάθεια ποὺ τοῦ προκαλεῖ ἡ μεταφορὰ
μιᾶς πέτρας στὸ χέρι, ἀπὸ τὸ νὰ σημαδεύει μὲ τὸ δάκτυλο ἕνα θηρίο ποὺ οὐρλιάζει
καὶ ἀπὸ τὴν παράκληση νὰ κυνηγήσει τὸ ἄγνωστο κακὸ τὴς νύχτας.
Τὰ ἀποσπάσματα χαρακτηρίζονται ἀπὸ
κομψότητα ὕφους καὶ μουσικότητα, συνδεόμενα μέσῳ τοῦ ὑποβλητικοῦ καὶ
σφιχτοδεμένου ρυθμοῦ τῶν στίχων.
Στὸ δομικὸ ἐπίπεδο ἀξίζει νὰ ἐπισημανθεῖ
ὅτι τὰ περισσότερα ποιήματα εἶναι διαρθρωμένα μέσα στὴ σελίδα κατὰ τὸν
παραδοσιακὸ τρόπο. Ἀντιθέτως μερικὲς συνθέσεις τοῦ Πικρόλιθου εἶναι συγκροτημένες ἀπὸ συστήματα στίχων, μικρὲς
ἑνότητες παρατιθέμενες ἡ μιὰ πλάϊ στὴν ἄλλη χωρὶς ἐπάνοδο στὴν ἀρχὴ τοῦ στίχου,
χωριζόμενες μεταξύ τους μὲ γραφικά, ὅμοια μὲ τετραγωνάκια.
Τὰ ὡς ἄνω κείμενα, χαρακτηριζόμενα ἀπὸ
γοητεία καὶ μικρὲς παύσεις, εἶναι καρπὸς ἑνὸς προσωπικότατου πειραματισμοῦ τοῦ
συγγραφέα.
Τὸ πρῶτο ποίημα τῆς Διθαλάσσου, σύντομο καὶ ἐντόνως κάθετο, τιτλοφορούμενο Φῶς, διαιρεῖται σὲ τρεῖς στροφὲς καὶ ἕνα
μεμονωμένο στίχο. Καὶ γιὰ τὴ δομή του ὅπως καὶ γιὰ τὸ περιεχόμενό του
ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς ἄλλες συνθέσεις ποὺ ἀποτελοῦν μέρος τῆς Isolamara (Πικρόνησου). Στὸ κείμενο
αὐτὸ τὸ ἐγὼ-ποιητὴς στρέφεται πρὸς ἕνα ἐσύ,
θηλυκό, ἐξ ὅσων μπορεῖ νὰ ἐξαχθεῖ, στὸ ὁποῖο κάθε ἀναφορὰ παραμένει σιωπηλή.
Θεματικὴ τῆς σύνθεσης φαίνεται νὰ εἶναι
ἐκείνη μιᾶς ἐρωτικῆς συνάντησης πα-ρεντεθειμένης σὲ μιὰ σκηνοθεσία ἀκαθόριστης ὀμορφιᾶς.
Ὄντως ἀναφέρονται φυλλώματα ἐλιᾶς καὶ κυπαρισσιοῦ καὶ τὸ κόκκινο τῆς ροδιᾶς, τὰ
ὁποῖα δημιουργοῦν τὸ προοπτικὸ βάθος μιᾶς αἴσθησης τοῦ ἔρωτα, ὅμοιου μὲ μιὰ
θεοφάνεια, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ φῶς μέσα σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὁ συγγραφέας εἶναι κύριος τοῦ ὑλικοῦ του
καὶ σὲ ὁλες τὶς συνθέσεις οἱ λέξεις ἰσορροποῦν μέσα στὴ σελίδα ἀρχίζοντας ἀπὸ
τὸν πρῶτο στίχο, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἐμφανῆ προσπάθεια, μὲ εὐλυγισία καὶ μαζὶ
παραστατικότητα.
Ἡ μορφή, ἐκλεπτυσμένη καὶ καλῶς
σμιλευμένη, καθίσταται θεμελιῶδες στοιχεῖο τοῦ βιβλίου, τὸ ὁποῖο γεννᾶ μιὰν
ἀτμόσφαιρα ἁρμονίας καὶ κοσμιότητας.
Πρωταγωνιστὲς πολλῶν κειμένων εἶναι τὰ
πουλιά, ὅπως ὁ γλάρος, ἡ φραγκολίνα, ὁ σπίνος, ἡ καρδερίνα καὶ τὸ σπουργίτι.
Στὴν Πρωϊνὴ Συμφωνία, ποὺ ἀποτελεῖ
μέρος τῆς Διθαλάσσου, ὁ Νίκος τὰ ὀνομάζει
τὴν ὥρα ποὺ ἔρχεται τὸ φῶς καὶ ξημερώνει μέσα στὸ σκοτεινὸ φύλλωμα τῶν δέντρων.
Φανερώνεται ἡ χαρὰ τῶν ἴδιων τῶν
φτερωτῶν πλασμάτων μὲ τὸ νὰ τονίζουν ἕνα τραγούδι ἐλεύθερο καὶ μαζὶ εὐτυχισμένο
στὴν ἔκρηξη τῆς μέρας, καθὼς κα-τευθύνονται σ᾿ ἕνα καινούργιο ταξίδι πρὸς τὸ
ἄγνωστο. Σὰν νὰ ἀκούει κανεὶς τὴ φωνή
τους, σὰν νὰ μποροῦσαν νὰ μιλοῦν. Ὁ
ποιητὴς παρομοιάζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ πουλιά, βεβαιώνοντας ὅτι, ἐνῶ αὐτὰ
εἶναι χαρούμενα μὲ τὰ χαρμόσυνά τους τραγούδια, ἡ δική του φωνὴ ἀντιθέτως εἶναι
πικρὴ καὶ δυστυχισμένη.
Τὸ θέμα τοῦ τραγουδιοῦ ἐπανέρχεται μέσα
στὰ ποιήματα, καὶ στὸν Ἀόρατο ἡ
ποιητικὴ φωνὴ εἶναι ἐκείνη τοῦ ὁμώνυμου θάμνου, ὁ ὁποῖος ψάλλει βέβαιος ἀνάμεσα
σὲ δυὸ θάλασσες, εἰκόνα ὑποβλητική, καὶ ἁπλώνει τὰ κλαδιά του στὸν ἄνεμο. Σχετικῶς
μὲ τὰ φυτὰ ποὺ μιλοῦν ἔρχεται στὸν νοῦ ὁ γάλλος ποιητὴς Ponge, ὁ ὁποῖος βεβαίωνε πὼς θὰ ἦταν ὡραῖο ἂν ἕνα δέντρο μποροῦσε νὰ μιλᾶ. Ὁ λόγος
εἰσέρχεται στὴ θεματικὴ τῆς μεταφορᾶς στὸ φυτικὸ βασίλειο.
Οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς ποιητικῆς
δημιουργίας τοῦ συγγραφέα εἶναι ἡ ἱκανότητά του νὰ ἐπιτυγχάνει ἔντονα
ἀποτελέσματα μέσῳ ἑνὸς λόγου ἐκφραστικοῦ, μὲ μιὰ σπουδὴ προσεκτικὴ καὶ
ἐκλεπτυσμένη. Ἀγωνιώδης ἀναμονὴ καὶ μαγεία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα στὸ ὁποῖο φθάνει
συχνά, μὲ μιὰν ἀπόχρωση γλυκύτητας.
Ἀκόμα καὶ τὸ ἐπικὸ στοιχεῖο
ἀντιμετωπίζεται μὲ σκηνὲς ναυμαχιῶν καὶ πεζομαχιῶν, μὲ τρόπο ἀκριβολόγο.
Στὸ ποίημα Τὰ Βότσαλα πραγματοποιεῖται
ἕνας στοχασμὸς τῆς ποίησης πάνω στὴν ἴδια τὴν ποίηση, ἐνῶ βεβαιώνεται ὅτι τὰ
ποιήματα περιφέρονται ὅπως τὰ βότσαλα τῆς θάλασσας, παράγοντας μιὰν εὔπλαστη
ὕλη καὶ φθάνουν στοὺς βυθοὺς μαζὶ μὲ τοὺς ρυθμοὺς τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ χρώματα
τοῦ ἔρωτα. Τὰ ποιήματα ἐξαπλώνονται μέσα στὴ σιωπηλὴ ἄβυσσο καὶ λειαίνονται ἀπὸ
τὴν περιπέτειά τους, ἐνῶ τὰ κύματα τὰ ἐναποθέτουν στὶς ἀμμουδιὲς καὶ μέσα στὸ φῶς.
Στοὺς στίχους αὐτοὺς ὁ ποιητὴς ἀναπαριστᾶ τὴν ἴδια τὴν πράξη τῆς δημιουργίας,
στὴ γένεσή της, ἐπιδεικνύοντας μιὰ δυνατὴ ποιητικὴ προδιάθεση.
Ὁ Χατζημιχαὴλ ἀντιμετωπίζει μιὰ
πολλαπλότητα θεμάτων, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα δὲν ἀπουσιάζει καὶ τὸ θρησκευτικό. Μὲ τὸ
νὰ ἐκφράζει ἕναν θαυμασμὸ γιὰ ἕνα ὄνειρο μὲ μάτια ἀνοικτά, ὁποιοδήποτε καὶ ἂν
εἶναι τὸ ἀντικείμενο τοῦ ποιεῖν του, ὁ ποιητὴς γνωρίζει νὰ κυριαρχεῖ πάνω στὰ
αἰσθήματα καὶ οἱ στίχοι, ἄν και συχνὰ ξεχειλίζουν, βρίσκονται κάτω ἀπὸ αὐστηρὴ
ἐποπτεία καὶ ἔλεγχο μέσα στὴν ἀνέλιξή τους.
Τὸ λεξιλόγιο εἶναι ἐκλεπτυσμένο καὶ
συμπυκνωμένο, μὲ ἀποχρώσεις ὀρφικές. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ μεγάλο μέρος τὰ
ποιήματα εἶναι περιγραφικὰ ἢ ἔκφραση τῆς ἐκκένωσης τοῦ πολὺ αὐτοσυγκεντρωμένου
ἐγὼ-ποιητῆ.
Ἡ ἀνάγνωση τῆς Isolamara (Πικρόνησου),
ἑνὸς ἔργου ποὺ δὲν στερεῖται μιᾶς κλασσικίζουσας πνοῆς, ἀποτελεῖ, μὲ ἕναν λόγο,
τὴν κατάδυση μέσα σὲ ἕνα σύνθετο καὶ ὁραματικὸ σύμπαν.
*Ὁ Rafaelle Piazza εἶναι ποιητής, κριτικὸς καὶ ζεῖ στὴ Νάπολη.
Rafaelle Piazza
(μετ. Γ. Χατζηκωστῆς)