(σχέδια για τη γυναίκα και το φίδι)
Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΔΙ*
του Κυριάκου Χαραλαμπίδη
Εκεί που σκάλιζε τα χαρτιά του ο ζωγράφος Διαμαντής για να βρει κάποιο σχέδιο -μιαν από τις «Αγωνίες» του σε σχήμα κεκλιμένης γυναίκας με πικασική διάταξη του σώματός της- έπεσε στο προσχέδιο ενός ανεκδήλωτου πίνακα του: η εικόνα παρίστανε μια γυναίκα, από κείνες τις συμπαγείς Κυπριώτισσες, που ύψωνε το χέρι της γυμνό να χτυπήσει ένα φίδι. Το φίδι στυλώθηκε στην ουρά του -τι λέω; κρατιόταν στον αέρα- κι η γυναίκα ανέμιζε τη χέρα της να του δώσει μια κατά πρόσωπο.
«Αυτό το σχέδιο», είπε ο Διαμαντής, «με βασανίζει, και δεν ξέρω γιατί, εδώ και είκοσι πέντε χρόνια. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω κάποτε να το περάσω σε πίνακα. Όμως, είναι είκοσι πέντε χρόνια που το σκέφτομαι∙ μια γυναίκα να χτυπά με το χέρι της ένα φίδι».
Ύστερα προχωρήσαμε σ' άλλα θέματα. Όμως η φράση του για τη γυναίκα με το φίδι καρφώθηκε στο μυαλό μου -ηχητικό σκηνικό απολιθωμένης καταγραφής. Θα μπορούσα να τη σκεπάσω με μια ποδιά, όπως κάνει στους πίνακες του ο Διαμαντής, να μην τη βλέπω, μα θα ήταν ανώφελο. Η εικόνα της φράσης θα ήταν εκεί να περιμένει τις σχετικές δεκαετίες... Βρίσκω λοιπόν πως δεν είναι άλλος τρόπος να λυτρωθώ (ν' απαλλαγώ από το πλέγμα της με τον συντομότερο δυνατό τρόπο) από το να την αναγγείλω στους αναγνώστες. Είναι κι αυτό μια εισαγωγή στην αρχέτυπη κοινωνία με το φίδι που κουβαλεί ο καθένας μέσα του.
Τα πράγματα του κόσμου μπορούν ν' αποτελέσουν προϋποθέσεις για «κοινωνία» στην πρωταρχική του όρου σημασία∙ επαφή, αλληλεπίδραση, ζωή του ενός μέσα στον άλλο, λειτουργία εννοιών ανά ζεύγη.
Στην προέκταση τους αυτά γίνονται υπερβατικά, εισάγουν σε χώρο όπου η κοινωνία αποχτά άλλη ουσία, μεταβολίζεται στη διάταξη του κόσμου. Έχουμε δηλαδή ερμηνευτική των ονείρων της Ιστορίας σε πλαίσιο μυθικό. Για μιαν ακόμα φορά ή τέχνη υιοθετεί ψυχικά τις σωματικές έννοιες συγκεκριμένης ζωής.
Δεν ξέρουμε πόσο υπαρκτό είναι το φίδι και αν αληθεύει η γυναίκα που ανεμίζει το χέρι της να το ραπίσει. Δεν ξέρουμε ποιος κινδυνεύει∙ το φίδι, ή γυναίκα, εμείς που γινόμαστε μάρτυρες της εικόνας; Δεν ξέρουμε για λογαριασμό ποιανού εργάζεται ο καλλιτέχνης και για ποιόν συλλαμβάνει τα αρχέτυπα που κυκλοφορούν στον αέρα. Δεν ξέρουμε, τελικά, αν Εκείνος, που έθεσε πρώτος το ζήτημα ως μαθηματικό θεώρημα, ήθελε να μας δοκιμάσει ή να παίξει μαζί μας. Δεν νιώθουμε τους σκοτεινούς σκοπούς του.
Για να βγούμε στο φώς μιας αυτοβεβαίωσης (ή αυτάρκειας), μιας αυτοπεποίθησης (ή ψευδαίσθησης ), δεν έχουμε άλλον τρόπο από την τέχνη. Είναι βέβαια και η φιλοσοφία και η επιστήμη -παλιά ιστορία!- όμως αυτές δεν έχουν αντιθέσεις, παραδοξότητες, αφέλειες. Δεν γνωρίζουν να «τελειούνται εν ασθενεία ».
Ίσως γι' αυτό το λόγο η σημειολογία παρουσιάζει ενδιαφέρον∙ επιχειρεί να δώσει εξηγήσεις, υπό το πρίσμα της λογικής, στα ασύμμετρα τής εποχής μας. Το μυστικό βρίσκεται στη ρίζα της δίψας του ανθρώπου για την απόλυτη κατάσταση. Η παράλογη ζωή του -συμπλεγματική, εξωφρενικά οργανωμένη- γεννάει σ' αυτόν την ανάγκη να την ερμηνεύσει για να την εξορκίσει. Η πολυτυπία της λεπτομέρειας την κατακερματίζει -η γνώση του την περισυλλέγει ή τη σκορπίζει ακόμα περισσότερο. Η κωδικοποίηση των πραγμάτων τον φέρνει στην υπεραγορά των εννοιών, στην καταναλωτική κοινωνία των στοιχείων που πλημμυρίζουν ή πνίγουν τη ζωή μας. Η στέγνια της σύγχρονης κοινωνίας ωθεί τον άνθρωπο περισσότερο προς τα άκρα της απελπισίας, σε σημείο που να λαχταρά κάτι άλλο, όχι αναγκαστικά τον Θεό. Αλλ' επειδή ο τετραπέρατος πανάγαθος ξέρει να κρύβεται, καθώς το φίδι, μέσα στο χορτάρι (anguis latet herba- κρύβεται φίδι στο χορτάρι) έρχεται και μας λέει ορθά-κοφτά: είμαι και η απελπισία σου.
Τότε ο άνθρωπος σηκώνει το χέρι του να χτυπήσει το φίδι που ορθώνεται μπροστά του -η στιγμή αυτή διαρκεί εικοσιπέντε χρόνια -τόσο μεγάλη είναι η έκτασή της- και το αποτέλεσμα δεν το ξέρουμε, γιατί ο Διαμαντής δεν έφτιαξε τον πίνακα... Είτε τον φτιάξει είτε όχι (πού δεν θα τον φτιάξει, διαισθάνομαι) δεν έχει δα και τόση σημασία.
Τα πράγματα συχνά δεν βρίσκονται στην πραγμάτωσή τους παρά στην ίδια την αδυναμία τους να υπάρξουν. Η σιωπή, η έλλειψη, η απουσία δηλώνει την πανταχού παρούσα ατέλεια της μορφής. Όταν ο Μιχαήλ Άγγελος ορίζει τη γλυπτική -«παίρνω μια πέτρα και αφαιρώ τα περιττά»- ή όταν ο Ανρί Ματίς ψαλιδίζει μ' αδέκαστο ψαλίδι ανάερες φιγούρες, δεν κάνουν άλλο παρά να δίνουν τη δικιά τους απάντηση στη μορφή που περιμένει εγκλωβισμένη στο παχύ υλικό της τη λυτρωτική παρέμβαση τους. Ο καλλιτέχνης νομοθετεί ερμηνεύοντας αρχέτυπα που πάσχουν από μουγκαμάρα και βαθύν ύπνο.
Δέξου λοιπόν, αναγνώστη, τη δύναμη του καλλιτέχνη να υποτάξει τα πράγματα στην ουσία τους και παράλληλα την αδυναμία του να τα κάνει μια για πάντα ολόδικά του. Ο ρυθμός του κόσμου, στον οποίο ο καλλιτέχνης περιέχεται, ανήκει σε μιαν άλλη διάσταση, πέρα από το δικό μας ηλιακό σύστημα. Όσο και να φουσκώνουμε το μπαλόνι της σκέψης, δεν θα μπορέσουμε να φτιάξουμε ήλιους όλο φωτιά παρά μονάχα μεσ' από το παιχνίδι της ψευδαίσθησης. Οι άλλοι ήλιοι, οι υλικοί, είναι για να δίνουν ζωή στο σύμπαν, δύναμη στο χέρι, είδωλα στην ψυχή. Η παντοδυναμία του καλλιτέχνη φωλιάζει μέσα στη στιγμιαία του αίσθηση, πως μπορεί να γίνει θεός και να νικήσει το φίδι.
Δεν ξέρω γιατί τα λέω αυτά στην επικοινωνία μου με τους αναγνώστες του Βήματος. Ίσως γιατί η Κύπρος ανέκαθεν είχε πολλά φίδια, και φαρμακερά, ίσως γιατί η κυπρία γη καταφέρνει, εκατοντάδες χρόνια τώρα, ν' αντιστέκεται στην ξηρασία, καθώς η γυναίκα σηκώνει τη χέρα της κατά το φίδι, μόνη με τη μοίρα της. Ίσως ακόμα γιατί ο Σεφέρης μίλησε και είπε για « αιώνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι» στο γνωστό ποίημα του «Οι γάτες τ' Αι-Νικόλα».
Για όλα υπάρχει μια εξήγηση που δεν την ξέρουμε.
* Δημοσιεύτηκε
στην εφημερίδα Το Βήμα, Αθήνα,
21.2.1985 &
Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ολισθηρός Ιστός, Άγρα, 2009, σ.60