Πολύβιος Σ. Νικολάου (1941-2022):
ο ποιητής με απέραντη αγάπη και πάθος για την Αμμόχωστο.
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[ΑΝΕΥ, τχ. 85, Χειμώνας 2023]
Σκοπός
μου με το κείμενο αυτό είναι να δώσω μιαν εικόνα του Πολύβιου Νικολάου, όπως
τον γνώρισα, χρησιμοποιώντας το πλούσιο υλικό που ο ίδιος μου έστελνε κατά
καιρούς και τα τυπωμένα βιβλία του, όλα πάντα με αφιέρωση.
Μερικές φορές τον συναντούσα στο φαρμακείο του Φοίβου
Σταυρίδη, όπου ερχόταν και μας μιλούσε για τα μελλοντικά του σχέδια. Εκείνη την
εποχή, αρχές της δεκαετίας του ’80, είχε αρχίσει να σχεδιάζει ο ίδιος τις
εκδόσεις του, «Κυπρογένεια» τις είχε ονομάσει και πρώτο στη σειρά ήταν «Η
Μαραζωμένη», παιδιόφραστος θρήνος, ένα μικρό βιβλιαράκι 8Χ13 εκ. με
σκληρό εξώφυλλο και κουβερτούρα, που τυπώθηκε συγχρόνως σε δύο εκδόσεις, η
πρώτη σε 74 αντίτυπα, ειδική έκδοση μνήμης 14-15-16 Αυγούστου 1974, και η άλλη,
γενική έκδοση σε 376 αντίτυπα. Τύπωνε στο Συνεργατικό Τυπογραφείο, είχε μάλιστα
ένα μικρό γραφειάκι κι εκεί σχεδίαζε τις εκδόσεις του, έγραφε και διόρθωνε. Την
ίδια χρονιά, 1982, έκανε και δεύτερη έκδοση της «Προδιαγραφής… » σε μικρότερες
διαστάσεις. Έδωσε, ακόμα, και το «Ισκανταρνάμα», έναν συμφωνικό διθύραμβο, που
είχε γράψει τα προηγούμενα χρόνια.
Με τα δύο επόμενα σε
ποίηση βιβλία του Μακρόνησος 1987, Τα ποιήματα του Φεβράρη 1996, και το
θεατρικό Αστερελένα 1997, κλείνει ένας
κύκλος, που γράφεται στην πανελλήνια δημοτική. Τα επόμενα τρία βιβλία του, Τραγούδι της Κουλλούς, κωμικό επύλλιο[2]
σε οκτώ άσματα 2004, Εν τούτω νίκα, με
το ψευδώνυμον Πολύβιος Αντωνάτζης, 2016, και Κλιτονής & Μονικκού 2020, γράφονται στην κυπρακή διάλεκτο. Εδώ
πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση: ο Πολύβιος Νικολάου, πίστευε πως ήταν λάθος η
χρησιμοποίηση συμβόλων, π.χ. «τζ» αντί του «κ», διπλό σίγμα κτλ, για να
αποδοθεί καλύτερα η κυπριακή προφορά και ακολουθούσε τον δικό του τρόπο, δηλαδή
ακολουθούσε την ιστορική ορθογραφία, στην απόδοση όχι μόνο των φωνηέντων αλλά
και των συμφώνων, αφήνοντας στον αναγνώστη να γνωρίζει την κυπριακή προφορά.
Εξαίρεση έκανε σε μερικά κύρια ονόματα όπως πιο πάνω στο ψευδώνυμό του. Στον
πρόλογό του τελευταίου του βιβλίου Κλιτονής
και Μονικκού, γράφει σχετικά ότι «αφιερώθηκε πολύς κόπος στην πράξη για την
ανάδειξη της ανάγκης για μια νέα, ορθολογιστική αντίληψη γραφής της γλώσσας που
μιλούμε, που να υπερβαίνει την ενδοστρέφεια και τον εθισμό της κοινωνίας μας σε
μια γραφή της διαλέκτου που ούτε οι νέοι μας ούτε οι άλλοι Έλληνες κι όσοι
άλλοι γνωρίζουν την ελληνική γραφή, μπορούν να διαβάσουν. Εύχομαι αυτή η έκδοση
να γίνει αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση, που σε μεγάλο βαθμό είναι πολιτική κι
επιστημονική». Δεν είναι η πρώτη φορά όμως, που αναφέρεται στο θέμα αυτό. Στην Αστερελένα υπάρχει μια ολόκληρη
επεξηγηματική σελίδα για τη γραφή γενικά αλλά και τη χρήση των ξένων συμφώνων
για την απόδοση της κυπριακής διαλέκτου. Στα Ποιήματα του Φεβράρη πάλι αναφέρεται στο θέμα, που τον απασχολούσε
από παιδί. Θυμάται ότι τον έστελνε η μάνα του έξω από τον κινηματογράφο
«Ηραίον», στην Αμμόχωστο για να αγοράσει φυλλάδες από τους ποιητάρηδες της εποχής.
Τον ενοχλούσαν «εκείνα τα sh τα ch και gg με τα
οποία αποδίδονταν οι φθόγγοι στα κείμενα».
Ο Πολύβιος Νικολάου είχε μεγάλη αγάπη για την Αμμόχωστο.
Γνώριζε σε βάθος χρόνου την ιστορία της και τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη
φυσιογνωμία της. Σημαντικούς ανθρώπους του παρελθόντος αλλά και σύγχρονους τους
οποίους είχε γνωρίσει. Πολλές φορές μου έστελνε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο
κείμενα που είχε γράψει γι’αυτούς. Ένα από αυτά έχει τίτλο «Εν Βαρωσίοις» και
το έγραψε παρατηρώντας ότι ο Λουκάς Παΐσιος, είχε γράψει ως τόπο έκδοσης στο
εξώφυλλο ενός βιβλίου του «Εν Βαρωσίοις» παρόλο που το βιβλίο είχε τυπωθεί στην
Αθήνα. Σχετική είναι και μια άλλη οκτασέλιδη ηλεκτρονική έκδοση που έχω στο
αρχείο μου: «Το τραούδιν της πόστας»
[Εγκώμιον Ταυδρομείων] το ονομάζει, και πρόκειται για ποίηση στην κυπριακή
διάλεκτο σε εκατόν είκοσι οκτώ στίχους, υπό τις δικές του εκδόσεις Plumeria[3]. Η βαθιά
επιθυμία του να επιστρέψει στην Αμμόχωστο τον έσπρωξε να επινοήσει «Τα
δρομολόγια των λεωφορείων», που έγραψε στη μνήμη του Γιώργου Κομήτη και
παρουσιάστηκε το 1985 στο καφεθέατρο «Εναλλάξ», σαν μέσο για μια περιδιάβαση
στη διαχρονική και διατοπική Αμμόχωστο, όπως ο ίδιος έγραψε.
Είχε ξεκινήσει μια έρευνα με τίτλο «Τέσσερις Σμυρνιοί
στην Αμμόχωστο: Καττιρτζή Γιάννης, Ευάγγελος Ζαννεττής, Δημήτρης Χαμουδόπουλος,
Γιώργος Σεφέρης και η μικρασιατική προσφυγιά στο Βαρώσι. Το ογκώδες υλικό,
λογάριαζε να εκδώσει σε ξεχωριστό τόμο, το μόνο που γνωρίζω όμως, είναι ένα
κείμενο –αυτοβιογραφική αφήγηση– εννέα σελίδων, χωρίς χρονολογία, για τον
Ευάγγελο Ζαννεττή, και η ποιητική σύνθεση «Ο Καττιρτζή Γιάννης στην Αμμόχωστο,
1860-1886». Πρόκειται για έμμετρη μυθιστορία στην κυπριακή διάλεκτο, σε εκατόν
εξήντα στίχους, και με ημερομηνία Σεπτέμβριος του 2013, αλλά φαίνεται πως το
θέμα τον απασχολούσε από το 2007. Δεν γνωρίζω αν κυκλοφόρησε σε κανονικό
βιβλίο. Σε μια λευκή σελίδα τής πρόχειρα τυπωμένης σε προσωπικό εκτυπωτή
έκδοσης σημειώνει με στυλό: «αν τα
καταφέρω χρειάζεται ακόμα ένα κεφάλαιο (πώς έσωσε το Κάτω Βαρώσι από την
πλημμύρα της Τσολότας), σχόλια-σημειώσεις και εισαγωγή». Επίσης, στο αφιερωμένο
αντίτυπο που έχω, έχει ενσωματώσει ένα φύλλο που περιέχει ένα ποίημα για τη
φίλη που είχε φύγει λίγους μήνες πριν: «Νίκης Μαραγκού Θαλασσινό Κοιμητήρι»: γλώσσα που γλώσσα δεν έχεις / και γλώσσα εν
η σιωπή σου, / στους άμμους σου νομάτισ’την, / κλάψε, σσωπιέ και άφις την / στα
κύμματα π’αγάπησεν / τούτα να την σκουλλίσουν.
Ένα άλλο κείμενο, σχετικά με τους Βαρωσιώτες που
εκτιμούσε ή τον είχαν επηρεάσει στη ζωή του είναι ένα γράμμα δεκαεφτά σελίδων, που
έγραψε τον Μάη του 2010, ως «καθυστερημένο μνημόσυνο για τον Τάκη Λειβαδιώτη:
βαρωσιώτικα βιώματα και μνήμες από τον μαθητή-υπάλληλό του Πολύβιο Σ. Νικολάου»,
και απευθύνεται προς τη γυναίκα και τα παιδιά του Τάκη Λειβαδιώτη. Είναι ένα σημαντικό
κείμενο γιατί περιέχει άγνωστα αυτοβιογραφικά στοιχεία, περιγράφει τη ζωή στην
Αμμόχωστο τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1950, αλλά περιέχει, επίσης, σημαντικά
στοιχεία για τα βιβλία του και ιδιαίτερα του βιβλίου του «Η Μαραζωμένη». Και
μια λεπτομέρεια, που με αφορά και πρώτη φορά έρχεται σε γνώση μου, γιατί καθώς
όπως πάντα ήμουν πιεσμένος από τη δουλειά μου είχα πρωτοδιαβάσει το κείμενο
«διαγωνίως». Περιγράφει, λοιπόν, ότι είχε επιθυμία να βγάλει τη «Μαραζωμένη σε
φόλιο με τα κείμενα γραμμένα από μένα, σε πολύ καλό χαρτί, που ειδε στο
τυπογραφείο, αλλά η προσπάθεια αυτή δεν προχώρησε. Πράγματι, είχα κάνει μια
δοκιμή αλλά όχι αυτό που περίμενε, με βυζαντινίζουσα δηλαδή γραφή, που συνήθιζα
τότε να γράφω, επηρεασμένος από τον Δάσκαλό μου Θεοδόση Νικολάου. Έγραψα με
ελεύθερη γραφή και ίσως αυτό να τον απογοήτευσε και σταμάτησε την προσπάθεια.
Κάποτε μου είχε ζητήσει να φιλοτεχνήσω ένα καταγγελτικό
κείμενο που είχε γράψει για την Αμμόχωστο, για να το επιδώσει σε αξιωματούχο
του ΟΗΕ ή της Ευρώπης –δεν θυμάμαι τώρα– ο οποίος θα επισκεπτόταν την Κύπρο
αλλά δεν γνωρίζω για την τύχη του κειμένου αυτού.
Πού και πού ερχόταν στο σπίτι και άνοιγε το λάπτοπ του
στο τραπεζάκι του σαλονιού και μου μιλούσε για τα σχέδιά του∙ και είχε πολλά σχέδια και ιδέες.
Κάποιες από τις ιδέες του τις πραγματοποίησε κάποιες όχι. Το 2004, χρονιά που
έκλειναν 80 χρόνια από την ίδρυση του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, συνέστησε
μια ομάδα πρωτοβουλίας για την ανάληψη δράσης για διάφορες εκδηλώσεις και
κυρίως για την ίδρυση Συλλόγου Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων
Αμμοχώστου. Προσέγγισε όσους νόμιζε ότι θα βοηθήσουν για να επιτύχει η
προσπάθεια και τους ενημέρωνε με σχετικά κείμενα που συνέτασσε ο ίδιος.
Συνέταξε ακόμα και το καταστατικό του συλλόγου και εισηγήθηκε μια σειρά από
δράσεις. Ο Σύλλογος ιδρύθηκε και μια σειρά από τις εισηγήσεις άρχισαν να
υλοποιούνται. Μάλιστα η εισήγησή του για μια έκδοση για τους συγγραφείς αποφοίτους
ή καθηγητές του γυμνασίου βρίσκεται υπό έκδοση. Στο πρώτο δεκαπενταμελές
Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου ο Πολύβιος υπηρέτησε ως Γραμματέας κι εγώ ως
Βοηθός Γραμματέας. Ο Σύλλογος συνεχίζει και σήμερα τη δράση του με τους ίδιους
αρχικούς στόχους.
Μια άλλη πρωτοβουλία του Πολύβιου Νικολάου το 2014, ήταν
η πρότασή του για την ίδρυση «Οργάνωσης Συγγραφέων Αμμοχώστου». Προς τούτο είχε
ετοιμάσει ένα πολυσέλιδο έγγραφο με το οποίο ανέλυε κάθε λεπτομέρεια που θα βοηθούσε
να υλοποιηθεί η πρόταση, όπως είχε κάνει και με τον «Σύλλογο Αποφοίτων…». Για λόγους
που δεν γνωρίζω η εισήγηση δεν πραγματοποιήθηκε.
Ένα δακτυλόγραφο κείμενο στο αρχείο μου, τυπωμένο στον
προσωπικό του εκτυπωτή και δεμένο με τη μέθοδο σπιράλ έχει τίτλο «Ένας Άγγελος στη Γειτονιά μας». Αν
κρίνω από την ημερομηνία της αφιέρωσης και τη σημείωση στο εξώφυλλο, μόλις το
είχε τελειώσει και ήταν έτοιμο για να εκδοθεί κανονικά ως βιβλίο. Ήταν Αύγουστος
του 1990, πέρασαν όμως εφτά χρόνια για να εκδοθεί. Πρόκειται για θεατρικό έργο,
που τελικά εξεδόθη από τις εκδόσεις του «Κυπρογένεια» με τον τίτλο Αστερελένα τον Οκτώβριο του 1997. Και
αυτό το έργο είναι γραμμένο για την αγαπημένη του Αμμόχωστο. Πολύ συνοπτικά η
υπόθεση έχει ως εξής: «Μιαν αυγουστιάτικη νύχτα αρκετά χρόνια ύστερα από την
τουρκική εισβολή, μια ομάδα προσφύγων από την Αμμόχωστο συγκεντρώνονται κρυφά
στο προαύλιο του Ναυτικού Ομίλου Αμμοχώστου στη Λεμεσό και τελούν την ετήσια λατρευτική
εκδήλωσή τους για την κατεχόμενη πόλη. Η εκδήλωση είναι μια σκηνική θρηνωδία
για την κατεχόμενη πόλη, στην οποία συμπυκνώνονται κι άλλες πτυχές του
κυπριακού δράματος».
Το μοναδικό δακτυλόγραφο, που μου έστειλε με την ένδειξη
«not to be published» ήταν
για της ραψωδίες του Σολωμού Χατζηστυλλή, που είχε ασχοληθεί από το 1979.
Πρόκειται για το Σχέδιο για έξι ραψωδίες
του Ευάγγελου Λουίζου, που είδε τελικά το φως το 2016 με εκδοτική επιμέλεια και
εισαγωγή του Πολύβιου Νικολάου. Μια πρώιμη εργασία του είναι μια μελέτη με
τίτλο Η κοινωνία στα ομηρικά έπη, που
εκδόθηκε το 1960, χρονιά που αποφοιτούσε από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Εκείνη
τη χρονιά είχε σαρώσει τα βραβεία: πέντε βραβεία βάσει διαγωνισμού και πέντε
βραβεία αρετής και προόδου. Ο ίδιος λέει ότι ένα από αυτά, το «Γιαλλούρειον
Βραβείον» –χρυσούν μετάλλιον– υπήρξε η μεγαλύτερη τιμή που του έγινε ποτέ. Στο
τεύχος αρ. 12 (1959-1961) της «Αγωγής», του περιοδικού του Ελληνικού Γυμνασίου
Αμμοχώστου, υπάρχει η αντιφώνισή του στην προσφώνηση του γυμνασιάρχη Δρος
Κυριάκου Χατζηιωάννου προς τους τελειοφοίτους.
Ο Πολύβιος Νικολάου, είναι σημαντικός ποιητής του τόπου
μας. Το πρώτο του έργο, η ποιητική σύνθεση «Προδιαγραφή
για τους νέους ποιητές από την Αμμόχωστο» αποτελεί, πιστεύω, σταθμό στη
ποιητική παραγωγή του τόπου, μίλησε άλλωστε γι’αυτό ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης.
Θα ήταν ευχής έργο να είχαμε συγκεντρωμένο ολόκληρο το έργο του, που έγινε με
πολύ κόπο. Ο «Σύλλογος Αποφοίτων και Φίλων Ελληνικών Γυμνασίων Αμμοχώστου» ας
εντάξει στο εκδοτικό του πρόγραμμα και τις εργασίες του ανθρώπου που του έδωσε
ζωή. Η τύχη του να τον επισκέπτεται συχνά ένα είδος μελαγχολίας και να τον
αποσυντονίζει, τον δυσκόλευε στη διαχείριση/ολοκλήρωση των κειμένων του, γι’ αυτό
και κρατούσε τα χειρόγραφα ή τυπωμένα δοκίμια του αρκετά χρόνια μέχρι να τα
οδηγήσει στο τυπογραφείο. Όταν αποχωρούσε η θλιβερή επισκέπτριά του, έπεφτε με
πάθος στα γραφτά του και στις ιδέες του, και πάντα έβγαινε κάτι ποιοτικό.
Έγραψα για τον Πολύβιο Νικολάου λίγες μόνο πληροφορίες,
κυρίως για το συγγραφικό του έργο, με βάση υλικό που κατέχω, η δραστηριότητά
του όμως, υπήρξε πολυδιάσταστη. Το πέρασμα του από το ΡΙΚ και μάλιστα στις
δύσκολες ώρες του ΄74 δεν είναι αμελητέο, ούτε, βέβαια η ενασχόλησή του με την
πολιτική και η συνεργασία του με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κυπριανού.
Στο αρχείο του σίγουρα θα υπάρχει υλικό πολύ χρήσιμο για τον τόπο, που εύχομαι
και ελπίζω να αξιοποιηθεί.
17/12/2022
[1] Η αυθεντική χειρόγραφη
επιστολή του Ελύτη βρίσκεται στο αρχείο Κώστα Σερέζη, την οποία πρόσφερε ο
ίδιος ο Πολύβιος Νικολάου. Δαχτυλογραφημένο αντίγραφο της επιστολής διενεμήθη
σε εκδήλωση αφιερωμένη στον ίδιο, το 1996, με την ευκαιρία των είκοσι χρόνων
από την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής. Στην ίδια εκδήλωση, που
έγινε στο βιβλιοπωλείο «Κοχλίας», παρουσιάστηκε το βιβλίο του «Τα ποιήματα του
Φεβράρη».
[2] Επύλλιο, από το έπος, μικρό στιχάκι, μικρό επικό ποίημα.
[3] Plumeria είναι το Ροδίτικο ή ινδικό
ή αιγυπτιακό φούλι.