Μόλις κυκλοφόρησε το υπέροχο διπλό τεύχος των "Θεμάτων",
με σπουδαία κείμενα εκλεκτών μελετητών,
για τον σπουδαίο ποιητή μας
Κυρ. Χαραλαμπίδη
*****
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Εν δορί κεκλιμένος[i]
σχόλιο για
τον τίτλο ενός βιβλίου
Ένα
πρωτόγονο ανθρωποειδές, πριν από μερικά εκατομμύρια χρόνια, στην καθημερινή του
περιδιάβαση για αναζήτηση τροφής, παρατηρούσε τα κοχύλια, τα όστρακα και κάθε
τι που είχε παράξενο σχήμα, ιδιάζουσα επιφάνεια και πρωτόγνωρο χρώμα. Τα
έπαιρνε στο χέρι του, τα παρατηρούσε με μεγάλη περιέργεια και κάποτε τα κουβαλούσε
στη σπηλιά του. Κάθε μέρα τα περιεργαζόταν, άπλωνε τα χέρια δείχνοντάς τα στους
αδιάφορους συγκατοίκους του, μα κάποια μέρα, μετά από πολύν καιρό, τα έβαλε στη
σειρά και με πολλές προσπάθειες βρήκε τρόπο και τα κρέμασε στον λαιμό του. Τότε
μια παράξενη χαρά τον πλημμύρισε. Ένα ψέλλισμα ευχαρίστησης βγήκε από τα σωθικά
του, καθώς στα χείλη του χαρασσόταν ένα χαμόγελο[ii]. Κάτι
είχε αλλάξει: από τροφοσυλλέκτης κι ύστερα κυνηγός έγινε και κυνηγός της ομορφιάς.
Έγινε άνθρωπος …και τότε, κάθε πράγμα, κάθε σχήμα, κάθε χρώμα απόκτησε πια το όνομά[iii] του. Και
από τότε, κονταροχτυπιέται όχι μόνο για την εξασφάλιση της τροφής του, αλλά
κονταροχτυπιέται και με τον ίδιο τον εαυτό του ακόμα∙ κονταροχτυπιέται για την
ομορφιά.
Το δόρυ, από
τα πρώτα και πιο σημαντικά εργαλεία που επινόησε ο άνθρωπος, αρχικά χρησιμοποιήθηκε
για την απόκτηση της τροφής του, κυνηγώντας ζώα ή ψαρεύοντας μ’αυτό, ύστερα όμως,
το χρησιμοποίησε ως πολεμικό εργαλείο∙ για άμυνα κι επίθεση. Είναι γνωστό το
δόρυ του Αχιλλέα, καμωμένο από τον Κένταυρο Χείρωνα από ξύλο μελίας ‒το δέντρο αυτό,
η πασχαλιά, στην Κύπρο το λέμε μαυρομάτα, ή γιασεμί. Ήταν ένα ευθύβολο κοντάρι (μελίην
ιθυπτίωνα[iv]) όπως διασώζει
ο Όμηρος[v]. Πολύ σοφά,
λοιπόν, ο αρχαϊκός λυρικός Αρχίλοχος, ο ελεγειακός ποιητής και ιαμβογράφος του
7ου π.Χ. αιώνα, μας έδωσε τούτους τους στίχους[vi]: ἐν δορὶ μέν μοι μᾶζα μεμαγμένη͵ ἐν δορὶ δ’ οἶνος / Ἰσμαρικός· πίνω δ’ ἐν δορὶ κεκλιμένος. Δηλαδή[vii], με το δόρυ μου έχω ψωμί, με το δόρυ μου και
το ισμαρικό[viii] κρασί∙ το πίνω
γερμένος στο δόρυ μου. Και βέβαια, είναι γερμένος στο δόρυ του, γιατί ποτέ δεν το αποχωρίζεται, εξάλλου θα
τον κρατήσει ολόρθο, γιατί το κρασί που
ρουφάει είναι πολύ δυνατό.
Έτσι κι ο
ποιητής: όπως τον άνθρωπο που έβαλε σε τάξη τις χάντρες και πέρασε στον λαιμό
του το περιδέραιό του, έτσι κι αυτός βάζει σε τάξη τις δικές του χάντρες∙ δεν
αφήνει ψίχουλο να πέσει κάτω. Κι αυτά τα ψίχουλα, οι λέξεις δηλαδή,
τοποθετούνται με μαεστρία στη θέση που επιλέγει και τα μετατρέπει σε πετράδια,
που λάμπουν πια σε περίτεχνα κοσμήματα∙ τα κοσμήματα του Λόγου. Το σύνολό τους αποτελεί
τον αμητό της σοφίας όχι μόνο της δικής του, αλλά και της σοφίας, γενικότερα,
του ανθρώπου, από την εποχή της εξανθρώπισής του. Το δικό του δόρυ δεν είναι
από το ξύλο της εύκαμπτης μελίας αλλά από διαλεχτές λέξεις, τοποθετημένες με
τέτοιον τρόπο στη σειρά ώστε να σημαίνουν βαθύτερα νοήματα, να τις οδηγεί πιο
πέρα∙ το δικό του δόρυ είναι το σώμα του Λόγου του. Μιλώ, βέβαια, για τον ποιητή
μας, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τον κεκλιμένο στο δόρυ του, στο δόρυ που τόσοι
και τόσοι επαΐοντες μίλησαν με θαυμασμό. Τον ευχαριστούμε, που μοιράζεται μαζί
μας το δυνατό κρασί του, ακολουθώντας τη λόγια παράδοση αιώνων, που φτάνει
μέχρι τον Όμηρο, που όντας τυφλός, είναι κι αυτός εν δορί κεκλιμένος.
Μάιος 2020
[i] Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Εν δορί κεκλιμένος, δοκίμια, μελέτες, άρθρα και συνεντεύξεις,
εκδόσεις Σοκόλη 2019. Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια του δίτομου έργου του
ποιητή Ολισθηρός Ιστός, με τον ίδιο
υπότιτλο, που έγινε στην Αθήνα από τις εκδόσεις Άγρα το 2009. Και τα δύο έργα δείχνουν
τη σχέση τού ποιητή με τους ανθρώπους και τα πράγματα του πνεύματος, που τον
άγγιξαν για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του μισού αιώνα.
[ii] Ο Κ.
Χαραλαμπίδης, στην πρώτη του ποιητική συλλογή, Πρώτη Πηγή, 1961, προτάσσει στα ποιήματα: «εν αρχή ο Θεός εποίησεν
ένα χαμόγελο».
[iii] Γιώργος
Σεφέρης, Δοκιμές, Ίκαρος, Δ΄ έκδοση, σελ. 139: Στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να
τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα∙ είναι νομίζω και η πιο μεγάλη χαρά του.
[iv] Όμηρος, Ραψωδία
Φ, 169.
[v] Ο Όμηρος στη
Ραψωδία Φ (στη μετάφραση του Δ.Ν.
Μαρωνίτη) αναφέρεται πολλές φορές στο «πηλιορείτικο (το έφτιαξε ο Χείρων),
φράξινο (από το ελαφρό και εύκαμπτο ξύλο μελίας, fraxinus) δόρυ» του
Αχιλλέα, ο οποίος πνιγμένος από θυμό μετά τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου,
συγκρούεται και σκοτώνει ‒πράξη που απεύφευγε
προηγουμένως‒ διάφορους
Τρώες, μεταξύ αυτών και τον αδελφό τού Έκτορα, ο οποίος είχε σκοτώσει τον φίλο
του.
[vi] Οι στίχοι,
οι οποίοι έδωσαν και τον τίτλο του βιβλίου του Κ. Χαραλαμπίδη, αναφέρονται στο
κείμενό του, (σελ. 132), που έγραψε για τον φιλόλογο Ανδρέα Βοσκό.
[vii] Πολλοί έχουν
μεταφράσει τους στίχους αυτούς, ανάμεσά τους, ο Σ. Μενάρδος, Γ. Δάλλας, Ι.
Κακριδής, αλλά και ο Κ. Χαραλαμπίδης, με τούτη εδώ τη μετάφραση: στο δόρυ μου στηρίζω το ψωμί μου, / στο δόρυ
το θρακιώτικο κρασί μου, / και το ρουφώ στο δόρυ μου γερμένος.
[viii] Ίσμαρος, ήταν θρακική πόλη, ονομαστή για το
δυνατό κρασί της.