5 Μαρ 2016

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ


Το πρώτο μου βιβλίο. Όλα κι όλα δυο ποιήματα είχα γράψει και ήθελα να τα κάνω βιβλίο. Το ποίημα "Καρπασία" κι άλλο ένα, το "μονόλογος", ως ένθετο, με ένα σχέδιο επιζωγραφισμένο στο χέρι, και φύλλο χρυσού στον φωτοστέφανο του Αγγέλου, σε κάθε αντίτυπο που έδινα. Τυπώθηκε στις 20 Ιουλίου 1984 από τα χειρόγραφά μου, δέκα χρόνια μετά την καταστροφή. Το είχα στείλει σε λίγους φίλους και σε άλλους από έναν κατάλογο που μου είχε δώσει ο φίλος Φοίβος Σταυρίδης και η Νίκη Μαραγκού. Τα υπόλοιπα από τα πεντακόσια αντίτυπα χάθηκαν. Ίσως σε κάποια μετακόμιση. Σήμερα ξεφύλλισα ένα από τα δεκαπέντε αντίτυπα που βρήκα πρόσφατα σε έναν ξεχασμένο φάκελο. Όλα με την αφιέρωσή τους. Δεν τα ταχυδρόμησα ποτέ. Έκρινα ότι δεν έπρεπε να ενοχλήσω ανθρώπους όπως ο Ελύτης, ο Ρίτσος και άλλοι. Δεν μετάνιωσα. 

Κάποτε όμως, αυτές οι αφιερώσεις μας προξενούν λύπη. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί πού στέλνουμε τα βιβλία μας. Ο Θεοδόσης Νικολάου πίστευε πως τα βιβλία πρέπει να αγοράζονται και όχι να χαρίζονται. Ωστόσο κι εκείνος έστελνε αρκετά βιβλία. Πριν λίγες μέρες που ήμουν στην Αθήνα πέρασα από ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στη Χαριλάου Τρικούπη γιατί είχα εντοπίσει μέσω διαδικτύου ένα αντίτυπο του βιβλίου μου "Η κόρη του Δραγουμάνου" που έχει προ πολλού εξαντληθεί. Εκεί, βρήκα κι ένα αντίτυπο από τη συλλογή "Διθαλάσσου". Και τα δύο σε άριστη κατάσταση. Και τα δύο με την αφιέρωση που είχα κάνει. Το ένα, μάλιστα, άκοπο, αξάκριστο! Δεν θα αναφέρω -τα γνωστά- ονόματα, απλώς να αναφέρω ότι στον κόσμο υπάρχει πολλή υποκρισία. Ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στον οποίο το είχα αφιερώσει -δεν γνωριζόμαστε- όταν είχε περάσει από τη Λευκωσία, θεώρησε ότι έπρεπε να με ευχαριστήσει, με προσκάλεσε στο ξενοδοχείο που διέμενε, και μου απεκάλυψε τα σχέδια που είχε για την προβολή του βιβλίου μου. Είχα μείνει άναυδος από αυτά που άκουγα. Έκτοτε ούτε τον ξαναείδα ούτε ενημερώθηκα ούτε πρόσεξα αν έγινε κάτι που έκανε για το βιβλίο μου. Σήμερα γνωρίζω τι είχε κάνει!

Κρατούσα με λύπη το ολοκαίνουργιο βιβλίο - πεντέμισι ευρώ το είχαν! Πάλι καλά, του Σωτήρη Δημητρίου δίπλα το είχαν 2 ευρώ! - και κοιτούσα την ωραία μου αφιέρωση με τη βυζαντινή γραφή. Προσγειώθηκα κανονικά!




Καρπασία
Κάθε πρωὶ
Ἀκονίζω τὴ μνήμη μου
Κι ἕνα μαχαίρι
Ἀνάμεσα σὲ θάλασσες ποὺ ματώνουν
Σὲ δυὸ κομμάτια μὲ χωρίζει.

Τὰ παιδικά μου χρόνια μὲ συνθλίβουν…

Προσπαθῶ νὰ ταιριάξω φωνήεντα
Στὰ ʺξὶʺ καὶ ʺζήταʺ
Καθὼς στὸν ἥλιο διάπλατα
Ἡ μάνα ψιθυρίζοντας
Τὸ σπίτι ἀνοίγει.

Στὴν πρωινὴ καταχνιὰ
Τριάστρι, Ποαλέτρικα καὶ ἄλλοι ἀστερισμοὶ
Δὲν μποροῦν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῶν βλεφάρων μου.
Κυνηγώντας τὴ σκιά μας ἀνάμεσα στὰ καπνόφυτα
Μὲ τὴν πίσσα στὰ χέρια καὶ στὰ ροῦχα μας
Ἀποχωρίζουμε τσὰκ τσὰκ τὰ νοτισμένα φύλλα
Κι ἐνῶ τὸ χρυσαφὶ ρουφάει τὸ πράσινο
Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει
Καὶ οἱ μακριὲς αὐλακιὲς
Μικραίνουν στὸ μέτωπο τοῦ πατέρα
Μετρώντας τον μὲ κοντάρια.

Μὰ ἕνας ρόδακας
Ὁλοένα γυρίζει μιὰ μπροστὰ καὶ μιὰ πίσω
Ἐπιστρέφοντας εἰκόνες τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Καὶ δείχνοντας τὶς ἄλλες
Ποὺ συνθέτουν οἱ μέρες ποὺ θά ᾿ρθουν.


Ἂς ἀρχίσει λοιπὸν ὁ ἀγῶνας
Κι ἂς μὴν εἶναι διὰ τὴν δόξαν
Ἂς εἶναι γιὰ τὰ καπνολούλουδα
Καὶ τὶς σκορπισμένες ψηφίδες
Τῆς διθαλάσσου πεφιλημένης πατρίδας.