7 Ιαν 2022

ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΝΟΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ




 
ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΝΟΣ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ ΤΟΥ 1957


Μου έκανε τρομερή εντύπωση εκείνο το πανέμορφο σπιτάκι κι έμεινα να το κοιτάω σαν χαζός. Λες κι είχε ξεπηδήσει από κάποιο παραμύθι! Προβαλλόταν στον καταγάλανο λαμπερό ουρανό σαν ζωγραφιά, που τη συμπλήρωναν στο βάθος οι πινελιές με τα καταπράσινα περιβόλια. Και τι όμορφη αυτή η πέτρινη σκάλα του! Και τα χρώματα, τόσο ταιριαστά: πράσινη η πόρτα και τα παράθυρα, στο ανοιχτό χρώμα της φάβας οι τοίχοι. Τη χρωματική πανδαισία συμπλήρωνε το ξύλινο μπαλκονάκι του με τις πολλές γαρουφαλλιές, τα σκυλάκια και το αγιόκλημα. Ποιοι άραγε να ζούσαν σε τούτο το σπιτάκι; Οι εφτά νάνοι; Κάποια εξορισμένη και μαγεμένη βασιλοπούλα; Η απορία μου όμως, λύθηκε αμέσως: άνοιξε η πράσινη πόρτα κι εμφανίστηκε αργά αργά μια μορφή, στα σκούρα ντυμένη, με μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, να κοιτάει ερευνητικά κάτω, προσπαθώντας να αναγνωρίσει πρόσωπα, μα σαν άκουσε τη φωνή του θείου «ο εγγονός σου» τότε κινήθηκε σβέλτα και άρχισε να κατεβαίνει ανυπόμονα, στηριζόμενη με το δεξί της χέρι στην κουπαστή της σκάλας. Την επόμενη στιγμή δεν έβλεπα τίποτε. Με είχε εξαφανίσει στην αγκαλιά της.

Το σπιτάκι –στο κάτω Βαρώσι– ανήκε στην οικογένεια Τουμάζου, που αργότερα συνδέθηκα με σταθερή φιλία με αρκετά από τα μέλη της. Ο Παναγιώτης ήταν στα βουνά τότε. Λίγα μόλις χρόνια μετά, όταν είδα τη φωτογραφία του στην «Αγωγή», το περιοδικό του σχολείου, ένιωσα περηφάνια γιατί αξιώθηκα κι εγώ να φορέσω το ίδιο θρυλικό πηλίκιο του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου, με την κεντημένη κίτρινη κουκουβάγια, του σχολείου που μας έμαθε ποιοι είμαστε, από πού καταγόμαστε, μας έκανε ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους, και το πιο σπουδαίο, μας έμαθε πως η λευτεριά ενός τόπου κερδίζεται μόνο με αγώνες και αίμα!

Παντού υπήρχε πολλή άμμος∙ μόνο στον γιαλό μας, στο χωριό, είδα τόσο πολλή άμμο. Απέναντι, ήταν μια σειρά από βαθύσκιες συκαμιές μπροστά από μερικά καταλύματα –εκεί καθίσαμε– κι ένα τσούρμο παιδιά που έσερναν ένα μεγάλο ξύλινο κιβώτιο, που το είχαν δεμένο με σπάγκο. Ήταν το αυτοκίνητό τους και ο ήχος της μηχανής του έβγαινε από τα χείλη τους, κάποτε με αγκομαχητά γιατί σκάλωνε σε καμιά πέτρα κι αυτά πάσχιζαν να το απαγκιστρώσουν. Ο θείος έλεγε τα νέα του στη γιαγιά, εξήγησε ότι θα έμενα στην Αμμόχωστο για δυο εβδομάδες για διακοπές και ότι θα με ξανάφερνε για να περάσω μια δυο μέρες κοντά της. Εγώ έλεγα τα νέα της οικογένειάς μου στο χωριό, πώς πέρασε η σχολική χρονιά, και απαντούσα σε ό,τι με ρωτούσαν.

Η πρώτη μου μέρα πέρασε με βόλτες στην πόλη και επισκέψεις στους συγγενείς, οι επόμενες όμως, είχαν πολλή θάλασσα. Ο θείος Παναγιώτης, εφευρετικός μάστορας με τέσσερις σιδερόβεργες κι ένα σεντόνι έστηνε μια σκιερή καλύβα μπροστά ακριβώς από το κέντρο «Ακταίον», λίγο αριστερά, μόλις κατέβουμε τα σκαλιά. Η θεία Γεωργία καθόταν στη σκιά σε μια αναπαυτική καρέκλα, έπλεκε, χωρίς ωστόσο να με χάνει από το οπτικό της πεδίο, κι ο θείος κάθε τόσο αντάλλασε λίγες κουβέντες με γνωστούς του, που κοντοστέκονταν όταν τον αναγνώριζαν. Μαζί μας, βέβαια, είχαμε παγωμένο νερό και σάντουιτς αλλά απολάμβανα και το παγωτό μου από τον υπαίθριο πωλητή, που έσπρωχνε με πολύ κόπο το ποδήλατό του στην άμμο διαλαλώντας το «τριανταφύλλου και γαλάτου» παγωτό του. Πλατσούριζα στο δροσερό κυματάκι και μελετούσα με προσοχή την κίνηση σε όλη την παραλία και την απέραντη γαλάζια θάλασσα της Αμμοχώστου μέχρι εκείνο τον βράχο που έμοιαζε με την καμπούρα μιας καμήλας, και πιο πέρα ακόμα, εκεί που τα πλοία φαινόντουσαν ακίνητα και μικρά σαν βάρκες. Πού να φανταστώ πόσο μεγάλα ήταν. Ο θείος πρόσεξε το ενδιαφέρον μου για τα καράβια και την επόμενη μέρα το πρωί επισκεφτήκαμε το λιμάνι της Αμμοχώστου. Μου έκαναν στην αρχή εντύπωση τα ψηλά τείχη και ο κόσμος που πηγαινοερχόταν στην προβλήτα με γρήγορους ρυθμούς, άλλοι πεζοί, άλλοι σπρώχνοντας καρότσια, άλλοι με ποδήλατο κι άλλοι μεταφέροντας στην πλάτη ένα γεμάτο σακί. Μόνο όταν είδα ψηλά σε μια πλατφόρμα ένα αυτοκίνητο να το φορτώνουν με κιβώτια συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μπροστά σε ένα τεράστιο πλοίο. Θεέ μου πόσο μεγάλο ήταν! Νόμιζα ότι τα πλοία ήταν το πολύ δυο τρεις φορές πιο μεγάλα από τις βάρκες που βλέπαμε στην Κώμα του Γιαλού. Άντε πέντε φορές. Όχι όμως τόσο μεγάλα όπως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου. Απίστευτο μεγαθήριο!

Κάθε μέρα και μια έκπληξη. Την επόμενη επισκεφτήκαμε το Δασούδι στην είσοδο της Αμμοχώστου, κοντά στα τείχη. Εκεί, στο Ιωβηλαίον, όπως λεγόταν, ένας φωτογράφος είχε στήσει το υπαίθριο φωτογραφείο του και ήταν η δεύτερη φορά που πηγαίναμε εκεί. Τον αναγνώρισα αμέσως: ήταν ο χαμογελαστός φωτογράφος που ήρθε στο σχολείο μας και μας έβγαλε ομαδική φωτογραφία. Ήταν ο φωτογράφος Ευάγγελος, που είχε καταγωγή από τη Σμύρνη. Η περιοχή έξω από τα τείχη προς τη Σαλαμίνα λεγόταν Νέα Σμύρνη∙ στην περιοχή πρώτος, κατοίκησε και ονομάτισε ο πατέρας του, ο Μανώλης Ζαννετής, που ήρθε από τη Σμύρνη γύρω στο 1910.

Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασαν οι πρώτες μέρες τόσο γρήγορα κι ευχάριστα, μα είχαμε κι άλλες εκπλήξεις: Το Σάββατο, αργά το απόγευμα, πήγαμε στον «Παρνασσό». Ο Παρνασσός ήταν ένα ξεχωριστό δροσερό σημείο στο Κάτω Βαρώσι, κάτι σαν καφενείο, εστιατόριο, οικογενειακό κέντρο, δεν ξέρω πώς να το πω. Όταν άρχισε να σουρουπώνει όλα τα τραπεζάκια ήταν κατειλημμένα. Πολλοί κάθονταν ακόμα και στο χαμηλό τοιχάκι της περίφραξης του χώρου κι άλλοι σε μικρές συντροφιές, πηγαινοέρχονταν απ΄ έξω. Τα παιδιά έτρεχαν εδώ κι εκεί όσο οι γονείς τους απολάμβαναν ό,τι είχαν παραγγείλει. Υπήρχε μια ευθυμία παντού. Όλων τα πρόσωπα ήταν χαρούμενα∙ ποτέ στη ζωή μου δεν συνάντησα πιο ευτυχισμένη κοσμοσυρροή. Όταν όμως έσβησαν τα φώτα, όλα τα παιδιά επέστρεψαν κοντά στους γονείς τους. Όλα τώρα ήταν ήσυχα. Από ένα παλιό γραμμόφωνο ακουγόταν η κλασσική μουσική των παραστάσεων του καραγκιόζη, ταράμ τατάμ ταράμ ταρατάμ και μετά η βραχνή χαρακτηριστική φωνή του καραγκιοζοπαίχτη «έεειιι όπα! Όπα όπα, μανούλα μου, όπα κολλητήριιι»... θα φάααμεεε θα πιούμεεε και νηστικοί θα κοιμηθούμε»…

…και άρχιζαν τα γέλια, που συνεχίζονταν μέχρι το τέλος της παράστασης, μέχρι να ακουστεί από τη βραχνή φωνή «κυρίες μου και κύριοι, παιδιά μου, εδώ τελείωσε η παράστασις ο Καραγκιόζης γιατρός. Γεια σας… γεια σας» και να ανάψουν τα φώτα, και ν’ αρχίσει πάλι η μουσική από το παλιό γραμμόφωνο: ταράμ τατάμ ταράμ ταρατάμ! ταράμ τατάμ ταράμ ταρατάμ!

Υπήρξαν εποχές, που οι άνθρωποι ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι∙ με τα ελάχιστα!