διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, τ.30, σελ. 454]
Zούσε
μοναχή της έξω από το χωριό στην άκρη τού δάσους. Η ηλικία της ακαθόριστη.
Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι πάντα έτσι την θυμόντουσαν: μια σταλιά
ύπαρξη, ντυμένη στα μαύρα, πάντα με ένα μεγάλο μαύρο τριγωνικό μαντήλι στο
κεφάλι, που το έλεγε τσίπα, και στο αριστερό της χέρι το μπαστούνι της,
κρεμασμένο από τον καρπό, που το κρατούσε πιο πολύ για προστασία παρά για βοήθημα
στο περπάτημα. Προστασία από τα σκυλιά, βέβαια, και όχι από τους ανθρώπους
που την αγαπούσαν και ανησυχούσαν όταν αργούσε να κάνει την εμφάνισή της. Το
σακίδιό της κι αυτό μαύρο, πάνινο, κρεμόταν πότε στον αριστερό και πότε στον
δεξί της ώμο και περιείχε τα λίγα τρόφιμα που της έδιναν∙ δεχόταν μόνο εκείνα
που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μην αυξάνεται το βάρος που κουβαλούσε. Το μαντήλι
της ήταν δεμένο με τέτοιο τρόπο, που το κεφαλάκι της φαινόταν σκοτεινό σχεδόν
ανύπαρκτο και μόνο τα μικροσκοπικά της μάτια στριφογύριζαν ασταμάτητα στο
ρυθμό τού δεξιού πάντα τανυσμένου χεριού της∙ είχε κι αυτό ένα παράξενο περιστροφικό
τρέμουλο, όπως και το κεφάλι της, που σίγουρα προερχόταν είτε από κάποια
πάθηση, είτε από γηρατειά. Κανένας δεν είχε δει ποτέ το χέρι της σε κατάσταση
ηρεμίας. Δεν είχε δόντια, τα σουρωμένα χείλη της ήταν τραβηγμένα προς τα μέσα
κι έκαναν το μικρό της πηγούνι να φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκολευόταν στις
λέξεις που είχαν σίγμα, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανέναν μια και το νόημα των
λόγων της έβγαινε αμέσως χωρίς καμιά προσπάθεια.
Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα που σίγουρα είχε
δραπετεύσει από κάποιο παραμύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί που τελειώνει το
δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοιλάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές τού
Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό. Τα εντελώς απαραίτητα
για να επιβιώσει: ένα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδή τρεις τέσσερεις σανίδες ενωμένες
και τέσσερα χαμηλά στρογγυλά πόδια, μια κρεμαστή ξύλινη κατασκευή, στην οποία
φύλαγε το τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο της έδιναν, και ένα μικρό τραπεζάκι που
είχε μόνιμα επάνω μια λάμπα πετρελαίου. Στον τοίχο ήταν μια τετράγωνη εσοχή-εικονοστάσι
κι εκεί μέσα φύλαγε ένα και μοναδικό παλιό εικόνισμα, την Αγία Ρόδη, η οποία φωτιζόταν
αμυδρά από το φυτιλάκι που έκαιγε στο λάδι μιας πράσινης κοντόχοντρης καντήλας.
Εκεί, ήταν ακόμα ένα αποξηραμένο κρίνο, από τον επιτάφιο, μερικά φυτίλια κι
ένα κουτί σπίρτα. Η εσοχή καλυπτόταν με ένα ειδικό κουρτινάκι που χωριζόταν
στα δύο, από τη βάση τού κεντημένου σταυρού ώς κάτω. Κανένας δεν γνώριζε γιατί
είχε προτιμήσει να ζει σ’ εκείνο το σπιτάκι, μακριά από το χωριό. Δεν είχε συγγενείς∙
ούτε στενούς ούτε μακρινούς. Κανένας δεν γνώριζε από πού ήρθε, κάποιοι μόνο
έλεγαν πως ήταν Μικρασιάτισσα, μα δεν το έλεγαν με σιγουριά, υπόθεση έκαναν.
Όλοι όμως γνώριζαν τ’ όνομά της, γιατί ήταν η μόνη ερώτηση, στην οποία
απαντούσε αμέσως: Χατζηροδού.
Η φήμη της έφτανε και στα πιο μακρινά χωριά τής
περιοχής∙ ήταν η Χατζηροδού, η ποιήτρια, και δεν το έλεγαν αυτό κοροϊδευτικά.
Το έλεγαν, γιατί πραγματικά ήταν ποιήτρια. Κάθε πρωί ξεκινούσε για μια περιοδεία
στα γύρω χωριά, που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα. Και κάθε μέρα ακολουθούσε
διαφορετική διαδρομή. Όχι για να ζητιανέψει, αλλά για να πουλήσει τα ποιήματά
της. Και δεν ήταν σε τυπωμένα βιβλία ή φυλλάδες∙ ήταν ποιήματα που έφτιαχνε
και απάγγελλε επιτόπου μετά από παραγγελία. Ξεκινούσε το πρωί με αργό σταθερό
βήμα και γύριζε το απόγευμα στο φτωχικό της, πλήρως ικανοποιημένη.
Μόλις τη βλέπαμε να ξεπροβάλλει στο δρομάκι προς το
σπίτι μας, τρέχαμε σαν αστραπή να προλάβουμε ο ένας τον άλλον, για να πάρουμε
δεκάρες από το συρτάρι τού μπουρό, που έβαζαν γι’ αυτό το σκοπό ο πατέρας κι η
μητέρα. Όταν πλησίαζε αρκετά, χαιρετούσε τραγουδιστά. Αν βρισκόταν κάποιο
κάθισμα δίπλα της καθόταν, μα η επίσκεψή της δεν διαρκούσε και πολύ∙ μόνο όσο
χρειαζόταν, για να ταιριάξει μερικά στιχάκια και να πάρει την ανταμοιβή της.
Βάζαμε τη δεκάρα στο χέρι που έτρεμε, και λέγαμε μια
λέξη, συνήθως το όνομά μας ή μια δύσκολη πολυσύλλαβη ή κάτι που βλέπαμε μπροστά
μας, για την οποία θα ταίριαζε τους στίχους. Αυτή ανεβοκατέβαζε το χέρι μερικές
φορές, όσο να βρει την τσέπη της για να βάλει μέσα το νόμισμα και ο χρόνος μερικών
δευτερολέπτων που μεσολαβούσε της ήταν αρκετός για να συντάξει το ποίημά της,
που το έλεγε χωρίς κομπασμό. Εγώ προσπαθούσα να της βάζω τις πιο δύσκολες
λέξεις που γνώριζα, μα γι’ αυτήν ποτέ δεν υπήρχε καμιά δυσκολία. Στη στιγμή τη
συνταίριαζε με άλλες για να ομοιοκαταληκτεί. Κάποτε που της είχα βάλει στο
χέρι μια δεκάρα και πρόφερα το δικό της όνομα, αυτή χωρίς χρονοτριβή μας απάγγειλε τη σύνθεσή της:
Είμαι μόνη μου στον κόσμο και με λεν Χατζηροδούν
Κι αν έβλαψα ψυχή Θεού σαν Τον δουν να του το πουν
Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάποτε όμως στην ώρα τους
εφαρμόζονται οι απαράβατοι κανόνες τού σύμπαντος. Η εκατόχρονη ποιήτρια, ένα
απόγευμα, έκλεισε για πάντα τα μάτια, καθώς ήταν ακουμπισμένη σ’ ένα πεζούλι
έξω από την εκκλησία τού χωριού. Εκείνη τη στερνή στιγμή ταίριαξε και τους τελευταίους
της στίχους, γι’ αυτόν που στεκόταν μπροστά της, περιμένοντας:
Ήρθες να πάρεις την ψυχή κρατώντας το σπαθί σου
Μα να την πάρεις δεν μπορείς την Ποίηση μαζί σου
Την έθαψαν το ίδιο απόγευμα. Και όταν πήγε μια επιτροπή
στο σπιτάκι της, σε μια γωνιά βρήκαν ένα μικρό θησαυρό. Ένα σωρό με νομίσματα,
σκεπασμένο με κουρέλια και πολλά άλλα αντικείμενα. Ήταν, κυρίως, χιλιάδες δεκάρες,
ουσιαστικά άχρηστες γι’ αυτήν, αντίδωρα για τον αμητό τής σοφίας της, που πρόσφερε
στον κόσμο μέσω των ποιημάτων της στην πολύχρονη ζωή της.
Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό
εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την εικόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό
σαν το ξωκλήσι τής Αγίας Ρόδης τής ποιήτριας, μα τώρα, δυστυχώς, μόνο κάποια
ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή
στην Αμερική θα βρίσκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό απόκτημα, όπως τόσα άλλα.
[Από τη συλλογή μου "20 Διηγήματα, Κάρβας 2014]