ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΜΑΡΜΑΡΑ
Μια εικόνα από το αέτωμα του Παρθενώνα των Αθηνών, από ένα ωραιότατo βιβλίο, που κοσμεί τη βιβλιοθήκη μου: «Greek Pictures», drawn with pen and pencil by J. P. Mahaffy, M.A., D.D., London 1890. Το μέρος αυτό του αετώματος βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Θέλω να εκφράσω τη χαρά μου για τη νέα θέση που πήρε η εφημερίδα Times του Λονδίνου. Πιστεύω πως η επανένωση των κλεμμένων μαρμάρων θα επιτελεστεί.
Κάποτε είχα επισκεφτεί το Λονδίνο και το Βρετανικό Μουσείο: έγραψα ένα διήγημα από την επίσκεψή μου εκείνη: ο τίτλος του είναι «Δύκι όκο - έκε νάκα», δηλαδή «Δύο-ένα» στα… κατσιβέλικα, και είναι από την εξαντλημένη συλλογή μου «Η κόρη του Δραγουμάνου», Μεταίχμιο 2003. Πρώτη φορά το παρουσιάζω στο διαδίκτυο. Αν θέλετε διαβάστε το πιο κάτω:
Όξφορντ Στρητ και Τότναμ Κώρτ Ρόουντ γωνία, με το δισάκι στο ώμο, κουρασμένος μετά την πρώτη μου πολύωρη επίσκεψη στο Βρετανικό Μουσείο. Πρώτη φορά βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη και το μυαλό επεξεργάζεται τις εικόνες που είναι ακόμα μπερδεμένες μέσα μου. Όλες οι φυλές του κόσμου στη σειρά, σαν ένα τεράστιο φίδι που το κεφάλι του διαλύεται στις μεγάλες αίθουσες, ενώ το σώμα του αργοσέρνεται στο πλακόστρωτο και η ουρά του, που φθάνει ως έξω στο δρόμο, κτυπιέται πέρα δώθε στο πεζοδρόμιο αφού οι αργοπορημένοι που μόλις έχουν φθάσει, δεν αποφασίζουν εύκολα αν πρέπει να σταθούν στη σειρά ή ν’ αλλάξουν πρόγραμμα. Μετά, η ανυπομονησία μέχρι να βρεθεί ο δρόμος προς τα Μάρμαρα και η συγκίνηση. Το μουσείο είναι ο πιο ακατάλληλος τόπος για να θαυμάσει κανένας ένα έργο τέχνης. Καθώς χαιρετάς την «Κόρη» και προσπαθείς νοερά να την τοποθετήσεις στο χώρο της, ξεπροβάλει από πίσω ένα γιαπωνεζάκι και σε φέρνει στην πραγματικότητα, ενώ τα αιγυπτιακά, τα ρωμαϊκά και τα άλλα εκθέματα που κουβάλησαν εδώ απ’ όλο τον κόσμο, δεν έχουν παρά να σου προσφέρουν μια απέραντη θλίψη. Τα αγάλματα στις γωνιές σε κοιτάζουν και έχουν το βλέμμα του σκυλιού που βρέθηκε σε ξένη γειτονιά. Αναρωτιέσαι τι πραγματικά έχει κερδίσει αυτός ο λαός ή τι έχει χάσει τελικά.
Στέκομαι τώρα σε μια άλλη ουρά και χαζεύω τις φωτογραφίες στους τοίχους που δείχνουν τα διαθέσιμα προϊόντα. Τρεις σειρές μπροστά στον πάγκο και τρία ολόδροσα κορίτσια με τις στολές και τα κόκκινα σκουφάκια τους παίρνουν τις παραγγελίες από τους βιαστικούς περαστικούς που μιλούν στα κινητά τους σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και την ώρα ακόμα που δίνουν την παραγγελία τους. Πραγματική Βαβέλ. Γρήγορα γρήγορα ετοιμάζουν τους δίσκους πληρώνονται, δίνουν ρέστα και ο καθένας πια ψάχνει για τραπεζάκι.
Πανδαιμόνιο. Ενώ πλησιάζω και δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι θα πάρω, προσπαθώ να δω τι τρώνε, προσπαθώ ν’ ακούσω τι παραγγέλλουν οι πρώτοι στη γραμμή, ρίχνοντας ακόμα τις τελευταίες ματιές στις φωτογραφίες. Mac cheese coke, mac chicken coke, mac fish coke mac etsi coke, mac allios coke, φτάνει η σειρά μου και στο yes please της κοκκινοσκουφίτσας, παραγγέλνω κι εγώ ένα «Μπίκι-φτέκι κόουκ, με πάκα-τάκα-τάκα, πλιζ».
Θεέ μου τι είπα. Πώς μου ξέφυγε αυτή η βλακεία. Αλλά και αυτή, χωρίς διαμαρτυρία χωρίς να ξαναρωτήσει, χωρίς ίχνος απορίας, δίνει την παραγγελία πάρα κάτω κι αρχίζει να ετοιμάζει το δίσκο μου. Κατάλαβε τι της έχω πει; Δεν περνούν πέντε λεπτά και είμαι έτοιμος. Πληρώνω και απομακρύνομαι ψάχνοντας για τραπεζάκι αναλογιζόμενος τι μακσκαραλίκια θα έτρωγα.
Μωρέ μπράβο! Εδώ όλα τα καταλαβαίνουν. Δεν τους ξεφεύγει τίποτα. Το μπιφτέκι μου αχνίζει και η παγωμένη κόκα κόλα σβήνει τη δίψα μου.
Άραγε είχαν καταλάβει και τότε; Πάντα με βασάνιζε αυτό το ερώτημα, αλλά σήμερα είχα βρει την απάντηση. Είχαν καταλάβει και πολύ καλά μάλιστα. Μιλώ για τα χρόνια της «Ανεμοθύελλας».
Όταν παίζαμε στην έδρα του «Ανέμου» τα πράγματα ήταν καλύτερα, γιατί χρησιμοποιούσαμε κανονικό γήπεδο. Οι εγγλέζοι είχαν στρατώνα εκεί κοντά και βέβαια δεν μπορούσε να λείπει το γήπεδο. Πηγαίναμε πολύ συχνά, δεν τους πείραζε, άλλο που δεν θέλαμε κι εμείς -σκόπιμα- γιατί πολλές φορές εκτελούσαμε και κάποιες αποστολές. Κάναμε τους κατασκόπους και μαθαίναμε τι αυτοκίνητα και πόσα μπαινόβγαιναν στο στρατόπεδο, τι ώρα και άλλα και αν μπορούσαμε γράφαμε και τα νούμερα ακόμα.
Η έδρα της «Θύελλας» ήταν η αυλή της εκκλησίας. Μικρό το γήπεδο αλλά τη δουλειά του την έκανε.
Όταν δεν παίζαμε ποδόσφαιρο, κάναμε ό,τι περνούσε από το μυαλό μας. Παίζαμε τις γλώσσες. Σπάζαμε τις λέξεις σε συλλαβές και τις ανασυνθέταμε προσθέτοντας σε κάθε συλλαβή ένα «κε», ένα «κι», ένα «κο» ανάλογα με το φωνήεν που προηγείτο. Δηλαδή, όταν μικι λούκου σακα μεκε μεταξύ μας, οι λέξεις διαλύονταν σε συλλαβές γίνονταν εικονίτσες στο μυαλό μας, κι ανάλογα με την ευστροφία του καθενός έπεφτε και η μετακινούμενη καρτελίτσα με το «κάππα» και οι λέξεις αποκτούσαν πια μια άλλη αξία.
Μερικοί από μας μιλούσαν και... γαλλικά, στην περίπτωση αυτή όμως, το σύστημα δούλευε διαφορετικά. Όταν θέλαμε να πούμε «βούτυρο» λέγαμε βουλεβού-βουλετύ-βουλεγό.
Κάποιοι άλλοι μπορούσαν να μιλήσουν και κινέζικα αρκεί να έβαζαν ένα «τσι» ή ένα «τσογκ» και δυο πολύ προχωρημένοι μπορούσαν να εναλλάσσουν τα φωνήεντα με τα σύμφωνα. Δεν ήταν τυχαίο που η ομάδα στο τέλος, έβγαλε τρεις φιλόλογους, δυο δασκάλους κι ένα ποιητή.
Ένα απόγευμα λοιπόν, στο γήπεδο του «Ανέμου» ενώ παίζαμε αμέριμνοι, εμφανίστηκαν τρέχοντας, μια ομάδα από εγγλέζους που για πρώτη φορά ακολουθούσαν αυτή τη διαδρομή. Διέσχισαν το γήπεδο και ξεφεύγοντας από τη γραμμή τους σταμάτησαν στο κέντρο. Σταματήσαμε κι εμείς γιατί δεν ξέραμε τις προθέσεις τους.
Ο επικεφαλής άρχισε να μιλά αλλά δεν καταλαβαίναμε τι ήθελε να μας πει. Κάποιοι στρατιώτες είπαν κάτι άλλο, αλλά μάταια Δεν υπήρχε επικοινωνία. Τότε μου ήρθε η φαεινή ιδέα. Πήρα τη μπάλα και τοποθετώντας την στο σημείο του κέντρου φώναξα δυνατά:
Παίκε ζέκε τέκε μπάκα λάκα μάκα λάκες;
Παίκε ζέκε τέκε μπάκα λάκα μάκα λάκες;
Οι δικοί μου, που εν τω μεταξύ μαζεύτηκαν κοντά μου ξαφνιάστηκαν από την κίνησή μου, έβαλαν αυθόρμητα τα γέλια και το γέλιο μεταδόθηκε και στους εγγλέζους.
Κάποιος απ’ αυτούς, έβγαλε αμέσως ένα νόμισμα και το γύρισε μπροστά μου για να διαλέξω τέρμα. Δεν έδειξα «κορώνα», έδειξα «γράμματα» και ο αγώνας άρχισε. Ό «Άνεμος» και η «Θύελλα» έγιναν αμέσως «Ανεμοθύελλα» και σε λίγο σημειώναμε και το πρώτο μας τέρμα. Εμείς είμαστε καμιά δεκαπενταριά κι αυτοί μόνο εφτά, ήταν και κουρασμένοι από το τρέξιμο και σε λίγο σημειώναμε και το δεύτερο μας τέρμα. Ο αγώνας έληξε σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά, μόλις κατάφεραν κι αυτοί με κόπο να σημειώσουν ένα τέρμα. Μπήκαν πάλι στη γραμμή και χειροκροτώντας μας, αποχωρούσαν.
Απομακρύνθηκαν λίγο και τότε όλοι μαζί, συμφωνημένα αρχίσαμε να φωνάζουμε με όλη μας τη δύναμη για να μας ακούσουν:
Άκα -νεκε -μοκο -θύκι -έκε -λλάκα
Δύκι- όκο Έκε-νάκα Δύκι- όκο Έκε-νάκα
Δύκι- όκο Έκε-νάκα Δύκι- όκο Έκε-νάκα
Αλλά αμέσως μας έπιασε και το εθνικό μας και τολμήσαμε να φωνάξουμε και το άλλο.
Ζήκι τώκο όκο, Μακα κάκα ρικι όκος
Ζήκι τωκο ήκι Έκε όκο κάκα
Ζήκι τωκο ήκι Έκε όκο κάκα
Αυτοί σήκωσαν τα χέρια και μας χαιρετούσαν ώσπου χάθηκαν στη στροφή επιστρέφοντας στο στρατόπεδό τους.
***
Μια κοπελίτσα με κόκκινο σκουφάκι με ρώτησε ευγενικά αν είχα τελειώσει.
Θένκεν –γιούκου της είπα χαμογελαστός, σπρώχνοντας ελαφρά το δίσκο προς το μέρος της.
Θένκεν –γιούκου της είπα χαμογελαστός, σπρώχνοντας ελαφρά το δίσκο προς το μέρος της.
Αυτή, επιστρέφοντας το χαμόγελο και δείχνοντας δυο σειρές από κάτασπρα δόντια, μου είπε στα... ελληνικά: Καλό σας απόγευμα κύριε. Καλά να περάσετε!