17 Δεκ 2015

"ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΛΑΙΝΕ"



ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΛΑΙΝΕ

διήγημα
του
Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ

 [από τη συλλογή "20 Διηγήματα", 2014, εκδόσεις Κάρβας]

Βρισκόμουν σε απόγνωση, γιατί παρά τις προσπάθειές μου δεν κατάφερνα να βρω δουλειά. Κόντευε ένας ολόκληρος χρόνος από τη μέρα που είχα γυρίσει από τις σπουδές μου και βρισκόμουν σε μαύρη απελπισία. Όπου και να πήγαινα, με έβρισκαν είτε ακατάλληλο είτε ανειδίκευτο. Το όνομά μου, βέβαια, συμπεριλαμβανόταν στις λίστες για διορισμό στο δημόσιο αλλά, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, μέχρι να διοριστώ θα περνούσαν σαράντα δύο χρόνια. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι, δηλαδή. Την έβγαζα στο κατάστημα ενός ξαδέλφου μου βοηθώντας τον λίγο και παρατηρώντας την κίνηση στη λεωφόρο. Έτσι περνούσαν οι μέρες μου. 

Μιαν ωραία πρωία, καθώς ήμουν στην είσοδο του καταστήματος, σταμάτησε μπροστά μου, στο φαρδύ πεζοδρόμιο, ένα εμπορικό βαν από το οποίο κατέβηκε κάποιος και μπήκε μέσα στο κατάστημα. Παρατηρούσα το παράξενο σήμα που ήταν στο πλάι και προσπαθούσα να κατανοήσω τι είδους επιχείρηση ήταν το «Πρότυπο Πτηνοσφαγείον». Ενώ έκανα διάφορες υποθέσεις, ο οδηγός είχε γυρίσει και άκουσα τον εξάδελφό μου να στέλνει χαιρετισμούς στον κύριο Φώτη. Υπολόγισα ότι ο κύριος Φώτης ήταν ο κύριος «Φ», της εταιρείας «Φ. Δ. Φωτίου και Υιός», που έβλεπα στο αυτοκίνητο. Τον ρώτησα για επιβεβαίωση και η απάντηση ήρθε καταπέλτης: «ξάδελφε, έχασες τη μνήμη σου; Δεν θυμάσαι τον Φώταρο; Τώρα είναι μεγάλος και τρανός. Να στο ξαναπώ; Μεγάλος και τρανός» και τόνισε μια μια τις λέξεις. Φυσικά δεν χρειάστηκε άλλη επεξήγηση. Ένας Φώταρος υπήρχε στον κόσμο. 

Είχα ήδη επιστρέψει πολλά χρόνια πίσω στο παρελθόν. Ο Φώταρος ήταν τέσσερα με πέντε χρόνια μεγαλύτερός μας. Δύο χρόνια σε κάθε τάξη. Στο σχολείο ερχόταν για να γλιτώνει τις σκληρές αγροτικές δουλειές, με τις οποίες καταγινόταν η οικογένειά του. Ήταν ήσυχος χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα, κάποτε εξαφανιζόταν για καμιά εβδομάδα και το μόνο που έμαθε ήταν να γράφει το όνομά του κι αυτό ανορθόγραφα. Οι δάσκαλοι δεν του θύμωναν και τον άφηναν να περνά τον καιρό του ευχάριστα στο σχολείο. Η παραφθορά στο όνομά του οφειλόταν, ασφαλώς, στον όγκο του. Ήταν τεράστιος, αλλά κανένας δεν κινδύνευε από αυ¬τόν. Ήταν άκακος. 

Κάποτε μας είχε ανάγκη. Όταν ετοίμαζε τα ξόβεργά του, μας φώναζε για βοήθεια. Και ήταν μια ιεροτελεστία που ενδιέφερε και μας. Ο Φώταρος γύριζε στο χωριό, στα μέρη όπου υπήρχαν ιξιές, μάζευε τους καρπούς, κάτι κίτρινες μπίλιες, τις έπλενε και τις ξανάπλενε και τις άφηνε να στεγνώσουν. Στη συνέχεια έβγαζε τα σέπαλα με επιδέξιες κινήσεις των χεριών, τις έβαζε μια μια στο στόμα του και, αφού έσπαγε με τα δόντια το μαλακό τους περίβλημα, τις έφτυνε σε μια σκάφη, κουνώντας με ρυθμό δεξιά αριστερά το κεφάλι αγκομαχώντας, μέχρι που έσπαγε και την τελευταία μπίλια. 

Άρχιζε τότε το ζύμωμα. Έβαζε νερό στη σκάφη και χρησιμοποιούσε τα χέρια του σαν μεγάλες κουτάλες και χτυπούσε τους σπασμένους καρπούς, όπως χτυπούν τα αυγά για την αυγολέμονη σούπα. Ήταν το πιο δύσκολο σημείο που ήθελε υπομονή. Ανακάτευε ώρα πολλή, μέχρι να βγει όλη η κολλώδης ουσία και να μείνουν τα κουκούτσια και η φλούδες που τις πέταγε προσεχτικά έξω από τη σκάφη. Ήταν μεγάλος τεχνίτης. Γνώριζε τις σωστές αναλογίες των υλικών, που έδιναν το καλύτερο αποτέλεσμα. Ο Φώταρος ήταν άσος σ’ αυτό. Μετά μας ζητούσε το μέλι. Άνοιγε τη χούφτα και του ρίχναμε ακριβώς την ποσότητα που ζητούσε και ανακάτευε γρήγορα το υλικό του, που είχε ήδη αρχίσει να αφρίζει. Κάθε τόσο έπαιρνε μια χουφτιά από το υλικό και το άφηνε να γλιστρά από ψηλά για να καταλάβει αν είχε δέσει. Έδειχνε την ικανοποίησή του από την εργασία και συνέχιζε χωρίς σταμάτημα το ζύμωμα. Όταν διαπίστωνε ότι το μίγμα ήταν έτοιμο, ζητούσε τα ξυλίκια∙ ξυλίκια ευλύγιστα και μεγάλα όσο το χέρι του, διαλεγμένα με υπομονή από αγριελιές και αγριόθαμνους, για να έχουν πολλά ζαρώματα κι έτσι να συγκρατείται η υγρή κόλλα. 

Ήταν η κυριότερη βοήθεια που ήθελε από μας και μάς έδειχνε πρώτα πώς να χειριζόμαστε τα ξυλίκια. Παίρναμε τη μια τους άκρη και χρησιμοποιώντας και τις δύο μας παλάμες τα στριφογυρνούσαμε τραβώντας τα ταυτόχρονα προς τα πάνω, ενώ αυτός στις τεράστιες χούφτες του είχε το κολλώδες υλικό. Κάθε ένα που τελείωνε το τοποθετούσαμε σε ειδικές θήκες από καλάμι που ήταν στη σειρά. Ακολουθούσαν πολλά χέρια τις επόμενες μέρες, μέχρι που η κόλλα να αποκτήσει ικανοποιητικό πάχος και να πάρουν ένα σκούρο καφέ χρώμα. Όταν στέγνωναν, μαζεύονταν όλα σ’ ένα μάτσο κι ήταν έτοιμα για χρήση.

Ο Παντελής, ένας συμμαθητής μου, που βρισκόμαστε κάθε μέρα στην αυλή τής εκκλησίας για παιχνίδι, είπε ότι έπρεπε να μας πάρει μαζί του στο στήσιμο, διαφορετικά θα ήταν η τελευταία φορά που τον βοηθούσαμε. Συμφώνησα μαζί του κι αυτός δεν μας χάλασε χατίρι∙ την Κυριακή πρωί πρωί πήγαμε στο συγκεκριμένο τόπο που μας υπέδειξε. Αυτός ήταν ήδη εκεί και μας περίμενε. Χωρίς χρονοτριβή, με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου που ήταν στερεωμένο σε ένα μακρύ καλάμι, κατέβαζε επιλεγμένα κλαδιά από τις χαρουπιές και στην άκρη τους στερέωνε ένα καλάμι δεκαπέντε είκοσι πόντων μέσα στο οποίο έβαζε ένα ξόβεργο. Αφού τα τοποθέτησε όλα, αποσυρθήκαμε πίσω από τους θάμνους. 

Άρχισε μετά η αγωνία. Θα έρθουν; Δεν θα έρθουν; Κάθε τόσο κοίταζε ανυπόμονα τον ουρανό κι έστηνε αυτί για να τους ακούσει. Κοίταζε την αποξηραμένη τσιλιά, που είχε ανάψει και πετάξει προς το μέρος των χαρουπιών και με σμιχτά φρύδια το διερευνητικό του βλέμμα ακολουθούσε την άσπρη γραμμή που δημιουργούσε ο καπνός ανεβαίνοντας ψηλά, προσπαθώντας να διακρίνει τα γαλάζια σημαδάκια. Αυτό ήταν ένα άλλο μυστικό που ήξεραν μόνο οι ειδικοί. Αυτή η μυρωδιά τού καπνού τραβούσε τους μελισσοφάγους. Όλα ήταν ήσυχα, όπως αυτή η παράξενη άπνοια που παρατηρείται πριν την καταιγίδα. Κάποτε το πρόσωπό του έλαμψε κι ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Ακούστε! Ακούστε! Ήρθαν. Επιτέλους ήρθαν, είπε, κι ανάβοντας ένα τσιγάρο τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Τέντωσε το λαιμό του και φύσηξε τον καπνό ψηλά βήχοντας και μουρμουρίζοντας δυσνόητες λέξεις που έβγαιναν από το στόμα του τυλιγμένες μέσα στον καπνό.

Τα πουλιά ακούγονταν καθαρά και όσο πλησίαζαν στην περιοχή, ακούγονταν όλο και πιο δυνατά. Έδιναν μεγάλους κύκλους πάνω από τον χαρουπιώνα μας και ξαφνικά, μόλις ο αρχηγός τους έδωσε το παράδειγμα, έσκισαν σαν καταδιωχτικά πάνω στις χαρουπιές, με το χαρακτηριστικό τους κρώξιμο να μας ξεκουφαίνει, σαν ξέσπασμα ξαφνικής καταιγίδας∙ εκατοντάδες μελισσοφάγοι, πολλοί από τους οποίους κάθονταν στα ξόβεργα του Φώταρου και το κρώξιμό τους τότε γινόταν σπαρακτικό, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι είχαν παγιδευτεί. Αυτό ήταν. Σαν αστραπή ξεχύθηκε τότε ο Φώταρος προς τις χαρουπιές και με τη βοήθεια του άγκιστρου κατέβαζε γρήγορα τα κλαδιά, ξεκολλούσε τους μελισσοφάγους και με μια επιδέξια κίνηση του αντίχειρα ξεχώριζε το κεφάλι από το σώμα τους και τους πετούσε στο χώμα. Σαν τρελός έκανε. Η γρήγορη κίνηση εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς: τα ξόβεργα δεν θα καταστρέφονταν πέφτοντας στο χώμα, από την προσπάθεια που έκαναν οι μελισσοφάγοι να απελευθερωθούν, και από την άλλη θα ήταν έτοιμα να δεχτούν τα επόμενα θύματα. Κάποτε κουραζόταν ο αντίχειρας και άλλαζε μέθοδο. Έφερνε το πουλί στο στόμα και εν ριπή οφθαλμού αποχώριζε το κεφάλι από το σώμα του πετώντας το προς τα πίσω πάνω από τον ώμο του. Οι μελισσοφάγοι απομακρύνονταν, όσο που ακούγονταν πια, το μακελειό τελείωσε και ακολούθησε το μάζεμα των πουλιών σε μια μεγάλη τσάντα. Η επιχείρηση είχε στεφθεί με επιτυχία κι εμείς που πρώτη φορά λαμβάναμε μέρος σε στήσιμο ξόβεργων, μείναμε με ανοι-χτό το στόμα πραγματικά. Αργότερα, μάθαμε, έγινε ακόμα πιο ειδικός: είχε προμηθευτεί ειδικά δίκτυα για αμπελοπούλια. Εκεί ήταν η μεγάλη σφαγή! 

Ο Φώταρος, ο τέλειος πτηνοσφάκτης, ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο με έναν μόνο προορισμό: να σκοτώνει πουλιά. Δεν ήταν τυχαίο, λοιπόν, που είχε το μεγαλύτερο πτηνοσφαγείο τής πόλης.

Από τη μέρα που είχαμε πάει μαζί του στο στήσιμο των ξόβεργων, είχαμε καταλάβει και κάτι άλλο∙ κάτι που γνωρίζουν μόνο όσοι ζουν στις αγροτικές περιοχές: τα πουλιά δεν κελαηδούν. Κλαίνε.