... ένα ολόδροσο κορίτσι, ήρθε στη ζωή μου, ένα καλοκαίρι -μέσα στις εξετάσεις- στην Αθήνα, τη φώτισε για λίγες μέρες, τη φλόγισε, καλύτερα, κι έφυγε. Λίγες μέρες μετά, μου έστειλε μια φωτογραφία της, με μια αφιέρωση: "για πάντα δική σου" και στη γιορτή μου, αργότερα, μου έστειλε ένα ασημένο μπρελόκ.
Δεν θα διαβάσει αυτή την ανάρτηση, αλλά εγώ της εύχομαι, όπου και να είναι, Χρόνια πολλά! Δεν πετάμε καμμιά στιγμή της ζωής μας!
[απόσπασμα από ένα διήγημά μου]
…από την πόρτα του τρίτου ορόφου είδε πως κάποιοι περίμεναν. Μπορεί να ήταν ο θείος της Φωτεινής ή η θεία της και δεν ήθελε να τους συναντήσει. Όχι δηλαδή πως είχε τίποτα μαζί τους, ίσα ίσα που όταν τον έβλεπαν τον χαιρετούσαν εγκάρδια. Άραγε δεν είχαν καταλάβει τίποτα; Όταν την έστελναν στην αποθήκη δεν απορούσαν που αργοπορούσε; Η θεία σίγουρα κάτι είχε υποψιαστεί γιατί όταν την συναντούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας, του χαμογελούσε με ένα μυστηριώδη τρόπο σα να του έλεγε “ναι, τα γνωρίζω όλα.” Ας είναι. Η Φωτεινή ήταν στο χωριό της τώρα και ό,τι έγινε, έγινε τόσο γρήγορα, που θα νόμιζε κανένας πως θα ήταν ψέμα.
Την είχε προσέξει που δεν ξεκολλούσε από το μπαλκόνι, παίζοντας με το μικρό ανεψάκι της. Ένα μεσημέρι, καθώς ήταν στην αυλή και διάβαζε για τις εξετάσεις του, ένιωσε εκείνο το παράξενο συναίσθημα ότι τον παρακολουθούν. Ναι, τον παρακολουθούσε. Του έριχνε κάθε τόσο ένα μικρό βοτσαλάκι στην αυλή του. Γύρισε το κεφάλι, ψηλά και την είδε. Του χαμογελούσε. Της χαμογέλασε κι αυτός και την προσκάλεσε: της έδειξε έτσι “χτύπησε μου το κουδούνι”, βάζοντας το δάχτυλό του στην πόρτα. Στις τρεις η ώρα χτυπούσε το κουδούνι του. Μπήκε μέσα χαμογελαστή, με τα χρυσαφένια μαλλιά της, όλο δροσιά. Τα μάτια της έλαμπαν. “Κοιμούνται όλοι τέτοια ώρα” είπε, “Τι κάνεις εδώ; Σπουδάζεις; Μόνος σου μένεις; Από πού είσαι;” Κόντεψε να τον παλαβώσει. “Α! Μα εσύ θέλεις να τα μάθεις όλα αμέσως. Πες μου πρώτα τ΄ όνομά σου... Αυτή δεν απάντησε. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια βυθίστηκε κι αυτός στα δικά της και για μια στιγμή ένιωσε τα μέλη του να παραλύουν. Για μια στιγμή όμως μόνο, γιατί την επόμενη στιγμή έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, τα χέρια του την τράβηξαν δυνατά και την κόλλησαν στο στήθος του κι έτσι όπως στριφογύρισαν, τα μακριά μαλλιά της τον τύλιξαν και τα δυο σώματα έγιναν ένα, όπως το μανιασμένο κύμα με τον βράχο όταν ξεσπάει επάνω του και ξεπετάγεται από κάθε σχισμή του και βογγάει σε κάθε βαθούλωμά του μέχρι να αποσυρθεί, μέχρι το επόμενο μανιασμένο κύμα.
Ερχόταν κάθε μέρα στις τρεις η ώρα ακριβώς. Σε λίγες μέρες όμως, εξαφανίστηκε. Έφυγε από τη ζωή του το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανισθεί.