29 Απρ 2023

ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΑΘΑΛΑΣΣΑΣ (βιντεάκι)



Στη Λευκωσία, στο Εθνικό Πάρκο της Αθαλάσσας υπάρχει μια λίμνη με πολλά πουλιά. Το βιντεάκι είναι δίπλα από το παρατηρητήριο πουλιών. Το καθημερινό περπάτημα στα είκοσι πέντε χιλιομέτρων δρομάκια του πάρκου είναι μια απόλαυση. Αυτή την εποχή ακούγονται πολλές φραγκολίνες.

25 Απρ 2023

"ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑΣ"

Λίγοι στίχοι από ποίημα του Θεοδόση Νικολάου
...
Τὸ μαῦρο βλέμμα τῆς παπαρούνας
Μές' ἀπὸ τὰ κόκκινα πέπλα τῶν φρουρῶν του,
Ἡ θάλασσα τῶν σταχιῶν
Ποὺ ξεδιπλώνει κίτρινα τὰ κύματά της
Μέσα στὸ καλοκαίρι.
Καὶ ἡ ἄλλη, ἡ ἄλλη θάλασσα ἡ μεγάλη
Μὲ τὰ λευκὰ καὶ τὰ γαλάζια τῶν γαλάζιων
Ὣς τὴ χάλκινη κραυγὴ ποὺ ἀφήνει
Τὸ φύλλο τῆς χαρουπιᾶς
Δροσίζοντας τὴν κεφαλὴ τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ τόξο τοῦ οὐρανοῦ τὰ ἀναλαμβάνει
Καὶ πλυμένα ἀπὸ τὴ βροχὴ
Τὰ ταξινομεῖ.

 



 

10 Απρ 2023

ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ο ποιητής

Πολύβιος Σ. Νικολάου (1941-2022):
ο ποιητής με απέραντη αγάπη και πάθος για την Αμμόχωστο.

του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[ΑΝΕΥ, τχ. 85, Χειμώνας 2023]

Για τον ποιητή Πολύβιο Νικολάου, άκουσα για πρώτη φορά από την αείμνηστη κοινή μας φίλη Νίκη Μαραγκού, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν επισκεπτόμουν το μικρό, τότε, βιβλιοπωλείο της, στην οδό Αγίας Ελένης, στη Λευκωσία. Το πρώτο του βιβλίο «Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο», τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης. Για το βιβλίο αυτό εκφράστηκε και ο Οδυσσέας Ελύτης, που έφτασε στα χέρια του μέσω της Νίκης Μαραγκού, πιστεύω, η οποία μιλούσε πάντα με ενθουσιασμό για την ποίηση τού Πολύβιου και δεν είχε άδικο. Ο νομπελίστας, λοιπόν, του γράφει, μεταξύ άλλων, τον Φεβρουάριο του 1977, παρόλο που του ήταν αδύνατο, όπως αναφέρει στην επιστολή[1] του, να απαντήσει στους νέους που του έστελναν τα βιβλία τους: «… αισθάνομαι την υποχρέωση να κάνω μιαν εξαίρεση. Ν’ αποκαλυφθώ μπροστά στο δικό σας επίτευγμα και να ομολογήσω ότι σπάνια μου έτυχε να βρω συγκεντρωμένες τόσες αρετές ‒από καθαρά νοηματικές ως τις ειδικά γλωσσικές ή τεχνικές‒ όσες στο βιβλίο σας. Επί τέλους λίγη αληθινή ποίηση. [...] Μια ευαισθησία με υψηλή ποιότητα…».

Σκοπός μου με το κείμενο αυτό είναι να δώσω μιαν εικόνα του Πολύβιου Νικολάου, όπως τον γνώρισα, χρησιμοποιώντας το πλούσιο υλικό που ο ίδιος μου έστελνε κατά καιρούς και τα τυπωμένα βιβλία του, όλα πάντα με αφιέρωση.  

Μερικές φορές τον συναντούσα στο φαρμακείο του Φοίβου Σταυρίδη, όπου ερχόταν και μας μιλούσε για τα μελλοντικά του σχέδια. Εκείνη την εποχή, αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε αρχίσει να σχεδιάζει ο ίδιος τις εκδόσεις του, «Κυπρογένεια» τις είχε ονομάσει και πρώτο στη σειρά ήταν «Η Μαραζωμένη», παιδιόφραστος θρήνος, ένα μικρό βιβλιαράκι 8Χ13 εκ. με σκληρό εξώφυλλο και κουβερτούρα, που τυπώθηκε συγχρόνως σε δύο εκδόσεις, η πρώτη σε 74 αντίτυπα, ειδική έκδοση μνήμης 14-15-16 Αυγούστου 1974, και η άλλη, γενική έκδοση σε 376 αντίτυπα. Τύπωνε στο Συνεργατικό Τυπογραφείο, είχε μάλιστα ένα μικρό γραφειάκι κι εκεί σχεδίαζε τις εκδόσεις του, έγραφε και διόρθωνε. Την ίδια χρονιά, 1982, έκανε και δεύτερη έκδοση της «Προδιαγραφής… » σε μικρότερες διαστάσεις. Έδωσε, ακόμα, και το «Ισκανταρνάμα», έναν συμφωνικό διθύραμβο, που είχε γράψει τα προηγούμενα χρόνια.

 Με τα δύο επόμενα σε ποίηση βιβλία του Μακρόνησος 1987, Τα ποιήματα του Φεβράρη 1996, και το θεατρικό Αστερελένα 1997, κλείνει ένας κύκλος, που γράφεται στην πανελλήνια δημοτική. Τα επόμενα τρία βιβλία του, Τραγούδι της Κουλλούς, κωμικό επύλλιο[2] σε οκτώ άσματα 2004, Εν τούτω νίκα, με το ψευδώνυμον Πολύβιος Αντωνάτζης, 2016, και Κλιτονής & Μονικκού 2020, γράφονται στην κυπρακή διάλεκτο. Εδώ πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση: ο Πολύβιος Νικολάου, πίστευε πως ήταν λάθος η χρησιμοποίηση συμβόλων, π.χ. «τζ» αντί του «κ», διπλό σίγμα κτλ, για να αποδοθεί καλύτερα η κυπριακή προφορά και ακολουθούσε τον δικό του τρόπο, δηλαδή ακολουθούσε την ιστορική ορθογραφία, στην απόδοση όχι μόνο των φωνηέντων αλλά και των συμφώνων, αφήνοντας στον αναγνώστη να γνωρίζει την κυπριακή προφορά. Εξαίρεση έκανε σε μερικά κύρια ονόματα όπως πιο πάνω στο ψευδώνυμό του. Στον πρόλογό του τελευταίου του βιβλίου Κλιτονής και Μονικκού, γράφει σχετικά ότι «αφιερώθηκε πολύς κόπος στην πράξη για την ανάδειξη της ανάγκης για μια νέα, ορθολογιστική αντίληψη γραφής της γλώσσας που μιλούμε, που να υπερβαίνει την ενδοστρέφεια και τον εθισμό της κοινωνίας μας σε μια γραφή της διαλέκτου που ούτε οι νέοι μας ούτε οι άλλοι Έλληνες κι όσοι άλλοι γνωρίζουν την ελληνική γραφή, μπορούν να διαβάσουν. Εύχομαι αυτή η έκδοση να γίνει αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση, που σε μεγάλο βαθμό είναι πολιτική κι επιστημονική». Δεν είναι η πρώτη φορά όμως, που αναφέρεται στο θέμα αυτό. Στην Αστερελένα υπάρχει μια ολόκληρη επεξηγηματική σελίδα για τη γραφή γενικά αλλά και τη χρήση των ξένων συμφώνων για την απόδοση της κυπριακής διαλέκτου. Στα Ποιήματα του Φεβράρη πάλι αναφέρεται στο θέμα, που τον απασχολούσε από παιδί. Θυμάται ότι τον έστελνε η μάνα του έξω από τον κινηματογράφο «Ηραίον», στην Αμμόχωστο για να αγοράσει φυλλάδες από τους ποιητάρηδες της εποχής. Τον ενοχλούσαν «εκείνα τα sh τα ch και gg με τα οποία αποδίδονταν οι φθόγγοι στα κείμενα». 

Ο Πολύβιος Νικολάου είχε μεγάλη αγάπη για την Αμμόχωστο. Γνώριζε σε βάθος χρόνου την ιστορία της και τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της. Σημαντικούς ανθρώπους του παρελθόντος αλλά και σύγχρονους τους οποίους είχε γνωρίσει. Πολλές φορές μου έστελνε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο κείμενα που είχε γράψει γι’αυτούς. Ένα από αυτά έχει τίτλο «Εν Βαρωσίοις» και το έγραψε παρατηρώντας ότι ο Λουκάς Παΐσιος, είχε γράψει ως τόπο έκδοσης στο εξώφυλλο ενός βιβλίου του «Εν Βαρωσίοις» παρόλο που το βιβλίο είχε τυπωθεί στην Αθήνα. Σχετική είναι και μια άλλη οκτασέλιδη ηλεκτρονική έκδοση που έχω στο αρχείο μου: «Το τραούδιν της πόστας» [Εγκώμιον Ταυδρομείων] το ονομάζει, και πρόκειται για ποίηση στην κυπριακή διάλεκτο σε εκατόν είκοσι οκτώ στίχους, υπό τις δικές του εκδόσεις Plumeria[3]. Η βαθιά επιθυμία του να επιστρέψει στην Αμμόχωστο τον έσπρωξε να επινοήσει «Τα δρομολόγια των λεωφορείων», που έγραψε στη μνήμη του Γιώργου Κομήτη και παρουσιάστηκε το 1985 στο καφεθέατρο «Εναλλάξ», σαν μέσο για μια περιδιάβαση στη διαχρονική και διατοπική Αμμόχωστο, όπως ο ίδιος έγραψε.

Είχε ξεκινήσει μια έρευνα με τίτλο «Τέσσερις Σμυρνιοί στην Αμμόχωστο: Καττιρτζή Γιάννης, Ευάγγελος Ζαννεττής, Δημήτρης Χαμουδόπουλος, Γιώργος Σεφέρης και η μικρασιατική προσφυγιά στο Βαρώσι. Το ογκώδες υλικό, λογάριαζε να εκδώσει σε ξεχωριστό τόμο, το μόνο που γνωρίζω όμως, είναι ένα κείμενο –αυτοβιογραφική αφήγηση– εννέα σελίδων, χωρίς χρονολογία, για τον Ευάγγελο Ζαννεττή, και η ποιητική σύνθεση «Ο Καττιρτζή Γιάννης στην Αμμόχωστο, 1860-1886». Πρόκειται για έμμετρη μυθιστορία στην κυπριακή διάλεκτο, σε εκατόν εξήντα στίχους, και με ημερομηνία Σεπτέμβριος του 2013, αλλά φαίνεται πως το θέμα τον απασχολούσε από το 2007. Δεν γνωρίζω αν κυκλοφόρησε σε κανονικό βιβλίο. Σε μια λευκή σελίδα τής πρόχειρα τυπωμένης σε προσωπικό εκτυπωτή έκδοσης σημειώνει με στυλό: «αν τα καταφέρω χρειάζεται ακόμα ένα κεφάλαιο (πώς έσωσε το Κάτω Βαρώσι από την πλημμύρα της Τσολότας), σχόλια-σημειώσεις και εισαγωγή». Επίσης, στο αφιερωμένο αντίτυπο που έχω, έχει ενσωματώσει ένα φύλλο που περιέχει ένα ποίημα για τη φίλη που είχε φύγει λίγους μήνες πριν: «Νίκης Μαραγκού Θαλασσινό Κοιμητήρι»: γλώσσα που γλώσσα δεν έχεις / και γλώσσα εν η σιωπή σου, / στους άμμους σου νομάτισ’την, / κλάψε, σσωπιέ και άφις την / στα κύμματα π’αγάπησεν / τούτα να την σκουλλίσουν.

Ένα άλλο κείμενο, σχετικά με τους Βαρωσιώτες που εκτιμούσε ή τον είχαν επηρεάσει στη ζωή του είναι ένα γράμμα δεκαεφτά σελίδων, που έγραψε τον Μάη του 2010, ως «καθυστερημένο μνημόσυνο για τον Τάκη Λειβαδιώτη: βαρωσιώτικα βιώματα και μνήμες από τον μαθητή-υπάλληλό του Πολύβιο Σ. Νικολάου», και απευθύνεται προς τη γυναίκα και τα παιδιά του Τάκη Λειβαδιώτη. Είναι ένα σημαντικό κείμενο γιατί περιέχει άγνωστα αυτοβιογραφικά στοιχεία, περιγράφει τη ζωή στην Αμμόχωστο τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1950, αλλά περιέχει, επίσης, σημαντικά στοιχεία για τα βιβλία του και ιδιαίτερα του βιβλίου του «Η Μαραζωμένη». Και μια λεπτομέρεια, που με αφορά και πρώτη φορά έρχεται σε γνώση μου, γιατί καθώς όπως πάντα ήμουν πιεσμένος από τη δουλειά μου είχα πρωτοδιαβάσει το κείμενο «διαγωνίως». Περιγράφει, λοιπόν, ότι είχε επιθυμία να βγάλει τη «Μαραζωμένη σε φόλιο με τα κείμενα γραμμένα από μένα, σε πολύ καλό χαρτί, που ειδε στο τυπογραφείο, αλλά η προσπάθεια αυτή δεν προχώρησε. Πράγματι, είχα κάνει μια δοκιμή αλλά όχι αυτό που περίμενε, με βυζαντινίζουσα δηλαδή γραφή, που συνήθιζα τότε να γράφω, επηρεασμένος από τον Δάσκαλό μου Θεοδόση Νικολάου. Έγραψα με ελεύθερη γραφή και ίσως αυτό να τον απογοήτευσε και σταμάτησε την προσπάθεια.

Κάποτε μου είχε ζητήσει να φιλοτεχνήσω ένα καταγγελτικό κείμενο που είχε γράψει για την Αμμόχωστο, για να το επιδώσει σε αξιωματούχο του ΟΗΕ ή της Ευρώπης –δεν θυμάμαι τώρα– ο οποίος θα επισκεπτόταν την Κύπρο αλλά δεν γνωρίζω για την τύχη του κειμένου αυτού.

Πού και πού ερχόταν στο σπίτι και άνοιγε το λάπτοπ του στο τραπεζάκι του σαλονιού και μου μιλούσε για τα σχέδιά του και είχε πολλά σχέδια και ιδέες. Κάποιες από τις ιδέες του τις πραγματοποίησε κάποιες όχι. Το 2004, χρονιά που έκλειναν 80 χρόνια από την ίδρυση του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, συνέστησε μια ομάδα πρωτοβουλίας για την ανάληψη δράσης για διάφορες εκδηλώσεις και κυρίως για την ίδρυση Συλλόγου Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου. Προσέγγισε όσους νόμιζε ότι θα βοηθήσουν για να επιτύχει η προσπάθεια και τους ενημέρωνε με σχετικά κείμενα που συνέτασσε ο ίδιος. Συνέταξε ακόμα και το καταστατικό του συλλόγου και εισηγήθηκε μια σειρά από δράσεις. Ο Σύλλογος ιδρύθηκε και μια σειρά από τις εισηγήσεις άρχισαν να υλοποιούνται. Μάλιστα η εισήγησή του για μια έκδοση για τους συγγραφείς αποφοίτους ή καθηγητές του γυμνασίου βρίσκεται υπό έκδοση. Στο πρώτο δεκαπενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου ο Πολύβιος υπηρέτησε ως Γραμματέας κι εγώ ως Βοηθός Γραμματέας. Ο Σύλλογος συνεχίζει και σήμερα τη δράση του με τους ίδιους αρχικούς στόχους.

Μια άλλη πρωτοβουλία του Πολύβιου Νικολάου το 2014, ήταν η πρότασή του για την ίδρυση «Οργάνωσης Συγγραφέων Αμμοχώστου». Προς τούτο είχε ετοιμάσει ένα πολυσέλιδο έγγραφο με το οποίο ανέλυε κάθε λεπτομέρεια που θα βοηθούσε να υλοποιηθεί η πρόταση, όπως είχε κάνει και με τον «Σύλλογο Αποφοίτων…». Για λόγους που δεν γνωρίζω η εισήγηση δεν πραγματοποιήθηκε.

Ένα δακτυλόγραφο κείμενο στο αρχείο μου, τυπωμένο στον προσωπικό του εκτυπωτή και δεμένο με τη μέθοδο σπιράλ έχει τίτλο «Ένας Άγγελος στη Γειτονιά μας». Αν κρίνω από την ημερομηνία της αφιέρωσης και τη σημείωση στο εξώφυλλο, μόλις το είχε τελειώσει και ήταν έτοιμο για να εκδοθεί κανονικά ως βιβλίο. Ήταν Αύγουστος του 1990, πέρασαν όμως εφτά χρόνια για να εκδοθεί. Πρόκειται για θεατρικό έργο, που τελικά εξεδόθη από τις εκδόσεις του «Κυπρογένεια» με τον τίτλο Αστερελένα τον Οκτώβριο του 1997. Και αυτό το έργο είναι γραμμένο για την αγαπημένη του Αμμόχωστο. Πολύ συνοπτικά η υπόθεση έχει ως εξής: «Μιαν αυγουστιάτικη νύχτα αρκετά χρόνια ύστερα από την τουρκική εισβολή, μια ομάδα προσφύγων από την Αμμόχωστο συγκεντρώνονται κρυφά στο προαύλιο του Ναυτικού Ομίλου Αμμοχώστου στη Λεμεσό και τελούν την ετήσια λατρευτική εκδήλωσή τους για την κατεχόμενη πόλη. Η εκδήλωση είναι μια σκηνική θρηνωδία για την κατεχόμενη πόλη, στην οποία συμπυκνώνονται κι άλλες πτυχές του κυπριακού δράματος».

Το μοναδικό δακτυλόγραφο, που μου έστειλε με την ένδειξη «not to be published» ήταν για της ραψωδίες του Σολωμού Χατζηστυλλή, που είχε ασχοληθεί από το 1979. Πρόκειται για το Σχέδιο για έξι ραψωδίες του Ευάγγελου Λουίζου, που είδε τελικά το φως το 2016 με εκδοτική επιμέλεια και εισαγωγή του Πολύβιου Νικολάου. Μια πρώιμη εργασία του είναι μια μελέτη με τίτλο Η κοινωνία στα ομηρικά έπη, που εκδόθηκε το 1960, χρονιά που αποφοιτούσε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Εκείνη τη χρονιά είχε σαρώσει τα βραβεία: πέντε βραβεία βάσει διαγωνισμού και πέντε βραβεία αρετής και προόδου. Ο ίδιος λέει ότι ένα από αυτά, το «Γιαλλούρειον Βραβείον» –χρυσούν μετάλλιον– υπήρξε η μεγαλύτερη τιμή που του έγινε ποτέ. Στο τεύχος αρ. 12 (1959-1961) της «Αγωγής», του περιοδικού του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, υπάρχει η αντιφώνισή του στην προσφώνηση του γυμνασιάρχη Δρος Κυριάκου Χατζηιωάννου προς τους τελειοφοίτους.  

Ο Πολύβιος Νικολάου, είναι σημαντικός ποιητής του τόπου μας. Το πρώτο του έργο, η ποιητική σύνθεση «Προδιαγραφή για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο» αποτελεί, πιστεύω, σταθμό στη ποιητική παραγωγή του τόπου, μίλησε άλλωστε γι’αυτό ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης. Θα ήταν ευχής έργο να είχαμε συγκεντρωμένο ολόκληρο το έργο του, που έγινε με πολύ κόπο. Ο «Σύλλογος Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου» ας εντάξει στο εκδοτικό του πρόγραμμα και τις εργασίες του ανθρώπου που του έδωσε ζωή. Η τύχη του να τον επισκέπτεται συχνά ένα είδος μελαγχολίας και να τον αποσυντονίζει, τον δυσκόλευε στη διαχείριση/ολοκλήρωση των κειμένων του, γι’ αυτό και κρατούσε τα χειρόγραφα ή τυπωμένα δοκίμια του αρκετά χρόνια μέχρι να τα οδηγήσει στο τυπογραφείο. Όταν αποχωρούσε η θλιβερή επισκέπτριά του, έπεφτε με πάθος στα γραφτά του και στις ιδέες του, και πάντα έβγαινε κάτι ποιοτικό.

Έγραψα για τον Πολύβιο Νικολάου λίγες μόνο πληροφορίες, κυρίως για το συγγραφικό του έργο, με βάση υλικό που κατέχω, η δραστηριότητά του όμως, υπήρξε πολυδιάσταστη. Το πέρασμα του από το ΡΙΚ και μάλιστα στις δύσκολες ώρες του ΄74 δεν είναι αμελητέο, ούτε, βέβαια η ενασχόλησή του με την πολιτική και η συνεργασία του με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κυπριανού. Στο αρχείο του σίγουρα θα υπάρχει υλικό πολύ χρήσιμο για τον τόπο, που εύχομαι και ελπίζω να αξιοποιηθεί. 

17/12/2022



[1] Η αυθεντική χειρόγραφη επιστολή του Ελύτη βρίσκεται στο αρχείο Κώστα Σερέζη, την οποία πρόσφερε ο ίδιος ο Πολύβιος Νικολάου. Δαχτυλογραφημένο αντίγραφο της επιστολής διενεμήθη σε εκδήλωση αφιερωμένη στον ίδιο, το 1996, με την ευκαιρία των είκοσι χρόνων από την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Στην ίδια εκδήλωση, που έγινε στο βιβλιοπωλείο «Κοχλίας», παρουσιάστηκε το βιβλίο του «Τα ποιήματα του Φεβράρη». 

[2] Επύλλιο, από το έπος, μικρό στιχάκι, μικρό επικό ποίημα.

[3] Plumeria είναι το Ροδίτικο ή ινδικό ή αιγυπτιακό φούλι.












 

9 Απρ 2023

ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ

 


Νίκος Νικολάου- Χατζημιχαήλ
Γιάννη Πατίλη: ΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ

κι απ’αφορμή λίγα λόγια για το άρωμα των βιβλίων
[ποιήματα 1970 - 2022, ύψιλον / βιβλία] 

Είμαι ευτυχής γιατί έτυχε να έχω έναν βιβλιόφιλο πατέρα, που ποτέ του δεν θύμωνε, όταν μικροί, πριν ακόμα μάθουμε να διαβάζουμε, μας έβλεπε να ταλαιπωρούμε τα βιβλία του. Ένα από αυτά, το Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικό του Ελευθερουδάκη, μια έκδοση του 1934, ζει ακόμα, σ’ένα κουτί, κάποτε το ανοίγω, φυλλομετρώ τα διαλυμένα φύλλα του και χάνομαι μέσα στην υπέροχη επεξηγηματική εικονογράφησή του. Πώς να μην αγαπήσω τα λεξικά. Τη βιβλιοθήκη μου όμως, κοσμούν και πολλά άλλα δικά του βιβλία, πολύ καλές εκδόσεις, που σώθηκαν πληρώνοντας ο ίδιος βαρύ τίμημα: απάνθρωπα βασανιστήρια από τους στρατιώτες του Αττίλα το 1974. Τα βιβλία εκείνης της εποχής, είχαν ένα ξεχωριστό άρωμα και οφείλεται στο μελάνι με το οποίο τυπώνονταν∙ και το άρωμα αυτό ήταν τόσο έντονο ‒στα φρεσκοτυπωμένα κυρίως βιβλία, που συχνά χώναμε τη μύτη ανάμεσα στις σελίδες των βιλίων μας. Αυτό το άρωμα δεν χάνεται ποτέ. Το διαπιστώνω όταν επισκέπτομαι παλιά βιβλία της βιβλιοθήκης μου. Όσοι γνώρισαν το βιβλίο από τη φωτοσύνθεση και μετά, δεν γνωρίζουν το άρωμα του βιβλίου για το οποίο μιλώ. Στη σημερινή εποχή δεν μιλάμε πια για άρωμα, κάθε άλλο∙ μάλλον για το αντίθετο. Μαζί με το άρωμα χάθηκαν και πολλά άλλα πράγματα όπως το ξάκρισμα του βιβλίου. Το προσεχτικό δηλαδή κόψιμο των φύλλων με χαρτοκόπτη. Τώρα τα πιο πολλά βιβλία προσφέρονται φρεσκοκαθαρισμένα, έτοιμα για ανάγνωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάθηκαν και οι καλοί αναγνώστες. Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Το βιβλίο δεν έχει πεθάνει και δεν θα πεθάνει ποτέ. Όσο ο άνθρωπος έχει δάκτυλα θα έχει και κάτι στα χέρια του να φυλλομετράει. Δεν εννοώ τα σημερινά ηλεκτρονικά βιβλία αλλά τα βιβλία του μέλλοντος, όπου τα φύλλα τους θα έχουν πραγματική υφή χαρτιού, οι σελίδες θα "κατεβαίνουν" από το «αόρατο σύννεφο» του διαδυκτίου και θα γεμίζουν με το θέμα της επιθυμίας μας, θα έχουμε πολλές επιλογές, έτσι που σε λίγα λεπτά να δημιουργούμε εκτυπωτικά το ιδανικό μας βιβλίο. Κι ύστερα, τα βιβλία θα είναι …όπως δεν τα σκέφτηκε κανένας ακόμα…

Σήμερα κυκλοφορούν πάρα πολλά βιβλία. Η τεχνολογία καλπάζει. Μπορεί κάποιος, πολύ εύκολα, να «στήσει» το βιβλίο του στον προσωπικό του ηλεκτρονικό υπολογιστή και να το στείλει στο τυπογραφείο, χωρίς να χρειαστεί να κάνει ούτε μια επίσκεψη. Έτσι, κάποιοι ντύνονται τη στολή του εκδότη και εκμεταλλευόμενοι την επιθυμία πολλών να δουν τις ιστορίες τους σε ένα βιβλίο, κερδοσκοπούν πλημμυρίζοντας την αγορά με χαμηλής ποιότητας, από κάθε άποψη, βιβλία. Ευτυχώς όμως, υπάρχουν ακόμα και καλοί εκδότες που εκδίδουν τα βιβλία των καλών συγγραφέων, και είναι προσιτά στον καθένα μας. Τα πιο πάνω, για το άρωμα και τα άλλα, μου τα θύμισε ένα τέτοιο βιβλίο, που ήρθε να με συναντήσει αυτές τις μέρες. Πρόκειται για την εξαιρετική έκδοση του Γιάννη Πατίλη Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό, (ποιήματα 1970-2022), από τις εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, έναν ογκώδη τόμο πεντακοσίων τριάντα οκτώ σελίδων, που αποτελεί την τρίτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του. Στον δύσκολο καιρό που περνά το βιβλίο, έγινε κατορθωτή η πολυσέλιδη αυτή έκδοση με τη στήριξη της Κατερίνας Χαρμάνη, η οποία συνεχίζει τις ιστορικές εκδόσεις του φίλου του και ιδρυτή των εκδόσεων Θανάση Χαρμάνη, με τις οποίες είδαν το φως, παλαιότερα, οι περισσότερες από τις συλλογές του. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ποιητής γνωρίζει πολύ καλά να χρησιμοποιεί το πολυτονικό σύστημα γραφής, στο οποίο δίνει μεγάλη σημασία, και μάλιστα αφιερώνει μια ολόκληρη παράγραφο για να εξηγήσει τον τονισμό, τη στίξη και την ορθογραφία. Το ίδιο σύστημα γραφής χρησιμοποιεί και στο ιστολόγιό του για το μικρό διήγημα, αλλά και στην καθημερινή του αλληλογραφία με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

ο ποιητής Γιάννης Πατίλης [φωτ. Ν.Ν-Χ]
Ο Γιάννης Πατίλης είναι ένας ξεχωριστός ποιητής, με δέκα συλλογές στο ενεργητικό του και τρεις συγκεντρωτικές, που απλώνονται σε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τον μισό αιώνα. Για ένα τέταρτο του αιώνα υπήρξε και εκδότης/διευθυντής του εξαιρετικού περιοδικού «Πλανόδιον», που είχε τις ίδιες διαστάσεις 14 x 20,5 εκ. ως και το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα και με την ίδια ακριβώς αισθητική. Σπούδασε Νομικά και Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε σε σχολεία της Μέσης Δημόσιας Εκπαίδευσης.

Από τα τελευταία τεύχη του Πλανόδιου
Το βιβλίο επιμελήθηκε ο ίδιος και σχεδιάστηκε μαζί με τον αρχισυντάκτη του Νέου Πλανόδιου, τον Θανάση Γαλανάκη, ο οποίος το σελιδοποίησε και σχεδίασε το απλό αλλά εμπνευσμένο κι ωραίο εξώφυλλο. Τα κοσμήματα και η προμετωπίδα ανήκουν στην αγαπημένη σύζυγο του ποιητή, τη λογοτέχνιδα και εικαστικό Ηρώ Νικοπούλου, με την οποία συνδιευθύνει τον ιστότοπο για το μικρό διήγημα Ιστορίες Μπονζάι. Η προμετωπίδα είναι λάδι σε καμβά 115Χ65 εκ., έργο του 1993, παρουσιάστηκε ως εξώφυλλο στο τεύχος 37 του Πλανόδιου και φέρει τον τίτλο Σφόνδυλοι, πολύ επιτυχημένη επιλογή για να δηλώσει τη συνοχή των συλλογών που απαρτίζουν το σώμα του βιβλίου, όπως ακριβώς και οι σπόνδυλοι τής σπονδυλικής μας στήλης προσδιορίζουν τη μορφή του σώματός μας. Μένω στην προμετωπίδα για να συμπληρώσω ότι πολύ σωστά έχει τυπωθεί σε ξεχωριστό χαρτί και έχει επικολληθεί στη σωστή θέση, αντικρυστά στη σελίδα του τίτλου, χωρίς να συμπεριληφθεί στην αρίθμηση του βιβλίου, μια λεπτομέρεια που καμμιά φορά διαφεύγει και από σοβαρούς εκδοτικούς οίκους.

Γιάννης Πατίλης και Μιχάλης Πιερής [φωτ. Παν. Νικολαϊδης]

Το βράδυ της 22ας Μαρτίου του 2016 με βρήκε να παρακολουθώ το εαρινό Colloqium Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, με προσκεκλημένο τον ποιητή Γιάννη Πατίλη για να μιλήσει για την ποίησή του. Η πρόσκληση ήταν από τον αείμνηστο φίλο και καθηγητή του Τμήματος Μιχάλη Πιερή, ο οποίος τον παρουσίασε στους φοιτητές και τους άλλους προσκεκλημένους.

Ο λόγος που αναφέρομαι στο γεγονός αυτό είναι γιατί ο τίτλος εκείνης της ομιλίας του Γιάννη Πατίλη έδωσε και τον τίτλο σ’αυτή την τελευταία του συγκεντρωτική έκδοση, που παρουσιάζεται σήμερα εδώ, και πρόκειται για ομώνυμους στίχους από ένα παλαιότερο ποίημά του, από τη συλλογή Ζεστό Καλοκαίρι του 1984, το οποίο και ανέγνωσε. Στη συνέχεια ανέγνωσε άλλα οκτώ ποιήματά του από πέντε συλλογές του, διευκρινίζοντας ότι τα ποιήματα που θα διάβαζε, «είχαν να κάνουν με την καλλιτεχνική καταγραφή της προσωπικής του εμπειρίας σε κεφαλαιώδη ζητήματα της ζωής». Γιατί, όπως είπε, «...στην κοινωνία, στον έρωτα, και την ποίηση η εμπειρία του παρόντος με οδηγούσε κάθε φορά στην ανακάλυψη μιας συνταρακτικής απουσίας ή έλλειψης που τα επικαθόριζε». Τις προσωπικές του εμπειρίες, για τις οποίες διάβασε τα σχετικά ποιήματα, τις χώρισε σε τρεις ενότητες: την πολιτική εμπειρία, την ερωτική εμπειρία και τέλος την ποιητική εμπειρία.

Παναγιώτης Νικολαϊδης, Γιάννης Πατίλης, Ν. Νικολάου- Χατζημιχαήλ

Ήταν η δεύτερη φορά που επισκεπτόταν το νησί, και με την ευκαιρία ο ποιητής και δοκιμιογράφος Παναγιώτης Νικολαΐδης παρουσίασε το βιβλίο του Αποδρομή του αλκοόλ. 
Γιάννης Πατίλης και Ηρώ Νικοπούλου στην Πάφο

Το 2011, ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκε το νησί και χαίρομαι γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να περάσουμε, σχεδόν από τύχη, δυο μέρες ‒μαζί και η αγαπημένη του Ηρώ‒ και να επισκεφτούμε τη μια μέρα τα λουτρά της Αφροδίτης και τις παραλίες με τα κρυστάλλινα δροσερά νερά της περιοχής, τους Τάφους των Βασιλέων, το Κάστρο της Πάφου και τα θαυμάσια ελληνιστικά ψηφιδωτά, και την άλλη μέρα τα Φυλακισμένα Μνήματα, το Μουσείο Κυπριακού Αγώνος, στη Λευκωσία και τέλος την πανέμορφη εκκλησία της Ασίνου με τις μοναδικές της τοιχογραφίες.

Για το ποιητικό έργο του Γιάννη Πατίλη έχουν γράψει αναλυτικά ο Mario Vitti, που έφυγε από τη ζωή πρόσφατα, ο Κώστας Κουτσουρέλης, ο διευθυντής του Νέου Πλανόδιου, και πολλοί άλλοι, που με τα κείμενά τους βοηθούν να προσεγγιστεί ο σημαντικός ποιητής της γενιάς του ΄70. 





6 Απρ 2023

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

Στο πουθενά    στο μέχρι πότε    και το γιατί

ποίηση

[εκδόσεις Μελάνι, 2022]

Αγαπητή μου Αλεξάνδρα,

Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την ημέρα που πήρα το τελευταίο σου βιβλίο με τίτλο «Στο πουθενά στο μέχρι πότε και το γιατί», που κι αυτό όπως η προηγούμενη ποιητική σου συλλογή παρενθέσεις και εισαγωγικά, είδε το φως από τις εκδόσεις Μελάνι, με την επιμέλεια τής άξιας Πόπης Γκανά και με φωτογραφία του Stanislao Farri στο εξώφυλλο, που είχε φύγει από τη ζωή τον προηγούμενο χρόνο. Ο τίτλος της ασπρόμαυρης φωτογραφίας: Δέντρα. Ένα δέντρο σε πρώτο πλάνο, με κλαδιά χωρίς φύλλα και στο φόντο σειρές από γυμνά δεντράκια σε σειρές, να μου θυμίζουν σταυρούς ή τις ανατριχιαστικές σειρές των ξηραμένων πορτοκαλεώνων της αγαπημένης Αμμοχώστου. Τέτοια γυμνά δέντρα ζωγράφιζα κι εγώ, και σε μια έκθεση στην Αθήνα, όπου έλαβα μέρος –φοιτητής τότε– είχα μια απροσδόκητη κριτική σε εφημερίδα: «εικόνες από την Κύπρο του 1974, θα μπορούσαν να ήταν τα έρημα δέντρα του Νικολάου, καθώς τα γυμνά δέντρα του με τους δραματικούς τόνους...»Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα πόσο πολύ μας είχε επηρεάσει η επέλαση της βαρβαρότητας στην πατρίδα μας, με τους τόσους νεκρούς, βιαιότητες και την απέραντη καταστροφή.

Αυτά στριφογύρισαν στο μυαλό μου καθώς κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου και κοιτούσα το εξώφυλλό του, αλλά διαβάζοντας τα πρώτα κι όλας ποιήματα τής συλλογής ένιωσα το ίδιο ακριβώς συναίσθημα: ένιωσα «τον φόβο της άγνοιας του μέλλοντος, τη μοναξιά από την απουσία αγαπημένων προσώπων», που εκφράζεται με τόση ευγένεια στους στίχους με τη σκόνη / να ενοχλεί τα ρουθούνια / να καίει τα μάτια / να δικαιολογεί τα δάκρυα / που ρευστοποιούν τη λύπη / και γεμίζουν τις ρωγμές της απουσίας με άγριες τριανταφυλιές / χωρίς ούτε ένα αγκάθι / να ματώνει την καρδιά. Όπως ο παλιός Κινέζος ποιητής Λι Τάι Πο, πριν από δεκατρείς αιώνες, που έγραψε «για τα σμαραγδένια σκαλοπάτια της, που τα σκέπασεν η παγωνιά περιμένοντας, κι αυτή προσμένει ακόμα πίσω απ’το κλειστό παράθυρο, κοιτάζοντας μες απ’το κρύσταλλο του φθινοπώρου το φεγγάρι». Όπως εσύ Αλεξάνδρα μου, με τα κλειστά παράθυρα στα βλέφαρα, όπως η δική σου διστακτική άνοιξη, πίσω από τις γρίλιες, «εκεί που ο ήλιος διαπερνά την ανοικτή πληγή της μοναξιάς σου και τέμνει τους άγραφους στίχους σου...» Και στα δύο ποιήματα δεν εκστομίζεται ούτε κατηγορία ούτε παράπονο. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που τα εκτιμώ ιδιαίτερα.

Το ίδιο συναίσθημα και στο ποίημα «Φωτογραφία» αφιερωμένο στην ποιήτρια μητέρα σου, που τώρα κάθεται στην πολυθρόνα / με το άσπρο ριχτάρι σάβανο / και το βλέμμα καρφωμένο / στον τοίχο με τη φωτογραφία, να αναρωτιέται αν είναι εκείνη, αν είναι εκείνος... Και σ’ένα άλλο Ποίημα Δωματίου, «πίσω απ’ το διάφανο τής κουρτίνας, ψάχνεις να βρεις στο Google Earth το σπίτι σου, και με την ελπίδα πως ίσως ακούσεις το βουητό της θάλασσας, ή το κλάμα κάποιου γλάρου που ξέμεινε στον πύργο του Οθέλλου». Κι ύστερα, μια Κυριακή που δεν ήταν γιορτή νάτος ο Αλέξης σου: σαν φάντασμα σε μια πόλη που οι άλλοι ονομάζουν φάντασμα, κι αυτός τη λέει αγαπημένη. Ένας άλλος βίαιος χωρισμός, που δεν αναπνέει, κι εσύ στο μέχρι τότε περιμένοντας κάποιο σημάδι επιστροφής.

Κι ύστερα πάλι, ο πόνος κι ένα τεράστιο γιατί. Αλλόκοτοι επισκέπτες της εγκαταλειμένης πόλης σου χαριεντίζονται, περιεργάζονται τα ρημαγμένα της σπίτια και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.

Έγραψα κάπου ότι  αν κάποιος σας πει: «σήμερα έκανε την εμφάνισή του ένας δεκαπεντάχρονος, πολύ μεγάλο ταλέντο και μας γνώρισε τη σπουδαία δουλειά του», τι είδους δημιουργός νομίζετε ότι είναι: ένας ποιητής, ζωγράφος ή ένας μουσικός; Όσοι, βέβαια, απαντήσουν «ποιητής» ή «ζωγράφος» σίγουρα θα πέσουν έξω, γιατί ο ζωγράφος πρέπει να είναι κάπως μεγαλύτερης ηλικίας, για να ξεκινήσει μέσα του να δημιουργείται ο κόσμος μέσα στον οποίο θα ήθελε να ζει, και ο ποιητής πρέπει να αποκτήσει μεγάλη πείρα της ζωής, να συμπυκνωθούν μέσα του πολλά γεγονότα, ταξίδια, εικόνες, χαρές και απογοητεύσεις, έρωτες και χωρισμοί, πόλεμοι, καταστροφές, διαβάσματα, για να νιώσει την ανάγκη όλα τούτα να τα επιστρέψει περασμένα μέσα από τον δικό του ηθμό, προσδίδοντάς τους όμως, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παγκοσμιότητα. Αυτό ακριβώς κάνεις με τούτη τη συλλογή σου, Αλεξάνδρα μου. Συμπύκνωσες με τον δικό σου ξεχωριστό τρόπο, με την ευγένεια του στίχου σου, τον πόνο από τη απώλεια αγαπημένων προσώπων, τη μνήμη και τον πόθο της επιστροφής στην αγαπημένη σου πόλη, παρατηρώντας τον κόσμο πίσω απ’τις γρίλιες / εκεί που ο ήλιος διαπερνά την ανοικτή πληγή της μοναξιάς σου, και παρασύρεις κι εμάς να προχωρήσουμε στο πουθενά στο μέχρι πότε και στο γιατί.   

Σε ευχαριστώ από βάθους καρδίας!