ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΛΙΝΟΒΑΜΒΑΚΟΙ
Ο πατέρας μου δεν ζει πια. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, στις 20 Ιουλίου πριν δέκα ακριβώς χρόνια, μην αντέχοντας την απώλεια τής αγαπημένης του, της αγαπημένης μας μητέρας. Τα φρικτά βασανιστήριά του από τον τουρκικό στρατό τα έχω περιγράψει στο διήγημά μου "Κομπολόϊ από κουκούτσια ελιάς", στη συλλογή μου "Η κόρη του δραγουμάνου". Κατά τη διάρκεια του εγκλωβισμού του, είχε αποστείλει, με έξυπνο τρόπο, μερικά μηνύματα, αποσπάσματα των οποίων διαβάστηκαν στην Κυπριακή Βουλή. Με τα μηνύματα αυτά περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στην Καρπασία και τις μεθόδους των Τούρκων για την εκδίωξή τους, πράγμα που τελικά κατάφεραν. Οι Τούρκοι συνεχίζουν να μας στήνουν παγίδες κι εμείς σαν χάνοι πέφτουμε μέσα.
Το ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ, τα σπίτια όλων των προσφύγων, που εκδιώχθηκαν με τόσο βάναυσο τρόπο, ακόμα και από το πιο μικρό χωριό της πατρίδας μας, πρέπει να έχουν, την ΙΔΙΑ αξία. Κάποιοι όμως, συμπατριώτες μας, από προσωπικό συμφέρον, που -εν γνώσει τους- εξυπηρετούν και τα συμφέροντα του εισβολέα -που έχει δείξει ποιος είναι ο στόχος του- νομίζουν ότι το δικό τους σπίτι έχει μεγαλύτερη αξία, σπέρνοντας, με τον τρόπο αυτό, το σπόρο της διχόνοιας μεταξύ μας. Ντροπή τους. Ντροπή τους, Ντροπή τους. Είναι οι σύγχρονοι λινοβάμβακοι... Ντροπή τους. Ντροπή τους. Ντροπή τους.
Η μάνα του Παναγιώτη Φωτίου.
Αβάσταχτος ο πόνος για τον χαμένο της γιο, που έπεσε ηρωικά, υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, στην περιοχή της Αμμοχώστου.
Για τον Παναγιώτη γράφτηκε το ποίημα "ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ".
[από τη συλλογή μου ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ, ΚΑΡΒΑΣ 2016]
Το Πηγάδι
μια φορά κι έναν καιρό * εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα * πυρωμέναξετυλίγονταν παραμύθια * γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου * και που με τέχνη ο πατέρας * τραγούδαγε στα παιδιά * το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους * κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου * έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.
ο Παναγιώτης ο πιο μικρός * πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε * τα μαγικά μουρμουρίζοντας * της μυστικής του γλώσσας τα λόγια * σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι * και πάντα νικούσε.
γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς * κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε * μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε * τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε
Τέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο
σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι * κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε * γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει;* γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; * και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;
άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει * έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του * και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι
Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν
Τραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν
ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού * κι ήταν καλύτερα γιατί δενέμαθε * δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης * ο εγγονός του ο πιο μικρός * καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών * σ’ ένα χωριό, την Αγιά * θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του * και πικραμένος σιγοψιθύρισε
Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί
το χώμα τον σκέπασε * μαζί με τους άλλους * κι η απορία του * ήταν γραφτό του * να μη λυθεί.
ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ