Τα Γραμματόσημα
και οι Φάκελοι Πρώτης Ημέρας κυκλοφορίας
των Χριστουγέννων του 1987
Από το γραφείο μου, στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στον ημιόροφο, μπορούσα να «ελέγχω» όλο το ισόγειο. Στο ίδιο κτήριο στεγαζόταν και το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου και κάποτε βλέπαμε πνευματικούς ανθρώπους που έρχονταν στην τράπεζα για κάποιες εργασίες τους. Ερχόταν πολύ συχνά ο γιατρός Κύπρος Χρυσάνθης που μας έφερνε τα τεύχη της «Πνευματικής Κύπρου». Καθόταν δίπλα στον εκτυπωτή και η πρώτη του κουβέντα ήταν «για πάτησε κανένα κουμπάκι βρε Νίκο, να δούμε αν θα μας τυπώσει κανένα διήγημα αυτό εδώ το μηχάνημα». Το μηχάνημα όμως, τον ικανοποίησε μόνο μερικές φορές, μια κι εγώ ήμουν και παραμένω πάντα ολιγογράφος. Ένιωθα όμως, πολύ μεγάλη χαρά που έβλεπα τα πρώτα μου διηγήματά να δημοσιεύονται.
Κάποια μέρα λοιπόν, είδα ν΄ανεβαίνει από τη σκάλα που ήταν ακριβώς απέναντι μου, ένας κύριος που περπατούσε κάπως άτσαλα και παράξενα και ερχόταν αγκομαχώντας προς το μέρος μου. Με πλησίασε και κατάλαβα ότι έψαχνε να βρει εμένα. Του είπα να καθίσει και το έκανε αμέσως, γιατί φαινόταν να είναι πολύ κουρασμένος. Ήταν ο αείμνηστος Πεύκιος Γεωργιάδης, αρχιτέκτονας και αργότερα επιτυχημένος Υπουργός Παιδείας της Κυβέρνησης του Τάσσου Παπαδόπουλου. Τις προηγούμενες μέρες, με εντολή του Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων Ρόη Νικολαΐδη, που ήταν μεγάλος φιλοτελιστής -δεν βρίσκεται τώρα στη ζωή- χειρογράφησα με βυζαντινίζουσα γραφή τρία μικρά κείμενα που μου έδωσαν, για να χρησιμοποιηθούν σε φακέλους Πρώτης Ημέρας Κυκλοφορίας των χριστουγενιάτικων γραμματοσήμων. Όταν μου τηλεφώνησαν από το Υπουργείο για το θέμα αυτό, εγώ τους μίλησα για τον φίλο και Δάσκαλό μου Θεοδόση Νικολάου του οποίου την περίφημη γραφή κανένας δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει να υπερβεί. Αμέσως όμως, με αποστόμωσαν λέγοντας μου ότι αυτός τούς είχε παραπέμψει κοντά μου. Δεν μπορούσα να αρνηθώ, τα ετοίμασα από το ίδιο κιόλας βράδυ και την άλλη μέρα τους τα έστειλα.
Ο Πεύκιος Γεωργιάδης, ήρθε στο γραφείο μου για να μου μεταφέρει τις ευχαριστίες του Υπουργού για την άμεση ανταπόκρισή μου αλλά κυρίως για να πάρει τη γνώμη μου για το χρώμα των τίτλων επάνω στους φακέλους. Τον εκοίταζα σα χαζός. Δεν το πίστευα. Σκέφτηκα πως δεν μπορεί να χαθεί αυτός ο τόπος όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν κι αυτόν που είχα μπροστά μου που ενδιαφέρονται για πράγματα που οι πολλοί τα θεωρούν ασήμαντα και άχρηστα. Του απάντησα μονολεκτικά «κιννάβαρις». Σηκώθηκε, με χαιρέτισε κι έφυγε. Αργότερα είχα την τιμή να παραλάβω από το χέρι του το κρατικό βραβείο διηγήματος, για το βιβλίο μου «η κόρη του δραγουμάνου».
Τα γραμματόσημα είχε σχεδιάσει ο Άντης Ιωαννίδης, ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο πατέρας του τραγουδοποιού Αλκίνοου Ιωαννίδη. Και οι δύο είναι εξαιρετικοί καλλιτέχνες, ο δε Άντης έχει σχεδιάσει δεκάδες κυπριακά γραμματόσημα. Ίσως τα ωραιότερα γραμματόσημα της Κύπρου. Δεν γνωριζόμαστε, μα κάποτε συναντηθήκαμε σε κάποια εκδήλωση. Βρήκα την ευκαιρία και συστήθηκα ως «ο συγκάτοικός του» στους φακέλους των χριστουγέννων του ΄87 των κυπριακών ταχυδρομείων. Με λύπη μου όμως, διαπίστωσα αμέσως ότι ήταν πάρα πολύ θυμωμένος και μίλησε πολύ άσχημα γι αυτά που έκανα. Όπως κατάλαβα αμέσως, ο Υπουργός είχε απορρίψει μια δική του πρόταση που ο Άντης Ιωαννίδης θεωρούσε ότι ταίριαζε πιο πολύ με τα σχέδια των γραμματοσήμων. Ο Υπουργός επέμενε σε βυζαντινίζουσα γραφή. Δεν γνωρίζω τι είχε προτείνει ο κ. Ιωαννίδης -κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν κάτι πολύ ωραίο- ούτε είχα δεί τα γραμματόσημα πριν γράψω. Κάθε φορά όμως, που θυμάμαι αυτή την ιστορία λυπούμαι για τη στάση που κράτησε απέναντι μου ένας μεγάλος καλλιτέχνης.