22 Αυγ 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ: "ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ"


Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
γράφει για το βιβλίο
 του Χριστόφορου Μηλιώνη
"ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ"
[Αλήθεια, 22 Αυγούστου 2025, σελ. 14]

Στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας "Αλήθεια", ο Ανδρέας ψάχνοντας σε μια αποθήκη του σπιτιού του, βρίσκει δυο βιβλία: την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του δραγουμάνου" που του είχα στείλει πριν 22 χρόνια [έγραψε πολλά για τούτο το βιβλίο] και το βιβλίο του Χριστόφορου Μηλιώνη "Το μικρό είναι όμορφο", για το οποίο, όπως πάντα, γράφει με συγκίνηση το σημερινό του κείμενο.

Η πρώτη συγκίνηση, γραμμένη με μολύβι: «Στον αγαπητό φίλο, Ανδρέα. Νίκος Νικολάου. 27.10.2003». Σχεδόν ράγισα. Νίκος Νικολάου, λοιπόν. Και Χατζημιχαήλ. Φίλος πραγματικός αλλά, κυρίως, πραγματικός λογοτέχνης. Δίνω ενδεικτικά τίτλους: «Φυσορρόος», «Η κόρη του Δραγουμάνου» «Πικρόλιθος», «Ύδατα υδάτων» και το τελευταίο του κομψοτέχνημα: «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα μέσα από την ευαίσθητη, ακόμα κι όταν είναι οργισμένη, ματιά ενός Έλληνα που στέκει, φρουρός, κάτω από τις ρίζες του. Πού συναντηθήκαμε, άραγε, το 2003; Ήρθε στην εφημερίδα, καθίσαμε σε κάποιο καφέ της πρωτεύουσας, ή ανταμώσαμε στη γενέτειρά του, το Βασίλι, ξεθεωμένοι από το παιχνίδι; Η δεύτερη συγκίνηση, γραμμένη με λυγμούς: «Ο Χριστόφορος Μηλιώνης έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2017». Δεν το γνώριζα και, πάντοτε, οι κεραυνοί εν αιθρία μάς βρίσκουν κατάστηθα. Πάμε τώρα, ξανά, από την αρχή. Στην αυλή έχουμε μια αποθηκούλα. Θα μπορούσες κάλλιστα να την πεις και υπεραγορά! Ανεμιστήρες, θερμάστρες, χαλιά, καρέκλες κήπου, τραπέζια, καθαριστικά, εκκαθαριστικά! και, εννοείται, βιβλία σκεπασμένα από τη σκόνη του χρόνου. Ήθελα μανιωδώς να πάρω ένα βιβλίο στα χέρια μου. Τυχαία. Σχεδόν ψαχουλεύοντας, καθώς, εκτός των άλλων που επαληθεύουν τη ρήση: «το γήρας ούκ έρχεται μόνον», προσετέθη! και ο καταρράκτης. Οι μυρωδιές του τυπογραφικού μελανιού και της κιτρινισμένης σελίδας σμίγουν με το βοριαδάκι που, περιέργως, φυσάει. Βοηθάει, δεν λέω, και το βρεγμένο τσιμέντο αλλά, η χαρά μου οφείλεται, κυρίως, στη νοερή συνάντησή μου τόσο με τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ όσο και με τον Χριστόφορο Μηλιώνη.

«Το μικρό είναι όμορφο». Εμένα μου λες; Που άμα καθίσω στον υπολογιστή μεταμορφώνομαι σε σπρίντερ; Που για να με σταματήσεις στις 400 λέξεις, πρέπει να με σημαδέψεις με καραμπίνα; Που είμαι ο πρωταθλητής της φλυαρίας στον προφορικό και στον γραπτό λόγο; Η συντομία των κειμένων δεν μειώνει την πυκνότητά τους και την περιεκτικότητά τους. Κάθε άλλο: ο συγγραφέας ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, επιλέγει το λακωνίζειν γιατί τον βοηθά να εκφράζεται καλύτερα. Και εκφράζεται καλύτερα. Διάβασα τις Μικρές Ιστορίες, τα Μικρά Ταξίδια και τα Μετρημένα Λόγια σε δύο ώρες. Με χρονομέτρησα, παρακαλώ! Εμπνεύσεις της αντιφατικής καθημερινότητας σφραγισμένες από την αφηγηματική αρμονία και το Αττικόν Άλας του Χριστόφορου Μηλιώνη. Ήρωες, αφανείς και επιφανείς, της πολυκατοικίας, του δρόμου, της πόλης, του χωριού, του ΚΕΝ Κορίνθου, εικόνες που στεγνώνουν στον ήλιο της μνήμης, ήθη και έθιμα, ματαιωμένες προσδοκίες, πολιτικές μανούβρες και, βεβαίως, ταξίδια στο Παρίσι: «Ώχου, ψυχούλα μου! Γαλλία, Γαλλία. Χαρά της Οικουμένης! Πήγες μήπως στα βιβλιοπωλεία; Είδες στις προθήκες τους τούς συγγραφείς μας εις την γαλλικήν;» «Πήγα, παππού, στο ΦΝΑΚ και στου Ζιμπέρ. Ανέβηκα στον τρίτον όροφο, όπως μου είπαν. Κοίταξα εκεί που έγραφε Αλβανία-Ελλάδα-Τουρκία. Βρήκα μονάχα τον Κανταρέ και τον Αζίζ Νεσίν. Μήτε τον Καζαντζάκη πια...» «Ωχ, ψυχούλα μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν εις το Παρίσι!»στην Τεργέστη, στη Ρώμη, στην Κύπρο μας: «Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν!» Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου, θ’ αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κάνω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αισθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Σελίδες: 212




18 Αυγ 2025

ΔΩΡΑ ΜΥΛΩΝΑ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"




ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 
(και όχι μόνο)

Η πολιτιστική συνεργάτιδα της εφημερίδας "ο Φιλελεύθερος", Μαρία Παναγιώτου, ζήτησε από έξι βιβλιόφιλους, να προτείνουν στους αναγνώστες της εφημερίδας, βιβλία που τους έχουν εντυπωσιάσει με τη γραφή και τη θεματολογία τους. Ευχαριστώ την κυρία Δώρα Μυλωνά, που διάβασε το βιβλίο μου "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ" και το πρότεινε. Πιο κάτω το εξαιρετικό κείμενό της, στην έκδοση της 10ης Αυγούστου 2025. Ευχαριστώ και την κυρία Μαρία Παναγιώτου και την εφημερίδα.

Να είστε όλοι καλά, απολαύστε τις τριακόσιες διαλεγμένες λέξεις, που έδωσαν με τόση μαεστρία την ουσία του βιβλίου μου.


της ΔΩΡΑΣ ΜΥΛΩΝΑ
"Όταν σωπάσαν τα πουλιά"

Ο συγγραφέας, γνωστός σε Κύπρο και Ελλάδα για την εξαιρετική του δημιουργία σε ποίηση και διηγήματα, κάνει την εμφάνισή του ξανά στα λογοτεχνικά φωτισμένα δώματα, μ’ ένα συνταρακτικό ιστορικό μυθιστόρημα• ένα δύσκολο λογοτεχνικό είδος που θέλει αληθινό αφηγηματικό ταλέντο αλλά και έρευνα για να διασταυρωθούν οι πληροφορίες και τ’ ακούσματα από την οικογενειακή προφορική παράδοση.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ πέτυχε, με μοναδική αφηγηματική μαεστρία, να συνδέσει τα ιστορικά γεγονότα (αρχές της Αγγλοκρατίας στο νησί) με την προφορική οικογενειακή παράδοση που από παιδί άκουγε ν’ αφηγούνται οι συγγενείς του.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, έρχεται στον νου ο πίνακας του Αδ. Διαμαντή «Ο κόσμος της Κύπρου» με τον λεβέντη ιερέα στο κέντρο, όπως ακριβώς ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Παπαγιάννης. Ένα πρόσωπο πραγματικό, που αγωνιζόταν για την πρόοδο του τόπου του, δυναμικός και ντόμπρος, που δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με την Εκκλησία όταν θεώρησε άδικους κάποιους κανόνες της.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται με κομμένη την ανάσα και με την αίσθηση πως γνώρισες την αληθινή Κύπρο «όπου το θαύμα λειτουργούσε ακόμα». Καθηλώνει τον αναγνώστη με την απλότητα στην αφήγηση (θέλω να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη, έγραφε ο Σεφέρης) την τρυφερότητα αλλά και τη δύναμη που κρύβουν οι ήρωές του.

Το χωριό της Καρπασίας δεν είναι ένα απλό σκηνικό όπου κινούνται οι πρωταγωνιστές. Είναι το ίδιο πρωταγωνιστής με τους ανθρώπους του, τη γη και την προδομένη, από τη μοίρα και τη ζωή, αγάπη τους. Η αφήγηση γίνεται σε χρόνο που δεν κυλά ευθύγραμμα, είναι μνήμη, είναι κύκλος, είναι παράδοση που σπαρταρά μέσα από τις φωνές των ανθρώπων και τη σιωπή των πουλιών. Κάθε λέξη είναι διαλεγμένη με φροντίδα, γεμάτη άρωμα παρελθόντος, φωνές παππούδων, που κουβαλούν το βάρος όλης της ιστορίας του τόπου τους με αξιοπρέπεια και στοχασμό.

Ευτυχής που διάβασα αυτό το μυθιστόρημα! Ευγνώμων που υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ που ξέρουν ν’ ακούουν τη σιωπή, την παράδοση και την ιστορία του τόπου, και να την κάνουν λογοτεχνία. Ένα βιβλίο πληγή και βάλσαμο μαζί.

5 Αυγ 2025

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ: ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Αιμίλιος Σολωμού

Όταν σωπάσαν τα πουλιά, 
ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, εκδ. Κάρβας 2024 

Η κριτική στο literature

Μετά από τέσσερις ποιητικές συλλογές και τρεις συλλογές με διηγήματα, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ δοκιμάζεται στο είδος του μυθιστορήματος. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο Όταν σωπάσαν τα πουλιά και αποτελεί μιαν ιδιαίτερα επιτυχημένη πρώτη απόπειρα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εποχής, καθώς διαδραματίζεται ανάμεσα στον Ιανουάριο του 1879 και τον Ιανουάριο του 1922, δηλαδή στο κρίσιμο πρώτο μισό της αγγλοκρατίας.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον βίο και τη δράση του Παπαγιάννη, ή Παπασπάθα, ιερέα στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης είναι πρόγονος του συγγραφέα, από την πλευρά της μητέρας του. Στο βιβλίο ουσιαστικά εξιστορείται η οικογενειακή σάγκα του συγγραφέα, ο οποίος βασίστηκε στην προφορική παράδοση της οικογένειας, αλλά και σε άλλες μαρτυρίες, στη βιβλιογραφία και στη μελέτη εφημερίδων της συγκεκριμένης περιόδου. Η εξιστόριση πορεύεται παράλληλα με τα ευρύτερα γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα δεν ήταν να παραθέσει τα ιστορικά γεγονότα ως προτεραιότητα. Αντίθετα, ο στόχος του ήταν να δώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί το μυθιστόρημα και οι ήρωες να δράσουν. Και κατορθώνει εν τέλει να ανασυστήσει με ενάργεια την εποχή, έτσι που το μυθιστόρημα να καθίσταται για τον αναγνώστη ένα απολαυστικό λογοτεχνικό κείμενο.

Το βιβλίο κινείται πάνω σε έναν βασικό χωρικό και χρονικό άξονα. Από τη μια είναι η Καρπασία και από την άλλη η έλευση της νέας εποχής με την αγγλοκρατία. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν αναλογία της φωτογραφικής τέχνης (που αγαπά ιδιαίτερα ο συγγραφέας), ο Ν.Ν-Χ έχει στο ένα χέρι έναν μεγεθυντικό φακό, για να αποτυπώνει τις λεπτομέρειες των όσων συμβαίνουν στην Καρπασία και στο άλλο έναν ευρυγώνιο φακό, ώστε να αποδώσει τη γενικότερη εικόνα του κόσμου της Κύπρου.

Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση για το κυπριακό μυθιστόρημα. Η εποχή αυτή συνήθως παραμένει στο περιθώριο και απροσπέλαστη μυθιστορηματικά. Η έλευση των Άγγλων στο νησί ήταν μια εποχή ελπίδας για καλύτερες μέρες αλλά και μια εποχή διάψευσης. Την κρίσιμη αυτή περίοδο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα σπέρματα του επερχόμενου αδιεξόδου και της τραγωδίας των επόμενων δεκαετιών, π.χ. τον διχασμό, κομματικό και ιδεολογικό, ανάμεσα στον πληθυσμό, αλλά και τον ύπουλο ρόλο και το παιχνίδι των Άγγλων με την πάγια τακτική τους, του διαίρει και βασίλευε. Όλα αυτά δίνονται με παραστατικό και λειτουργικό τρόπο στο μυθιστόρημα.

Τα ιστορικά γεγονότα που διαγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα του βιβλίου, ιδιαίτερα ο Παπαγιάννης, είναι οι εκλογές για το πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο, η ανεξάρτητη υποψηφιότητα του διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ και η δίκη που ακολούθησε, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910, το πρώτο δημοψήφισμα για την ένωση το 1921, αλλά και γενικά τα ίδια και απαράλλακτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες της  Κύπρου τόσο κατά την τουρκοκρατία όσο και κατά την αγγλοκρατία: υψηλοί φόροι, ανυπαρξία ικανών δρόμων και μέσων μεταφοράς, θεομηνίες όπως οι σεισμοί, οι ανομβρίες, η επιδρομή των ακρίδων, η καταστροφή της σοδειάς και η αδυναμία να πληρωθούν τα δάνεια, η φτώχεια και η πείνα που μάστιζαν τον λαό, οι επιδημίες, ένας συνεχής αγώνας αντιξοοτήτων για επιβίωση.

Ο Παπαγιάννης είναι μια βιβλική μορφή, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Μικρός έμαθε γράμματα στην Αμμόχωστο στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου και έπειτα θέλησε να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού και να γίνει ιερέας. Μέσα από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, διακρίνεται η ικανότητα του συγγραφέα να αποκαλύπτει σταδιακά τα γνωρίσματά του. Συγκεντρώνει πολλά αντιθετικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό είναι βαθιά ανθρώπινος. Ιερέας με μια ιδιαίτερη κλίση στα γιατροσόφια, τις γητειές και τις αλοιφές με βότανα. Θα τον βρουν προσωπικές συμφορές, θα τον βασανίσουν διλήμματα, αλλά θα παλέψει και θα σταθεί στα πόδια του. Νεαρός έχασε την αγαπημένη του σύζυγο Ρουμπίνη, αλλά θα βρει αποκούμπι, για να αντέξει τη δύσκολη ζωή σε μια φτωχή νεαρή γυναίκα, την Αρχοντού έναν παράνομο για την εκκλησία έρωτα (απαγόρευε τον δεύτερο γάμο για τους ιερείς). Ιδιαίτερα δραστήριος, με τον ιδρώτα του δουλεύει τη μεγάλη κτηματική περιουσία του μέχρι τα γεράματα. Η γη τού αποφέρει καλό εισόδημα: ελιές, χαρουπιές, αμπέλια, περβόλια, μύλος, αποστακτήρας. Πότε τρυφερός, π.χ. με τη Ρουμπίνη, την κόρη του Μαρία, το άλογό του τον Πήγασο, πότε σκληρός και πάντα δυναμικός, λίγο άγριος όπως ο σκύλος του ο Άνης  (φέρει την κατάληξη του ονόματός του), ο οποίος «ορμούσε κι αλίμονο αν υπήρχε αντίσταση». Ήταν ταυτόχρονα άνθρωπος της προσφοράς. Χάρη στις δικές του προσπάθειες και της δωρεάς του (χάρισε ένα κτήμα του), η κοινότητά του απέκτησε νέα εκκλησία και σχολείο. Είχε όμως και εχθρούς, αφού κατηγορήθηκε για τη στάση του στα δημόσια πράγματα και την προσωπική του ζωή, έχοντας να αντιμετωπίσει τις διαβολές για δήθεν ερωτικές σχέσεις με την κουμπάρα του στην Αμμόχωστο. Είχε το θάρρος της γνώμης του και αδιαφορούσε για τις όποιες αντιδράσεις. Όταν υποστήριξε, το 1891, τον διοικητή της Αμμοχώστου Γιαγκ στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, γιατί έβλεπε έναν άνθρωπο που ήθελε να προσφέρει και να βοηθήσει, εξυβρίστηκε ως Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας, γι’ αυτό τέθηκε σε αργία. Έλαβε μέρος στη δίκη που ακολούθησε και αργότερα αναμίχθηκε με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε τον λαό για δέκα χρόνια (1900-1910). Πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία που «μας εξαθλίωσε», θα πει στη Ρουμπίνη και θα προσθέσει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια. Θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Είμαι σίγουρος ότι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα φτιάξουν δρόμους για να μπορεί να μετακινείται ο κόσμος. [...] Οι Εγγλέζοι θα σεβαστούν τον τόπο. Είναι πολιτισμένος λαός και θα μας ακούσουν. Και ποιος ξέρει, ίσως σύντομα γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. Φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Ο Παπαγιάννης ενσαρκώνει την ελπίδα εκείνης της εποχής για καλύτερες μέρες. Μεθερμηνεύει τη γενικότερη αισιοδοξία του απλού λαού και της ηγεσίας του με αυτό που ονομάζει «νέο αέρα που φύσηξε στο νησί», προσδοκώντας να φτάσει η Κύπρος στην εκπλήρωση του εθνικού πόθου. Όμως ο Παπαγιάννης  είναι ένα ανήσυχο πνεύμα και γρήγορα θα μάθει, θα διαβάσει σε εφημερίδες, θα ακούσει στις συζητήσεις με τον θείο του τον Ευαγγέλη στην Αμμόχωστο, και θα σχηματίσει την πραγματική εικόνα για τους  Άγγλους, ότι δηλαδή πολιτική τους είναι η εξυπηρέτηση του δικού τους αποικιοκρατικού συμφέροντος (σ. 50-51). Θα συνειδητοποιήσει το ύπουλο παιχνίδι που έπαιζαν με το κατ’ επίφασιν δημοκρατικό Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Παπαγιάννης δεν παραγνωρίζει το λαϊκό αίσθημα για ένωση με την Ελλάδα, αλλά ως πολιτικό ον, σκέφτεται με βάση τη λογική, επικρίνοντας την πατριδοκαπηλεία: «κι εγώ θα ήθελα, αν ήταν δυνατό, να ενωθούμε με την Ελλάδα και σήμερα, ακόμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι Άγγλοι θα δεχθούν να συζητήσουν τόσο νωρίς αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες καλές ευκαιρίες και να εκμεταλλευτούμε τους ίδιους για το καλό του τόπου».  Εν τέλει, ο Παπαγιάννης, συνειδητοποιημένος πια και σοφότερος, θα αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα στα Βασιλικά ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων και της προσπάθειάς τους να πείσουν πως «οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες».

Ο συγγραφέας εντοπίζει στην εποχή αυτή τα σπέρματα του διχασμού που θα εκδηλωθεί και τις επόμενες δεκαετίες και θα οδηγήσει το νησί σε περιπέτειες και τραγωδίες. Υπό αυτή την έννοια, η επιλογή της συγκεκριμένης εποχής, τού παρέχει μιαν εξαιρετική ευκαιρία να διερευνήσει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και να τη συνδέσει με το μετέπειτα. Θα πει με αφορμή το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα: «Το μαύρο πέπλο της διχόνοιας, που είχε απλωθεί  επάνω σε ολόκληρο το νησί για δέκα ολόκληρα χρόνια έπεσε και φάνηκε πραγματικά το γαλάζιο του απέραντου ουρανού. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν ήτανε μόνο εκκλησιαστικό, αλλά κυρίως κομματικό. Οι φανατικοί των κομμάτων ήταν αυτοί που είχαν διχάσει τον λαό» (219). Συνακόλουθο θέμα που διαπερνά το βιβλίο είναι και οι σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους της Καρπασίας. Αναφέρονται οι δολοφονίες και οι αυθαιρεσίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ακόμα και τις πρώτες δεκαετίες της αγγλοκρατίας.

Αυτό είναι το πλαίσιο των γεγονότων μέσα στο οποίο με έντεχνο τρόπο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του Παπαγιάννη. Ασφαλώς πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Όμως σ’ αυτόν τον μυθιστορηματικό γαλαξία ήλιος είναι ο Παπαγιάννης, οι υπόλοιποι περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Παρελαύνουν και γνωστές προσωπικότητες της εποχής όπως ο Γιαγκ, ο Καταλάνος, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος, κ.ά. Όμως τα κύρια πρόσωπα του βιβλίου αφορούν κυρίως την οικογένεια του συγγραφέα. Είναι η νεαρή σύζυγος του Παπαγιάννη, η Ρουμπίνη, που πέθανε στη γέννα του παιδιού τους, η κόρη του η Μαρία, η Αρχοντού, ο Νικόλας (παππούς του συγγραφέα από τη μεριά του πατέρα του), η οικογένεια των θείων εμπόρων στην Αμμόχωστο, του Ευαγγέλη και του Χρυσόστομου και των παιδιών τους, από την οικογένεια του διανοούμενου Ευάγγελου Λουίζου, ο οποίος κληρονόμησε το εμβληματικό σπίτι «που πάει να γίνει φυτό» κατά τον στενό του φίλο Σεφέρη, όπως σημειώνεται και στο βιβλίο (191).

Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται γύρω από τραγωδίες και χαρές (θάνατοι, γεννήσεις, γάμοι) που διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν τα πρόσωπα της ιστορίας. Ο τίτλος συνδέεται με τρεις από αυτές τις τραγωδίες. Είναι ο θάνατος της Ρουμπίνης, ο θάνατος της εξαδέλφης Μαργαρίτας στην Ελβετία από φυματίωση και ο διπλός ταυτόχρονος θάνατος του παππού του συγγραφέα Νικόλα και του προπάππου του Παπαγιάννη από τυφοειδή πυρετό στο τέλος του βιβλίου. Και στις τρεις περιπτώσεις, τα πουλιά πρόσκαιρα θα σωπάσουν, δίνοντας έναν τόνο ακόμα πιο δραματικό στα γεγονότα.Έτσι το μυθιστόρημα συνομιλεί επιτυχημένα με την παράδοση. Είναι συχνό μοτίβο στο δημοτικό τραγούδι τα πουλιά να συμμετέχουν στο ανθρώπινο δράμα. Πολλές φορές εμφανίζονται σε περιπτώσεις θανάτου, τραγωδίας. Και τα πουλιά είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύνδεσης των ανθρώπων της εποχής του βιβλίου με τη φύση. Μια αρμονία που σήμερα έχει διαρραγεί.

Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί και ο τόπος, η γεωμορφολογία και η φύση της Καρπασίας που αποτελεί λίγο πολύ ταυτότητα γενικά της κυπριακής υπαίθρου. Αποτυπώνεται με επιμονή η ενδημική χλωρίδα και πανίδα και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω αυτές τις καταγραφές την αγάπη του συγγραφέα για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο. Οι μνήμες, τα βιώματα και ο τόπος ζωντανεύουν μέσα από τις περιγραφές και τις αναφορές του. Ο κάμπος, η θάλασσα, τα κυκλάμινα, οι νάρκισσοι, το θυμάρι, τα πευκοδάση, οι λαδανιές, η χαρουπιά, οι σκίνοι, οι αόρατοι, οι ελιές και τα αμπέλια, υπήρξαν η γνώριμη καθημερινότητά του. Όπως και τα ερπετά, οι φραγκολίνες, τα πουλιά, τα ζώα της αγροτικής ζωής: πρόβατα, άλογα, γαϊδούρια, κυνηγόσκυλα, πετεινοί. Ακόμα, καταγράφονται τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία εκτυλίσσεται η δράση του Παπαγιάννη: Παναγία η Κανακαρία στη Λυθράγκωμη, μοναστήρι Αποστόλου Ανδρέα, Λεονάρισσο, Κοιλάνεμος, Βουκολίδα, Νέτα, Άγιος Ανδρόνικος, Γαλάτεια, Κώμα Γιαλού, Γιαλούσα, Μπογάζι, Τρίκωμο, και άλλες περιοχές με τοπωνύμια της περιοχής. Ακόμα και η Λευκωσία, αλλά κυρίως η Αμμόχωστος με τους εμπορικούς δρόμους, το Παρθεναγωγείο, την Αγία Ζώνη, τα αρχοντικά, τα καφενεία και το χάνι του Μαυροστασή. Είναι προφανής ο σκοπός του συγγραφέα να περισώσει την εποχή που χάθηκε, έναν κόσμο που αλλοιώθηκε πια από την τούρκικη κατοχή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αγροτική ζωή βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας. Οι άνθρωποι της Καρπασίας ήταν δεμένοι με τη γη τους, από αυτήν ζούσαν, αρμονικά δεμένοι μαζί της. Ο Παπαγιάννης εξασφάλιζε τα προς το ζην από τα αμπέλια, τις χαρουπιές, τις ελιές, τις ροδιές, τις αμυγδαλιές, τις πορτοκαλιές, τις λεμονιές του. Με το αλακάτι και τη στέρνα πότιζε τα περιβόλια του, με τον μύλο άλεθε το σιτάρι, έβγαζε το λάδι του, με τον αποστακτήρα τη ρακή, έφτιαχνε το κρασί του, είχε μεγάλη παραγωγή από σταφίδες και ξύδι, πωλούσε τα χαρούπια του, ασχολήθηκε με τη σηροτροφία κι έπειτα με τα καπνά. Όλα αυτά έπρεπε να μεταφερθούν με τα κάρα μέσα από κακοτράχαλους δρόμους, με πολλές δυσκολίες και κινδύνους για ληστείες, ένα ταξίδι περιπετειώδες. Στο βιβλίο αναφέρονται ακόμα ήθη και έθιμα που σήμερα ξεχάστηκαν και τονίζεται η σημασία που είχαν τα πανηγύρια για τη ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Δεν παραλείπεται ακόμα η σπουδαιότητα που είχε για τους ανθρώπους της Καρπασίας η περιοδεία των μητροπολιτών και των εκάστοτε Αρχιεπισκόπων στην περιοχή (π.χ. οι δύο Κύριλλοι).

Ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα εντοπίζει τις αλλαγές που άρχισαν να επέρχονται με τη νέα εποχή, όχι μόνο τις πολιτικές, οι οποίες όπως αναφέρθηκε επηρέασαν και επηρεάζουν και τη δική μας ζωή. Κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ένα μυθιστόρημα εποχής είναι απαραίτητο να συνομιλεί με τη σύγχρονη εποχή του συγγραφέα, διαφορετικά παραμένει καθηλωμένο, στείρο και στάσιμο δημιουργικά. Από τις σελίδες του βιβλίου περνά η ιστορία του γεωργικού τομέα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και των πρώτων του 20ού αιώνα. Στην Καρπασία με την ενθάρρυνση της αποικιοκρατικής κυβέρνησης οι χωρικοί ξερίζωσαν τα αμπέλια και φύτευσαν καπνά. Ο μύλος του Παπαγιάννη έπαψε να λειτουργεί λόγω του μεγάλου ατμόμυλου που εγκαταστάθηκε στο Λεονάρισσο. Πούλησε μάλιστα και τη δική του ατμομηχανή με τον λέβητα. Λόγω των δυσκολιών, άρχισε ένα ρεύμα μετανάστευσης των νέων της Καρπασίας προς την Αμερική κυρίως. Παράδειγμα ήταν ο παππούς του συγγραφέα ο Νικόλας Χατζημιχαήλ (αλλά και ο παππούς του ο Ζαχαριάς νωρίτερα), τον οποίο ακολουθεί μυθιστορηματικά στο ταξίδι τον Ιούνιο του 1913 και την άφιξη και διαμονή του στην Αμερική στο Έλις Άιλαντ, στο Πίτσμπουργκ και τη Νέα Υόρκη μέχρι την επιστροφή του τον Αύγουστο του 1917.

Ο αφηγητής στο μυθιστόρημα είναι τριτοπρόσωπος αλλά σε καμία περίπτωση αμέτοχος. Αυτό έχει να κάνει με την ανθρωπιά με την οποία γράφει και προσεγγίζει την ιστορία του ο συγγραφέας. Τα σχόλιά του είναι συχνά. Πολλές φορές παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα ή συμπάσχει με τις τραγωδίες που δοκιμάζουν τους ήρωες. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Π.χ. στη σ. 37 ο αφηγητής αναφέρει: «Κινήθηκε προς το μέρος του παιδιού και το κούνησε ελαφρά λέγοντας του λόγια αγάπης», προσθέτοντας: «Τι ευτυχία!». Στη σ. 40 «ο ρυθμικός ήχος τακ-τακ, τακ-τακ από το αλακάτιν, λες και μετρούσε τον χρόνο, ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο». Κι αλλού: «Τι μαρτύριο ήτανε αυτό που ζούσε! Μήπως έβλεπε ένα κακό όνειρο; Πώς άλλαξαν ξαφνικά τα πράγματα. Δυστυχώς, δεν ήτανε κακό όνειρο μα η πικρή αλήθεια».

Η αφήγηση είναι άκρως ρεαλιστική. Η λιτή γλώσσα είναι αρετή, χωρίς πολλές μεταφορές και πληθωρισμούς, οι διάλογοι απλοί όπως αρμόζει στην ιδιόλεκτο των προσώπων. Ενίοτε υπάρχει εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου και ευθέως λόγου. Συχνές είναι οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, κάτι που επιβραδύνει την εξέλιξη του μυθιστορήματος, ενώ συχνά τα γεγονότα αποδίδονται περιληπτικά δίνοντας μια γρηγορότερη εξέλιξη στην ιστορία. Ειδικότερα οι εγκιβωτισμοί ανακαλούν ιστορίες από παραμύθια, κάτι που θυμίζει έστω και σε έναν μικρό βαθμό τα παραμύθια της Ανατολής όπως αυτά ενσωματώνονται στην Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη.

Το βιβλίο, συγκεκαλυμμένα ορισμένες φορές και σποραδικά, συνομιλεί με άλλα έργα, όπως την παράδοση ή την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη, ή το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν στην περίπτωση της Μαργαρίτας που νοσηλεύτηκε σε σανατόριο στην Ελβετία. «Ό,τι παθαίνει κανένας είναι από το κεφάλι του» (σ. 86) θα πει ο Παπαγιάννης για την πιθανή εκλογή του Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου, θυμίζοντας τα λόγια του Κουτσιούκ Μεχμέτ: «Ό,τι παθαίνει ο άδρωπος εν που την τζεφαλήν του».

Και κάτι τελευταίο που αξίζει ειδικής μνείας. Το μυθιστόρημα ξεχωρίζει και για την άρτια, αισθητική του έκδοση. Αυτό αφορά όλα τα βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και τις (αυτό)εκδόσεις του Κάρβας. Πρόκειται για συλλεκτικές εκδόσεις, έργα τέχνης στην ουσία τους. Αυτό για τον συγγραφέα είναι αδιαπραγμάτευτο.

 


 

4 Αυγ 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ: Βασίλι Καρπασίας: "Λογοτεχνώντας την ιστορία"

Βασίλι Καρπασίας: 
"Λογοτεχνώντας την ιστορία"

Το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
«Όταν σωπάσαν τα πουλιά»
μιλάει για ένα κόσμο μικρό μα συνάμα μεγάλο

 Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ
 Η Καθημερινή (Κύπρου), 3 Αυγούστου 2025, Τέχνες και γράμματα, σελ.1

«Παλιόστρατα δύσκολη, κι ευτυχώς πριν ξεκινήσουμε, ο Θεός με φώτισε και ρώτησα για τη διαδρομή»... Ευθεία από τον Άγιο Δημήτριο του Λεονάρισσου, σχεδόν ευθεία, τέλος πάντων ή στη διασταύρωση, από την άλλη πλευρά, από τη μία το Βασίλι, από την άλλη το Λεονάρισσο. Φαινόταν εύκολο, αρκεί να θυμάσαι δύο πράγματα... όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο απλό, τι και αν είχα ρωτήσει ή είχα συμβουλευθεί χάρτες... αν το λάθος όνομα σού κολλήσει στο μυαλό, τότε όλα αλλάζουν. Αυτό το λάθος όνομα όμως μου έδωσε την ευκαιρία να ακολουθήσω σχεδόν τη διαδρομή του Παπαγιάννη, στα χωριά γύρω από τα Βασιλικά, το Βασίλι της Καρπασίας, με το αυτοκίνητό μου να έχει τον ρόλο του Πήγασου. Έτσι συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν πειράζει που χάθηκα, έστω και αν έπρεπε να υποστώ την αφόρητη ζέστη του κυριακάτικου μεσημεριού.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» (εκδ. Κάρβας 2024), ήταν κατά κάποιο τρόπο ο αόρατος οδηγός μου, σε αυτή την εξόρμησή μου στα Βασιλικά, στους τόπους των ηρώων του. Τι και αν έχουν αλλάξει πολύ στις μέρες μας, ο συγγραφέας, γέννημα θρέμμα του Καρπασιού, τους θυμάται και τους μεταφέρει στο χαρτί σχεδόν σαν ζωγραφιά. Συμπλέκει με τρόπο όμορφο και ταιριαστό τον μύθο με όσα θυμάται να ακούει καθισμένος στον ηλιακό του σπιτιού του, από τους μεγαλύτερους. Ιστορίες για μεγάλους και ίσως τότε ακατανόητες για έναν μικρό ακροατή... ιστορίες που ο Νικολάου-Χατζημιχαήλ μεταβόλισε αργότερα και και τους έδωσε λογοτεχνική χροιά.

Η μυθιστορία του Βασιλιού

Έχοντας παρκάρει το αυτοκίνητό μου σε μία ευρύχωρη θέση στάθμευσης, και κάτω από τον πυρρό ήλιο ξεκινώ να βρω την εκκλησία του Παπαγιάννη, τον άγιο Βασίλειο, εκείνη την εκκλησία, στην οποία ο ήρωας του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είχε απάγκιο του και έγνοια να τη μεγαλώσει... Προχώρησα λίγα μέτρα από το σημείο όπου είχα παρκάρει και τότε στα δεξιά μου ένα μικρό δρομάκι θα με οδηγούσε στην εκκλησία... φαινόταν στο βάθος, τα δέντρα εκατέρωθεν του στενού αυτού δρόμου τον σκίαζαν... και ήταν για εμένα αυτή τη σκιά βάλσαμο... «Δεν είπαν τίποτε άλλο και προχώρησαν προς την έξοδο. Είχε πέσει πια το σκοτάδι. Τους καληνύχτισε, κλείδωσε την εκκλησία και πήρε σιωπηλός το μονοπάτι προς το σπίτι του», γράφει ο συγγραφέας, για τον Παπαγιάννη και την τιμωρία που του επεβλήθη... και νά σου εγώ, μπροστά στην ιστορία την πραγματική, κλειδωμένη, βασανισμένη η εκκλησία του Παπαγιάννη, έχοντας διασχίσει το μονοπάτι. Ο συγγραφέας έχει φροντίσει να εντάξει με οργανικό τρόπο στην αφήγησή του και τα γεγονότα τα μεγάλα της Καρπασίας, και της Κύπρου ολόκληρης, γεγονότα που σήμερα ελάχιστοι θυμούνται, που όμως στον καιρὸ τους ήταν σημαντικά... και ο Τύπος της εποχής αφιέρωνε πηχυαίους τίτλους. Ζητήματα που αφορούσαν την ιδιοσυστασία των κατοίκων, ασχέτως αν σήμερα μοιάζουν στον σύγχρονο άνθρωπο βαρετά, ασχέτως αν είναι σκεπασμένα από την αχλή της λήθης. Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ τα ανασύρει από το χθες τους και τα ζωντανεύει και αυτό το ζωντάνεμα δεν είναι απλώς λογοτεχνική μαεστρία από μέρους του, είναι αποτέλεσμα έρευνας, η οποία διήρκεσε αρκετά πριν οι ήρωες λάβουν τη θέση τους στις σελίδες του μυθιστορήματος. Τα πουλιά είχαν σωπάσει και αυτά, και μου έδωσαν την ευκαιρία να ακούσω τους ήρωες του συγγραφέα...

Ήρωες πραγματικοί

Περιεργαζόμουν την κλειστή εκκλησία, κρυφοκοίταζα από τα παράθυρά της το εσωτερικό της, έχοντας πάντοτε κολλημένο πάνω μου το βλέμμα μιας νεαρής μητέρας που βγήκε από το αντικρινό κτήριο, σαν άκουσε τα βήματά μου εκείνο το ήσυχο μεσημέρι, Εκείνο το κτήριο και αυτό γερασμένο και ταλαιπωρημένο ήταν όπως έμαθα το παλαιό σχολείο του Βασιλιού... όλα έμοιαζαν να έχουν σταματήσει στο χρόνο και οι αναφορές του συγγραφέα σε ήθη και έθιμα, σε συνήθειες καθημερινές των νοικοκυριών της εποχής περνούσαν από μπροστά μου, προσπαθώντας να μεταλλάξω τις εικόνες που είχα μπροστά μου. Να δω τον Αντώνη τον δάσκαλο, αντί για τη νεαρή Τουρκάλα, να φανταστώ τη συνοδεία του νέου αρχιεπισκόπου, που ο Παπαγιάννης δεν ήθελε... να δω τους χωριανούς να συγκεντρώνονται γύρω από την εκκλησία. Και νομίζω πως τα κατάφερα, μιας και ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μεταφέρει το Βασίλι και τους ανθρώπους του, αλλά και τα σπουδαία γεγονότα της εποχής, όπως η δίκη του Τρικώμου, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα και άλλα πολλά στο χαρτί με τέτοιο τρόπο που οι πρωταγωνιστές του έχουν σχεδόν αίμα και σάρκα. Είναι πραγματικοί ήρωες οι χαρακτήρες του Νικολάου-Χατζημιχαήλ, χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, ο Παπαγιάννης ένας απλός τερέας, ένας τολμητίας της εποχής του, και η Αρχοντού, μία γυναίκα που άντεξε πολλά και υπέμεινε ακόμη περισσότερα. Αυτό το χάρισμα έχουν όλοι οι ήρωες του συγγραφέα, σχεδόν σου ψιθυρίζουν την ιστορία τους στο αφτί σου, αλλά και την ιστορία και τα πάθια του τόπου και και αυτό είναι προνόμιο του μυθιστορήματος «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ο συγγραφέας δίνει το αόρατο νήμα στον αναγνώστη για να ακολουθήσει τη μυθιστορία του Βασιλιού και της Κύπρου ολόκληρης, να μάθει για πρόσωπα μικρά, όπως ο Χατζημιχαήλ του Πίπου, που αν το καλοσκεφτούμε αυτά τα μικρά ονόματα καμιά φορά φέρνουν μεγάλα πράγματα, Φεύγοντας από τη μικρή πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Βασιλεί του, του μικρού χωριού Βασίλι Καρπασίας κοντοστάθηκα στην αρχή του μονοπατιού για να αφουγκραστώ τον Πήγασο και το χρεμέτισμά του... γιατί είμαι σίγουρος πως ο Παπαγιάννης και η γενιά του έχει αφήσει στον τόπο εκεί ανεξίτηλη την παρουσία του.







 

1 Αυγ 2025

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ: ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Αιμίλιος Σολωμού
ΌΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
εκδόσεις Κάρβας 2024

Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ είναι ένας σπουδαίος και αγαπητός λογοτέχνης, που τιμά την πατρίδα του στο εξωτερικό∙ από τους λίγους, που έχουν σπάσει τα λογοτεχνικά σύνορα της μικρής πατρίδας.

Ο Αιμίλιος έχει διαβάσει το τελευταίο μου βιβλίο και έγραψε ένα ξεχωριστό κριτικό κείμενο, το οποίο έστειλε για δημοσίευση. Πραγματικά, με την τέχνη του λόγου του,  έχει συμπυκνώσει την ουσία του βιβλίου σε μερικές σελίδες, αλλά δεν μένει μόνο σε αυτό, σε κάθε παράγραφο, σχεδόν, σχολιάζει τη δράση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Τον ευχαριστώ για τη θετική αποτίμηση και του εύχομαι να είναι πάντα δημιουργικός. Θα περιμένουμε το καινούργιο του βιβλίο.

Πιο κάτω ένα μικρό απόσπασμα από το εν λόγω κείμενο, το οποίον αναρτώ με την άδειά του.

[Όσοι ενδιαφέρονται για το βιβλίο μου μπορούν να το βρουν στα βιβλιοπωλεία ΣΟΛΩΝΕΙΟΝ στη Λευκωσία και ΠΑΡΓΑ σε όλες τις πόλεις, και το βιβλιοπωλείο του Πανεπιστημίου Κύπρου]

ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ:

...Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον βίο και τη δράση του Παπαγιάννη, ή Παπασπάθα, ιερέα στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης είναι πρόγονος του συγγραφέα, από την πλευρά της μητέρας του. Στο βιβλίο ουσιαστικά εξιστορείται η οικογενειακή σάγκα του συγγραφέα, ο οποίος βασίστηκε στην προφορική παράδοση της οικογένειας, αλλά και σε άλλες μαρτυρίες, στη βιβλιογραφία και στη μελέτη εφημερίδων της συγκεκριμένης περιόδου. Η εξιστόριση πορεύεται παράλληλα με τα ευρύτερα γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα δεν ήταν να παραθέσει τα ιστορικά γεγονότα ως προτεραιότητα. Αντίθετα, ο στόχος του ήταν να δώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί το μυθιστόρημα και οι ήρωες να δράσουν. Και κατορθώνει εν τέλει να ανασυστήσει με ενάργεια την εποχή, έτσι που το μυθιστόρημα να καθίσταται για τον αναγνώστη ένα απολαυστικό λογοτεχνικό κείμενο.

Ο Παπαγιάννης είναι μια βιβλική μορφή, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Μικρός έμαθε γράμματα στην Αμμόχωστο στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου και έπειτα θέλησε να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού και να γίνει ιερέας. Μέσα από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, διακρίνεται η ικανότητα του συγγραφέα να αποκαλύπτει σταδιακά τα γνωρίσματά του. Συγκεντρώνει πολλά αντιθετικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό είναι βαθιά ανθρώπινος. Ιερέας με μια ιδιαίτερη κλίση στα γιατροσόφια, τις γητειές και τις αλοιφές με βότανα. Θα τον βρουν προσωπικές συμφορές, θα τον βασανίσουν διλήμματα, αλλά θα παλέψει και θα σταθεί στα πόδια του. Νεαρός έχασε την αγαπημένη του σύζυγο Ρουμπίνη, αλλά θα βρει αποκούμπι, για να αντέξει τη δύσκολη ζωή σε μια φτωχή νεαρή γυναίκα, την Αρχοντού έναν παράνομο για την εκκλησία έρωτα (απαγόρευε τον δεύτερο γάμο για τους ιερείς). Ιδιαίτερα δραστήριος, με τον ιδρώτα του δουλεύει τη μεγάλη κτηματική περιουσία του μέχρι τα γεράματα.
...
Όταν υποστήριξε, το 1891, τον διοικητή της Αμμοχώστου Γιαγκ στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, γιατί έβλεπε έναν άνθρωπο που ήθελε να προσφέρει και να βοηθήσει, εξυβρίστηκε ως Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας, γι’ αυτό τέθηκε σε αργία. Έλαβε μέρος στη δίκη που ακολούθησε και αργότερα αναμίχθηκε με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε τον λαό για δέκα χρόνια (1900-1910). Πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία που «μας εξαθλίωσε», θα πει στη Ρουμπίνη και θα προσθέσει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια. Θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Είμαι σίγουρος ότι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα φτιάξουν δρόμους για να μπορεί να μετακινείται ο κόσμος. [...] Οι Εγγλέζοι θα σεβαστούν τον τόπο. Είναι πολιτισμένος λαός και θα μας ακούσουν. Και ποιος ξέρει, ίσως σύντομα γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. Φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Ο Παπαγιάννης ενσαρκώνει την ελπίδα εκείνης της εποχής για καλύτερες μέρες. Μεθερμηνεύει τη γενικότερη αισιοδοξία του απλού λαού και της ηγεσίας του με αυτό που ονομάζει «νέο αέρα που φύσηξε στο νησί», προσδοκώντας να φτάσει η Κύπρος στην εκπλήρωση του εθνικού πόθου. Όμως ο Παπαγιάννης είναι ένα ανήσυχο πνεύμα και γρήγορα θα μάθει, θα διαβάσει σε εφημερίδες, θα ακούσει στις συζητήσεις με τον θείο του τον Ευαγγέλη στην Αμμόχωστο, και θα σχηματίσει την πραγματική εικόνα για τους Άγγλους, ότι δηλαδή πολιτική τους είναι η εξυπηρέτηση του δικού τους αποικιοκρατικού συμφέροντος (σ. 50-51). Θα συνειδητοποιήσει το ύπουλο παιχνίδι που έπαιζαν με το κατ’ επίφασιν δημοκρατικό Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Παπαγιάννης δεν παραγνωρίζει το λαϊκό αίσθημα για ένωση με την Ελλάδα, αλλά ως πολιτικό ον, σκέφτεται με βάση τη λογική, επικρίνοντας την πατριδοκαπηλεία: «κι εγώ θα ήθελα, αν ήταν δυνατό, να ενωθούμε με την Ελλάδα και σήμερα, ακόμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι Άγγλοι θα δεχθούν να συζητήσουν τόσο νωρίς αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες καλές ευκαιρίες και να εκμεταλλευτούμε τους ίδιους για το καλό του τόπου». Εν τέλει, ο Παπαγιάννης, συνειδητοποιημένος πια και σοφότερος, θα αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα στα Βασιλικά ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων και της προσπάθειάς τους να πείσουν πως «οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες».