Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
το σ τ α υ ρ ό λ ε ξ ο
Tώρα
τελευταία ένιωθε πολύ κουρασμένος. Αναζητούσε μια δικαιολογία για τις
πράξεις του και δεν την έβρισκε. Υπέθεσε πως η αλλαγή του καιρού θα
έπαιζε κάποιο ρόλο, μια και οι δουλειές είχαν πέσει με τον ερχομό του
φθινοπώρου, μα ήξερε πολύ καλά πως δεν ήταν αυτό. Είχε και μια κακή
συνήθεια να γυρίζει στο παρελθόν, να προβληματίζεται πάνω σε πράγματα
που του φαίνονταν ξεχασμένα από τους άλλους, κι αυτό τον έκανε να
εκνευρίζεται όλο και πιο πολύ.
Άφησε
το γραφείο του και προχώρησε με αργά βήματα επάνω στο χοντρό χαλί που
ήταν στρωμένο στη μεγάλη αίθουσα. Κοίταξε το μεγάλο ρολόι του τοίχου και
μετά το δικό του. Ήταν περασμένες δέκα και δεν ήταν κανένας πελάτης
μέσα. Ε, λοιπόν, αυτή την κατάσταση δεν μπορούσε να την ανεχθεί! Λες κι
όλοι ήταν συνεννοημένοι να έρχονται την τελευταία στιγμή!
Κοίταξε
τους συναδέλφους του κι έκανε μια προσπάθεια να κολλήσει κι αυτός
κάπου. Πρώτα πέρασε μπροστά από τις τρεις κοπέλες. Εκείνη τη στιγμή
γελούσαν με το πάθημα της μιας, που διηγιόταν πώς τα κατάφερε να φτιάξει
ένα απαίσιο γλυκό. Χαμογέλασε μηχανικά και προχώρησε προς τους άλλους. O
ψηλός ήταν κοντά στο γραφείο του τμηματάρχη και το θέμα ήταν ο
ποδοσφαιρικός αγώνας της Κυριακής. Κάτι τους πέταξε, μα ούτε που γύρισαν
να τον κοιτάξουν. Ήταν άσχετος με το θέμα τους. Μερικά βήματα πιο κάτω
ήταν ο τηλεφωνητής, που, μαζί με τον κλητήρα, προσπαθούσαν να βρουν ποια
είναι τα καλύτερα φυσίγγια. Σε λίγες μέρες ήταν η μεγάλη έξοδος.
Ακούμπησε
στον τοίχο δίπλα τους και τους κοίταξε όλους προσεχτικά. Ένιωσε
παράξενα και προσδιόρισε ένα κενό μέσα του, λες κι ήταν ξένος σ' αυτό το
περιβάλλον κι ας ήταν τόσα χρόνια εδώ.
Κάθισε
σε μια καρέκλα μπροστά σ' έναν πάγκο, στη γωνιά. Μπροστά του ήταν
κάμποσες εφημερίδες και περιοδικά. Πήρε στην τύχη ένα, το άνοιξε κι
αμέσως το πρόσωπό του φωτίστηκε. Θα έλυνε κάποιο σταυρόλεξο. Πώς δεν το
είχε σκεφτεί νωρίτερα! Έτρεξε στο γραφείο του και γύρισε μ' ένα στιλό.
Τράβηξε
μια γερή ρουφηξιά απ' το τσιγάρο του και φύσηξε τον καπνό πάνω στο
ανοιχτό περιοδικό. Πήρε τα πράγματα απ' την αρχή. Έτσι νόμιζε. Τέλος
πάντων, όλα τα πράγματα έχουν κάποια αρχή. Άρχισε από το ένα οριζοντίως:
Χαρακτηρίστηκε και ως άφρον.
Τράβηξε
άλλη μια γερή ρουφηξιά, σχεδόν κόντεψε να δακρύσει, έκανε έτσι... να
διώξει τον καπνό που τον στράβωσε και σκέφτηκε πως θα ήταν ένα εύκολο
σταυρόλεξο. Μέτρησε στα δάχτυλά του τα γράμματα της λέξης, μέτρησε τα
τετραγωνάκια και βρήκε πως περίσσευε ένα. Του φάνηκε περίεργο.
Ξαναδιάβασε το κλειδί και τότε μόνο πρόσεξε μια σημείωση που ήταν
γραμμένη λίγο πιο πάνω: Βρέστε μόνοι σας τα μαύρα τετραγωνίδια.
Ένα πικρό χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη του. Έγραψε τη λέξη και άρχισε
να μαυρίζει το λευκό τετραγωνάκι που περίσσευε. Λες να είναι εδώ;
Σταμάτησε. Σκέφτηκε πως, αντί να μαυρίζει τα τετράγωνα, που φαίνονταν
σαν ανοιχτοί τετράγωνοι τάφοι, θα ήταν καλύτερα να βάζει κάτι άλλο, να
βάζει ένα κυκλάκι ή ένα σταυρό. Προτίμησε το δεύτερο. Έγραψε το σταυρό
και αναλογίστηκε πως ήταν σοφή η εκλογή του. Καρφώθηκε η ματιά του εκεί
και η σκέψη του πάλι στο παρελθόν. Mόνο το χέρι του κινήθηκε για να
γράψει ένα αέτωμα. Το λευκό τετραγωνάκι με το σταυρό ήταν τώρα ένα
τέλειο σπιτάκι. Έκλεισε τα μάτια, έφερε τα χέρια του μπροστά έτσι, που,
κι αν ήθελε να τ' ανοίξει, να του κρύβουν τη θέα. Μάταια όμως. Η εικόνα
τώρα ήταν πιο καθαρή: ένα άσπρο σπιτάκι, μια καταπράσινη αυλή και δυο
χαρούμενα παιδάκια να παίζουν. Σχεδόν άκουγε τις φωνούλες τους.
Ήταν τρομερό! Τίναξε απότομα το κεφάλι του θέλοντας να διώξει τις σκέψεις του. Πήρε ένα κλειδί στην τύχη:
Αποτέλεσμα τού ένα οριζοντίως.
Του
φάνηκε πως άκουσε τρομαγμένες φωνές, πυροβολισμούς, παράξενους
θορύβους. Άφησε το κεφάλι του να ακουμπήσει στον πάγκο μπροστά του.
Η
λάσπη άγγιξε το αριστερό του μάγουλο. Ένα βομβαρδιστικό πέρασε από πάνω
τους μ' ένα διαβολικό σφύριγμα. Ένιωσε τα μέλη του να παραλύουν.
Προσπάθησε μ' όλη του τη δύναμη να σφίξει πιο πολύ τη μικρή στο στήθος
του. Με το άλλο κρατούσε το χέρι της γυναίκας του. Η μικρή να κλαίει
απαρηγόρητα: «όχι άλλες πορτοκαλιές, μπαμπά, θέλω να πάμε στο σπίτι
μας», η μικρή κατάλαβε πως δεν ήταν παιχνίδι πια. Και οι άλλοι; Oι
άλλοι; Ποιος ξέρει...
Πέρασε
τα δάχτυλά του μέσα απ' τα μαλλιά του. Μέτρησε τα γράμματα πάλι στα
δάχτυλα του αριστερού του χεριού. Δύο, που περίσσευαν, τα μέτρησε στο
μυαλό του. Άναψε άλλο τσιγάρο κι άρχισε να βάζει τους καινούργιους
σταυρούς: έναν για τον Γιώργο, έναν για τον Άγγελο, τον Πανίκο...
Συνέχισε να βάζει σταυρούς, τον ένα δίπλα στον άλλο, ώσπου τέλειωσε το
φύλλο.
Ανήκε πια σε έναν άλλο κόσμο. Πήρε το ένα καθέτως:
Η προσβολή εναντίον του κράτους και κυρίως η προσβολή της ανεξαρτησίας του από άτομο ή άτομα που ανήκουν σ' αυτό...
Του
φάνηκε πως ο τμηματάρχης τον κοίταζε επίμονα, μα, όταν γύρισε το κεφάλι
του, αυτός συζητούσε ακόμη με τον ψηλό τα ποδοσφαιρικά τους.
«Θα σας σκίσουμε» έλεγε, μα ο άλλος τον κοίταζε απαθής.
Γύρισε μπροστά και συνέχισε το κλειδί:
Επανάσταση για διάλυση του κράτους ή υποταγή του σε ξένο κράτος...
«Πρέπει να παραδεχθείς πως είμαστε οι καλύτεροι» συνέχιζε ο τμηματάρχης.
Απόπειρα μεταβολής του πολιτεύματος με βίαια μέσα, συνωμοσία ή συνεννόηση με ξένους για κήρυξη πολέμου εναντίον της πατρίδας...
Στ' αυτιά του έφτανε η συζήτηση κι η ανάσα του γινόταν βαριά.
«Θα έχουμε μαζί μας, σου λέω, και το διαιτητή».
Παράδοση όπλων ή φρουρίων...
Όλα πια ήτανε συγχυσμένα μέσα του.
«Με τον καινούργιο που αγοράσαμε...»
Παραπλάνηση στρατιωτών με σκοπό να πάρουν μέρος σε στάση...
Η ανάσα του πιο βαριά.
«Έχουμε και τον δικό σας, το νούμερο πέντε».
Έσφιξε το στιλό στο χέρι του, που έγινε δυο κομμάτια.
Εξυπηρέτηση των εχθρικών συμφερόντων...
Η ανάσα του έγινε ακόμα πιο βαριά. Ρουθούνισε σαν τον ταύρο που ξαφνικά βλέπει μπροστά του τους πικαντόρες.
«Θα σας διαλύσουμε, ρε!»
Τιμωρείται με θάνατο...
Δεν
άντεξε άλλο. Με δύναμη ασυγκράτητη τινάχτηκε πάνω του σαν μανιασμένο
θεριό, παρασύροντας καρέκλες, έπιπλα κι ό,τι άλλο βρισκόταν μπροστά του.
Oύτε έβλεπε ούτε άκουε πια. Βύθισε το χαρτοκόπτη στο σώμα του κι ο
άλλος σπάραξε σαν άλογο που ξεκοιλιάζεται από μυτερά κέρατα ερεθισμένου
ταύρου στην αρένα. Κάποιοι, που ήταν κοντά, έπεσαν πάνω τους για να τους
χωρίσουν και οι συνάδελφοι και άλλοι, που στο μεταξύ είχαν μαζευτεί,
έβγαλαν μια τρομαγμένη φωνή.
...
Όταν
τον κλείδωσαν στο γραφείο του Διευθυντή, όλα πια ήταν ήσυχα. Κοίταξε
από το άνοιγμα της κουρτίνας τους ανθρώπους να μιλούν και να χειρονομούν
χωρίς να μπορεί ν' ακούει τι λένε.
Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε το κεφάλι του πίσω, ώσπου ακούμπησε στον τοίχο. Τώρα τελευταία ένιωθε πολύ κουρασμένος.
Έμεινε
έτσι για λίγο χωρίς καμιά σκέψη. Τον έφεραν στην πραγματικότητα οι
αστυνομικοί που όρμησαν μέσα. O τρόπος που τον άρπαξαν δεν του άρεσε.
«Λες κι έχω κάνει φόνο» σκέφτηκε. Από την ανοιχτή πόρτα ξεχώριζε τώρα
τις φωνές έξω: «Με το χαρτοκόπτη», «Πρέπει να ήταν πάνω στο γραφείο»,
«Σε κλάσματα δευτερολέπτου». Έσκυψε το κεφάλι και πρόσεξε τα αίματα στο
άσπρο του πουκάμισο.
Τα
δυο αυτοκίνητα ξεκίνησαν σχεδόν μαζί. Το νοσοκομειακό πρώτα, το
αστυνομικό μετά. Αυτός ο διαπεραστικός θόρυβος των σειρήνων τον
ενοχλούσε φοβερά, του τρυπούσε τ’ αυτιά κι αυτό το παράξενο αυτοκίνητο
έτρεχε σαν δαιμονισμένο. Ποτέ του δεν είχε μπει σε τέτοια κλούβα. Τι
πράγμα ήταν αυτό; Μόνο ένα παραθυράκι στο πίσω μέρος. Ένα μικρό
παραθυράκι με κάθετες κι οριζόντιες σιδεριές. Όμοιο σταυρόλεξο.
(1980)
Από τη συλλογή διηγημάτων Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο 2003
Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό ο κύκλος, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1980, σελ. 194
Η εικόνα είναι του Σταύρου Αντωνόπουλου, από την έκδοση της εφημερίδας ο φιλελεύθερος, 8+5 καλοκαιρινά διηγήματα και εικόνες, Ιούλιος 1995, σελ. 52