19 Ιουλ 2017

ΘΕΟΜΗΝΙΑ...


Θεομηνία στον Κόκκινο Βράχο
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ


Όλο το πρωινό το ράδιο μετέδιδε μια πολύ άσχημη είδηση: το απόγευμα στις πέντε περίπου θα περνούσε από την πόλη μας ανεμοθύελλα και έπρεπε όλοι να πάρουν τα ενδεικνυόμενα μέτρα προφύλαξης. Η ανεμοθύελλα θα σάρωνε πρώτα την παραλία και μετά θα προχωρούσε προς το κέντρο της πόλης και μπορούσε να ξεριζώσει δέντρα, να σηκώσει στέγες σπιτιών και να κάνει πολλές καταστροφές.

Ο παλιός φίλος –είχαμε να συναντηθούμε από τότε που τελειώσαμε το γυμνάσιο– ήταν ανένδοτος. Επέμενε πως η συνάντηση έπρεπε να πραγματοποιηθεί οπωσδήποτε, αλλά αδιαφορούσε για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα γινόταν. Έκλεισα λυπημένος το τηλέφωνο με μια μικρή ανησυχία για τον παλιό φίλο γιατί θα ερχόταν από άλλη πόλη.

Συναντηθήκαμε στην παραλία, σε μια μικρή ξύλινη προσφυγική ταβερνούλα λίγο πιο μπροστά από τις πέντε. Δεν αγκαλιαστήκαμε. Μου πρότεινε μόνο το αριστερό του χέρι για χειραψία κι εγώ αμήχανος τον χτύπησα ελαφρά στην πλάτη. Η τελευταία μου προσπάθεια να τον παρασύρω μακριά από την παραλία που ήταν το πιο επικίνδυνο σημείο απέτυχε. Έτσι, καθίσαμε σε μια γωνιά και αμέσως ήρθε και ο ταβερνιάρης για την παραγγελία. Δεν υπήρχε κανένας άλλος μέσα γιατί ήταν κάπως νωρίς αλλά σίγουρα οι ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο για την επερχόμενη θύελλα έπαιξαν το ρόλο τους.

Κάθισα με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω το παράθυρο που βλέπει στη θάλασσα ακριβώς απέναντι μου ανκαι η πλάτη μου έμενε κατά κάποιο τρόπο ακάλυπτη πράγμα που ποτέ δεν συνηθίζω. Δεν ξέρω, ήμουν πολύ ανήσυχος αλλά δεν ήταν και του χαρακτήρα μου να φοβάμαι. 

«Ώστε ανεμοθύελλα» άρχισε την κουβέντα πρώτος, γυρίζοντας λίγο το κεφάλι του δεξιά προς το ανοικτό παράθυρο. Μιμητικά γύρισα κι εγώ στο ίδιο μέρος όπου φαινόταν ο παραλιακός δρόμος με τα πολυτελή ξενοδοχεία και τις πισίνες τους. Εκείνη τη στιγμή μια μαύρη γάτα εμφανίστηκε ξαφνικά στο παράθυρο κουνώντας ανήσυχα το κεφάλι της. Προφανώς προτίμησε αυτό το σύντομο δρόμο για να μπει μέσα παρά να δώσει το γύρο και να μπει από την είσοδο. Ασυναίσθητα έκανα μια κίνηση προς τα πίσω και παραλίγο να κτυπήσω τον άνθρωπο που μας έφερνε το φαγητό μας. Για να πω τη αλήθεια ντράπηκα, αλλά εξακολουθούσα να έχω ένα αδιόρατο φόβο μέσα μου που γινόταν μεγαλύτερος βλέποντας τα μαύρα σύννεφα προς τη μεριά της θάλασσας να πυκνώνουν. Γεμίσαμε τα ποτήρια μας με το ωραίο κρασί της Οράς, η γάτα νιαούρισε παράξενα στριφογυρίζοντας το κεφάλι της και μ’ ένα σάλτο χάθηκε κάτω από τα τραπέζια. «Στην υγειά σου», της είπε ο φίλος μου χαμογελώντας, «στην υγειά μας» είπαμε μετά σχεδόν ταυτόχρονα τσουγκρίζοντας τα ποτήρια και φέρνοντας τα στα χείλη.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακούστηκε ένα βουητό και σχεδόν αμέσως ένας τρομερός διαπεραστικός κρότος. Τα ποτήρια έπεσαν από τα χέρια μας, έσβησαν τα φώτα και το σκοτάδι απλώθηκε στη στιγμή παντού. Πετάχτηκα αμέσως έξω αφού παρέσυρα καρέκλες και τραπέζια. Σεισμός, σεισμός, ακούστηκε. Διέκρινα σιλουέτες να κινούνται γρήγορα δεξιά αριστερά, οι φωνές δυνάμωναν και ακούγονταν κλάματα μωρών. Οι στύλοι του ηλεκτρικού και τα καλώδια κουνιόντουσαν ακόμα. Αναζήτησα τον φίλο μου μα δεν τον εύρισκα. Τον φώναξα με το όνομά του μα δεν πήρα καμιά απάντηση. Μέσα στη σύγχυση δεν ήξερα τι να κάνω. Γύρισα στην ταβέρνα και τον είδα στο φως του κεριού να κάθεται στη θέση του και να πίνει το κρασί του σαν να μη συνέβαινε τίποτα. 

«Κάθισε» μου είπε, μη φοβάσαι και γέμισε το ποτήρι μου. Έξω ακουγόντουσαν συνομιλίες και σχόλια για το σεισμό αλλά τίποτα για την ανεμοθύελλα. Η θάλασσα ήταν πίσσα κατάμαυρη, δεν μπορούσες πια να διακρίνεις τίποτα. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι λεπτά και τα γεγονότα δεν μας είχαν αφήσει να ολοκληρώσουμε μια κουβέντα. Δεν ήξερα και τι να πω. Βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου και αγωνίας και όλα ήταν παράξενα. Πιο πολύ με φόβιζε η αταραξία του φίλου μου που αδιαφορούσε για τα πάντα.

«Την κάθε στιγμή πρέπει να την χαίρεσαι», είπε κάποτε, «γιατί είναι ανεπανάληπτη. Κοίταξε το φεγγάρι που βγαίνει από τη θάλασσα», συνέχισε. Ναι; είπα ξαφνιασμένος και κοίταξα προς τη θάλασσα από το ανοιχτό παράθυρο. Πράγματι το φεγγάρι ήταν τεράστιο και ολοστρόγγυλο. «Πόσοι άραγε χαίρονται αυτή την ομορφιά; Πάντα υπάρχει κάτι που μας αποσπά την προσοχή. Οι άνθρωποι είναι συνεχώς απασχολημένοι. Κατασκευάζουν τις πλατειές λεωφόρους για να κυκλοφορούν τη μοναξιά τους μέσα στα πολυτελή αυτοκίνητά τους. Δεν μένει χρόνος για το φεγγάρι. Πάντως είτε το βλέπουν είτε δεν το βλέπουν η ομορφιά του υπάρχει.» Συμφώνησα αμέσως μαζί του και παρατήρησα, «φαίνεται πως η σοφία σου είναι ανάλογη με την άσπρη γενειάδα σου», δίνοντας έτσι ένα άλλο τόνο στη συζήτηση. «Αλήθεια πώς έγινε και η γενειάδα σου και τα μαλλιά σου έχουν ασπρίσει τόσο πολύ παρά το γεγονός ότι η ηλικία σου δεν δικαιολογεί τέτοια απότομη μεταβολή».

Πέρασε μηχανικά το χέρι στα μαλλιά του κουνώντας το κεφάλι ενώ διαγραφόταν στα χείλη του ένα χαμόγελο σαν κούρος και γέμισε τα ποτήρια με κρασί. «Πραγματικά, άσπρισαν πολύ ενωρίς, σχεδόν μέσα σε μια μέρα» είπε, και έμεινε για μερικές στιγμές αμίλητος. «Δεν είναι μεγάλη ιστορία αλλά αξίζει πραγματικά τον κόπο να σου τη διηγηθώ. «Πραγματικά είμαι περίεργος», είπα «ν’ ακούσω την ιστορία σου. Πάντως δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μπορούν τα μαλλιά ν’ ασπρίσουν μέσα σε μία μόνο μέρα». Χαμογέλασε, και άρχισε την ιστορία του.

«Ασφαλώς θα γνωρίζεις εκείνο το μικρό βυζαντινό εκκλησάκι που φαίνεται στα αριστερά του δρόμου καθώς πηγαίνουμε στη Λευκωσία από τον παλιό δρόμο. Από κει και πέρα το δάσος είναι πολύ πυκνό και συνεχίζει ως την κορφή του βουνού που είναι ένας κόκκινος βράχος. Αυτό τον βράχο τον λένε ακριβώς έτσι, κόκκινο βράχο και δεν υπάρχει όμοιός του στην περιοχή. Είναι μάταιο όμως να προσπαθήσεις να τον προσεγγίσεις με αυτοκίνητο γιατί δεν υπάρχει δρόμος. Είναι δύσκολο το μέρος και εύκολα μπορεί κάποιος να χαθεί χωρίς οδηγό. Πίσω από το βουνό είναι το χωριό αλλά και πάλι είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον βράχο γιατί υπάρχει ένα πολύ μεγάλο φαράγγι. Εγώ στάθηκα τυχερός γιατί γνώρισα τον ιερέα του χωριού, έναν έξυπνο άνθρωπο, που μόλις έμαθε ότι είμαι ζωγράφος επέμενε πως αν δεν ζωγράφιζα το τοπίο από τον κόκκινο βράχο θα έχανα την ευκαιρία της ζωής μου. Κάθισε μαζί μου για αρκετή ώρα και με κάθε λεπτομέρεια μου αποκάλυψε τον μοναδικό ίσως δρόμο που οδηγεί στον κόκκινο βράχο».

«Με έτρωγε η περιέργεια να επισκεφθώ αυτό το μέρος. Ο ιερέας μιλούσε με τόσο ενθουσιασμό που δεν μπορεί, κάτι σημαντικό ή μοναδικό έπρεπε να υπάρχει εκεί. Εγώ ήμουν πολυταξιδεμένος είχα γνωρίσει πολλά μέρη σε όλο τον κόσμο και μου φαινόταν πολύ απίθανο να υπάρχει κάποιο μέρος σ’ αυτό το μικρό νησάκι που να το κάνει μοναδικό και αξιοθέατο. Περίμενα να ζεστάνουν λίγο οι μέρες και μετά το Πάσχα φόρτωσα στο μικρό μου αυτοκινητάκι τα απαραίτητα και κάποια μέρα πρωί - πρωί τράβηξα για το ταξίδι μου. Είχα μαζί μου όλα τα απαραίτητα για να μπορώ να επιβιώσω για μερικές μέρες. Τη χρονιά εκείνη είχαμε πολλές βροχές και η άνοιξη ήταν μοναδική. Δεν χόρταινες να βλέπεις τόση ομορφιά παντού. Τράβηξα εκατοντάδες φωτογραφίες. Η χρονιά ήταν ανεπανάληπτη. Δεν θυμόμουνα να είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν». 

«Ήταν Τετάρτη 7 Μαΐου ημερομηνία ούτε σημαδιακή ούτε με κανένα άλλο νόημα. Απλώς είχα τελειώσει μια εργασία για το νέο κτήριο του Δήμου. Ήμουν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα και είχα πολλή όρεξη για δουλειά. Το σαραβαλάκι μου αγκομαχούσε μα στο τέλος τα κατάφερε. Είχα φτάσει στο μικρό εκκλησάκι σε λιγότερο από μια ώρα. Τώρα άρχιζε το δεύτερο μέρος της αποστολής. Κάθισα κάτω από ένα δέντρο για να ξεκουραστώ και να συμβουλευτώ τους αυτοσχέδιους χάρτες που είχα ετοιμάσει με τη βοήθεια του ιερέα. Πρώτη φορά επισκεπτόμουν το μέρος μα οι υποδείξεις ήταν ακριβέστατες. Ετοίμασα λοιπόν τα σακίδια μου και κλείδωσα το σαραβαλάκι μου για καλό και για κακό, παρόλο που δεν υπήρχε και τίποτα αξιόλογο για να κλέψουν, αλλά και οι πιθανότητες επισκέψεων ήταν πολύ λίγες. Ποιος θα τολμούσε να έρθει σ’ αυτό το μέρος χωρίς κανένα λόγο». 

«Πήρα βαθιά αναπνοή και ξεκίνησα για τη δεύτερη φάση του σχεδίου. Θα χρειαζόμουν το πολύ σαρανταπέντε με πενήντα λεπτά για να φθάσω στον προορισμό μου. Είχα λίγο βάρος με τις προμήθειες και το καβαλέτο αλλά καλά τα πήγαινα. Έκανα ένα μόνο σταθμό για να ελέγξω ξανά το σχέδιο. Όλα δούλευαν ρολόι».

«Το πέρασμα στην άλλη πλευρά γινόταν από ένα στενό μονοπάτι σίρριζα του βράχου όπου η άγρια βλάστηση με δυσκόλευε αφάνταστα και δεν μπορούσα να περάσω έτσι όπως ήμουν φορτωμένος και τα χέρια μου ήταν γεμάτα. Αναγκαζόμουν να αφήνω κάτω ό,τι κρατούσα και να κόβω μερικά κλαδιά». 

«Η κούραση κόντεψε να με καταβάλει, αλλά αυτό που αντίκρισα όταν πέρασα στην πίσω πλευρά του βράχου μ’ έκανε να ξεχάσω τα πάντα και να γίνω άλλος άνθρωπος. Δεν υπάρχουν λέξεις που μπορεί κάποιος να περιγράψει το τοπίο. Δεν υπάρχουν χρώματα σε παλέτα ζωγράφου που να συγκριθούν με αυτά που έβλεπαν τα μάτια μου. Στεκόμουν στη βάση του Κόκκινου Βράχου σαν χαμένος. Όταν γύρισα το κεφάλι μου ψηλά κι αντίκρισα το δυσθεόρητο ύψος του ένιωσα τιποτένιος, εκμηδενίστηκα. Όλες οι αποχρώσεις του κόκκινου ήταν απλωμένες σε επίπεδες και μη επιφάνειες και τα πιο παράξενα σχήματα είχαν διαμορφωθεί σ’ αυτόν εδώ το βράχο. Αχ! και να βρισκόμουν στην κορφή του και πιο ψηλά ακόμα, για να μπορέσω να δω όλο το τοπίο. Στριφογύρισα ζαλισμένος και προχώρησα ακόμα μερικά βήματα. Τότε ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν καθώς μπροστά μου ξετυλιγόταν ο πιο ωραίος πίνακας ζωγραφικής που είχαν δει τα μάτια μου. Μια φανταστική λουλουδιασμένη κοιλάδα που λουζόταν στις πρωινές ακτίνες του ήλιου. Προς τα δεξιά ήταν το φαράγγι και πίσω απλωμένο το χωριό. Τώρα κατάλαβα πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση από το μέρος του χωριού. Ακριβώς μπροστά μου πρόσεξα το χάσμα που υπήρχε. Ήταν η προέκταση του φαραγγιού». 

«Μελέτησα το τοπίο και άρχισα να σκέφτομαι από που θα αρχίσω να ζωγραφίζω. Έψαχνα για πέρασμα προς την κοιλάδα. Ευτυχώς από τα αριστερά εκατόν περίπου μέτρα από το σημείο που βρισκόμουν δεν ήταν πυκνή η βλάστηση και υπολόγισα ότι θα μπορούσα να περάσω. Πήρα τα πιο απαραίτητα σύνεργα και προχώρησα με στόχο να φθάσω στο κέντρο της κοιλάδας που ήταν μια συστάδα από πεύκα, για να ζωγραφίσω απ εκεί το βράχο. Ήταν καλός συλλογισμός. Όταν έφτασα χαμηλότερα φάνηκε ότι οι αναθρήκες ήταν πιο ψηλές από μένα και διατηρούσαν ακόμα τη ζωντάνια τους. Το κίτρινο χρώμα τους ερχόταν σε αντίθεση με το μπλε του ουρανού. Το καλοκαίρι όταν ζωγραφίζω σε γνωστούς χώρους χρησιμοποιώ την αναθρήκα και φτιάνω σκαμνάκια που είναι ανάλαφρα και μαλακά».

«Όσο πλησίαζα στα πεύκα τόσο πιο μεγάλα μου φαίνονταν. Είχαν χοντρούς κορμούς και πλούσια καταπράσινη φυλλωσιά. Κάθισα στο πτυσσόμενο σκαμνάκι κάτω από τα πεύκα και μελέτησα τις σκιές στο βράχο και γενικά το τοπίο που ήταν απέναντι μου και προσδιόρισα επακριβώς τα όρια που θα ζωγράφιζα. Δεν βιαζόμουνα. Είχα καταλάβει ότι θα περνούσα πολλές μέρες εδώ, όπου και να γύριζα το κεφάλι μου υπήρχε ένας ξεχωριστός πίνακας. Οι κινήσεις μου άρχισαν να περιορίζονται και είχα περιέλθει σχεδόν σε μια κατάσταση διαλογισμού. Άρχισα να δουλεύω με τη ψυχή μου και όχι με τα χέρια. Τα χέρια ήταν απλά τα εργαλεία. Ακολουθούσα το δικό μου τρόπο και είχα εντελώς αποκοπεί από το περιβάλλον. Δεν θυμάμαι πόση ώρα ήμουν σε αυτή την κατάσταση, αυτό που θυμάμαι είναι ότι σε κάποια στιγμή το καβαλέτο μαζί με το τελάρο παρασύρθηκε από τον αέρα που φύσηξε ξαφνικά. Η πρώτη αντίδραση μου ήταν να τρέξω να σηκώσω το τελάρο για να το προστατεύσω αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να πέσω κι εγώ μπρούμυτα αφού δεν υπολόγισα σωστά τη δύναμη του ανέμου. Αιφνιδιάστηκα και στριφογύρισα το κεφάλι για να καταλάβω καλύτερα τι συνέβαινε. Ένα απόμακρο βουητό έφθασε στ΄αυτιά μου και πιο πέρα έβλεπα τα μικρά δένδρα να γέρνουν τόσο πολύ που κόντευαν να σπάσουν». 

«Ο άνεμος φυσούσε πιο δυνατά τώρα και κατάλαβα πως ήταν ματαιοπονία να τρέξω για το καβαλέτο και το τελάρο. Εγώ ο ίδιος δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια σύρθηκα προς το μέρος όπου τα πεύκα ήταν πιο πυκνά και πιάστηκα από μια ρίζα. Ξανακοίταξα προς το μέρος του χωριού και είδα πολλά κλαδιά δέντρων, μεγάλα χαρτόνια, και άλλα αντικείμενα που δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι ήταν, να παρασύρονται και να στροβιλίζονται». 

«Ο ουρανός θόλωσε και το βουητό ακουόταν τώρα πιο έντονο. Ένιωσα πως δεν μπορούσα πια να κρατηθώ από τη ρίζα, ήμουν ξαπλωμένος μπρούμυτα και τ’ αγκάθια ενός μεγάλου θάμνου σαν μεγάλα καρφιά χώθηκαν στα πλευρά και γενικά σε όλο μου το σώμα εκτός από το κεφάλι, κάνοντάς με να ξεφωνήσω από τον πόνο. Το κεφάλι μου ευτυχώς προστατεύθηκε από τον κορμό του πεύκου. Ήταν ολοφάνερο πως βρισκόμουν σε απελπιστική θέση και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να προστατευθώ, κυρίως φέρνοντας τα χέρια από ένστικτο προς το μέρος του κεφαλιού. Με τα στροβιλίσματα βρέθηκα να έχω αγκαλιάσει τον κορμό ενός πεύκου μα ήμουν σε θέση ακόμα να βλέπω και διέκρινα ότι η κατάσταση προς το μέρος του χωριού ήταν ακόμα χειρότερη. Ο ουρανός έγινε ακόμα πιο θολός και πιο σκοτεινός. Κάθε είδους αντικείμενα βρίσκονταν σε κίνηση και καταλάβαινα ότι το επίκεντρο γύρω από το οποίο γινόταν η καταστροφή ήταν μετακινούμενο και με πλησίαζε επικίνδυνα». 

«Δεν ακουγόταν ένα απλό βουητό πια αλλά ένα πανδαιμόνιο από κρότους και η κατάσταση χειροτέρευε τόσο γρήγορα που δεν μου έδινε την ευκαιρία ούτε να σκεφτώ ούτε να δράσω. Και τι μπορούσα να κάνω άλλωστε. Σε κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήμουν πιο ψηλά από το έδαφος και να στριφογυρίζω αγκαλιασμένος με τον κορμό του πεύκου. Είδα ένα τεράστιο πεύκο να ξεριζώνεται και στη συνέχεια άλλο και άλλο και να σηκώνονται προς τον ουρανό λες και ήταν παιχνιδάκια». 

«Έβλεπα πολύ θολά τώρα και ήμουν τραυματισμένος άσχημα και σφηνωμένος μέσα στα πυκνά κλαδιά του πεύκου. Κάτω απλωνόταν το χωριό που το έβλεπα σε κάθε στριφογύρισμα από διάφορες γωνίες. Μου φάνηκε για μια στιγμή ότι είδα τον ιερέα και τους χωρικούς αλαφιασμένους να έχουν υψωμένα τα χέρια ποιος ξέρει αν ήταν για ικεσία ή ήταν κινήσεις απελπισίας. Μια στέγη ξεκόλλησε και στροβιλίστηκε λες και ήταν από χαρτόνι. Ένας τσίγκος σα μια τεράστια λεπίδα σφηνώθηκε στην κοιλιά μιας αγελάδας που τη μοίρασε στα δύο». 

«Ήμουν μάρτυρας μιας πραγματικής κόλασης. Όλο το χωριό ήταν ερείπια. Το ωραιότερο τοπίο του κόσμου ήταν πια ένας χώρος από ξεριζωμένα δέντρα και αντικείμενα ατάκτως ερριμένα».

«Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Η τελευταία εικόνα ήταν ένα μαύρο τούνελ, χοάνη στον ουρανό ή στη γη, δεν μπόρεσα να καταλάβω, μέσα στο οποίο εκτινάχθηκα χάνοντας τις αισθήσεις μου».

«Ξύπνησα στο νοσοκομείο όπου πέρασα μετά πολύ καιρό για να συνέλθω. Ήμουν τυχερός που έζησα. Όταν μετά από μήνες είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη ήμουν αγνώριστος. Τα μαλλιά μου ήταν όπως τα βλέπεις τώρα. Ολόασπρα. Πέρασα από το μαύρο το κορακίσιο στο λευκό του χιονιού, από την ευτυχία στη δυστυχία, από την ομορφιά στην αταξία. Και όλα αυτά μέσα σε μερικά λεπτά της ώρας».

«Α! Ξέχασα να σου πω, το δεξί μου χέρι είναι άχρηστο. Στην αρχή με πείραζε μου δυσκόλεψε τη ζωή αλλά μετά συνήθισα. Στο κάτω - κάτω ο Θεός μας χάρισε τη ζωή για να εμπλουτίζεται η καρδιά μας. Άντε στην υγειά μας. Δεν μπορεί να συμβεί κάτι χειρότερο. Πρέπει να χαιρόμαστε και να ζούμε την κάθε στιγμή γιατί είναι ανεπανάληπτη».

***

Εκείνη τη στιγμή ο χώρος φωτίστηκε ξαφνικά, αφού φαίνεται είχε αποκατασταθεί η βλάβη και η γάτα πήδηξε και κάθισε στο παράθυρο. Σήκωσα κι εγώ το ποτήρι μου αλλά δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη. Η ιστορία του ήταν αληθινή και πράγματι είχε συμβεί το 1985, αλλά το μοναδικό, τότε, κρατικό κανάλι είχε αρκεστεί να δείξει μόνο μερικές γενικές εικόνες της καταστροφής χωρίς κανένα σχόλιο λες και δεν είχε συμβεί τίποτα.

«Στην υγειά σου γατούλα» είπα, κι αυτή ανοιγόκλεισε νωχελικά τα μάτια.

Από το παράθυρο απέναντι φαινόταν μόνο ένα ποτάμι φως πάνω στη θάλασσα γιατί το φεγγάρι είχε ανέβει πιο ψηλά και δεν μπορούσα να το δω.

(1985)

[από τη συλλογή μου Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο 2003, (κρατικό βραβείο διηγήματος)]