12 Αυγ 2016

ΕΚΕΙ, ΣΤΟ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ...


Εκεί, στο περίπτερο...
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

[Αλήθεια, επιφυλλίδες, 12 Αυγ. 2016, σελ. 18]

Το περίπτερο της οδού Αρμενίας στη Λευκωσία εξακολουθεί ακόμα να είναι τόπος συνάντησης ανθρώπων που λατρεύουν τις ελλαδικές εφημερίδες. Παλιά, οι συναντήσεις γίνονταν αργά το απόγευμα, όμως τώρα τελευταία γίνονται πρωί, γιατί οι κυριακάτικες εφημερίδες φτάνουν πια στο νησί τα χαράματα με ειδική πτήση. Απλώνονται στους χαμηλούς πάγκους μπροστά από τις ειδικές θήκες στις οποίες τοποθετούνται δεκάδες ελληνικά και ξένα περιοδικά, με ενδιαφέροντα κι εξειδικευμένα θέματα, έτσι που είναι δύσκολο να φύγει κανένας χωρίς να πάρει και κάποιο από αυτά.   

Εκεί συναντούσα τον Σάββα. Τις πιο πολλές φορές δεν σηκώναμε το κεφάλι να κοιτάξουμε ένας τον άλλον. Λέγαμε καλημέρα σκυφτοί, σχολιάζοντας τους τίτλους των απλωμένων εφημερίδων. Και τα σχόλιά του πάντα καίρια, αιχμηρά, καυτά και άτρωτα σε αμφισβήτηση. Δεν ήταν πολύωρες οι συναντήσεις, ήταν όμως συναντήσεις ουσίας για να προλάβουμε να πούμε όσο το δυνατόν περισσότερα.

Ήταν η εποχή που είχαν ήδη ξεκινήσει δειλά δειλά να παρουσιάζονται στο διαδίκτυο τα πρώτα ιστολόγια. Ο Σάββας αρθρογραφούσε κυρίως σε μια  κυπριακή πολυσέλιδη εφημερίδα, αλλά και σε άλλες και δεν το κρύβω ότι πολλές φορές διάβαζα μόνο τα δικά του κείμενα. Μεγάλος τεχνίτης του λόγου, όταν αρχίσεις να διαβάζεις κείμενό του σταματάς μόνο στην τελευταία τελεία. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλά να είναι συγκεντρωμένα κάπου και στο διαδίκτυο και κάποτε του είχα προτείνει να τον βοηθήσω –όπως έκανα μετά και για άλλους φίλους– για να ξεκινήσει ένα ιστολόγιο, και του έστειλα, στη συνέχεια, στην ηλεκτρονική του διεύθυνση τους συνδέσμους των δικών μου ιστολογίων για να πάρει μιαν ιδέα. Σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε για λίγο, επίμονα, σαν κεραυνοβολημένος και μου είπε ότι ήταν μια πολύ καλή ιδέα και θα ζητούσε από τον ενημερωμένο γιο του να τον βοηθήσει. Αργότερα είδα ότι η ιδέα του ιστολογίου είχε πραγματοποιηθεί∙ και ο τίτλος του: Σάββας Παύλου, Ερυθροτερμινθεύς, δηλαδή «Κοκκινοτριμιθιώτης» εκ του ονόματος του γενέθλιου τόπου του, κοντά στην Πρωτεύουσα. Το ιστολόγιό του θα μείνει για πάντα στο διαδίκτυο ή όσο το επιτρέψουν οι εταιρείες που το φιλοξενούν, για να φωτίζει, να διαφωτίζει καλύτερα, να καθοδηγεί, όπως φωτίζουν και τα ιστολόγια του αείμνηστου φίλου και συνεργάτη του, Φοίβου Σταυρίδη, για τα οποία ο Σάββας έγραψε ένα πολύ εγκωμιαστικό κείμενο. 

Πολλές φορές τού εξέφραζα τον ενθουσιασμό μου για κάποιο άρθρο που είχε ήδη δημοσιευτεί. Θαύμαζα την τόλμη που είχε να τα βάζει με «μεγάλα» ονόματα, με δημοσιογράφους, εφημερίδες και κόμματα, δημοσιεύοντας άρθρα για καυτά θέματα όπως οι αγνοούμενοι και άλλα συναφή με το πρόβλημά μας. Συγκλονιστικά τα δύο κείμενά του «η νέα δολοφονία των πέντε αιχμαλώτων» και, ακόμα, δεν δίσταζε να επικοινωνεί με τις διευθύνσεις των εφημερίδων και τα υπουργεία και να ζητά επίμονα να διεξαχθούν έρευνες για κάτι που πίστευε πως έπρεπε να λάμψει η αλήθεια. Αντιστεκόταν και σε κάθε τι που στηριζόταν στη λογική της «δικαιολόγησης των υποχωρήσεων και του συμβιβασμού». Δεν άντεχε τις κατασκευασμένες ψεύτικες ειδήσεις και μας αφύπνιζε με τις δηλώσεις του: «είμαστε πια μια κοινωνία της έσχατης παρακμής και πτώσης, της έσχατης κατάντιας και του εξευτελισμού. Αντί να υπερασπιστούμε τους αγαπημένους νεκρούς μας δεχόμαστε βουβοί τον εξευτελισμό τους, δεχόμαστε να ανασύρονται από το πηγάδι της αβυσσαλέας τουρκικής εγκληματικότητας και κάποιοι να τους πυροβολούν ξανά».

Στις 8 του Δεκέμβρη το 2012 συναντηθήκαμε στην Ημερίδα για τον Βασίλη Μιχαηλίδη στο Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου. Μετά το πέρας των εργασιών μού χάρισε το ογκώδες, τελευταίο του βιβλίο που μόλις είχε εκδοθεί: «Εκεί, στις ομπρέλες…» με τα δημοσιευμένα κείμενά του στις κυπριακές εφημερίδες. Το χάρηκα αυτό το βιβλίο. Το διάβασα από την πρώτη μέρα κι ας ήταν κείμενα που είχα ξαναδιαβάσει. Ήμουν ενθουσιασμένος. Του τηλεφώνησα και ζήτησα μερικά αντίτυπα για να χαρίσω στα παιδιά μου και σε άλλους  που γνώριζα, γιατί πίστευα πως αυτά τα σημαντικά κείμενα έπρεπε να διαβαστούν από τους νέους ανθρώπους του τόπου μας…

Την επόμενη Κυριακή συναντηθήκαμε εκεί στο περίπτερο∙ πήραμε τις εφημερίδες μας και μετά με οδήγησε στο αυτοκίνητό του και μου παρέδωσε είκοσι αντίτυπα του βιβλίου σε δύο δέματα. Δεν ήθελε να πάρει χρήματα μα εγώ επέμενα και του έριξα ένα πράσινο χαρτονόμισμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, που ήταν ακόμα ανοιχτό κι εξαφανίστηκα. Σε τρεις μέρες ήρθε με το ταχυδρομείο στη διεύθυνσή μου ένας λευκός φάκελος. Τον άνοιξα προσεχτικά και μέσα ήταν μόνο μια απόδειξη: αχ! βρε Σάββα! Είχε καταθέσει ολόκληρο το ποσό που του είχα δώσει στο Κοινωνικό Παντοπωλείο της Αρχιεπισκοπής. Κάποιοι συνάνθρωποί του είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιον. Άμεση, επείγουσα ανάγκη!

Κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν μέσο όρο. Κάποιοι είναι χαμίνια, σιχαμερά σερπετά, που σέρνονται και κρύβονται στο βούρκος και στα βόρβορα της διαπλοκής και της διαφθοράς, αδίστακτοι, που δυστυχώς έχουν πλημμυρίσει την πατρίδα μας. Την οδήγησαν στην καταστροφή και κάποιοι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα το καταστροφικό τους έργο. Κάποιοι άλλοι, όμως - οι λίγοι - ορθώνουν το ανάστημά τους, αντιστέκονται, καταγγέλλουν την άδικη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα, καταγγέλλουν την προδοσία, μάχονται και υποστηρίζουν με πάθος ό,τι μπορεί να ανεβάσει τον άνθρωπο: το δικαίωμα της πατρίδας για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Έτσι ήταν και το παλληκάρι με το όνομα Σάββας Παύλου: πατριώτης, αγωνιστής, ακάματος εργάτης του πνεύματος, άριστος φιλόλογος με ξεχωριστό ενδιαφέρον και  λατρεία για τη γλώσσα και κάθε τι το ελληνικό, ή με μια λέξη Γίγας!

15 Μαΐου 2016