Τὰ Πουλιά
Στὸν βράχο τοῦ γιαλοῦ κάθεται ὁ γλάρος
Κι ἀδιάφορα τὸ πέλαγο κοιτᾶ
Μὲ μάτια μισοκοιμισμένα καὶ ξυπνᾶ
Κάθε φορὰ ποὺ ἀρχίζει τὸ τραγοῦδι της
Μιὰ φραγκολίνα ποὺ μετρᾶ ψωμιὰ
Κι ὅλο εἴκοσι τέσσερα τὰ βρίσκει.
Καὶ καθὼς τοῦ ἀρέσουν τὰ πλουμίδια της
Καὶ τ΄ ἄλλα τὰ σημάδια ποὺ ἔχει στὰ φτερά
Πιάνει κι αὐτὸς σκοπὸ καὶ σιγοτραγουδᾶ
Ἀφτοτζηνάρα τοῦ γιαλοῦ
Τζαὶ σμέρνα τοῦ πελάου
Δὲν σοῦ τὸ λάλουν, μάνα μου
΄Ποὺ λλόου μου φυλάου!
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Ἀφτοτζηνάρα: ἡ φραγκολίνα, ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἀτταγάς, ἀτταγήν, ἀτταγηνάρα.
Τὸ χαρακτηριστικὸ τατὰ τατὰ τατατὰ κελάηδημα τῆς φραγκολίνας ἔχει ταυτιστεῖ στὴ φαντασία τοῦ λαοῦ μὲ τὴν τραγικὴ ἱστορία μιᾶς νεαρῆς κοπέλας τὴν ὁποία βασάνιζε ἡ πεθερά της. Μιὰ μέρα ποὺ μόλις εἶχε ξεφουρνίσει τὰ ψωμιά της, κατέφθασε ἡ πεθερά, τὰ μέτρησε καὶ τὰ βρῆκε λιγότερα ἀπὸ τον καθορισμένο ἀριθμό. Ἡ νεαρὴ κοπέλα ἔλεγε ὅτι τὰ ψωμιὰ ἦταν εἴκοσι τέσσερα ἐνῶ ἡ πεθερά της ἐπέμενε ὅτι ἦταν εἴκοσι τρία. Ἡ νύφη ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, μὰ ἡ πεθερὰ ἐξοργισμένη τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν ἔριξε μέσα στὸν πυρωμένο φοῦρνο. Ὁ Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴ σκηνή, τὴ λυπήθηκε καὶ τὴ μεταμόρφωσε σὲ φραγκολίνα. Ἀπὸ τότε ἡ φραγκολίνα ἀκούγεται νὰ κελαηδᾶ στοὺς ἀγροὺς λυπημένη: «΄Κοστέσσεράπεθερά, ΄κοστέσσεράπεθερά.
ΕΔΩ
▼
[Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή μου "Διθαλάσσου"]