10 Οκτ 2015

Η ΑΓΙΑ ΡΟΔΗ Η ΠΟΙΗΤΡΙΑ


διήγημα 
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, τ.30, σελ. 454]

Zούσε μοναχή της έξω από το χωριό στην άκρη τού δάσους. Η ηλικία της ακαθόριστη. Ακόμα και οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι πάντα έτσι την θυμόντουσαν: μια στα­λιά ύπαρξη, ντυ­μένη στα μαύρα, πάντα με ένα με­γάλο μαύρο τριγωνικό μαντήλι στο κεφάλι, που το έλεγε τσίπα, και στο αριστερό της χέρι το μπα­στούνι της, κρεμασμένο από τον καρπό, που το κρατούσε πιο πολύ για προ­στασία παρά για βοή­θημα στο περπάτημα. Προ­στασία από τα σκυ­λιά, βέβαια, και όχι από τους ανθρώπους που την αγαπούσαν και ανησυ­χούσαν όταν αρ­γούσε να κάνει την εμφά­νισή της. Το σακίδιό της κι αυτό μαύρο, πά­νινο, κρεμόταν πότε στον αριστερό και πότε στον δεξί της ώμο και πε­ριείχε τα λίγα τρόφιμα που της έδιναν∙ δεχόταν μόνο εκείνα που είχε απόλυτη ανάγκη, για να μην αυξάνεται το βά­ρος που κουβαλούσε. Το μα­ντήλι της ήταν δε­μένο με τέτοιο τρόπο, που το κεφαλάκι της φαινό­ταν σκοτεινό σχεδόν ανύ­παρκτο και μόνο τα μικροσκοπικά της μά­τια στριφογύριζαν αστα­μάτητα στο ρυθμό τού δεξιού πάντα τανυ­σμένου χεριού της∙ είχε κι αυτό ένα παράξενο πε­ριστροφικό τρέμουλο, όπως και το κεφάλι της, που σίγουρα προερχό­ταν είτε από κάποια πάθηση, είτε από γηρα­τειά. Κανένας δεν είχε δει ποτέ το χέρι της σε κα­τάσταση ηρεμίας. Δεν είχε δόντια, τα σουρω­μένα χείλη της ήταν τρα­βηγμένα προς τα μέσα κι έκαναν το μικρό της πηγούνι να φαίνεται λίγο μεγαλύτερο. Δυσκο­λευόταν στις λέξεις που είχαν σίγμα, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανέ­ναν μια και το νόημα των λόγων της έβγαινε αμέσως χωρίς καμιά προ­σπάθεια. 

Ήταν πραγματικά ένα παράξενο πλάσμα που σίγουρα είχε δραπετεύσει από κάποιο παρα­μύθι. Ζούσε σ’ ένα σπιτάκι, εκεί που τελειώ­νει το δάσος και ξεκινά μια απέραντη κοι­λάδα, η οποία φτάνει μέχρι τις παρυφές τού Πενταδάκτυλου. Το περιεχόμενο του φτωχικού της σπιτιού λιτό. Τα εντελώς απαραίτητα για να επιβιώσει: ένα κρεβάτι-τάβλα, δηλαδή τρεις τέσσερεις σανίδες ενωμένες και τέσσερα χα­μηλά στρογγυλά πόδια, μια κρεμαστή ξύλινη κα­τασκευή, στην οποία φύλαγε το τυρί και ό,τι άλλο φαγώσιμο της έδιναν, και ένα μικρό τραπε­ζάκι που είχε μόνιμα επάνω μια λάμπα πετρελαίου. Στον τοίχο ήταν μια τετράγωνη εσοχή-εικονοστάσι κι εκεί μέσα φύλαγε ένα και μοναδικό παλιό εικόνισμα, την Αγία Ρόδη, η οποία φωτιζόταν αμυδρά από το φυτιλάκι που έκαιγε στο λάδι μιας πράσινης κοντόχο­ντρης καντήλας. Εκεί, ήταν ακόμα ένα αποξηρα­μένο κρίνο, από τον επιτάφιο, μερικά φυτίλια κι ένα κουτί σπίρτα. Η εσοχή καλυπτό­ταν με ένα ειδικό κουρτινάκι που χωριζόταν στα δύο, από τη βάση τού κεντημένου σταυρού ώς κάτω. Κανένας δεν γνώριζε γιατί είχε προτι­μήσει να ζει σ’ εκείνο το σπιτάκι, μακριά από το χωριό. Δεν είχε συγγενείς∙ ούτε στενούς ούτε μακρινούς. Κανένας δεν γνώριζε από πού ήρθε, κάποιοι μόνο έλεγαν πως ήταν Μικρασιάτισσα, μα δεν το έλεγαν με σιγουριά, υπόθεση έκα­ναν. Όλοι όμως γνώριζαν τ’ όνομά της, γιατί ήταν η μόνη ερώτηση, στην οποία απαντούσε αμέσως: Χατζηροδού.

Η φήμη της έφτανε και στα πιο μακρινά χω­ριά τής περιοχής∙ ήταν η Χατζηροδού, η ποιή­τρια, και δεν το έλεγαν αυτό κοροϊδευτικά. Το έλεγαν, γιατί πραγματικά ήταν ποιήτρια. Κάθε πρωί ξεκινούσε για μια περιοδεία στα γύρω χω­ριά, που διαρκούσε μέχρι το απόγευμα. Και κάθε μέρα ακολουθούσε διαφορετική δια­δρομή. Όχι για να ζητιανέψει, αλλά για να που­λήσει τα ποιήματά της. Και δεν ήταν σε τυπω­μένα βιβλία ή φυλλάδες∙ ήταν ποιή­ματα που έφτιαχνε και απάγγελλε επιτόπου μετά από παραγγελία. Ξεκινούσε το πρωί με αργό σταθερό βήμα και γύριζε το απόγευμα στο φτωχικό της, πλήρως ικανοποιημένη.

Μόλις τη βλέπαμε να ξεπροβάλλει στο δρο­μάκι προς το σπίτι μας, τρέχαμε σαν αστραπή να προλάβουμε ο ένας τον άλλον, για να πά­ρουμε δεκάρες από το συρτάρι τού μπουρό, που έβαζαν γι’ αυτό το σκοπό ο πατέρας κι η μη­τέρα. Όταν πλησίαζε αρκετά, χαιρετούσε τραγου­διστά. Αν βρισκόταν κάποιο κάθισμα δί­πλα της καθόταν, μα η επίσκεψή της δεν διαρ­κούσε και πολύ∙ μόνο όσο χρειαζόταν, για να ταιριά­ξει μερικά στιχάκια και να πάρει την αντα­μοιβή της.

Βάζαμε τη δεκάρα στο χέρι που έτρεμε, και λέ­γαμε μια λέξη, συνήθως το όνομά μας ή μια δύσκολη πολυσύλλαβη ή κάτι που βλέπαμε μπρο­στά μας, για την οποία θα ταίριαζε τους στίχους. Αυτή ανεβοκατέβαζε το χέρι μερικές φο­ρές, όσο να βρει την τσέπη της για να βάλει μέσα το νόμισμα και ο χρόνος μερικών δευτερολέπτων που μεσολα­βούσε της ήταν αρ­κετός για να συντάξει το ποίημά της, που το έλεγε χωρίς κομπασμό. Εγώ προσπαθούσα να της βάζω τις πιο δύσκολες λέξεις που γνώριζα, μα γι’ αυτήν ποτέ δεν υπήρχε καμιά δυσκολία. Στη στιγμή τη συνταίριαζε με άλλες για να ομοιοκα­ταληκτεί. Κάποτε που της είχα βάλει στο χέρι μια δεκάρα και πρόφερα το δικό της όνομα, αυτή χωρίς χρονοτριβή  μας απάγγειλε τη σύν­θεσή της:

   Είμαι μόνη μου στον κόσμο και με λεν Χατζηροδούν
   Κι αν έβλαψα ψυχή Θεού σαν Τον δουν να του το πουν

Δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάποτε όμως στην ώρα τους εφαρμόζονται οι απαράβατοι κανό­νες τού σύμπαντος. Η εκατόχρονη ποιήτρια, ένα απόγευμα, έκλεισε για πάντα τα μάτια, κα­θώς ήταν ακουμπισμένη σ’ ένα πεζούλι έξω από την εκκλησία τού χωριού. Εκείνη τη στερνή στιγμή ταίριαξε και τους τελευταίους της στίχους, γι’ αυτόν που στεκόταν μπροστά της, περιμένοντας:

   Ήρθες να πάρεις την ψυχή κρατώντας το σπαθί σου
   Μα να την πάρεις δεν μπορείς την Ποίηση μαζί σου

Την έθαψαν το ίδιο απόγευμα. Και όταν πήγε μια επιτροπή στο σπιτάκι της, σε μια γωνιά βρή­καν ένα μικρό θησαυρό. Ένα σωρό με νομί­σματα, σκεπασμένο με κουρέλια και πολλά άλλα αντικείμενα. Ήταν, κυρίως, χιλιάδες δεκά­ρες, ουσιαστικά άχρηστες γι’ αυτήν, αντί­δωρα για τον αμητό τής σοφίας της, που πρό­σφερε στον κόσμο μέσω των ποιημάτων της στην πολύχρονη ζωή της.

Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη της ένα μικρό εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την ει­κόνα που βρήκαν στο φτωχικό της. Είναι γνωστό σαν το ξωκλήσι τής Αγίας Ρόδης τής ποιή­τριας, μα τώρα, δυστυχώς, μόνο κάποια ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι στην Ευρώπη ή στην Αμερική θα βρί­σκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό από­κτημα, όπως τόσα άλλα.

[Από τη συλλογή μου "20 Διηγήματα, Κάρβας 2014]