31 Δεκ 2017

ΜΙΑ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ...



[Η Καθημερινή, Τέχνες και γράμματα, η ειδοποιός λεπτομέρεια μιας έκδοσης, 31 Δεκ 2017]

ΕΤΟΣ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ
 
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

  Οι αγχόνες στα εξώφυλλα των «Ποιημάτων» του Βασίλη Μιχαηλίδη

Τον Σεπτέμβριο του 1960 πήγαινα στην πρώτη τάξη του Ελληνικού Γυμνασίου[1] Αμμοχώστου με φιλόλογο τον Κυριάκο Πλησή, πρωτοδιόριστο τότε, αν και δεν είχε πάρει ακόμα το πτυχίο του, κι έτσι έναν μήνα μετά μάς είχε «εγκαταλείψει» για λίγες μέρες επειδή πήγε στην Αθήνα για τις τελικές του εξετάσεις. Στα επόμενα χρόνια, σε μεγαλύτερες τάξεις μάς δίδαξαν και ο Θεοδόσης Νικολάου και ο Γυμνασιάρχης Δρ Κυριάκος Χατζηιωάννου.
Την ίδια χρονιά είχε κυκλοφορήσει η έκδοση[2] του βιβλίου «Ποιήματα» του Βασίλη Μιχαηλίδη κι επειδή οι πιο πάνω αναφερθέντες δάσκαλοί μας εκτιμούσαν το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη κι ακόμα είχαν μιαν ισχυρή ιστορική σχέση[3] μαζί του, αμέσως καταρτίστηκαν και οι κατάλογοι των ενδιαφερομένων μαθητών να αγοράσουν το βιβλίο, που, τελικά, αγοράστηκε  απ’ όλα τα παιδιά της τάξης μου και πιστεύω το ίδιο θα συνέβηκε και στις άλλες τάξεις.
Ήταν η πρώτη μου γνωριμία με τον Βασίλη Μιχαηλίδη, αλλά και με τον Τηλέμαχο Κάνθο, που μου είχε κάνει εντύπωση το επώνυμό[4] του∙ αναφερόταν στο οπισθόφυλλο ως ο φιλοτεχνήσας το εξώφυλλο. Στο δίχρωμο –μπεζ και μαύρο– εξώφυλλο φαίνονται οι τέσσερεις μορφές των επισκόπων από το επικό ποίημα «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Λευκωσία (Κύπρου)». Πάνω από τα κεφάλια τους τέσσερεις αγχόνες και κάτω ο εναπομείνας κομμένος κορμός της λεύκας με τα παραπούλια του. Κάτω αριστερά είναι η «ρκά δκιακονητίνα[5]» του ποιήματος «Η Χιώτισσα», μπροστά σε μιαν κλειστή πόρτα, και πάνω από την πόρτα η Χιώτισσα να «ποσσιεπάζει ’πό ‘ναν πορτίν[6] του παναθυρκού».
Όταν –δυο δεκαετίες μετά– ο αείμνηστος φίλος Φοίβος Σταυρίδης, γνωρίζοντας την αγάπη μου για το βιβλίο, μού είχε προτείνει να ξεκινήσω μια έρευνα για τα εξώφυλλα του Τηλέμαχου Κάνθου, με σκοπό να παρουσιαστεί στο περιοδικό του «ο Κύκλος», δεν αρνήθηκα. Ο ίδιος, όπως και ο Θεοδόσης Νικολάου κάθε τόσο μου έδιναν πληροφορίες για εξώφυλλα του Κάνθου, που είχαν εντοπίσει. Ο τελευταίος δε μου είχε δωρίσει αμέσως ένα αντίτυπο της ανατύπωσης του 1972 των Ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη.
Όταν οι φωτοτυπίες των εξωφύλλων άρχισαν να τακτοποιούνται, πρόσεξα με έκπληξη ότι στην ανατύπωση των Ποιημάτων του Βασίλη Μιχαηλίδη, οι τρεις από τις τέσσερεις αγχόνες του εξωφύλλου –που υπήρχαν στην πρώτη έκδοση, πάνω από τα κεφάλια των τεσσάρων επισκόπων– είχαν εξαφανιστεί∙ υπήρχε μόνο μία. Ήταν φανερό ότι έγινε διόρθωση του σφάλματος της πρώτης έκδοσης, γιατί στην αγχόνη οδηγήθηκε μόνο ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ενώ ο υπόλοιποι τρεις επίσκοποι είχαν αποκεφαλιστεί. Βεβαίως, πριν από τον απαγχονισμό του και για «πείσμαν» του και για «φοητσιασμόν» του, είχαν απαγχονίσει κάτω από τον πλάτανο, τον αρχιδιάκον του και τον γραμματικόν του και, ακόμα, αποκεφάλισαν τον βοσκό Δημήτρη.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε –άλλες δύο δεκαετίες– και στις αρχές αυτής της χρονιάς –2017– που διανύουμε, είχα αποφασίσει να δημοσιεύσω[7] την εργασία μου για τον Κάνθο. Ανέσυρα τον φάκελο «Εξώφυλλα Κάνθου», που είχα να τον επισκοπήσω από το 1986, τη χρονιά, δηλαδή, που είχα μερικές συναντήσεις με τον Τηλέμαχο Κάνθο, για επίλυση αποριών και συμπλήρωση τής εργασίας μου. Στο χαρτονένιο κουτί με το υλικό ήταν και οι δύο μικρές κασέτες μαγνητοφώνου από τις συναντήσεις μας. Τις άκουσα ξανά και χάρηκα που υπήρχε αναφορά στις αγχόνες. Δεν χρειάστηκε καν να τον ρωτήσω σχετικά. Μόλις είδε τα εξώφυλλα του Βασίλη Μιχαηλίδη, χαμογέλασε, έμεινε για λίγο ακίνητος να τα κοιτάζει, βυθισμένος στο βάθος δυο τριών δεκαετιών και μετά συνέχισε να σχολιάζει:

…θυμάμαι …είχα κάνει τα σχέδια για το βιβλίο του Βασίλη Μιχαηλίδη, είχα σχεδιάσει τις τέσσερεις αγχόνες, και όταν τυπώθηκε το βιβλίο, ο Ξιούτας[8], που είχε την επιμέλεια της έκδοσης, δεν είπε λέξη. Ο Ιντιάνος[9], όμως, που ήταν ψατζιή[10], όταν με βρήκε μου είπε: πώς τα κατάφερες να τους κρεμμάσεις και τους τέσσερεις; Λέω, καλά, δεν τους εκρέμμασαν; Όχι, λέει, κρέμμασαν μόνο τον Κυπριανό∙ τους άλλους, τους αποκεφάλισαν!


σημειώσεις

[1]  Τα γυμνάσια, τότε, ήταν εξατάξια και ισότιμα με τα σημερινά λύκεια.
[2] Βασίλη Μιχαηλίδη, Ποιήματα, Κύπρος 1960, έκδοση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Λεμεσού. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε από επιτροπή, που «είχε συσταθεί κατά πρόταση του Δημοτικού Συμβουλίου Λεμεσού» με προλεγόμενα και προταγμένες σημειώσεις στα κυριότερα ποιήματα τής συλλογής από τον Ν. Ξιούτα. Έγινε ανατύπωση του βιβλίου τον Νοέμβριο του 1972 και πάλι τύποις Ι. Γ. Κασουλίδη & Υιών Λτδ, Λευκωσία.  
[3] Το 1948 είχε ανεβαστεί από το Σχολείο μας «Η 9η Ιουλίου 1821 εν Κύπρω, δράμα εις κυπριακήν διάλεκτον», με δραματοποίηση του Κυριάκου Χατζηιωάννου και διδασκαλία του Γιάννη Αναγνωστόπουλου. Στην παράσταση είχαν υποδυθεί ρόλους, μαθητές τότε, τόσον ο Κ. Πλησής όσον και ο Θ. Νικολάου, και αξίζει να σημειωθεί ότι τον ρόλο του Κυπριανού είχε υποδυθεί ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Αργότερα, το 1960, η δραματοποίηση του Δρος Χατζηιωάννου κυκλοφόρησε και ως βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, με προλεγόμενα και γλωσσάριο του ιδίου από τις Εκδόσεις της Βιβλιοθήκης του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου.  
[4] Δύο χρόνια πριν, στο Δημοτικό Σχολείο μάς είχε επισκεφθεί ένας επιθεωρητής Τέχνης με το όνομα Κάνθος, μας μίλησε και μάλιστα είχε ζωγραφίσει ένα παιδί που είχε μεγάλα χαρακτηριστικά αυτιά. Πολύ αργότερα έμαθα πως ήταν αδελφός του Τηλέμαχου Κάνθου.
[5] Η γριά ζητιάνα.
[6] Εδώ, ο Μιχαηλίδης με τη λέξη πορτίν, ίσως, θα εννοούσε «ένα από τα παραθυρόφυλλα», ο Κάνθος, όμως, εμφανίζει τη Χιώτισσα να «ποσσιεπάζει» ανάμεσα από τις κάθετες και οριζόντιες σιδεριές του παραθύρου.
[7] Η εργασία μου, τελικά, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κυπριακή Βιβλιοφιλία και Φιλοτεχνία, τεύχος 1/41, Ιανουάριος – Ιούνιος 2017, σσ. 81-104, με τίτλο «Μικρά χαρακτικά και σχέδια του Τηλέμαχου Κάνθου για διακόσμηση βιβλίων και άλλων εντύπων».  
[8] Νικόλαος Ξιούτας, φιλόλογος, αδελφός του φιλολόγου Παύλου Ξιούτα.
[9] Αντώνης Κ. Ιντιάνος, λόγιος, ποιητής, πεζογράφος, κριτικός, συνιδρυτής με τους Κ. Προυσή και Ν. Κρανιδιώτη των Κυπριακών Γραμμάτων, εξέδωσε την «Εκλογή από τα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη, Λευκωσία, 1942, (Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων, Α. Κουδουνάρης, 1993).
[10] Κυριολεκτικά σημαίνει δηλητήριο∙ μεταφορικά: κάνει υπερβολικό κρύο ή δεν του ξεφεύγει τίποτε.