Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ, ψιθυρίζει κάτι άλλο...
(Ανάρτηση στο facebook με αφορμή το νέο "γλωσσάρι" που μας ξεφούρνισαν κάποιοι, με τις ευλογίες του κράτους!)
Μάταια αείμνηστε Δάσκαλε μου, Θεοδόση Νικολάου!
Έχουμε χάσει τον δρόμο μας!
Χαθήκαμε μέσα σε σκοτεινό λαβύρινθο.
----------------------
Ἡ ξερολιθιὰ στὸν τόπο μας ἀνθοφορεῖ τὴν ἄνοιξη
Καὶ τραγουδᾶ μὲ χίλια χρώματα.
Τὸ φίδι προβάλει τὸ κεφάλι
Ἀναδιπλώνει τὴ φρίκη τῆς μελανῆς ὀμορφιᾶς του
Καὶ κάθε τόσο ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του
Καθὼς γίνεται βαρὺ ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἀρωμάτων.
Ἡ ἀνεμώνη μὲ σοφία ἐπιμηκύνει τὸ λιγνὸ στέλεχός της
Βρίσκει τὸ δρόμο της μέσ' ἀπ' τὸ λαβύρινθο τοῦ ἀκανθώδους θάμνου
Καὶ διαστέλλει τὰ πέταλά της στὸν γλυκὸ ἀγέρα τῆς ζωῆς.
Καὶ συλλογίζομαι ἂν θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς
Νὰ βροῦμε τὸν δικό μας δρόμο
Μέσ' ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ λαβύρινθο τῆς αἰχμαλωσίας μας
Χτισμένο μὲ τόση μαστοριὰ καὶ ἀκανθώδη τέλια
Συλλογίζομαι ἂν θὰ μπορέσουμε καμιὰ φορά
Νὰ σηκωθοῦμε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χῶμα
Καὶ νὰ χαιρετίσουμε τὴν ἀνατολὴ τῆς ἄνοιξης.
["Άνοιξη", του Θεοδόση Νικολάου, "Πεπραγμένα", σελ. 45, Κύπρος 1980. Η εικόνα: εξώφυλλο της συλλογής μου "Η κόρη του Δραγουμάνου", Αθήνα, Μεταίχμιο 2003]
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ [1]
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ [1]
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[Ένα ερώτημα του Θεοδόση Νικολάου με το ποίημά του "Φωνές Ποιητικές"]
[Ένα ερώτημα του Θεοδόση Νικολάου με το ποίημά του "Φωνές Ποιητικές"]
Το 2017, εκατόν χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Μιχαηλίδη, καθορίστηκε από την ιδιαίτερη πατρίδα του ως Έτος Τιμής και Μνήμης. Η μνήμη όμως, για τον εθνικό μας ποιητή πρέπει να είναι αδιάκοπη. Έγιναν αρκετές, βέβαια, εκδηλώσεις, γράφτηκαν κείμενα, εκδόθηκαν βιβλία, ακούστηκαν μελοποιημένα τραγούδια του, αλλά το σπουδαίο έργο τού ποιητή της Ρωμιοσύνης δεν είναι ικανοποιητικά γνωστό στην άλλη Ελλάδα και αυτή ακριβώς η διαπίστωση –και οι λόγοι της μη πρόσληψής του– αποτέλεσε το θέμα για μερικές εισηγήσεις [2].
Ο Θεοδόσης Νικολάου σε ποίημά του που έγραψε για τον Μιχαηλίδη, θέτει αυτό ακριβώς το ερώτημα: γιατί οι σημερινοί Αθηναίοι δεν κατανοούν τον Βασίλη Μιχαηλίδη; Ο Θεοδόσης Νικολάου υπήρξε θαυμαστής αλλά και μελετητής [3] του έργου του από τα νεανικά του χρόνια. Τελειόφοιτος του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, το Σάββατο 27 Μαρτίου 1948 είχε υποδυθεί τον ρόλο του Αφηγητή στο ανέβασμα [4] τού μεγαλόπνοου –όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος– ποιήματος του Βασίλη Μιχαηλίδη Η 9η Ιουλίου 1821, εν Κύπρω, που είχε δραματοποιήσει ο Γυμνασιάρχης Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου. Πενήντα τρία χρόνια μετά, (τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του) υποδύθηκε τον ίδιο ρόλο, στις 9 Ιουλίου του 2001, στην παράσταση του Θ.Ε.ΠΑ.Κ [5] στο Αρχοντικό της Οδού Αξιοθέας [6] , σε δραματική προσαρμογή [7] και σκηνοθεσία του Μιχάλη Πιερή με τίτλο «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου».
Ο Βασίλης Μιχαηλίδης δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή του. Λάτρευε και μελετούσε το έργο του και μας έχει αφήσει αρκετά κείμενα [8] για τον Μιχαηλίδη. Τον τοποθετούσε πολύ ψηλά στα σκαλοπάτια της ποίησης, όπως και τον άλλο αγαπημένο του ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό. Δεν ήταν τυχαίο, που ο Κόντογλου είχε ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση για τον Θεοδόση γιατί κι εκείνος θεωρούσε τον Μιχαηλίδη κορυφαίο, [9] αγαπούσε την ποίησή του και σ΄ένα κείμενό του στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθερία το 1955, παρέθεσε το ποίημα του Μιχαηλίδη «Ανεράδα», σημειώνοντας πως «ποίημα σαν αυτό δεν γράφτηκε από Νεοέλληνα ποιητή» και ότι πρόκειται για αριστούργημα, που «τοποθετείται δίπλα από τα άλλα σπουδαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως η «Ερωφίλη», ο «Ερωτόκριτος», «η Θυσία του Αβραάμ» κτλ. Ο Κόντογλου έγραψε κι άλλα κείμενα για τον Μιχαηλίδη και σε πολλά έργα του αναφέρεται σ΄αυτόν παραθέτοντας στίχους του, μάλιστα σε ένα κείμενό του [10] τον αποκαλεί «καινούργιο Πίνδαρο που κράζει από την Κύπρο». Ο νεαρός φοιτητής Θεοδόσης Νικολάου συνεργάζεται με την Κιβωτό, το περιοδικό που διευθύνει ο Κόντογλου, δημοσιεύει επτά κείμενα κι ένα από αυτά [11] είναι για την «9η Ιουλίου». Παρόλο που αντιλαμβάνεται ότι τόσον ο Δάσκαλός του Κόντογλου όσον και άλλοι [12] είχαν, κάπως, προσπελάσει τη δυσκολία της κυπριακής διαλέκτου, η ποίηση τού Βασίλη Μιχαηλίδη, γενικότερα στον ελλαδικό χώρο, δεν απολάμβανε ικανοποιητικής πρόσληψης.
Αυτό είναι, λοιπόν, το ερώτημα που θέτει στο ποίημά του Φωνές ποιητικές, [13] από τη δεύτερη ποιητική του συλλογή: γιατί οι σημερινοί Αθηναίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τον Βασίλη Μιχαηλίδη;
Το ποίημα ξεκινά με την Περικτιόνη, τη μητέρα του μικρού Πλάτωνα, να του δείχνει τη σελήνη και τ΄αστέρια: «Ὦ παῖ, αὕτη ἡ σελήνη ἐστί. ... Ὦ παῖ, οὗτοι οἱ ἀστέρες εἰσί.» και ο Πλάτωνας μαθαίνει τις πρώτες του λέξεις. Όταν μεγάλωσε ο Πλάτωνας, ένα βράδυ παρουσιάστηκε η Σαπφώ, του έδειξε τον ουρανό, του είπε: «…ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν» κι έφυγε. Και ο Πλάτωνας έμεινε ώρα πολλή να κοιτάζει και να θαυμάζει τ΄αστέρια και τη σελήνη, κατανοώντας απόλυτα τι του είχε πει.
Και ο Θεοδόσης Νικολάου αναρωτιέται: γιατί η φωνή του Βασίλη Μιχαηλίδη ακούγεται σαν ξένη και ακατανόητη τώρα, στους ανθρώπους που ήρθαν μετά τον Πλάτωνα, ενώ η Σαπφώ, που μιλούσε κι αυτή με την ιδιαίτερη δική της φωνή ήταν κατανοητή; Και, ακόμα, παρατηρεί: καμμιά υποψία «ποιες ρίζες αναταράζει ο ήχος της φωνής του».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κείμενό μου για το έτος Βασίλη Μιχαηλίδη (προσαρμογή), Κυπριακή Βιβλιοφιλία, τχ.3/43, σ. 33.
[2] Μία από αυτές: Θεοδόσης Πυλαρινός, Αναζητώντας τα αίτια: η ισχνή πρόσληψη και η μικρή διάδοση τού έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη εκτός Κύπρου, σ. 89-96, Νέα Εποχή, τ. 334, Χειμώνας 2017.
[3] Ο Θ. Ν., απ΄ ό,τι γνωρίζω, μελετούσε και από το φωτοτυπημένο αντίγραφο της έκδοσης του 1911 των «Ποιημάτων» του Β. Μιχαηλίδη.
[4] Τον ρόλο του Κυπριανού, στη μία εκ των δύο παραστάσεων, ερμήνευσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου.
[5] Θεατρικό Εργαστήρι Πανεπιστημίου Κύπρου.
[6] Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου, στην οδό Αξιοθέας, στην παλιά Λευκωσία.
[7] Η θεατρική αυτή διασκευή του Μιχάλη Πιερή, στηρίχτηκε στο ποιητικό και δυνάμει δραματικό έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη. Για πρώτη φορά τα ποιήματα «Η 9η Ιουλίου…» και η «Χιώτισσα» αντιμετωπίζονται ως ποιητικό δίπτυχο, παρουσιάζεται ως ενιαία δραματική σύνθεση, η οποία μάλιστα πλαισιώνεται και από όλα τα υπόλοιπα σημαντικά έργα του Μιχαηλίδη, που έγραψε στην κυπριακή διάλεκτο. (Προλογικό σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης, Βασίλης Μιχαηλίδης, Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, έκδοση ΘΕΠΑΚ, Ιούλιος 2001, σ. 216-218).
[8] 1. Θεοδόσης Νικολάου, «Ένας καινούργιος Πίνδαρος…», σχεδιαγράφημα για τον Κύπριο ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, πρόγραμμα της παράστασης, Βασίλης Μιχαηλίδης, Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, έκδοση ΘΕΠΑΚ, Ιούλιος 2001, σ. 165-168, (αναδημοσίευση από την Καθημερινή, Κυριακή 21 Ιουλίου 1996, σ. 6-7). 2. Θεοδόσης Νικολάου, «Η 9η Ιουλίου του 1821», πρώτη παράσταση (στο ίδιο ως άνω πρόγραμμα, σ.189-192). 3. Βασίλη Μιχαηλίδη, Η 9η Ιουλίου του 1821, σχόλια του Θεοδόση Νικολάου του Κυπρίου, Κιβωτός 3 (Μάρτ. 1952), σ. 105-107. 4. Πέντε κείμενα στο βιβλίο του Λ. Παπαλεοντίου, Θεοδόσης Νικολάου, Φιλολογικά και Κριτικά Κείμενα, σ. 332-380.
[9] Κωστής Κοκκινόφτας, Φώτης Κόντογλου και Βασίλης Μιχαηλίδης, περιοδικό Η Δέλτος, τ. 1, Ιούλιος Δεκέμβριος 2017, σ. 39.
[10] Φώτης Κόντογλου, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, Φως εσπερινόν, σ. 331.
[11] Βλέπε σημείωση 6.
[12] Χαρακτηριστικά αναφέρει (ό.π., σημ. 6 (αρ. 1), σ.168) την περίπτωση της Ζωής Καρέλλη: ήταν σε ένα εστιατόριο της Αθήνας και επειδή δεν υπήρχαν άδεια τραπέζια του είχε ζητήσει να καθίσει στο τραπέζι του. Κι αυτή σαν κατάλαβε πως ήταν Κύπριος, του είπε: «έχετε έναν μεγάλο ποιητή, τον Βασίλη Μιχαηλίδη». Αυτός της απάντησε, «ναι, είναι στιγμές που φτάνει στο ύψος του Σολωμού». «Φτάνει;», αναρωτήθηκε η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Και σε λίγο πρόσθεσε: «εφάμιλλος».
[13] Θεοδόσης Νικολάου, Εικόνες, ποίηση, Κύπρος 1988, σ. 41.
ΦΩΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ
Όταν έφτασε στο φύλλο του ουρανού
Η Περικτιόνη που τον μάθαινε
Μέσα στη νύχτα τις πρώτες ν' αρθρώνει συλλαβές
Υψώνοντας το χέρι είπε•
«Ω παι, αύτη η σελήνη εστί.
Η σελήνη καλή εστί.
Ω παι, ούτοι οι αστέρες εισί».
Κι όταν ύστερα από χρόνια κάποια νύχτα
Άνοιγε στα κτυπήματα την πόρτα
Γέμισε τό σπίτι από φως σαν να 'ταν μεσημέρι.
«Είμαι η Ψάπφα.» Κι υψώνοντας κι αυτή το χέρι
Έδειχνε τον ουρανό και μελωδούσε•
« . . . αστέρες μεν αμφί κάλαν σελάνναν
Αψ αποκρύπτοισι φάεννον είδος
Όπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
Γάν...»
Είπε κι έφυγε. Όμως ο Πλάτων
Μεσ΄ από τους χειμάρρους των ματιών του
Ώρες πολλές στεκόταν κι ατένιζε την ομορφιά
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε τό φεγγάρι
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε τ' άστρα.
Κι είναι γι' αυτό που δεν μπορώ να εννοήσω
Γιατί τούτο το τραυλό όμως εν τέλει καλλικέλαδο αηδόνι
Που αναστενάζει καθώς το γλυκόπικρο ερπετό
Σέρνεται στα βάθη της ψυχής του•
. . . Εδίψουν την, εκαύκουμουν
Τζ' έτρεμα μεν τζαι πκιάσω την
Τζαι γίνουμεν τζ' οι δκυο στραπή . . .
Ή καθώς μέσα στην άδεια από φεγγάρι νύχτα
Εισρέουν χιλιάδες άστρα•
. . . Νύχταμ Παρασσευκόνυχταν, που τ΄ άστρα μιλιούνια
Ελάμπασιμ πουπανωθκιόν . . .
Κι ακόμα όταν το νερό δεν μπορεί να ξεδιψάσει πέντε λεύκες•
. . . Τζ' ήτουν το χώμαμ πολλά σκλερόν
Τζ' είχαν τζαι σύρπημ πολλήν τ΄ αύλάτζια
Τζ' ούλον εστάλωννεν το νερόν . . .
Γιατί αύτη η φωνή που τραγουδά στη μέση της θαλάσσης
Ακούεται σαν ξένη και παραμένει ακατανόητη
Γι' αυτούς που ήρθαν χρόνια πολλά μετά τον Πλάτωνα.
Κι έτσι ο Βασίλης κρυώνει ακόμα μέσα στους γυμνούς
δρόμους του χειμώνα•
Καμμιά υποψία
Ποιες ρίζες αναταράζει ο ήχος της φωνής του
Ποιους ρυθμούς ξυπνά ο άνεμος που πνέει
Μέσα σε τούτο το έναστρο δέντρο
Που ακατάπαυστα αναθάλλει.
[Εικόνες, Κύπρος 1988, σ.43]