Πρωινὴ Συμφωνία
Καθὼς τὸ φῶς σκουντάει τὰ πουλιὰ καὶ ξημερώνει
Μέσα στὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τῶν δέντρων
Ξεκινοῦν οἱ ἱστορίες ποὺ ὀνειρεύτηκαν.
Τραγουδᾶνε τὶς χαρὲς τῶν ταξιδιῶν τους
Τραγουδᾶνε τὰ ξεσπάσματα τῆς φύσης
Τραγουδᾶνε βιαστικὰ ὅλα μαζὶ
Γιατὶ γνωρίζουν πὼς σὲ λίγο θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή.
Καὶ μέσα στὴ μεγάλη σιωπὴ τὴν παγερὴ
Σιγὰ σιγὰ ξεφεύγοντας θ᾿ ἀνοίξουνε φτερὰ
Σ᾿ ἕνα καινούργιο πρὸς τὸ ἄγνωστο ταξίδι.
Θέλω κι ἐγὼ γιὰ λογικὰ νὰ πῶ καὶ ἄλογα
Γιὰ σπίνους καὶ τζιτζίκια καὶ σγαρτίλια
Θέλω κι ἐγὼ τὸν τόπο αὐτὸ τὸν ζηλευτὸ
Καὶ τὶς κρυμμένες του ὀμορφιὲς νὰ τραγουδήσω
Μὰ ἡ φωνή μου ἀκούγεται πικρή, λυπητερὴ
Γιατὶ ἡ μεγάλη συμφορὰ καὶ τ᾿ ἄδικο μὲ πνίγει
Κι ἀντὶ νὰ τραγουδῶ γλυκὰ σὰν τὰ πουλιὰ
Θαρκοῦμαι ἀνακαλιοῦμαι.
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Διθαλάσσου, εκδόσεις Κάρβας 2012]