21 Ιουλ 2015

Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...



Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Η ΖΩΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
διήγημα
[Από τη συλλογή "η Κόρη του Δραγουμάνου", διηγήματα, Μεταίχμιο, 2003]

H ζωή συνεχίζεται, ο κόσμος χαίρεται όπως σήμερα, και εγώ γυρνάω στο παρελθόν, χτυπάω το πόδι κάτω και νομίζω ότι η γη υποχωρεί, οι θαμπές εικόνες ξεκαθαρίζουν, αλλά τώρα κάνω πως δεν καταλαβαίνω, δεν με ενδιαφέρει, γιατί...

... η ζωή συνεχίζεται, ο κόσμος χαίρεται και γελά όπως σήμερα, που πλημμυρίζει από συγκίνηση, μπροστά οι μάνες και οι πατεράδες να καμαρώνουν τους λεβέντες τους κι εγώ να γυρνάω στο παρελθόν, με τον πράσινο μπερέ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, λεβέντης, γερός, δυνατός, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι η γη υποχωρεί, να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση δύναμη, τόση ζωή και τώρα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω όταν στην παραλία περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν, χάνουν το βηματισμό τους, αλλά γρήγορα συνέρχονται, δεν με ενδιαφέρει όμως, γιατί...

... η ζωή συνεχίζεται, δεν σταματά ποτέ, ο κόσμος χαίρεται και γελά, όπως σήμερα στην παρέλαση, και πλημμυρίζει από συγκίνηση βλέποντας τα στρατευμένα νιάτα που παρελαύνουν, μπροστά οι μάνες και οι πατεράδες να καμαρώνουν τους λεβέντες τους, έχοντας τα μικρά καβάλα στο σβέρκο ν’ ανεμίζουν μια σημαιούλα, κι εγώ να θυμάμαι τον εαυτό μου πολλά χρόνια πριν, με τον πράσινο μπερέ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι η γη υποχωρεί, να πιστεύω ότι με μια γροθιά ρίχνω τον τοίχο απέναντι ή όταν με το πρώτο φως «από τη μέση και άνω αποθέσατε» το σώμα να παίρνει το ρόδινο, σχεδόν κόκκινο, χρώμα της ανατολής, και τα χέρια των κοριτσιών να τρέμουν και να ιδρώνουν ελαφρά, καθώς ψηλαφώντας ανακαλύπτουν αυτό το σώμα, με κοιτάζουν με μισόκλειστα μάτια, χάνονται στα δικά μου, τρελαίνονται, τρέμουν και ιδρώνουν, που αγγίζουν για πρώτη τους φορά αυτό το σώμα, και να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση ζωή, κι εγώ τώρα να κάνω πως δεν καταλαβαίνω όταν στην παραλία περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν που μπαίνω στη θάλασσα, και βέβαια με κοιτούν παράξενα, καθώς ξαφνικά το σώμα μου παρεμβάλλεται στο οπτικό τους πεδίο, χάνουν το βηματισμό τους, αλλά γρήγορα συνέρχονται, μαντεύω τη σκέψη τους και γνωρίζω σε πόσα δευτερόλεπτα θα γυρίσουν να με ξανακοιτάξουν, αλλά δεν με ενδιαφέρει, αυτό έγραφε για μένα, κι αν μου δοθεί η ευκαιρία να ξανανέβω εκεί απέναντι, θα το κάνω γιατί αξίζει τον κόπο, γιατί...

... η ζωή συνεχίζεται, δεν σταματά ποτέ, ο κόσμος χαίρεται και γελά, και καλά κάνει, όπως σήμερα στην παρέλαση, και πλημμυρίζει από συγκίνηση βλέποντας τα στρατευμένα νιάτα που παρελαύνουν, μπροστά οι μάνες κι οι πατεράδες να ρίχνουν αχόρταγες ματιές καμαρώνοντας τους λεβέντες τους, που περνούν σε άψογο βηματισμό και με βλέμμα που καρφώνει το μέλλον, και δείχνουν, χειρονομούν, σχεδόν φωνάζουν, στην προσπάθειά τους να πληροφορήσουν τα άλλα μέλη της οικογένειας, «να τος, να τος ο λεβέντης μας», «τρίτη γραμμή», έχοντας και τους μικρούς καβάλα στο σβέρκο ν’ ανεμίζουν τη σημαιούλα τους, και ξαφνικά η φωνή τους να πνίγεται από τον εκκωφαντικό θόρυβο των αεροπλάνων και των τανκς, που σκορπούν ρίγη απέραντης εθνικής συγκίνησης, κι ακόμα οι κοπελιές πιο πίσω, στο πεζοδρόμιο, καθώς προχωρούν παράλληλα για να μην χάσουν ούτε στιγμή τον καλό τους ―να έχουν αυτοί μετά να τους απαντούν: «σ’ έβλεπα κι εγώ με την άκρη του ματιού μου»― κι εγώ πίσω, με τον πράσινο μπερέ και το κασκόλ, τριάντα μία μοίρα καταδρομών, γερός και δυνατός, να χτυπάω το πόδι κάτω και να νομίζω ότι υποχωρεί η γη ―παρασύρομαι και πάω να κάνω το ίδιο και τώρα, μα την τελευταία στιγμή θυμάμαι ότι μου λείπει το δεξί μου πόδι― ή όταν με το πρώτο φως «από τη μέση και άνω αποθέσατε» το σώμα να παίρνει το ρόδινο, σχεδόν κόκκινο, χρώμα του πρωινού και να μην το πιστεύω ότι κρύβω μέσα μου τόση ζωή, ποιος να πιστέψει ότι θα ’ρχόταν στιγμή αυτό το σώμα να γίνει μαύρο σαν το κάρβουνο και τα μάτια μου να έχουν γουρλώσει για πάντα και να μην μπορούν να πάρουν ούτε την έκφραση της χαράς ούτε της λύπης, ορθάνοιχτα συνεχώς, ανέκφραστα, να μην μπορούν να μεταφέρουν στο συνομιλητή μου τι ακριβώς αισθάνομαι τη δεδομένη στιγμή, κι αυτός να κοιτάζει διακριτικά αλλού μην αντέχοντας να βλέπει το παραμορφωμένο μου πρόσωπο ―ξέρετε, οι βόμβες ναπάλμ δεν επιλέγουν, δεν κάνουν χάρες, τυλίγουν τη γη, τυλίγουν τα δέντρα, τυλίγουν τα βράχια, τυλίγουν τα ζώα, τυλίγουν τα πουλιά, τυλίγουν τα σώματά μας και τα καίνε όπως έκαψαν και το δικό μου― και αυτό κάνει το συνομιλητή μου να γυρίζει διακριτικά το πρόσωπό του αλλού, αλλά εγώ το καταλαβαίνω και δεν δίνω σημασία, εννοώ: κάνω πως δεν καταλαβαίνω, όπως κάνω πως δεν καταλαβαίνω και στην παραλία, όταν περνούν από μπροστά μου και με κοιτούν την ώρα που σέρνομαι για να μπω στη θάλασσα, και με κοιτούν όπως θα κοιτούσαν ένα εξωγήινο πλάσμα, έτσι που βλέπουν ξαφνικά το σώμα μου με ένα μόνο πόδι και μετά το παράξενο πρόσωπό μου, χάνουν το βηματισμό τους, αλλά γρήγορα συνέρχονται και κάνουν ότι δεν είδαν τίποτε, αλλά εγώ μαντεύω τη σκέψη τους και γνωρίζω σε πόσα δευτερόλεπτα θα γυρίσουν να με ξανακοιτάξουν, δεν με ενδιαφέρει όμως, γιατί εγώ ξέρω ότι δεν έχω γεννηθεί έτσι, το πόδι μου δεν το έχασα από καμιά βλακεία μου ή σε κανένα δυστύχημα και το πρόσωπό μου δεν έχασε την ωραία του μορφή τυχαία, αλλά εκεί απέναντι, στον Πενταδάκτυλο, στο ύψωμα τριακόσια δύο, που το είχαμε καταλάβει τρεις φορές, αλλά δεν μπορέσαμε να το κρατήσουμε γιατί όλα ήταν διαλυμένα και ποτέ δεν έφθασαν οι δικές μας δυνάμεις, δεν ήρθε η βοήθεια που περιμέναμε, δεν ήρθαν τα δικά μας αεροπλάνα παρά μόνο τα εχθρικά, που ξερνούσαν φωτιά, θειάφι και πίσσα και μας καίγανε, και το πώς γλίτωσα δεν μπορώ να το ξέρω, κι ούτε που κατάλαβα πώς γλίτωσα, ήμουνα τυχερός, φαίνεται, ή είχα ψυχή ή κουβαλούσα πολλές ευχές, αλλά δεν έχω παράπονο από κανέναν, ας είναι καλά αυτοί που με βοήθησαν και μου έδωσαν εργασία, αν και στην αρχή δυσκολεύτηκα, γιατί ποιός είναι αυτός που θέλει να κολλήσει προβλήματα στη δουλειά του, είχα αρχίσει μάλιστα να πίνω, προσπαθούσα να ξεχάσω, προσπαθούσα ν’ απαλύνω τον πόνο μου ρίχνοντάς το στο πιοτό, είχα μια σοβαρή δικαιολογία, και είναι αλήθεια πως ένιωθα ένα ξαλάφρωμα και γαλήνη όταν έπινα, αλλά γρήγορα αυτό μου έφερε άλλα προβλήματα, κοντά στα τόσα που είχα, καλύτερα να μην τα θυμάμαι, εγχειρήσεις η μια μετά την άλλη, πόνοι αφόρητοι και ξενύχτια για μέρες, για εβδομάδες, για χρόνια, παραμιλούσα στον ύπνο μου και φώναζα, κι όταν ξυπνούσα, έσφιγγα τα δόντια να μην ουρλιάζω από τους πόνους, ακόμα δεν ήξερα και πώς να συμπεριφερθώ στα μικρά, δεν ήθελα να έχουν έναν πατέρα ανάπηρο ―πώς μπορούσε ένα τέρας, όπως ήμουνα, να αγκαλιάζει ένα τρυφερό βλαστάρι;― και τα κρύβαμε όλα, με προφάσεις δεν εμφανιζόμουν ούτε στο σχολείο τους, για να μην υπάρχει περίπτωση σύγκρισης και πληγωθούν, γιατί τα παιδιά είναι ευαίσθητα και θέλουν να έχουν την πιο γλυκιά μανούλα, τον πιο λεβέντη πατέρα και πληγώνονται όταν κάτι πάει στραβά, και έτσι προσπαθούσα να κρύψω όσο μου ήταν δυνατόν την αναπηρία μου, μέχρι που μπόρεσα και έβαλα αυτό το ξένο πόδι και διόρθωσα λίγο το πρόσωπό μου με πλαστικές εγχειρήσεις, που κράτησαν χρόνια, αλλά δεν πειράζει, χαλάλι, αυτό έγραφε για μένα, αυτό ήταν το χρέος μου, κι αν μου δοθεί η ευκαιρία, θα ξανανέβω εκεί απέναντι, θα το κάνω, γιατί αξίζει τον κόπο, γιατί εκεί είναι η άλλη μου μισή ζωή, που τη δικαιούμαι, γιατί εκεί είναι η άλλη σας μισή ζωή, που τη δικαιούστε, και μακάρι χίλιες φορές να γίνει χωρίς πόλεμο γιατί...

... η ζωή συνεχίζεται και είναι ωραία!



[Από τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο, 2003, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος]