Ζήνων Ζαννέτος
Ένα λατρευτικό Λυπηρόν της Εσταυρωμένης Κύπρου,
τραγωδικής μνήμης
συλλείτουργο
του Υπερώου της Ψυχής μας
Για
τον «Πικρόλιθο», σημειώσεις σχεδίας (ποιήματα), Κάρβας 2014, του Νίκου
Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[ΝΕΑ ΕΥΘΥΝΗ, Ιούλιος Σεπτέμβριος 2015, τ.30, σ. 502]
Άλλοτε, ο
Στασίνος ραψωδούσε το Κύπριον Έπος και ο άγνωστος λυρικός αοιδός των Ύμνων της Αφροδίτης
τραγωδούσε λυρικά το Κύπριον κάλλος της Θεάς, μα και του γενέθλιου τόπου της.
Ήταν οι μοναδικές ίσως, ιστορικές στιγμές της Κύπρου, που, εν επιγνώσει της
δύναμής της και με την ανυπαρξία, τότε, απειλής ή κινδύνου κατά του προσώπου
της, η Ποίησή της καταύγαζε τη μελωδία της φωνής της και εξέφαινε το ήμερο φως
του συνειδότος του Κοινού των Κυπρίων, που αηδονούσε γλυκά, τη χαρμονή της
ζήσης. Το συνειδός αηδόνι της Κύπρου άρχισε, με τα γυρίσματα του κύκλου της ζωής,
να θλιβάται πικρά, ωσότου η θλιβή καταστεί τραγωδή, ωδή δηλαδή του πάθους και
των παθημάτων, με τη ριγηλή γάζα του γόου και του κομμού.
Ο Νίκος
Νικολάου-Χατζημιχαήλ, επίγονος αυτής της ποιητικής παράδοσης, αηδονεί, σήμερα
τραγικά, με τη γάζα της πίκρας, γεννήματος του προγεγενημένου υπαρξιακού γόου
και κομμού. Είναι η πίκρα του Τόπου, της «Πέτρας της θαλάσσου» -Πικρόλιθος- η
πίκρα που σωματώνεται ως φυλακτό και τάμα προσκυνηματικό πίστης και ελπίδας,
ειδώλια από πικρόλιθο. Είναι, ακόμα, η πίκρα του λυρικού μέλους της Αφροδίτης –
Φύσης της Κύπρου, της ηδύτητας του κάλλους του ζωντανού σώματός της –
πικρόμελο. Η πίκρα αυτή στα ποιήματα του «Πικρόλιθου» γεννιέται από την
αδιέξοδη σιωπή και την απορία, από τα ερωτήματα και το αναπάντητο για τα δοξεύματα
της μοίρας, που σταυρώνουν την Κύπρο και πικραίνουν τη ζωή των ανθρώπων της
διαιώνια.
Η συλλογή
«Πικρόλιθος» είναι ποιητικός άρτος από της πίκρας το προζύμι. Συμφλογιστές του
ζυμώματος και του πυρώματος της πίκρας είναι τα σύμβολα της χαρμονής και της έκστασης
της ζήσης της Κύπρου, που, ως αντίστιξη του δράματος, συνθέτουν την τραγωδική
υφή του ιστορικού γίγνεσθαι του νησιού, τα «πουλιά», η ταξιδεύτρα «Σχεδία», το
παροπλισμένο «Καράβι».
Τα ποιήματα του
«Πικρόλιθου» συμβολοποιούν το ιστορικό διάβα της Κύπρου, εξεικονίζοντας το
μεγαλείο του τόπου σ΄όλες του τις υπερβατικές – λυρικές πνοές και εκφάνσεις: το
ελεύθερο φρόνημα του τόπου ενοικεί στην πτερύγιση των «Πουλιών» του και στο
ειρηνικό ταξίδι της «Σχεδίας» του, η ηδύτητα του κάλλους του διαλαλείται στη
μουσική της αοιδής των πουλιών, ενώ το φως του πολιτισμού του καταυγάζει
γείτονες χώρες με την υπερορία της Σχεδίας με τη μεταλαμπάδευση του πέραν των
συνόρων. Η ίδια η Σχεδία είναι παράγωγη της πολιτισμικής αυτοχθονίας της
Κύπρου, όντας ποίημα – κάμωμα της χειρωναξίας της με τα αυτοφυή, σκληρά και
μυρωδάτα δέντρα της. Το καράβι, καθώς παροπλισμένο πια, νεωρεί εντόπια,
πειράζει την ψυχή του ναύτη με τα διλημματικά ερωτήματα της προδοσίας της
στεριάς, της προδοσίας και της λησμονιάς του πρώτου έρωτα του τόπου του. Αυτό
το καράβι μετέφερε άλλοτε το φως του πολιτισμού της Κύπρου στον κόσμο που
γειτνίαζε με την αγαπημένη του θάλασσα και είχε τη μοίρα του ληστευμένου και
ερημωμένου τόπου, καθώς, τσακισμένο από την πέτρα της θαλάσσου, ξεψυχά και
ενταφιάζεται στις άκριες του νερού που γλείφει τη στεριά.
Δεν θα αποφύγω
τον πειρασμό να προσεγγίσω αναγνωστικά το ποίημα «Το Πηγάδι», ένα συγκλονιστικό
ποιητικό επίτευγμα της συλλογής και ένα, κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα
ποιήματα της καθόλου Νεοελληνικής Ποίησης.
Το Πηγάδι
μια φορά κι έναν καιρό ♦εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα ♦πυρωμένα ξετυλίγονταν παραμύθια ♦γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου ♦ και που με τέχνη ο πατέρας ♦ τραγούδαγε στα παιδιά ♦ το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους ♦ κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου ♦ έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.
ο
Παναγιώτης ο πιο μικρός ♦ πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε ♦ τα μαγικά μουρμουρίζοντας ♦ της μυστικής του γλώσσας τα λόγια ♦ σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι ♦ και πάντα νικούσε.
γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς ♦ κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε ♦ μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε ♦ τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε
Τέσσερα τζαι
τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα
παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο
σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι ♦ κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε ♦ γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο
μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει; ♦ γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; ♦ και γιατί, επιτέλους,
κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;
άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα
ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει ♦ έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα
τραγούδια του ♦ και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι
Ερίξαν
το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν
Τραβάτε
με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν
κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν
ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον
παππού ♦ κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε ♦ δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο
Παναγιώτης ♦ ο εγγονός του ο πιο μικρός ♦ καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών σ’ ένα χωριό, την Αγιά ♦ θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του ♦ και πικραμένος σιγοψιθύρισε
Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα
να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα
τον ξαναδεί
το χώμα τον σκέπασε ♦ μαζί με τους άλλους ♦ κι η απορία του ♦ ήταν γραφτό του ♦ να μη λυθεί.
Ο ποιητής στο
«Πηγάδι» μεταπλάθει, με πρωτοφανή ποιητική μαστοριά, έναν ιστοριόμυθο
προσωπικού δράματος ενός αγνοουμένου του εβδομήντα τέσσερα, σε τραγικό μύθο
πράξεως σπουδαίας και τελείας δηλαδή σε τραγικό δημοτικό μύθο, σωματωμένον σε
τόπο δημοτικού τραγουδιού με τραγωδικήν υφή και λόγο. Είναι πραγματικά
μεγαλειώδης ο τρόπος εγγραφής και σωμάτωσης της ιστορίας του στρατιώτη
Παναγιώτη στο δημοτικό τραγούδι της Κυπραίας Μούσας «Τέσσερα τζαι τέσσερα» ώστε
το ποίημα να επέχει λόγον συμβόλου της διαχρονικής τραγικής μοίρας της Κύπρου:
Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να
ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα
τον ξαναδεί.
Ο ρυθμός στο ποίημα είναι ρυθμός πεζής ραψωδικής αφήγησης
του μύθου, ενώ ο εμβολιασμός του πεζόμορφου ποιήματος με αυτούσιους τους
παραδοσιακούς δεκαπεντασύλλαβους ιαμβικούς στίχους του δημοτικού τραγουδιού
διευρύνει τους συναισθηματικούς κυματισμούς της ανάγνωσης του ποιήματος και
πλουτίζει σε ρθυμική αρμονία την τέχνη της ποίησης.
Θα μπορούσε «Το πηγάδι» να χαρακτηρισθεί ως πρόταση και
ποιητικός δρόμος γραφής του νέου Δημοτικού Τραγουδιού των Ελλήνων, με τις
νεωτερικές ρυθμικές κυμάνσεις, συμπλεγμένες με τα παραδοσιακά μέτρα σε ποίηση,
με καινούρια μετρική αρμονία του λόγου, αποδίδουσαν τους εσωτερικούς μελωδικούς
πόδες της λέξης και την εξωτερική συνηχία των φθόγγων της.0
«Το Πηγάδι» είναι δημοτικό τραγούδι, γιατί εκφράζει την
ποιότητα του καθολικού στεναγμού των Κυπρίων και τον ανίατο ελεγειακό λυγμό
τους, για τα σκαιά που βρήκαν τον τοπο και για την κούφη νεφέλη, που επέπεσεν
επί του σώματος του νησιού ως θεϊκή κατάρα και ζοφικός πνιγμός. Το εσωτερικό
συναισθηματικό φωνήεν σώμα του λαϊκού λυγμού συμ-φωνεί με το δημοτικό – του
δήμου- φωνήεν σώμα ενός μοιρολογιού ή μιας λατρευτής ικεσίας, που εκφέρεται ως
αρθρωμένος φθόγγος του όλου σώματος του κοινού των Κυπρίων. Αυτό το λαϊκό ορμέμφυτο
συμπυκνώνει τον πόνο και την πίκρα του Ανθρώπου και του Τόπου, την ασφυξία του
άδικου, το «γιατί» της θανάτωσης της άνοιξης της Ζωής και, μαζί, της
γεγραμμένης στη μνήμη βίωσης του θαύματος της ζήσης. Όλα αυτά τα ψυχικά και
εγκάρδια κυήματα που ελευθερώνονται από την ανάγνωση του ποιήματος «Το Πηγάδι»
ανταποκρίνονται στο λαϊκό αίσθημα του Κοινού των Κυπρίων για τη συμφορά του ’74
και το ποίημα θα μπορούσε να παρασταθεί ως χορικό αυτής της τραγωδίας, που
ερρυθμίζει το πρόσωπο της λαϊκής πίκρας. Το τραγωδικόν ήθος που διακατέχει το
ποίημα είναι ομοφυές και ομόλογο με τη λαϊκή συγκίνηση και τη συναισθηματική
έξαρση που προκαλεί η ανάγνωση των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Το ήθος αυτό
ενέχει λατρευτική ιερότητα καρδιάς μαζί και μια ιδιόπαθη συνειδησιακή
ριγηλότητα, στοιχεία που μόνο στη φυλετική ιδιοσυγκρασία του γένους των Ελλήνων
και στην έκφρασή της ενοικούν, ως ομότροπη εσωτερική συμπάθεια για τα ιστορικά
γεγενημένα του βίου του. Ακόμα και το όνομα του νεκρού στρατιώτη του ποιήματος
Παναγιώτης, κατά τρόπον ανυποψίαστον, μετέχει της λαϊκής ιερότητας, ως κοινού
γνωρίσματος του συνειδότος ήθους του λαού. Παν-Άγιος. Με την αντωνυμία παν
δηλούται η καθολικότητα του γνωρίσματος, ενώ στο δεύτερο συνθετικό της λέξης,
στο επίθετο Άγιος, ανιχνεύεται η ποιότητα του ήθους, η λαϊκή ιερότητα ως
γνώρισμα του συμπάσχοντος συνειδότος του λαού, βέβαια, η εντόπιση τέτοιων
γνωρισμάτων στο λαϊκό ήθος δεν είναι αποτέλεσμα της ποιητικής πλαστουργίας αλλά
μυστική συνέργεια του φθεγγόμενου πνεύματος
της γλώσσας με τον λόγον της Τέχνης.
Προσομοίωσα το ποίημα «Το
Πηγάδι», με δημοτικό τραγούδι, επειδή ο ποιητής, με θαυμαστή και
ανυπέρβλητη τεχνουργία και συναισθηματική φόρτιση, μετέπλασε ένα ατομικό
δραματικό γεγονός, με τον Λόγον της Ποίησης, σε στάση ψυχής και παλλαϊκό
υπαρξιακό θέμα συνειδότος, με ομόλογη συγκίνηση και εσωτερικό παλλαϊκό ρίγος.
Ο «Πικρόλιθος», ως συνόλη ποιητική κατάθεση, επέχει θέση
βυζαντινού λυπηρού, που συνοδεύει την εικόνα της σταυρωμένης Κύπρου και
επιστέφει την Ιερή πύλη του εικονοστασίου της ψυχής μας. Το Λυπηρόν αυτό
κατέχει την εκ δεξιών θέση του ξύλου του Σταυρού της σταυρωμένης κόρης –
Κύπρου, με την εικόνα της Θεοτόκου – μάνας Κύπρου βρεφοκρατούσας, με δύο
χαίνουσες και αιμάσσουσες από σφαίρες πληγές. Καθώς ατενίζει ψυχομαχούσα τη
σταυρωμένη - κόρη Κύπρο, το ορφανεύον βρέφος γλείφει το εκχεόμενον αίμα της
μάνας του, ως μητρικό γάλα για να επιβιώσει.
Τη συγκλονιστική αυτή εικόνα δανείζομαι από τον
«Πικρόλιθο», αποσπασμένης από τον Ποιητή από το πλούσιο σε ομόλογες εικόνες
μαρτυρολόγιο των σφαγιασθέντων από τα στίφη του Αττίλα ελλήνων της Κύπρου, το
1974.
Οι ενότητες της συλλογής «Πικρόλιθος» απηχούν το
κοινοτικώς βιοτεύειν και ονειρεύεσθαι του σύγχρονου Κοινού Κυπρίων, αυτού που
τραυματισμένο προσφυγεί στον ίδιο τον τόπο του και τσακισμένο αναστοχάζεται τη
λυρική ευδία και χαρμονή, που εξέπεμπε η δημιουργική του βιοτή. Μιμνήσκεται τα
ωραία και τα ηδονικά της ιστορίας και της φυλής του και πικρένεται εν εαυτώ με
τραγωδική γεύση από το μαστίγωμα της μοίρας του δίσεχτου 1974.