20 Ιουλ 2015

ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ, διήγημα



Το Λεωφορείο
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Φέτος ο χειμώνας ήτανε πολύ βαρύς. Ακόμα και οι πιο μεγάλοι σε ηλικία δεν μπορούσαν να θυμηθούν πότε είχαμε τόσες πολλές βροχές, τόση κακοκαιρία και τόσο κρύο. Γέμισαν τα φράγματα, χιόνισε ακόμα και στον Πενταδάκτυλο και το έστρωσε στους δρόμους της Λευκωσίας για τα καλά για πολλές πολλές μέρες. Oι θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, το κρύο τρυπούσε κόκαλο. Όλος ο κόσμος βρέθηκε να είναι απροετοίμαστος.
Αυτή όμως ήταν προετοιμασμένη για όλα. Oύτε κρύο ένιωθε ούτε την ένοιαζε για το τι έλεγαν οι γείτονές της ούτε έδινε καμιά σημασία για το τι έλεγαν οι περαστικοί. Από τον καιρό δε που έχασε και το γέρο της, πέρασε σε έναν άλλο κόσμο. Ζούσε στον δικό της ρυθμό και δεν συμβιβαζόταν με τίποτα.
Δεν ήταν εύκολο πράμα να έχεις έναν Γαβρίλη. Ένα παλικάρι δυο μέτρα, να μπαίνει στο σπίτι και να τον καμαρώνεις: «Η καλύτερη νύφη σού ταιριάζει, λεβέντη μου!». Και την Κυριακή στην εκκλησία, με τη στολή του, όλο το χωριό να τον καμαρώνει. Δεν ήταν εύκολο να έχεις ένα γιο μονάχα και νά ’ναι αγνοούμενος και, μετά, να χάνεις και το ταίρι σου!
Δεν άντεξε. Έχασε τον μπούσουλά της. Δεν υπήρχε πια κανένας λόγος γι’ αυτή να συνεχίσει να υπάρχει. Έβρισκε όμως τη δύναμη και σε στιγμές κάποιας ηρεμίας, όταν περπατούσε χαμένη κι έρημη στους δρόμους του συνοικισμού, κι άλλες πάλι φορές, όταν ήταν μόνη στο σπίτι, μονολογούσε κάτι δικά της μισόλογα:

Γαβρίλη λεν τον Άγγελο
Γαβρίλη λεν και σένα.
Αν αρνηθώ τον Άγγελο,
Αρνούμαι σε και σένα.

Καθόταν με τις ώρες στη στάση στην κεντρική πλατεία και περίμενε το λεωφορείο για το χωριό της. «Ποιός αριθμός πηγαίνει στο χωριό μου, γιε μου, θέλω να πάω στο σπίτι μου» κι έδειχνε τη φωτογραφία. «Θα πάει στο σπίτι ο Γαβρίλης και δεν θα βρει κανένα».
Την έμαθαν όλοι και δεν της έδιναν σημασία πια. Τη λυπόντουσαν βέβαια, μα τι μπορούσαν να κάνουν! «Αυτή έμεινε στο εβδομήντα τέσσερα» σχολίαζαν με φανερή λύπη. Κάποιες μόνο γειτόνισσες την πρόσεχαν, της έδιναν φαγητό, τη φρόντιζαν όσο μπορούσαν.
Σήμερα όμως, την ξέχασαν όλοι. Άπλωνε το χέρι και ρωτούσε για το λεωφορείο που πάει στο σπίτι της. Κανένα λεωφορείο όμως, δεν πήγαινε στο χωριό της. Πέρασαν όλα, μα κανένα δεν πήγαινε στο χωριό της. Σουρούπωσε και ήταν ακόμη εκεί περιμένοντας το δικό της λεωφορείο. Το κρύο τρυπούσε το κόκαλο κι άρχισε να ρίχνει χιονόνερο.
Κάθισε στο παγκάκι της στάσης κι έγειρε το κεφάλι πίσω. Το σκοτάδι την τύλιξε, μα αυτή ήταν αποφασισμένη απόψε να πάει στο σπίτι της. Δεν την ένοιαζε το χιονόνερο. Δεν την ένοιαζε ούτε το χιόνι που έπεφτε ούτε ο τρελός, δυνατός αέρας που λυσσομανούσε.
Κάποτε όμως η τύχη τής χαμογέλασε. O καλός Θεός, που βλέπει τα πάντα και γνωρίζει όλες τις σκέψεις των ανθρώπων, στέλνει ένα λεωφορείο, από τον αμέτρητο στόλο του, σε όποιον έχει πραγματική ανάγκη και του το ζητάει. Σήμερα, κατά παράβαση των κανόνων, δεν έστειλε τον Μιχαήλ, έστειλε τον Γαβριήλ να οδηγήσει το λεωφορείο.
Το λεωφορείο σταμάτησε μπροστά της με ανοιχτές τις πόρτες. Επιτέλους, ήρθε! Ένα χαμόγελο διαγράφτηκε στα παγωμένα της χείλη και βιάστηκε να μπει μέσα. «Θα καθίσω στα δεξιά» σκέφτηκε «στις πρώτες θέσεις, έτσι για να βλέπω το τοπίο. Κοντά σε παράθυρο, να μην ζαλίζομαι». Τι τύχη! Mέσα ήταν όλοι οι συγχωριανοί της, πρόσωπα οικεία και αγαπημένα, που με μια ματιά τούς αναγνώρισε και τους χαιρέτησε. «Στο χωριό μας, γιε μου» είπε στον οδηγό, κι αυτός, λες και περίμενε τη δική της προσταγή, ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση.
Έτσι άρχισε το ταξίδι της. Το λεωφορείο προχωρούσε κι αυτή δεν πρόφτανε να απολαμβάνει τους τόπους. Άνοιξε το παράθυρο να νιώθει τον αέρα να της χτυπά το πρόσωπο, για να μην κοιμηθεί. Κι άρχισε να ονειρεύεται, να ταχτοποιεί στο μυαλό της τις δουλειές που την περίμεναν στο σπίτι. Ξαφνικά ο αέρας της θάλασσας, που τη χτύπησε απότομα, την έκανε να συνταραχθεί. «Θεέ μου, είμαστε στο Πογάζι!» ψιθύρισε και γύρισε το κεφάλι ώστε να μην της ξεφεύγει τίποτα. Τα κύματα χτυπούσαν στην προκυμαία κι ανέβαιναν ψηλά. O κόσμος όμως χαρούμενος πηγαινοερχόταν και χειρονομούσε. «Ψάρι!» ακούστηκε η φωνή του ψαρά. «Ψάααααρι φρέσκο και λαχταριστό, πέντε σελίνια η κλωστή… ψαράκι φρέσκο, μπαρμπουνάκι». Δεν προλάβαινε όμως, γιατί το λεωφορείο προχωρούσε γρήγορα, μα δεν πειράζει, κάτι άλλο θα σκεφτόταν.
Και το λεωφορείο μουγκρίζοντας έτρωγε το δρόμο και πήγαινε προς το χωριό της. Τώρα περνούσαν από έναν λουλουδιασμένο κάμπο. Κίτρινες μαργαρίτες και κατακόκκινες παπαρούνες έτρεχαν πάνω στη θάλασσα. Κι αναρωτιώτανε «πώς γίνεται οι μαργαρίτες να είναι μέσα στη θάλασσα». «Πώς γίνεται οι παπαρούνες να είναι μέσα στη θάλασσα». Κι οι ελιές έτρεχαν κι οι χαρουπιές κι όλα τα δέντρα έτρεχαν! «Θεέ μου, δοξάζω τ’ όνομά Σου, κοίτα όλα πώς τρέχουν!» Ένιωθε μουδιασμένη και όλα γύρω της έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα. Όσο που πρόλαβε να σταυροκοπηθεί καθώς η εκκλησία τ’ Aϊ-Θεοδώρου ερχόταν προς το μέρος της και μετά το εκκλησάκι τ’ Aϊ-Νικόλα. Μα, σαν πρόσεξε τον Κουτσοχέρα με το ψάρι στο χέρι, φώναξε αμέσως στον οδηγό να σταματήσει. «Θα πάρω ψάρι για τον Γαβρίλη μου». Κι αυτός της έκανε τη χάρη και σταμάτησε, για να πάρει ψάρι να τηγανίσει για τον Γαβρίλη της, κι ύστερα από λίγο πάλι της έκανε τη χάρη και σταμάτησε. Ήθελε να προσκυνήσει στην εκκλησία τ’ Aϊ-Δημήτρη. Ήτανε η γιορτή του. O κόσμος πάρα πολύς. Τριήμερο πανηγύρι, δυσκολεύτηκαν να περάσουν, μα τα κατάφεραν. Θόρυβος, φωνές. Oι πανηγυριώτες, κάτω από τις αυτοσχέδιες τέντες ή τις προκατασκευασμένες καλύβες, διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους, οι χωρικοί μετέφεραν τα ζώα τους για να τα πουλήσουν και άλλοι μόλις κατέφταναν καθισμένοι στα γαϊδουράκια τους, που είχαν τα πιο καινούργια σαμάρια, στα οποία έστρωναν πολύχρωμες κουρελούδες.
Περνούσαν μέσα από τα χωριά κι αυτή κάθε τόσο έκανε το σταυρό της. Και πάλι της έκανε τη χάρη. Σταμάτησαν και ξεκουράστηκαν στην Αγιά-Φωτού. Κι εδώ πανηγύρι. Έριξε το άγιασμα στο πρόσωπό της κι έκανε τρεις φορές το σταυρό της δοξολογώντας τον Θεό.
Λίγο ακόμα και θα ήταν στο σπίτι της. Κάθε άνθρωπος δικαιούται το σπίτι που γεννήθηκε. Κανένας δεν μπορεί να του το στερήσει. Λίγο ακόμα... Να ετοιμάσει το ψάρι για τον Γαβρίλη της. Να προλάβει να κάνει όλες τις δουλειές. Και το λεωφορείο άρχισε να παίρνει πάλι ταχύτητα κι όλα γύρω να τρέχουν και να φεύγουν στην αντίθετη κατεύθυνση. Κόκκινες παπαρούνες, κίτρινες μαργαρίτες, ασημοπράσινες ελιές, βαθυπράσινες χαρουπιές, σπίτια και άνθρωποι, λόφοι και βράχια. Εισχωρούσαν όλα μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του λεωφορείου, και τα μονοπάτια ακόμα, τα ρυάκια κι η θάλασσα και μετά τα σύννεφα, τα πουλιά και το γαλάζιο τ’ ουρανού, μέχρι που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα πράγματα πια. Ταξίδευε με μεγάλη ταχύτητα μέσα στο πολύχρωμο τούνελ, που την απορροφούσε, έχοντας το χέρι τεντωμένο μπροστά, προβάλλοντας τη φωτογραφία του Γαβρίλη της.


O σταθμάρχης τη βρήκε το πρωί, πριν ο ήλιος διαλύσει την πρωινή καταχνιά, καθισμένη στο παγκάκι της στάσης. Το κεφάλι της ήταν γερμένο ελαφρά προς τα δεξιά, λες και ήταν ακουμπισμένο σε αναπαυτικό κάθισμα ενός λεωφορείου κοιτάζοντας το τοπίο έξω. Δεν χρειάστηκε καν να την αγγίξει. Προχώρησε προς το τηλέφωνο για τα σχετικά.
Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο. Το χιόνι είχε στοιβαχτεί στο χέρι της, από τον ώμο μέχρι τη φωτογραφία που κρατούσε σφιχτά, και δημιουργούσε αντίθεση με το μαύρο της φόρεμα. Το χιόνι έπεσε ακόμα και στα μαύρα μαλλιά του Γαβρίλη και στο μουστάκι του και τον έκανε να φαίνεται πιο μεγάλος στην ηλικία. Κι έτσι, όπως είχε τεντωμένο το χέρι της, θα νόμιζε κανένας πως ήταν υπογράμμιση στο σύνθημα που ήταν γραμμένο στον τοίχο με μαύρη μπογιά, στο πίσω μέρος της στάσης των λεωφορείων της κεντρικής πλατείας: «Είκοσι εφτά χρόνια είναι πολλά. Θέλουμε να πάμε στα σπίτια μας».



Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ, Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο, 2003. [Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2003]