15 Ιουλ 2015

ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ "ΠΙΚΡΟΛΙΘΟ"




Το Πηγάδι

μια φορά κι έναν καιρό * εκεί που ανθίζουν τα καπνολούλουδα * πυρωμένα ξετυλίγονταν παραμύθια * γι’ ακρίτες που πολεμούσανε μέχρι θανάτου * και που με τέχνη ο πατέρας * τραγούδαγε στα παιδιά * το χωράφι μεμιάς γέμιζε δράκους * κι άρχιζε άνιση πάλη μέχρι θανάτου * έρχονταν τέρατα, γίγαντες κι αλλόκοτα όντα με τα σπαθιά τους.

ο Παναγιώτης ο πιο μικρός * πάνω σε αόρατο άλογο πηλαλούσε * τα μαγικά μουρμουρίζοντας της μυστικής του γλώσσας τα λόγια * σε δράκους χιμούσε μια πέτρα κρατώντας στο χέρι * και πάντα νικούσε.

γύριζαν σπίτι κι είχε σειρά πια ο παππούς * κλώτσο έδινε στην ανέμη παραμύθι αρχινούσε * μα δεν άντεχε ο γέρος κοιμότανε * τα παιδιά τον ξυπνούσαν κι αυτός ξαφνιασμένος απ’ την αρχή ξεκινούσε

Τέσσερα τζαι τέσσερα μας κάμνουσιν οκτώ
Τέσσερα παλληκάρκα πάνε στον πόλεμο

σώπαιναν κι άκουγαν το τραγούδι * κι ο Παναγιώτης με απορία ρωτούσε * γιατί ο πιο πρόθυμος ο πιο καλός, ο πιο λεβέντης, ο πιο μικρός άλλους πρέπει να ξεδιψάει; * γιατί στα τραγούδια το δρεπάνι του μαύρου χωρίς απονιά τούς θερίζει; * και γιατί, επιτέλους, κανένας δεν εβουλήθηκε τον Χάροντα να σκοτώσει;




άκουγε ο παππούς λυπημένος κι αυτός, μα ήτανε δύσκολο ν’ απαντήσει * έλεγε πως αυτά γίνονταν μόνο στα παραμύθια και στα τραγούδια του * και συνέχιζε σίγουρος τάχα κι ανύποπτος το τραγούδι

Ερίξαν το λαχνίν τους ποιος εν να κατεβεί
Τζαι έππεσεν ο κλήρος πά’ στο μικρόν παιδίν
                                                                
Τραβάτε με αδέρφκια μου τζαι είδα το νερόν
Εν κότσινον τζαι μαύρον μα τζαι φαρματζερόν

ήρθε ο καιρός κι ο μαύρος πήρε και τον παππού * κι ήταν καλύτερα γιατί δεν έμαθε * δεν έμαθε πως στρατιώτης στον πόλεμο σαν πήγε ο Παναγιώτης * ο εγγονός του ο πιο μικρός  καθώς τον έσπρωχναν στο πηγάδι των εκατόν ορκών * σ’ ένα χωριό, την Αγιά * θυμήθηκε τον παππού του και το τραγούδι του * και πικραμένος σιγοψιθύρισε

Να πείτε της μανούλας μου στα μαύρα να ντυθεί
Γιατί τον γιον της τον μιτσή δεν θα τον ξαναδεί


το χώμα τον σκέπασε * μαζί με τους άλλους * κι η απορία του * ήταν γραφτό του * να μη λυθεί.






Νανούρισμα

«Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα κι έγλειφε τα αίματά της»

α’

κοίταξέ με στα μάτια * κοίταξέ τα καλά προτού κλείσουν * κοίταξε της μανούλας σου την ωραία μορφή * κοίταξέ την προτού η μαύρη της τύχη και το σκοτάδι τη σβήσουν * εσύ πρέπει να ζήσεις μωρό μου * τρόμαξέ τους να φύγουν * εγώ παγώνω και πώς να ζεστάνω το κορμάκι σου η έρμη * πού ν’ ακουμπήσεις το μικρό σου κεφάλι * στο στήθος μου χάσκουν από σφαίρες δυο τρύπες * κι αντί εγώ η μάνα σου το γάλα να σου δίνω στο στόμα * εσύ βυζαίνεις το μαύρο μου αίμα * που τρέχει και ποτίζει το χώμα * εγώ φεύγω μωρό μου, μα εσύ γλυκό μου κοιμήσου * κοιμήσου αγγελούδι μου * κοιμήσου
                                                                    
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Που ‘ποτζοιμίζεις τα μωρά
‘Ποτζοίμισ’ το κορούδιν μου
Το πιο γλυτζύν τραούδιν μου
Έπαρ’ το πέρα γύρισ’ το
‘Που τον φονιά μου γλύτωσ’ το.



β’
Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
‘Ποτζοίμισ’ την μανούλα μου
Την πιο γλυτζειάν του κόσμου μου

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Παρακαλώ σε έλα δα
Πάρε την πέρα γύρισ’ την
Τζαι πάλε πίσω φέρ’ μου την

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά 
Παρακαλώ σε έλα δα
Την μάνα μου ‘ποτζοίμισες
Σε κόσμους άλλους ξέχασες

Αγιά Μαρίνα τζαι τζυρά
Κοντά μου φέρ’ την πάλι
Τη μάνα μου την πιο γλυτζειάν
Μεσ’ στην δική μου αγκάλη

Κλαίω της τζαι φωνάζω της
Ξύπνα μανά ξύπνα μανά
Δίκλα ‘ποτζεί δίκλα ‘ποδά
Τι έχεις μωρό στην αγκαλιά
Μα η μάνα μου δεν απαντά

Έσιει τα μάθκια της κλειστά.

--------------------------------------------------------------


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Το πηγάδι                                                                    

Αναφορά στον ομοχώριό μου Παναγιώτη Φωτίου. Το 1974 υπηρετούσε τη θητεία του και πολέμησε τους Τούρκους στην περιοχή Αμμοχώστου. Τα οστά του βρέθηκαν μαζί με τα οστά άλλων στρατιωτών σε πηγάδι στο χωριό Αγιά, ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA και τάφηκαν στη Λάρνακα.

Νανούρισμα                                                               

Ελαχταρούσεν ολογαίματη η κορούδα της πάνω στο νεκρό της σώμα. Ήταν δεκατριών μηνών κι έγλειφε τα αίματα της νεκρής μάνας της. Έπιασα το μωρό, το πήγα σπίτι μου, το έλουσα και του φόρεσα καθαρά ρουχαλάκια. Πρόκειται για τη συγκλονιστική μαρτυρία μιας εξηνταεξάχρονης γυναίκας για τη βάρβαρη δολοφονία μιας νεαρής μητέρας, της Σ.Π. 26 ετών, η οποία δολοφονήθηκε κρατώντας το βρέφος της στην αγκαλιά της. Το 1974 δόθηκαν πολλές μαρτυρίες για την τούρκικη θηριωδία που εκφράστηκε με βιασμούς, δολοφονίες και εγκλήματα σε βάρος του άμαχου πληθυσμού.