27 Ιουν 2025

ΖΗΝΩΝΑ ΖΑΝΝΕΤΟΥ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

 


Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιά
μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

μέσα ἀπὸ τὴ θέρμη μιᾶς ἀνάγνωσης τοῦ
Ζήνωνα Ζαννέτου

Διάβασα μὲ ἐγνωσμένο ἐνδιαφέρον τὸ μυθιστόρημα τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» καί, χωρὶς πρόθεση κριτικῆς ἀποτίμησης, γράφω, κατιὼν μὲ τὴ μελάνη τοῦ κονδυλοφόρου, τις Σημειώσεις τῆς ἀνάγνωσής μου.

Ἐν ἀρχῇ, γιὰ τὰ δικά μου αἰσθητικὰ μέτρα, τὸ μυθιστόρημά αν και εἶναι η πρώτη μυθιστορηματική έκφραση τοῦ συγγραφέα, είναι έργο ώριμο με αξιοπρόσεχτη ποιότητα μυθιστορηματικής τεχνικής και τέχνης. Ἀδυνατῶ, βέβαια, νὰ εἰκάσω τὸν βαθμὸ τῆς ὑποδοχῆς του ἀπὸ τὴ σύγχρονη «ἀγορά», ἡ ὁποία ἀρέσκεται σὲ ἕναν, κατὰ συνθήκη, διαμορφωμένο συρμό, ὅπου ὁ σεξισμός, ὡς προκεχωρημένος καμασουτρισμός, ὁ ζοφώδης ψυχεδελισμός, ἐνίοτε καὶ ὁ τυφλὸς στρατευμένος ἰδεολογισμός, ὁ, δίκην ἀστυνομικῆς περιπέτειας, ἀνθρωποσφαγισμός, μονοπωλοῦν τὴν πλοκὴ καὶ τὴν εἰκονοποιητικὴ ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ καὶ δράση, στὰ μυθιστορήματα τοῦ σήμερα.

Ἀξιέπαινη ἡ συνεκτική-συνθετικὴ ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς του γραφῆς ὅσο καὶ ἡ φυσικότητα τῆς συναισθηματικῆς παρακολούθησης τῆς πλοκῆς, μὲ ἄκρως πειστικὸ τρόπο, ἔτσι ὥστε νὰ ἱστορικεύει τὸν μῦθο καὶ νὰ μυθοποιεῖ τὴν ἱστορία, σὲ ἑνοποιὸ ἀφηγηματικὸ κρᾶμα. Μιὰ ἄλλη ἀρετὴ τῆς γραφῆς του εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωσή της, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τέχνη τῆς χειρωναξίας σὲ πλεῖστες ὅσες δραστηριότητες τῶν ἐπεισοδίων τῆς πλοκῆς: γεωργία καὶ τὰ χειροποίητα καὶ χειροκίνητα ἐργαλεῖα της, βοτανολογία καὶ λαϊκὴ ἰατρική, παραγωγὴ μεταξιοῦ κ.ἄ.π. Ἀκόμα, ἐπαινετέα εἶναι ἡ γνώση τῆς λαϊκῆς παράδοσης καὶ ἡ βιωματικὴ ἀναφορὰ καὶ περιγραφή της, ἡ λαϊκὴ συμπεριφορικὴ ἐθιμοτυπία, ζῶντα στοιχεῖα τοῦ βίου, ποὺ δίνουν ἐνάργεια καὶ ἐνδιαφέρον στὴ βιοτικὴ καθημερινότητα τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος.

Θὰ χαρακτήριζα τὸ μυθιστόρημα Ἱστορικὴ Χρονογραφὴ μὲ τὸν τρόπο τῆς μυθοπλασίας, ἐπειδὴ τὰ ἱστορικὰ περιστατικὰ μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς τεχνικῆς μυθοποιοῦνται, ἐνῷ ὁ ἀφηγηματικὸς μῦθος βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη ὡς ἱστορικὸ συμβεβηκός, ὡς ἀληθὴς ἱστορικὴ πραγματικότητα. Τὸ μυθιστόρημα εἶναι γραμμένο μὲ τὴν παραδοσιακὴ τεχνικὴ τοῦ κλασσικοῦ μυθιστορήματος, μὲ ἔλλογη μυθοπλασία, χωρὶς ἐξεζητημένες ἢ ὑπέρλογες παθογένειες καὶ ἀνατροπές, χωρὶς ἀπάνθρωπες συγκρούσεις τοῦ παραλογικοῦ ζόφου ἢ τοῦ ψυχασθενικοῦ συρμοῦ. Τὸ μυθιστόρημα μοιάζει νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρωτογενῆ ἀνάγκη τοῦ πνεύματος νὰ ἀναβιώσει μνημικὰ μιὰ βιοτή, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἀχλὺ τοῦ χρόνου φαντάζει ὡς ὄλβιος βίος, ἄξιος νὰ καταγραφῆ, γιὰ τὸ κάλλος ποὺ ἐκπέμπει. Ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ συναισθηματικὴ συγκίνηση τῆς χειρωναξίας, τῆς δημιουργικῆς χειρωναξίας, γεννοῦσε τὸ κοινοτικὸ ἦθος τῆς ἀλληλεγγύης, τὸν βιοτικὸ διάλογο μὲ τὴ φύση, βιοτικὲς κοινοτικὲς δράσεις ποὺ παρήγαγαν ὑλικὸ καὶ ψυχικὸ πλοῦτο, πνευματικὸ κάλλος καὶ ὅ,τι ἐνέχει ἡ φιλόσοφη φράση «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος...», πόσο χαριτωμένο -μὲ χάρες πλάσμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ ἐνέχει μιὰν εὔροη συνοχὴ καὶ ἐξελικτικότητα. Ἀκόμα καὶ τὰ ἀποκαλούμενα ἀφηγηματικὰ «ἐξαίφνης» τῆς πλοκῆς δὲν εἶναι γεννήματα πυροτεχνικὰ ἀλλὰ ὑπακούουν στὴ λογικὴ τῆς κανονιστικῆς ἀνατροπῆς καὶ τῆς κοινοτικῆς ὑγείας ἢ εἶναι καταστάσεις τοῦ ἄφευκτου πεπρωμένου τῆς Ζωῆς, χωρὶς νὰ μπαίνουν στὸν πειρασμὸ τῆς φανταστικῆς παραλογίας τοῦ ἀπάνθρωπου καὶ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ ἄρρωστου.

Ἡ περιγραφικὴ ἀκρίβεια τῆς λεπτομέρειας εἶναι μιὰ ἄλλη ἐπαινετέα ἀρετὴ τῆς συγγραφῆς, στηριζόμενη στὴν ἐγνοιασμένη παρατηρητικότητα τοῦ βίου καὶ τῆς Ζωῆς, μιὰ παρατηρητικότητα ποὺ προδίδει τὸν εἰλικρινῆ ἔρωτα τοῦ συγγραφέα πρὸς τὸν γενέθλιο τόπο καὶ τὴν ἀπωλεσθεῖσα κοινοτικὴ του βιοτή. Τὴν νοσταλγικὴ αὐτὴ βιοτὴ, η οποία παρήγαγε τὸ Καρπάσιο κοινοτικὸ Ἦθος καὶ τὸ ἐνάρετο κοινοτικὸ εὖ ζῆν, περιγράφεται πραγματούμενη μέσα στὸ μυθιστόρημα ὡς απότοκος της προβεβλημένης καὶ εἰλικρινοῦς ἀγάπης τοῦ συγγραφέα πρὸς τὸν γενέθλιο τόπο του καὶ τῆς ποιότητας τῆς δέσης τοῦ ὀμφάλιου λώρου τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος μὲ τὸν τόπο, στοιχεῖα ἀνιχνευόμενα μὲ τὴν ἀνάγνωση.

Μὲ ἕναν λόγο τὸ μυθιστόρημα «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» εἶναι ἡ γλυκαίσθητη φωνὴ τοῦ φιλόκαλλου Καρπασεώτη νόστου γιὰ τὸν ἀπωλεσθέντα κοινοτικὸν ὄλβο τοῦ τόπου, τὸν ὄλβο τῆς ἁπλότητας τοῦ βίου, τῆς ὀλιγαρκοῦς αὐτάρκειας, τοῦ εἰλικρινοῦς χαρμόσυνου βιώματος, μιᾶς εὐλογημένης ἡμερινῆς βιοτῆς ἀλλά, καὶ τοῦ δυσέκφραστης βίωσης τραγικοῦ τῆς Ζωῆς, τῆς ἐρημίας καὶ τῆς ὀρφάνιας τῆς Ζωῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ προσώπου. Ἕνα μεγαλεῖο τῆς ἁπλότητας τοῦ βιοτικοῦ χαρμόσυνου καὶ τῆς λιτότητας τοῦ τραγικοῦ, ποὺ λειτουργοῦν ὡς συναισθηματικὸ κρᾶμα τοῦ διαλόγου τῆς Ζωῆς.

Ἡ διεισδυτικὴ ἀναγνωστικὴ καταβύθιση στοὺς ἔμπονους πρωτογενεῖς προβληματισμοὺς τοῦ συγγραφέα Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, αὐτοὺς ποὺ παράγουν τὴ λογοτεχνικὴ γραφή του (Ποίηση, Διήγημα, Μυθιστόρημα) ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη στὴ διαπίστωση πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ καρπήματα εἶναι ἐκφάνσεις τοῦ συναισθηματικοῦ λυτρωμοῦ, ἀπὸ τὸ φωνῆεν χάραγμα, ποὺ ἀνείπωτα πειράζει καὶ δοκιμάζει τὸν συγγραφέα. Τὸ φωνῆεν τοῦτο χάραγμα, χαῖνον καὶ ἀνίατο στοὺς βύθιους τῆς καρδιᾶς τόπους, ἐπιγραμματικά, φωνεῖ τοῦτα τὰ λόγια: «Μήγαρις, ἀναγνώστη μου, ἔχω στὸν Νοῦ καὶ στὴν Καρδιά, τίποτις ἄλλο, πάρεξ τὸν ἀγαπημένο γενέθλιο τόπο τῆς Καρπάσου Γαίας τῆς Κύπρου, καὶ τὴν αἱμορροοῦσα πληγὴ τῆς μικρῆς πικρῆς μου Νήσου, πληγὴ ποὺ ἐνέχει καὶ τὸ βουβό της μοιρολόϊ γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς κατ’ ἄνθρωπον ὀλβιότητας τῆς δουλευούσης νῦν Διθαλάσσου Καρπασίας».

Αὐτή την ἀδευτέρωτη ὀλβιότητα τοῦ νόστου καὶ τῆς μνήμης τῆς Καρπασίας καὶ τὸ μακάριο κοινοτικὸ τῆς Ἦθος πειρᾶται νὰ ἀναβιώσει μὲ τὴ μελάνη τῆς καρδιᾶς μέσα στὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» ὁ Νῖκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ.

Χρήσιμο κρίνω νὰ σημειωθῇ, ἐπὶ πλέον, καὶ τοῦτο τὸ σημαῖνον τοῦ λόγου τοῦ μυθιστορήματος, ὅπως αὐτὸ συνυφαίνεται μὲ τὴν ὅλη ἐπεισοδιακὴ πλοκὴ τοῦ ἔργου: Ὁ Καρπάσιος βιοτικὸς παλμὸς καὶ τὸ κοινοτικὸ ὅσο καὶ τὸ Προσωπικό, τῶν Προσώπων τῆς Καρπασίας Ἦθος, εἶναι διακεκριμένο δεῖγμα τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων, ὅπως τοῦτο ἐκδηλωνόταν ὡς πολιτισμικὴ στάση καὶ ἔκφραση σὲ κάθε κοινότητα, μικρὴ ἢ μεγάλη, τῆς περιφερειακῆς Κύπρου, κατὰ συνέπειαν τὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» εἶναι μιὰ ἄκρως ἐνδιαφέρουσα καὶ ἑλκυστικὴ περιγραφὴ τῆς ζώσας βιοτικῆς ἡμερινότητας τῆς Κύπρου κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ τῶν ἀπαρχῶν τοῦ 20ου αἰ. Τὸ ἔργο εἶναι ἕνα δρῶν σκηνικὸ τοπίο, ὅπου ἀκούονται οἱ διεκπεραιωτικὲς ἀπαντήσεις καὶ οἱ χειριστικὲς βιοτικὲς λύσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κύπρου στὰ ἑκάστοτε ἀνακύπτοντα προβλήματα τοπικοῦ ἢ εὐρύτερου ἐνδιαφέροντος. Μέσα ἀπὸ τὴ μυθοπλασία τοῦ ἔργου ὁ συγγραφέας ζωντανεύει, μὲ γνώση, ὕστερα ἀπὸ ἐνδελεχῆ ἔρευνα, τὴ συναισθηματικὴ ἀλλὰ καὶ στοχαστικὴ στάση στὴ διαχείριση προβλημάτων καὶ καταστάσεων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, πέραν τῶν προσωπικῶν, ἐνῷ ἀπὸ τὴ διαχείρηση, ὡς πλοκὴ τοῦ μύθου, ὡς πάθη καὶ συγκρούσεις, ὡς ἀγώνα ἰδεῶν καὶ ἰδεολογημάτων, τελικά ἀναδύεται ὁ λόγος τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς λαϊκῆς παράδοσης καὶ τῶν ἀξιῶν τοῦ βίου, ὅπως ἡ φιλοξενία, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἀντοχὴ καὶ ἡ ὑπέρβαση τῆς μαυρίλας τοῦ βίου καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ ἔκβαση στὸ φῶς τῆς Ζωῆς καὶ τῆς γλυκαισθησίας της.

Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνα, ὁπότε, χρονικά, ἐξελίσσεται καὶ ὁ μῦθος τοῦ μυθιστορήματος, εἶναι τὰ χρόνια τῆς ἀκμῆς τῆς ἐπιστήμης τῆς Λαογραφίας. Τότε, ἐπίσης, ὡριμάζει καὶ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἔννοιας τοῦ Ἔθνους, ὅπως τὴν ἀνέδειξε ὁ 19ος αἰῶνας, μὲ τὰ ἐπαναστατικὰ ἐθνικὰ κινήματα, γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὸν δούλειον ζυγὸν καὶ τὴν εἴσοδό τους στὴν ἀνεμπόδιστη ἔκφραση τῆς πολιτισμικῆς τους ταυτότητας, ὑπὸ καθεστὼς ἐλευθερίας, αὐτοδιάθεσης, άσκησης καὶ βίωσης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ καὶ τοῦ συνόλου. Τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα παίρνουν τὴ μορφὴ παραδοσιακῶν βιωμάτων, τὰ ὁποῖα, ὡς βιοτικὲς ἐκφράσεις τῶν προσώπων γίνονται ἡ ὑποκείμενη ὕλη καὶ ἰλὺς τῆς Τέχνης μὲ τὰ ἴδια γνωρίσματα καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς, ἐκφαίνοντα τὸ Ἦθος τοῦ κοινοῦ ἑνὸς ἔθνους. Μὲ τὴν ὀρθόλογον ἀναγωγὴν αὐτῶν τῶν πραγματικοτήτων τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι στὸ ἴδιο τὸ μυθιστόρημα τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ καὶ στὴν μυθοπλασία του ὁδηγούμαστε στὴν ἀναγνωστικὴ διαπίστωση ὅτι οἱ ἰδιαίτερες βιοτικὲς δράσεις καί τὰ παθήματα τῶν προσώπων, μὲ τὰ ὁποῖα διαπλέκεται ἡ μυθοπλασία, ἐκφαίνουν κατὰ τρόπον ἔνδηλον, τὸ Ἦθος αὐτῶν τῶν προσώπων, καὶ διευρυνόμενον, αὐτὸ τοῦτο τὸ ἦθος τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων. Καί, σήμερα ποὺ ἡ κυπριακὴ βιοτὴ ἀναλίσκεται σὲ κατεστημένο κλίμα ἠθικοῦ ζόφου καὶ ἠθικῆς κρίσης ἡ ἀνεγνωσμένη ἀναστροφὴ τοῦ Ἕλληνα τῆς Κύπρου μὲ τὸ παραδοσιακὸ γονικό του Ἦθος εἶναι ὑπὲρ ποτὲ ἄλλοτε ἀναγκαία καὶ σωστικὰ ἐπωφελής.

Ὡς κατακλεῖδα τῶν ἀναγνωστικῶν μου παρατηρήσεων γιὰ τὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ», ἐπιστεγάζουσα, ἐν συνόψει, κάποιες ἑρμηνευτικὲς καταθέσεις, ἂς εἶναι ὁ ἀκόλουθος καταληκτήριος λόγος:

τὸ ἔργο «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιά», τὸ ὁποῖον, κατὰ προσωπικὴ αἰσθητικὴ ἐκτίμηση, χαρακτηρίζω ὡς «Μυθιστορηματικὴ Χρονογραφή», δραστικὸ τοπίο ἔχει τὴν περιφέρεια τῆς Καρπασίας κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα, καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἡ Κύπρος ἀπὸ Ὀθωμανικὴ κτήση καθίσταται, κατόπιν ἀγοραπωλησίας, ἰδιόκτητο νησὶ τῆς Βρεττανικῆς ἀποικιοκρατικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ μυθοπλασία τοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἀκριβὴς εἰκόνα τῆς βιοτικῆς καθημερινότητας τοῦ μακρὰν τῆς Μητρόπολης τῶν Ἑλλήνων βιοῦντος Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐδῶ ποὺ ὁ κόσμος τοῦ Ὁμήρου εἶναι, ἐν πολλοῖς, παρὼν ἀλλὰ καὶ τοῦ Ὀρθόδοξου Βυζαντίου καὶ ὅπου τὰ βιωματικὰ αἰσθήματα, τὰ δοκιμασθέντα μέσα στὴ σοφία τοῦ βιοτικοῦ χρόνου καὶ στὸ καμίνι τῶν καιρῶν, ὑποστηρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐνάργεια τοῦ μύθου καὶ τῆς πλοκῆς του ὡς στάγματα διαχρονικὰ τοῦ Ἤθους αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἡ ἁπλότητα τοῦ λόγου καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι τοῦ μύθου, ἀλλὰ καὶ ἡ χωρὶς μαλάματα καὶ ἄλλα ἑλκυστικὰ ἐπιθέματα ἀπόδοση τοῦ συναισθηματικοῦ πάσχειν τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος καὶ τῶν δορυφόρων τους, εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς γραφῆς τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ., ἀρετὲς ποὺ καθιστοῦν τὴν ἀνάγνωση εὐαναγνωσία εὐπρόσδεκτη καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἔργου εὐόδιο. Καὶ σὺν τούτοις, ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀποτίμηση καταθέτει λόγον εὔσημον, ἐπαινετόν, προτείνοντας τὴν ἐγγραφὴν τοῦ ἔργου στὶς δέλτους τῆς Εθνικής Λογοτεχνικῆς δημιουργίας, δέλτους ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ φωτισμένο πρόσωπο τῆς λογοτεχνίας μας, σωστικὰ καὶ διαχρονικά.

Ἂν νομιμοποιοῦμαι νὰ δανειστὼ ὡς συναρωγὸ τῆς ἑρμηνευτικῆς μου σκέψης, τὴ διαχρονικὴ ρήση του Καβάφη θὰ ἔλεγα τελειώνοντας τοῦτο: Φίλε συγγραφέα, ἡ γραφὴ τοῦ μυθιστορήματος «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» ἂν καὶ εἶναι τὸ πρῶτο σου βῆμα στὴ Λογοτεχνία τοῦ μυθιστορήματος, τὸ πρῶτο σου σκαλὶ στὴν κλίμακα αὐτῆς τῆς Τέχνης, ὅπως θάλεγε ὁ Καβάφης, ἐν τούτοις ὁ βηματισμὸς στὸ πρῶτο αὐτὸ σκαλὶ σὲ καθιστᾶ ἑταῖρο στὴ Σύν-Τεχνία τῶν μαϊστόρων τῆς μυθιστορίας, στὴ νοητὴ Πολιτεία αὐτῆς τῆς Τέχνης στὸ νησί μας. Ἄξιος ὁ μισθός Σου.

10 Ιουν 2025

ΠΑΥΛΟΥ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗ, "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

 


Παύλος Πασιουρτίδης

Νίκου Νικολάου- Χατζημιχαήλ
Όταν σωπάσαν τα πουλιά

[ΑΝΕΥ, τχ.94, Άνοιξη 2025, σελ.76] 


Είναι με μεγάλο ενδιαφέρον που διάβασα τη νέα δουλειά του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Ο συγγραφέας δεν είναι η πρώτη φορά που εισέρχεται στον λογοτεχνικό χώρο. Στις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες -από το 1984 μέχρι το 2024- έχει παρουσιάσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και τρεις συλλογές με διηγήματα. Η συλλογή του «Η Κόρη του Δραγουμάνου» τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο διηγήματος. Αυτή τη φορά όμως μας εξέπληξε ευχάριστα με ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Πρόκειται για το βιβλίο του με τίτλο «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Μια όμορφη και προσεγμένη έκδοση 260 περίπου σελίδων από τις (αυτο)εκδόσεις του «Κάρβας». Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι μια λεπτομέρεια από τον πίνακα του Ολλανδού μυστικιστή ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων και η κόλαση». Προφανώς υπάρχει κάποιος συσχετισμός και υπαινιγμός για δρώμενα που θα συναντήσει ο αναγνώστης αργότερα στο κείμενο.

Κατά τον ψυχίατρο Καρλ Γιούνγκ, φαίνεται πως τίποτε στον κόσμο μας δεν είναι τυχαίο. Τα γεγονότα όπου και να εξελίσσονται συνδέουν με κάποιο τρόπο τις ανθρώπινες ψυχές, και αυτό αντιπροσωπεύει τις σημαντικές συμπτώσεις που μας συμβαίνουν. Αυτό θα το ανακαλύψει σύντομα ο συγγραφέας, όταν μερικές φωτοτυπίες από μια αγγλόφωνη εφημερίδα, που του χάρισε ο στενός φίλος του Φοίβος Σταυρίδης, περιείχαν αναφορές για το χωριό του Βασίλι, και πιο συγκεκριμένα για έναν ιερέα, που από μικρό παιδί είχε ακούσει να λέγονται πολλά από τους συγχωριανούς του. Αυτό ήταν για τον συγγραφέα μια μεγάλη ανακάλυψη αλλά και ταυτόχρονα μια πρόκληση που αποφάσισε να αποδεχτεί. Αρχίζει λοιπόν την αναζήτησή του, όπως μας λέει στο επιμύθιό του, μέσα από τις ρίζες τις οικογένειάς του. Ανασκαλίζει μνήμες από παλιές ιστορίες, ανθρώπινες και αληθινές. Ψάχνει σε εφημερίδες και περιοδικά, αναζητά επίσημα έγγραφα και οικογενειακές σημειώσεις. Αλλά και η «καλή πλευρά του διαδικτύου» θα βοηθήσει σημαντικά. Έτσι σιγά σιγά φωλιάζει στο μυαλό του η ιδέα για να γράψει «ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια, εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό, του Ν.Ν-Χ, γρήγορα θα καταλάβει, πως πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, με υπαρκτούς ανθρώπους και αληθινές ιστορίες, που άφησαν τα ίχνη τους στην περίοδο μεταξύ 1879 και 1921 που απασχολεί τον συγγραφέα. Η ιστορία εξελίσσεται στην αγαπημένη του γενέθλια γη, την περιοχή Καρπασίας, στο μικρό χωριό Βασίλι, καθώς και στα γύρο χωριά και την πόλη της Αμμοχώστου. Η Κύπρος οδηγείται από την Τουρκοκρατία στην Αγγλική κυριαρχία. Η νέα αλλαγή δίνει χαρά και ελπίδα στους Ελληνοκύπριους κατοίκους του νησιού. Θα αξιωθεί άραγε να δει καλύτερες μέρες ο δύσμοιρος τούτος τόπος από τον νέο του αφέντη; Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα ένας νεαρός ιερέας ο Παπαγιάννης ή Παπασπάθας, όπως τον αποκαλούν οι συγχωριανοί του. Λεβέντης σωστός. Ακούραστος, γεμάτος ζωή, δύναμη και με νέες ιδέες. Άνθρωπος των πράξεων και όχι των λόγων. Καλλιεργεί τη γη του, φυτεύει δέντρα και αμπέλια, κτίζει νέα εκκλησία και σχολείο. Καβάλα στο άσπρο του άλογο τον Πήγασο, αγέρωχος, ευθυτενής, αποφασιστικός, ίδιος ο «Αη Γιώργης» έτοιμος να παλέψει με κάθε εμπόδιο που θα του έκλεινε το δρόμο. Παντρεύεται την όμορφη Ρουμπίνη του με το γλυκό χαμόγελο που σύντομα μένει έγκυος. Τα πάντα φαίνονται σαν παράδεισος για το νεαρό ιερέα. Το όμορφο χωριό, το περιβόλι με το μπόλικο νερό, τα αμπέλια και ο μύλος που λειτουργεί μια χαρά, το παιδί που σύντομα θα έλθει. Τι άλλο να ζητήσει κάποιος από τη ζωή; Δυστυχώς όμως, για την πρόσκαιρη ανθρώπινη ευτυχία, δεν ξέρουμε ποιος θεός, ποια μοίρα, η ποιο φθονερό μάτι, επεμβαίνει ξαφνικά και τα πάντα μετατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη σε ερείπια, σε αβάστακτον πόνο και ανείπωτη δυστυχία. Στην Ελληνική Μυθολογία αλλά και σε όλες τις Τραγωδίες κανένας θεός δεν μπορούσε να απαλλάξει τον άνθρωπο από την τύχη του. Η υπέρβαση των ορίων είναι αδύνατη. Ο υπέρτατος Νους δεν ανέχεται αταξία στο σύμπαν γι’ αυτό η θέληση των θεών και η δύναμη της μοίρας γίνονται ένα και το αυτό. Ο Παπαγιάννης δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Λίγοι μήνες τον χωρίζουν από τον παράδεισο στην κόλαση. Η γυναίκα του η Ρουμπίνη μερικές μέρες μετά που θα γεννήσει τη κόρη τους τη Μαρία θα πεθάνει αφήνοντας τον Παπαγιάννη μόνο να αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα και με ένα βρέφος που «χρειάζεται τη βοήθεια του». Στο κλάμα και τα δυνατά «Γιατί; Γιατί; Θεέ μου Γιατί; ο Κυρίος δεν του απάντησε. Η αυστηρή ματιά του σαν να του έλεγε πως «έπρεπε μοναχός να βρει τη δύναμη να σταθεί όρθιος σε τούτη τη ζωή».

Η ζωή συνεχίζεται και ο νεαρός ιερέας είναι αναγκασμένος να την ακολουθήσει. Οι γεωργικές ασχολίες πρέπει να συνεχίσουν, τα προϊόντα πρέπει να πάνε στην αγορά. Μεταβαίνει πιο τακτικά τώρα στην αγορά της Αμμοχώστου. Εκεί συναντά παλιούς φίλους και συγγενείς. Μερικοί μάλιστα από αυτούς είναι σημαντικά πρόσωπα στο χώρο της πολιτικής, της διοίκησης, καθώς και στα εκκλησιαστικά πράγματα του τόπου. Η αγάπη του για την Κύπρο αλλά και το χωριό του δεν τον αφήνει αδιάφορο. Έτσι με την πρόθεση των Άγγλων να δημιουργήσουν το Νομοθετικό Συμβούλιο, «ένα μικρό αλλά ελεγχόμενο βήμα ελευθερίας» των Κυπρίων αρχίζουν οι κομματικές και εκκλησιαστικές διεργασίες για την ανάδειξη βουλευτών. Ο Παπαγιάννης υποστηρίζει τον Άγγλο Διοικητή Αμμοχώστου Αρθούρο Γιαγκ που έχει υποσχεθεί να κάνει μεγάλα έργα στην πόλη αλλά και στην περιοχή Καρπασίας. Αυτό εκλαμβάνεται από τους εκκλησιαστικούς και άλλους παράγοντες σαν πράξη προδοσίας, γιατί θεωρούν πως είναι τέχνασμα των Άγγλων να υφαρπάξουν μια βουλευτική έδρα από τους Ελληνοκυπρίους. Ο κόσμος διχάζεται και ο νεαρός ιερέας βρίσκεται στο κέντρο μεγάλης δικαστικής διαμάχης και άλλων σοβαρών καταστάσεων. Από τη διαδικασία της δίκης αυτής μπορούμε να πληροφορηθούμε άγνωστα γεγονότα με αρκετές λεπτομέρειες. Στο μεταξύ την περίοδο αυτή, η νεαρή βοηθός του Παπαγιάννη η Αρχοντού μένει έγκυος. Τα καθημερινά κουτσομπολιά που πάνε και έρχονται συνεχώς, φτάνουν πολύ σύντομα στην Αρχιεπισκοπή. Η ηθική είναι μια έννοια ρευστή. Μεταβάλλεται συνεχώς μέσα στον χρόνο ανάλογα με την κοινωνική, θρησκευτική και πνευματική μας διεύρυνση. Για την εκκλησία όμως το Δόγμα και η Παράδοση είναι αμετάβλητα. Ο Παπαγιάννης έρχεται σε σύγκρουση με την εκκλησιαστική αρχή τόσο για τις διαφορετικές απόψεις του για το Νομοθετικό Συμβούλιο όσο και για τις «απαράδεκτες ερωτικές του δραστηριότητες» Τιμωρείται για τα «αμαρτήματα» αυτά δυο φορές με αργία. Ο φανατισμός και το μίσος που ακολουθεί τις Αρχιεπισκοπικές εκλογές της εποχής, μας υπενθυμίζουν πως τα πράγματα δεν αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου αλλά ανακυκλώνονται με διαφορετικά ονόματα.

Με το βιβλίο του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» ο Ν. Ν-Χατζημιχαήλ βάζει το δικό του αποτύπωμα στον χώρο του Κυπριακού Ιστορικού Μυθιστορήματος. Τολμά να συνδέσει την ιστορία και την παράδοση του νησιού με γεγονότα και χαρακτήρες βγαλμένα μέσα από την καθημερινή ζωή της οικογένειάς του. Δύσκολο εγχείρημα αλλά τα καταφέρνει πολύ καλά. Με το δικό του απλό και χωρίς υπερβολές ύφος, κρατάει σταθερά το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Πυργά Λάρνακας, Ιανουαρίου 16, 2025

8 Ιουν 2025

100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

 

Μίκης Θεοδωράκης
αφιέρωμα
100 χρόνια από τη γέννησή του (1925-2025)

Αυτό το καλοκαίρι του 2025 κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα Μίκη Θεοδωράκη και σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου γίνονται εκδηλώσεις για να τιμηθεί η μνήμη αυτού του τεράστιου Δημιουργού. Μια αναζήτηση στο διαδίκτυο δείχνει πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος και η ποικιλία των εκδηλώσεων.

Την περασμένη Τετάρτη, 4 Ιουνίου, η Λεμεσός και πιο συγκεκριμένα ο Σύνδεσμος Φίλων του Πολιτιστικού Ομίλου «Διάσταση» έδωσαν το δικό τους αφιέρωμα. Η πραγματοποίηση με επιτυχία αυτής της μαγευτικής βραδιάς οφείλεται στο συγκρότημα «Ες Αεί» και το Φωνητικό Σύνολο «Διάσταση», που τραγούδησαν συνθέσεις του Θεοδωράκη κυρίως όμως, στον ακούραστο φίλο του Μίκη, τον Κώστα Σερέζη, που ήταν ο κύριος ομιλητής/αφηγητής της εκδήλωσης, που μάγεψε το κοινό με «Προσωπικές εμπειρίες από τα ταξίδια του Μίκη Θεοδωράκη ανά την υφήλιο, που αναδεικνύουν την οικουμενική του διάσταση». Εκτός από αυτά προβλήθηκε και ένα δωδεκάλεπτο απόσπασμα από ντοκυμαντέρ που γύρισε ο ίδιος το 1994, όταν κάλυπτε, με πρόσκληση του ίδιου του Θεοδωράκη, τη θριαμβευτική μηνιαία περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Και ακόμα, στον χώρο έγινε και έκθεση ντοκουμέντων από το αρχείο του ομιλητή.


Σχετικά με την εκδήλωση, στον πιο κάτω σύνδεσμο, που παραπέμπει στο ιστολόγιό μου «Ο ΛΟΓΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ», μπορείτε να διαβάσετε το εξαιρετικό κείμενο του δημοσιογράφου Παύλου Κ. Παύλου.

[ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΕΡΕΖΗ]

Ένα κείμενο διαμάντι, αληθινό, ακριβές, σαφές και ευσύνοπτο, μέσα από το οποίο φαίνεται και η φιλική σχέση του με τον Κώστα Σερέζη. Οι δύο φίλοι, φαίνεται πως είναι άξιοι για κάθε έπαινο, γιατί ο καθένας με τη δική του φωνή κατόρθωσαν να δημιουργήσουν την πιο δημοφιλή εικόνα τους στον χώρο. Το κείμενο του Παύλου θα το βρείτε και στο τέλος αυτής της ανάρτησης.

Ο τίτλος της ομιλίας του Κώστα Σερέζη παραπέμπει στο βιβλίο του με τίτλο «Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός», μαρτυρία, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002. Το βιβλίο, την ίδια χρονιά γνώρισε και δεύτερη έκδοση και ίσως σύντομα γνωρίσει και τρίτη. Σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται το πιο κάτω μικρό κείμενό μου, το οποίο βρίσκεται αναρτημένο στο ιστολόγιό μου «ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ»

ΚΩΣΤΑ ΣΕΡΕΖΗ, ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ    

 ###

 Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Κώστα Σερέζη
Μίκης Θεοδωράκης ο Οικουμενικός
[Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002]

Για τον πολύπλαγκτο και πολύευκτο Μίκη Θεοδωράκη έχουν γραφτεί πολλές δεκάδες βιβλία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για το έργο του και για τις άλλες διαστάσεις της πολυκύμαντης ζωής του. Και ο ίδιος έγραψε πολλά βιβλία, μεταξύ αυτών και τη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», Ένα βιβλίο από αυτά, έχει μια ιδιαίτερη αξία: είναι το βιβλίο του Κώστα Σερέζη «Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός». Δεν είναι βιογραφία ούτε ακολουθεί χρονολογικά τη δημιουργική πορεία του Θεοδωράκη. Είναι μια ελεύθερη σύνθεση, που έχει σκοπό να μας αποκαλύψει την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη. Ο Κώστας Σερέζης κάλυψε δημοσιογραφικά διάφορες περιοδείες του στο εξωτερικό και τον έζησε απο κοντά. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεοδωράκης εμπιστεύθηκε τον Κώστα Σερέζη λόγω της ποιότητας της δουλειάς του, φαίνεται από τα ίδια τα λόγια του Θεοδωράκη: «...Ευχαριστώ τον Κώστα Σερέζη που μου κάνει την τιμή να ασχολείται με το έργο μου και με το άτομό μου. Αυτό με συγκινεί και με ευχαριστεί ιδιαίτερα γιατί ό,τι κάνει το κάνει υπεύθυνα, σοβαρά και προπαντός όμορφα!». Για το βιβλίο μίλησαν πολλοί και σημαντικοί άνθρωποι όπως ο αείμνηστος Κώστας Γεωργουσόπουλος, που είπε ότι «...αυτό που καταθέτει με το βιβλίο του ο Κώστας Σερέζης, το καταθέτει με ευγλωττία, με αγάπη, με τιμιότητα και με δημοσιογραφική ακρίβεια».

Το βιβλίο αυτό του Κώστα Σερέζη δεν ήταν αυτοσκοπός. Προϋπήρξαν παροτρύνσεις φίλων του, μετά που άκουγαν μαγεμένοι την αφήγησή του, σε εκδηλώσεις για τον Θεοδωράκη. Έτσι προέκυψε. Και δεν είναι πολυσέλιδο, έχει μόνο εκατόν είκοσι οκτώ σελίδες, που φιλοξενούν είκοσι δύο ολιγοσέλιδα αυτόνομα κείμενα με κοινό παρονομαστή την αφήγηση, η οποία εστιάζει σε γεγονότα, που αναδεικνύουν την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη. Όλα τα κείμενα συνοδεύονται με εικαστικό υλικό και ντοκουμέντα από το αρχείο του Θεοδωράκη, του συγγραφέα αλλά και άλλων.

 Δεν το κρύβω ότι με την ευκαιρία της εκδήλωσης στη Λεμεσό για τα 100 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ξαναδιαβάζοντάς το, μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα την ίδια συγκίνηση όπως όταν το πρωτοδιάβασα. Διάφορα γεγονότα, που περιγράφονται σε κάποιες σελίδες του, μου θύμισαν δικές μου εμπειρίες π.χ. όταν η χούντα των Αθηνών είχε απαγορεύσει τα τραγούδια του Θεοδωράκη και οι αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ άδειαζαν τα δισκοπωλεία της Λευκωσίας για να ακούνε τα τραγούδια του κρυφά στο σπίτι τους. Αυτό μου θύμισε τη ζοφερή εποχή της δικτατορίας, που καθώς επιστρέφαμε για καλοκαιρινές διακοπές στην Κύπρο από την Αθήνα όπου σπουδάζαμε και το αεροπλάνο έμπαινε στον εναέριο χώρο της Κύπρου ξαφνικά ακουγόταν από τα μεγάφωνα το χρυσοπράσινο φύλλο, το χελιδονάκι ή άλλα τραγούδια του Θεοδωράκη. Τι ευχάριστο ξάφνιασμα. Γέμιζαν τα πνεμόνια μας, η καρδιά μας, χαρά! Ελευθερία! Δημοκρατία!

Τα προηγούμενα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 ως έφηβοι, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, ακούγαμε, κυρίως, τα τραγούδια του Θεοδωράκη, αλλά ακούγαμε και Beatles και τραγούδια του Ξαρχάκου και του Ζαμπέτα. Είχαμε την τύχη να μαθαίνουμε γράμματα από κάποιους φωτισμένους δασκάλους, που έφερναν ακόμα και μαγνητόφωνο στην τάξη. Όλα τα τραγούδια, βαθιά αποτυπωμένα μέσα μας, τα έχω φυλαγμένα σε ένα... δημοσιογραφικό Reporters Notebook, που έχει επιζήσει μετά από 63 χρόνια μπορώ να τραγουδήσω όλα τα τραγούδια που περιέχει, βλέποντας μόνο τον τίτλο και να μεταφέρομαι νοερά στην ολοζώντανη, ονειρική πόλη μας να θυμάμαι τα δροσερά κορίτσια, που κυνηγούσαμε στην οδό Δημοκρατίας.

Στο πρώτο κείμενο του βιβλίου, ο Κώστας Σερέζης περιγράφει ένα απλό γεγονός, μια σκηνή στην οποία υπήρξε μάρτυρας και δείχνει την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη. Είναι ένα μικρό σερεζικό κείμενο, ίσως το πιο μικρό, αλλά γραμμένο με τόση γλαφυρότητα, που κατορθώνει να μεταδώσει τη συγκίνηση του συγγραφέα και στον αναγνώστη. Την ίδια ποιότητα έχουν όλα τα κείμενα του βιβλίου. Νά πως περιγράφει τη σκηνή: «Ήταν μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης. 28 Απριλίου του 1994. Ύστερα από ένα δεκάωρο ταξίδι, φτάσαμε κουρα­σμένοι στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. που έμελλε να είναι η αρχή μιας μηνιαίας θριαμβευτικής περιοδείας του Μίκη Θεοδωράκη στις Η­νωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, περιμέναμε να περά­σει από τις τελωνειακές διατυπώσεις και το τελευταίο μέ­λος της συνοδείας του συνθέτη. για να μεταβούμε όλοι μα­ζί στο ξενοδοχείο. Τελευταίος ήταν. κατά τύχη. ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος. Όταν επιτέλους φάνηκε κι αρχίσαμε την πλάκα αν η καθυστέρηση οφειλόταν στο γεγονός ότι θεωρήθηκε ύποπτος, είδαμε να προβάλλουν πίσω από αυ­τόν δύο Γιαπωνέζοι. που με ευγένεια πλησίασαν το συνθέ­τη και τον ρώτησαν αν μπορεί να τους δώσει ένα αυτόγρα­φο. 0 συνθέτης ανταποκρίθηκε και οι Γιαπωνέζοι. κουρα­σμένοι ταξιδιώτες κι αυτοί, ερχόμενοι από πιο μακρινό μέρος από το δικό μας. απομακρύνθηκαν με έκδηλη ευχα­ρίστηση. σκύβοντας το κορμί από τη μέση κι απάνω. σε ε­κείνο το χαρακτηριστικό χαιρετισμό της πατρίδας τους.

Αν διάλεξα αυτό το γραφικό όσο και ασήμαντο επει­σόδιο –«πολλά θα μάθεις αν το ασήμαντο εμβαθύνεις», λέει σε ένα στίχο του ο Οδυσσέας Ελύτης– για να αρχίσω αυτή τη συνοπτική περιδιάβαση στη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι για να δείξω ευθύς εξαρχής πόσο οικουμενικός είναι σήμερα ο συνθέτης και πόσο αντιπρο­σωπευτικό σύμβολο έχει γίνει του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ένα αυτόγραφο είναι σίγουρα κάτι πολύ κοινό όταν το ζητάει κανείς από ένα εφήμερο πρόσωπο του θεάματος, από ένα σταρ του κινηματογράφου ή του αθλητισμού. Όταν όμως το ζητάει ένας Γιαπωνέζος, που ήταν αγέννητος την εποχή που ο Θεοδωράκης έγραφε τη μουσική για τον Ζορμπά, από ένα συνθέτη με τόσο ελλη­νικό χρώμα στη δουλειά του. δείχνει ότι ο συνθέτης της Ρωμιοσύνης έχει μια παγκόσμια ακτινοβολία, πέρα από επίκαιρες αφορμές και μόδες».

Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει ένα σχέδιο του Μίκη Θεοδωράκη με μολύβι, του Χρήστου Γαρουφαλή, ειδικά για την έκδοση αυτή. Το σχέδιο με λίγες μόνο λεπτομέρειες,
δίνει τον θεληματικό χαρακτήρα του συνθέτη και το μουσικό του αυτί, ανοικτό σε κάθε ήχο. Με τον ίδιο τρόπο ο Κώστας Σερέζης, χρησιμοποιώντας όμως, με την ίδια ευαισθησία και γλαφυρότητα τα δικά του υλικά, δηλαδή τα πετράδια του λόγου, κτίζει το πορτραίτο του μεγάλου συνθέτη, αγωνιστή και μαχητή της συμφιλίωσης ανθρώπων και λαών Μίκη Θεοδωράκη. Και είναι ένα γνήσιο πορτραίτο γιατί όλα όσα αναφέρει στο βιβλίο του τα έχει ζήσει. Η αξία του είναι διαχρονική. Όσο ο Μίκης Θεοδωράκης ζει στη συλλογική μνήμη, άλλο τόσο θα ζει και το βιβλίο του Κώστα Σερέζη!

###

Παύλου Κ. Παύλου
δημοσιογράφου

Μίκης Θεοδωράκης ο οικουμενικός,
με οδηγό τον Κώστα Σερέζη
και τη μουσική συνοδεία της «Διάστασης»

 


Τυχεροί όσοι ζήσαμε το βράδυ της Τετάρτης, 4 Ιουνίου 2025, στο φιλόξενο σπίτι τού Πολιτιστικού Ομίλου «ΔΙΑΣΤΑΣΗ», με το συμβολικό όνομα «ΠΛΕΥΣΙΣ», στο παλιό λιμάνι Λεμεσού, την εκδήλωση-αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη (1925-2025). Τυχεροί, γιατί στο συναρπαστικό οδοιπορικό για τον βίο και την πολιτεία του μεγάλου και μοναδικού αυτού Έλληνα, Ανθρώπου, Δημιουργού, είχαμε οδηγό κάποιον που τον γνώρισε όσο λίγοι, αφού είχε το μοναδικό προνόμιο να συνοδεύει τον Μίκη, να ζήσει μαζί του και να καλύψει όλες τις ανά την υφήλιο συγκλονιστικές εμφανίσεις του. Καλεσμένος, μάλιστα, ως άτομο από τον ίδιο τον μεγάλο συνθέτη,λόγω φιλίας και εκτίμησης: Τον Λεμεσιανό με μικρασιατικές ρίζες, τον Λευκωσιάτη με ενεργό παρουσίαστην πνευματική και κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας, τον Αθηναίο με έντονη παρουσία στο κλεινόν άστυ, τον κοσμοπολίτη, ευπατρίδη Κώστα Σερέζη.

Όταν ο ακούραστος Αργύρης Αργυρίου, συνεχιστής του πολυδιάστατου έργου και προσφοράς τού αλησμόνητου πατέρα του,Αμερίκου Αργυρίου, κάλεσε, εκ μέρους του Συνδέσμου Φίλων Πολιτιστικού Ομίλου Διάσταση, τον Κώστα Σερέζη από την Αθήνα, ως κύριο ομιλητή στην εκδήλωση-αφιέρωμα για τον Μίκη Θεοδωράκη, ο καλός και εκλεκτός φίλος άφησε κατά μέρος ό, τι άλλο τον απασχολούσε (και ήσαν πολλά), και έσπευσε στην αγαπημένη του Λεμεσό, την πόλη όπου γεννήθηκε και κουβαλά πάντα μαζί του.

Ο Σερέζης έχει και το χάρισμα της επικοινωνίας, που σε συνδυασμό με τον υπέροχο, γλαφυρό, αφηγηματικότου λόγο, όταν βρίσκεται ως ομιλητής στο βήμα, καθίσταται πόλος έλξης που μαγνητίζει το ακροατήριο.Αυτό έγινε και στην εκδήλωση στον χώρο της διασωθείσας παλιάς αποθήκης του λιμανιού της Λεμεσού, που χάρη στη φροντίδα και το μεράκι του εμπνευσμένου και…αμετανόητου, πιστού υπηρέτη του Πολιτισμού Μάριου Παπαδόπουλου, που από το 1984 με ομάδα φίλων ίδρυσαν τη ΔΙΑΣΤΑΣΗ, μετατράπηκε σε χώρο πολιτιστικής δράσης και δημιουργίας.

Στην όμορφη, λοιπόν,εκείνη βραδιά, με μια γλυκιά δροσιά χωρίς καθόλου υγρασία, ο Σερέζης στο βήμα να μεταφέρει τις μοναδικές προσωπικές εμπειρίες του από τα ταξίδια του Θεοδωράκη, το μουσικό σχήμα «Ες αεί» και το «Φωνητικό Σύνολο Διάσταση» να τον πλαισιώνουν και να ερμηνεύουν μοναδικά επιλεγμένες μουσικές δημιουργίες του Μίκη, με σύντομο απόσπασμα στη βίντεο-οθόνη από ντοκυμαντέρ του Σερέζη, με το οποίο κάλυψε την επίσκεψη του Θεοδωράκη στις ΗΠΑ το 1984, με έκθεση φωτογραφικών ντοκουμέντων από το αρχείο Σερέζη,και όλους εμάς να κρεμόμαστε από τα χείλη τού ομιλητή, καθώς ξεδίπλωνε την οικουμενική διάσταση του μεγάλου Έλληνα.

Ο Σερέζης, άλλωστε, είναι ο πρώτος που με το γνωστό βιβλίο τουαπεκάλεσε τον Θεοδωράκη«οικουμενικό». (Τίτλος του βιβλίου «Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός»).Το πόσο το πέτυχε ο Σερέζης, χρείαν ουκ έχομεν άλλην από όσα οπερίφημος κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος είπε: «Ο Μίκης Θεοδωράκης μπόλιασε το δένδρο της Ανατολής με τους καρπούς της Δύσης. Και αυτό καταθέτει με ευγλωττία, με αγάπη, με τιμιότητα και με δημοσιογραφική ακρίβεια ο Κώστας Σερέζης».

Ευχαριστούμε από καρδιάς όλους τους συντελεστές αυτής της ξεχωριστής εκδήλωσης, που μάς χάρισε στιγμές ευφορίας, σε μια ζοφερή περιρρέουσα και ένα τοξικό πολιτικό κλίμα που μάς συνθλίβει. Διάσταση, συνέχισε.


 


 


 

ΞΕΡΟΛΙΘΙΕΣ...


Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΞΕΡΟΛΙΘΙΑ, ψιθυρίζει κάτι άλλο...

(Ανάρτηση στο facebook με αφορμή το νέο "γλωσσάρι" που μας ξεφούρνισαν κάποιοι, με τις ευλογίες του κράτους!)

Μάταια αείμνηστε Δάσκαλε μου, Θεοδόση Νικολάου!
 Έχουμε χάσει τον δρόμο μας! 
Χαθήκαμε μέσα σε σκοτεινό λαβύρινθο.

----------------------


Ἡ ξερολιθιὰ στὸν τόπο μας ἀνθοφορεῖ τὴν ἄνοιξη
Καὶ τραγουδᾶ μὲ χίλια χρώματα.
Τὸ φίδι προβάλει τὸ κεφάλι
Ἀναδιπλώνει τὴ φρίκη τῆς μελανῆς ὀμορφιᾶς του
Καὶ κάθε τόσο ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του
Καθὼς γίνεται βαρὺ ἀπὸ τὸ φορτίο τῶν ἀρωμάτων.
Ἡ ἀνεμώνη μὲ σοφία ἐπιμηκύνει τὸ λιγνὸ στέλεχός της
Βρίσκει τὸ δρόμο της μέσ' ἀπ' τὸ λαβύρινθο τοῦ ἀκανθώδους θάμνου
Καὶ διαστέλλει τὰ πέταλά της στὸν γλυκὸ ἀγέρα τῆς ζωῆς.

Καὶ συλλογίζομαι ἂν θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς
Νὰ βροῦμε τὸν δικό μας δρόμο
Μέσ' ἀπὸ τὸν σκοτεινὸ λαβύρινθο τῆς αἰχμαλωσίας μας
Χτισμένο μὲ τόση μαστοριὰ καὶ ἀκανθώδη τέλια
Συλλογίζομαι ἂν θὰ μπορέσουμε καμιὰ φορά
Νὰ σηκωθοῦμε πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χῶμα
Καὶ νὰ χαιρετίσουμε τὴν ἀνατολὴ τῆς ἄνοιξης.


["Άνοιξη", του Θεοδόση Νικολάου, "Πεπραγμένα", σελ. 45, Κύπρος 1980. Η εικόνα: εξώφυλλο της συλλογής μου "Η κόρη του Δραγουμάνου", Αθήνα, Μεταίχμιο 2003]


 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ 
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ [1]


του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[Ένα ερώτημα του Θεοδόση Νικολάου με το ποίημά του "Φωνές Ποιητικές"]


Το 2017, εκατόν χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Μιχαηλίδη, καθορίστηκε από την ιδιαίτερη πατρίδα του ως Έτος Τιμής και Μνήμης. Η μνήμη όμως, για τον εθνικό μας ποιητή πρέπει να είναι αδιάκοπη. Έγιναν αρκετές, βέβαια, εκδηλώσεις, γράφτηκαν κείμενα, εκδόθηκαν βιβλία, ακούστηκαν μελοποιημένα τραγούδια του, αλλά το σπουδαίο έργο τού ποιητή της Ρωμιοσύνης δεν είναι ικανοποιητικά γνωστό στην άλλη Ελλάδα και αυτή ακριβώς η διαπίστωση –και οι λόγοι της μη πρόσληψής του– αποτέλεσε το θέμα για μερικές εισηγήσεις [2].

Ο Θεοδόσης Νικολάου σε ποίημά του που έγραψε για τον Μιχαηλίδη, θέτει αυτό ακριβώς το ερώτημα: γιατί οι σημερινοί Αθηναίοι δεν κατανοούν τον Βασίλη Μιχαηλίδη; Ο Θεοδόσης Νικολάου υπήρξε θαυμαστής αλλά και μελετητής [3] του έργου του από τα νεανικά του χρόνια. Τελειόφοιτος του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, το Σάββατο 27 Μαρτίου 1948 είχε υποδυθεί τον ρόλο του Αφηγητή στο ανέβασμα [4] τού μεγαλόπνοου –όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος– ποιήματος του Βασίλη Μιχαηλίδη Η 9η Ιουλίου 1821, εν Κύπρω, που είχε δραματοποιήσει ο Γυμνασιάρχης Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου. Πενήντα τρία χρόνια μετά, (τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του) υποδύθηκε τον ίδιο ρόλο, στις 9 Ιουλίου του 2001, στην παράσταση του Θ.Ε.ΠΑ.Κ [5] στο Αρχοντικό της Οδού Αξιοθέας [6] , σε δραματική προσαρμογή [7] και σκηνοθεσία του Μιχάλη Πιερή με τίτλο «Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου».

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης δεν έφυγε ποτέ από τη ζωή του. Λάτρευε και μελετούσε το έργο του και μας έχει αφήσει αρκετά κείμενα [8] για τον Μιχαηλίδη. Τον τοποθετούσε πολύ ψηλά στα σκαλοπάτια της ποίησης, όπως και τον άλλο αγαπημένο του ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό. Δεν ήταν τυχαίο, που ο Κόντογλου είχε ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση για τον Θεοδόση γιατί κι εκείνος θεωρούσε τον Μιχαηλίδη κορυφαίο, [9] αγαπούσε την ποίησή του και σ΄ένα κείμενό του στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθερία το 1955, παρέθεσε το ποίημα του Μιχαηλίδη «Ανεράδα», σημειώνοντας πως «ποίημα σαν αυτό δεν γράφτηκε από Νεοέλληνα ποιητή» και ότι πρόκειται για αριστούργημα, που «τοποθετείται δίπλα από τα άλλα σπουδαία έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως η «Ερωφίλη», ο «Ερωτόκριτος», «η Θυσία του Αβραάμ» κτλ. Ο Κόντογλου έγραψε κι άλλα κείμενα για τον Μιχαηλίδη και σε πολλά έργα του αναφέρεται σ΄αυτόν παραθέτοντας στίχους του, μάλιστα σε ένα κείμενό του [10] τον αποκαλεί «καινούργιο Πίνδαρο που κράζει από την Κύπρο». Ο νεαρός φοιτητής Θεοδόσης Νικολάου συνεργάζεται με την Κιβωτό, το περιοδικό που διευθύνει ο Κόντογλου, δημοσιεύει επτά κείμενα κι ένα από αυτά [11] είναι για την «9η Ιουλίου». Παρόλο που αντιλαμβάνεται ότι τόσον ο Δάσκαλός του Κόντογλου όσον και άλλοι [12] είχαν, κάπως, προσπελάσει τη δυσκολία της κυπριακής διαλέκτου, η ποίηση τού Βασίλη Μιχαηλίδη, γενικότερα στον ελλαδικό χώρο, δεν απολάμβανε ικανοποιητικής πρόσληψης.

Αυτό είναι, λοιπόν, το ερώτημα που θέτει στο ποίημά του Φωνές ποιητικές, [13] από τη δεύτερη ποιητική του συλλογή: γιατί οι σημερινοί Αθηναίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τον Βασίλη Μιχαηλίδη;

Το ποίημα ξεκινά με την Περικτιόνη, τη μητέρα του μικρού Πλάτωνα, να του δείχνει τη σελήνη και τ΄αστέρια: «Ὦ παῖ, αὕτη ἡ σελήνη ἐστί. ... Ὦ παῖ, οὗτοι οἱ ἀστέρες εἰσί.» και ο Πλάτωνας μαθαίνει τις πρώτες του λέξεις. Όταν μεγάλωσε ο Πλάτωνας, ένα βράδυ παρουσιάστηκε η Σαπφώ, του έδειξε τον ουρανό, του είπε: «…ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν» κι έφυγε. Και ο Πλάτωνας έμεινε ώρα πολλή να κοιτάζει και να θαυμάζει τ΄αστέρια και τη σελήνη, κατανοώντας απόλυτα τι του είχε πει.

Και ο Θεοδόσης Νικολάου αναρωτιέται: γιατί η φωνή του Βασίλη Μιχαηλίδη ακούγεται σαν ξένη και ακατανόητη τώρα, στους ανθρώπους που ήρθαν μετά τον Πλάτωνα, ενώ η Σαπφώ, που μιλούσε κι αυτή με την ιδιαίτερη δική της φωνή ήταν κατανοητή; Και, ακόμα, παρατηρεί: καμμιά υποψία «ποιες ρίζες αναταράζει ο ήχος της φωνής του».

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Κείμενό μου για το έτος Βασίλη Μιχαηλίδη (προσαρμογή), Κυπριακή Βιβλιοφιλία, τχ.3/43, σ. 33.
[2] Μία από αυτές: Θεοδόσης Πυλαρινός, Αναζητώντας τα αίτια: η ισχνή πρόσληψη και η μικρή διάδοση τού έργου του Βασίλη Μιχαηλίδη εκτός Κύπρου, σ. 89-96, Νέα Εποχή, τ. 334, Χειμώνας 2017.
[3] Ο Θ. Ν., απ΄ ό,τι γνωρίζω, μελετούσε και από το φωτοτυπημένο αντίγραφο της έκδοσης του 1911 των «Ποιημάτων» του Β. Μιχαηλίδη.
[4] Τον ρόλο του Κυπριανού, στη μία εκ των δύο παραστάσεων, ερμήνευσε ο Γρηγόρης Αυξεντίου.
[5] Θεατρικό Εργαστήρι Πανεπιστημίου Κύπρου.
[6] Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου, στην οδό Αξιοθέας, στην παλιά Λευκωσία.
[7] Η θεατρική αυτή διασκευή του Μιχάλη Πιερή, στηρίχτηκε στο ποιητικό και δυνάμει δραματικό έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη. Για πρώτη φορά τα ποιήματα «Η 9η Ιουλίου…» και η «Χιώτισσα» αντιμετωπίζονται ως ποιητικό δίπτυχο, παρουσιάζεται ως ενιαία δραματική σύνθεση, η οποία μάλιστα πλαισιώνεται και από όλα τα υπόλοιπα σημαντικά έργα του Μιχαηλίδη, που έγραψε στην κυπριακή διάλεκτο. (Προλογικό σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης, Βασίλης Μιχαηλίδης, Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, έκδοση ΘΕΠΑΚ, Ιούλιος 2001, σ. 216-218).
[8] 1. Θεοδόσης Νικολάου, «Ένας καινούργιος Πίνδαρος…», σχεδιαγράφημα για τον Κύπριο ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, πρόγραμμα της παράστασης, Βασίλης Μιχαηλίδης, Η Ρωμιοσύνη εν’ φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, έκδοση ΘΕΠΑΚ, Ιούλιος 2001, σ. 165-168, (αναδημοσίευση από την Καθημερινή, Κυριακή 21 Ιουλίου 1996, σ. 6-7). 2. Θεοδόσης Νικολάου, «Η 9η Ιουλίου του 1821», πρώτη παράσταση (στο ίδιο ως άνω πρόγραμμα, σ.189-192). 3. Βασίλη Μιχαηλίδη, Η 9η Ιουλίου του 1821, σχόλια του Θεοδόση Νικολάου του Κυπρίου, Κιβωτός 3 (Μάρτ. 1952), σ. 105-107. 4. Πέντε κείμενα στο βιβλίο του Λ. Παπαλεοντίου, Θεοδόσης Νικολάου, Φιλολογικά και Κριτικά Κείμενα, σ. 332-380.
[9] Κωστής Κοκκινόφτας, Φώτης Κόντογλου και Βασίλης Μιχαηλίδης, περιοδικό Η Δέλτος, τ. 1, Ιούλιος Δεκέμβριος 2017, σ. 39.
[10] Φώτης Κόντογλου, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου, Φως εσπερινόν, σ. 331.
[11] Βλέπε σημείωση 6.
[12] Χαρακτηριστικά αναφέρει (ό.π., σημ. 6 (αρ. 1), σ.168) την περίπτωση της Ζωής Καρέλλη: ήταν σε ένα εστιατόριο της Αθήνας και επειδή δεν υπήρχαν άδεια τραπέζια του είχε ζητήσει να καθίσει στο τραπέζι του. Κι αυτή σαν κατάλαβε πως ήταν Κύπριος, του είπε: «έχετε έναν μεγάλο ποιητή, τον Βασίλη Μιχαηλίδη». Αυτός της απάντησε, «ναι, είναι στιγμές που φτάνει στο ύψος του Σολωμού». «Φτάνει;», αναρωτήθηκε η ποιήτρια Ζωή Καρέλλη. Και σε λίγο πρόσθεσε: «εφάμιλλος».
[13] Θεοδόσης Νικολάου, Εικόνες, ποίηση, Κύπρος 1988, σ. 41.

ΦΩΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ

Όταν έφτασε στο φύλλο του ουρανού
Η Περικτιόνη που τον μάθαινε
Μέσα στη νύχτα τις πρώτες ν' αρθρώνει συλλαβές
Υψώνοντας το χέρι είπε•
«Ω παι, αύτη η σελήνη εστί.
Η σελήνη καλή εστί.
Ω παι, ούτοι οι αστέρες εισί».

Κι όταν ύστερα από χρόνια κάποια νύχτα
Άνοιγε στα κτυπήματα την πόρτα
Γέμισε τό σπίτι από φως σαν να 'ταν μεσημέρι.
«Είμαι η Ψάπφα.» Κι υψώνοντας κι αυτή το χέρι
Έδειχνε τον ουρανό και μελωδούσε•
« . . . αστέρες μεν αμφί κάλαν σελάνναν
Αψ αποκρύπτοισι φάεννον είδος
Όπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπηι
Γάν...»

Είπε κι έφυγε. Όμως ο Πλάτων
Μεσ΄ από τους χειμάρρους των ματιών του
Ώρες πολλές στεκόταν κι ατένιζε την ομορφιά
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε τό φεγγάρι
Λες και για πρώτη φορά έβλεπε τ' άστρα.

Κι είναι γι' αυτό που δεν μπορώ να εννοήσω
Γιατί τούτο το τραυλό όμως εν τέλει καλλικέλαδο αηδόνι
Που αναστενάζει καθώς το γλυκόπικρο ερπετό
Σέρνεται στα βάθη της ψυχής του•
. . . Εδίψουν την, εκαύκουμουν
Τζ' έτρεμα μεν τζαι πκιάσω την
Τζαι γίνουμεν τζ' οι δκυο στραπή . . .
Ή καθώς μέσα στην άδεια από φεγγάρι νύχτα
Εισρέουν χιλιάδες άστρα•
. . . Νύχταμ Παρασσευκόνυχταν, που τ΄ άστρα μιλιούνια
Ελάμπασιμ πουπανωθκιόν . . .
Κι ακόμα όταν το νερό δεν μπορεί να ξεδιψάσει πέντε λεύκες•
. . . Τζ' ήτουν το χώμαμ πολλά σκλερόν
Τζ' είχαν τζαι σύρπημ πολλήν τ΄ αύλάτζια
Τζ' ούλον εστάλωννεν το νερόν . . .
Γιατί αύτη η φωνή που τραγουδά στη μέση της θαλάσσης
Ακούεται σαν ξένη και παραμένει ακατανόητη
Γι' αυτούς που ήρθαν χρόνια πολλά μετά τον Πλάτωνα.

Κι έτσι ο Βασίλης κρυώνει ακόμα μέσα στους γυμνούς
δρόμους του χειμώνα•
Καμμιά υποψία
Ποιες ρίζες αναταράζει ο ήχος της φωνής του
Ποιους ρυθμούς ξυπνά ο άνεμος που πνέει
Μέσα σε τούτο το έναστρο δέντρο
Που ακατάπαυστα αναθάλλει.


[Εικόνες, Κύπρος 1988, σ.43]