6 Απρ 2023

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

Στο πουθενά    στο μέχρι πότε    και το γιατί

ποίηση

[εκδόσεις Μελάνι, 2022]

Αγαπητή μου Αλεξάνδρα,

Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την ημέρα που πήρα το τελευταίο σου βιβλίο με τίτλο «Στο πουθενά στο μέχρι πότε και το γιατί», που κι αυτό όπως η προηγούμενη ποιητική σου συλλογή παρενθέσεις και εισαγωγικά, είδε το φως από τις εκδόσεις Μελάνι, με την επιμέλεια τής άξιας Πόπης Γκανά και με φωτογραφία του Stanislao Farri στο εξώφυλλο, που είχε φύγει από τη ζωή τον προηγούμενο χρόνο. Ο τίτλος της ασπρόμαυρης φωτογραφίας: Δέντρα. Ένα δέντρο σε πρώτο πλάνο, με κλαδιά χωρίς φύλλα και στο φόντο σειρές από γυμνά δεντράκια σε σειρές, να μου θυμίζουν σταυρούς ή τις ανατριχιαστικές σειρές των ξηραμένων πορτοκαλεώνων της αγαπημένης Αμμοχώστου. Τέτοια γυμνά δέντρα ζωγράφιζα κι εγώ, και σε μια έκθεση στην Αθήνα, όπου έλαβα μέρος –φοιτητής τότε– είχα μια απροσδόκητη κριτική σε εφημερίδα: «εικόνες από την Κύπρο του 1974, θα μπορούσαν να ήταν τα έρημα δέντρα του Νικολάου, καθώς τα γυμνά δέντρα του με τους δραματικούς τόνους...»Δεν είχα συνειδητοποιήσει ακόμα πόσο πολύ μας είχε επηρεάσει η επέλαση της βαρβαρότητας στην πατρίδα μας, με τους τόσους νεκρούς, βιαιότητες και την απέραντη καταστροφή.

Αυτά στριφογύρισαν στο μυαλό μου καθώς κρατούσα το βιβλίο στα χέρια μου και κοιτούσα το εξώφυλλό του, αλλά διαβάζοντας τα πρώτα κι όλας ποιήματα τής συλλογής ένιωσα το ίδιο ακριβώς συναίσθημα: ένιωσα «τον φόβο της άγνοιας του μέλλοντος, τη μοναξιά από την απουσία αγαπημένων προσώπων», που εκφράζεται με τόση ευγένεια στους στίχους με τη σκόνη / να ενοχλεί τα ρουθούνια / να καίει τα μάτια / να δικαιολογεί τα δάκρυα / που ρευστοποιούν τη λύπη / και γεμίζουν τις ρωγμές της απουσίας με άγριες τριανταφυλιές / χωρίς ούτε ένα αγκάθι / να ματώνει την καρδιά. Όπως ο παλιός Κινέζος ποιητής Λι Τάι Πο, πριν από δεκατρείς αιώνες, που έγραψε «για τα σμαραγδένια σκαλοπάτια της, που τα σκέπασεν η παγωνιά περιμένοντας, κι αυτή προσμένει ακόμα πίσω απ’το κλειστό παράθυρο, κοιτάζοντας μες απ’το κρύσταλλο του φθινοπώρου το φεγγάρι». Όπως εσύ Αλεξάνδρα μου, με τα κλειστά παράθυρα στα βλέφαρα, όπως η δική σου διστακτική άνοιξη, πίσω από τις γρίλιες, «εκεί που ο ήλιος διαπερνά την ανοικτή πληγή της μοναξιάς σου και τέμνει τους άγραφους στίχους σου...» Και στα δύο ποιήματα δεν εκστομίζεται ούτε κατηγορία ούτε παράπονο. Είναι γι’ αυτό τον λόγο που τα εκτιμώ ιδιαίτερα.

Το ίδιο συναίσθημα και στο ποίημα «Φωτογραφία» αφιερωμένο στην ποιήτρια μητέρα σου, που τώρα κάθεται στην πολυθρόνα / με το άσπρο ριχτάρι σάβανο / και το βλέμμα καρφωμένο / στον τοίχο με τη φωτογραφία, να αναρωτιέται αν είναι εκείνη, αν είναι εκείνος... Και σ’ένα άλλο Ποίημα Δωματίου, «πίσω απ’ το διάφανο τής κουρτίνας, ψάχνεις να βρεις στο Google Earth το σπίτι σου, και με την ελπίδα πως ίσως ακούσεις το βουητό της θάλασσας, ή το κλάμα κάποιου γλάρου που ξέμεινε στον πύργο του Οθέλλου». Κι ύστερα, μια Κυριακή που δεν ήταν γιορτή νάτος ο Αλέξης σου: σαν φάντασμα σε μια πόλη που οι άλλοι ονομάζουν φάντασμα, κι αυτός τη λέει αγαπημένη. Ένας άλλος βίαιος χωρισμός, που δεν αναπνέει, κι εσύ στο μέχρι τότε περιμένοντας κάποιο σημάδι επιστροφής.

Κι ύστερα πάλι, ο πόνος κι ένα τεράστιο γιατί. Αλλόκοτοι επισκέπτες της εγκαταλειμένης πόλης σου χαριεντίζονται, περιεργάζονται τα ρημαγμένα της σπίτια και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.

Έγραψα κάπου ότι  αν κάποιος σας πει: «σήμερα έκανε την εμφάνισή του ένας δεκαπεντάχρονος, πολύ μεγάλο ταλέντο και μας γνώρισε τη σπουδαία δουλειά του», τι είδους δημιουργός νομίζετε ότι είναι: ένας ποιητής, ζωγράφος ή ένας μουσικός; Όσοι, βέβαια, απαντήσουν «ποιητής» ή «ζωγράφος» σίγουρα θα πέσουν έξω, γιατί ο ζωγράφος πρέπει να είναι κάπως μεγαλύτερης ηλικίας, για να ξεκινήσει μέσα του να δημιουργείται ο κόσμος μέσα στον οποίο θα ήθελε να ζει, και ο ποιητής πρέπει να αποκτήσει μεγάλη πείρα της ζωής, να συμπυκνωθούν μέσα του πολλά γεγονότα, ταξίδια, εικόνες, χαρές και απογοητεύσεις, έρωτες και χωρισμοί, πόλεμοι, καταστροφές, διαβάσματα, για να νιώσει την ανάγκη όλα τούτα να τα επιστρέψει περασμένα μέσα από τον δικό του ηθμό, προσδίδοντάς τους όμως, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παγκοσμιότητα. Αυτό ακριβώς κάνεις με τούτη τη συλλογή σου, Αλεξάνδρα μου. Συμπύκνωσες με τον δικό σου ξεχωριστό τρόπο, με την ευγένεια του στίχου σου, τον πόνο από τη απώλεια αγαπημένων προσώπων, τη μνήμη και τον πόθο της επιστροφής στην αγαπημένη σου πόλη, παρατηρώντας τον κόσμο πίσω απ’τις γρίλιες / εκεί που ο ήλιος διαπερνά την ανοικτή πληγή της μοναξιάς σου, και παρασύρεις κι εμάς να προχωρήσουμε στο πουθενά στο μέχρι πότε και στο γιατί.   

Σε ευχαριστώ από βάθους καρδίας!