16 Ιαν 2012

ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;



...
Ένα απόγευμα, έφτασε με το λεωφορείο της γραμμής ο θείος Πέτρος από το Βαρώσι. Κρατούσε μια μικρή καφετιά βαλίτσα στο ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το τιμόνι του ποδηλάτου του. Ερχόταν κάθε χρόνο και έμενε καμιά βδομάδα μαζί μας, αλλά τις πιο πολλές ώρες του τις περνούσε στο καφενείο με τους φίλους του που είχε πολλούς μήνες να τους δει. Πάντα έφερνε και το ποδήλατο μαζί του, γιατί πήγαινε στο διπλανό χωριό και έβλεπε κάποιους συγγενείς. Ήταν ένα πολύ όμορφο βυσσινί ποδήλατο, πιο μικρό από τα κανονικά. Οι τροχοί του ήταν πιο μικροί και η σέλα του πιο μαλακή και διαφορετική από τα άλλα. Την άλλη μέρα το πρωί, καθώς έπινε τον καφέ του στον ηλιακό με τον μάστρο -έτσι αποκαλούσαν όλοι τον πατέρα μου- μού είπε ξαφνικά «μεγάλωσες, δεν περίμενα να σε δω τόσο ψηλό. Για έλα δω, είμαι περίεργος να δω αν φτάνουν τα ποδάρια σου στα πεντάλια».

Έβγαλε ένα κλειδί και χαμήλωσε τη σέλα όσο που πήγαινε. «Έλα» είπε ξανά, «το κρατάω, μη φοβάσαι». Τα πόδια μου έφτασαν στα πεντάλια και σχεδόν ακούμπησαν στο έδαφος. Κατέβηκα και το κοίταζα σα χαζός με τα χέρια αδέξια στις τσέπες. «Στα μέτρα σου» συνέχισε ο θείος Πέτρος. «Ξέρεις ποδήλατο;» είπε και το ακούμπησε στον τοίχο.  Έκατσε στην καρέκλα και συνέχισε τον καφέ του λέγοντας «όσο είμαι εδώ, θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, αν ξέρεις».

Δεν ήξερα αν ξέρω. Πώς θα μάθαινα. Μ΄εκείνη την καμήλα την παλιοσακαράκα πώς θα μπορούσα να μάθω. Είχα βελτιώσει βέβαια, τη μέθοδό μου, το δεξί μου πόδι το έβαζα τώρα στο δεξί πεντάλι περνώντας το μέσα από τον σκελετό και προσπαθούσα να ισορροπήσω κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι και το άλλο αγκαλιά με τη σέλα, μα τις πιο πολλλές φορές νικούσε το βάρος του ποδηλάτου και έγερνα στα δεξιά. Πώς δεν τσακίστηκα, ένας Θεός το ξέρει.

«Με ΄γειά το ποδήλατο μάστρε» είπε σε κάποια στιγμή, ρουφώντας τον καφέ του προσέχοντας το καινούριο έλσουικ. «Ευχαριστώ» απάντησε ο μάστρος, «μα τι μάρκα είναι το δικό σου;» είπε, κοιτάζοντας ερευνητικά το βυσσινί ποδήλατο. «Άρμστρογκ» είπε ο θείος, «άρμστρογκ του ΄53, μόνο πεντέξι υπάρχουν στον τόπο και είμαι ένας από τους τυχερούς». «Ξέρεις πότε μαθαίνει κανένας ποδήλατο;» είπε πάλι ο μάστρος κι έδωσε την απάντηση μοναχός του. «Το ποδήλατο πρέπει να το εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

Δεν γνωρίζω αν αυτό το είπε για μένα ή απλά ήταν μια άσκοπη παρατήρηση που είπε, απλά για να πει κάτι. «Πολύ σωστά» συνέχισε ο θείος «Να το εμπιστευτείς» και τόνιζε συλλαβή τη συλλαβή. Χτύπησε η καρδιά μου παράξενα. «Το ποδήλατο πρέπει να το ε-μπι-στευ-τείς» επανέλαβα κι εγώ από μέσα μου. Μάλλον για μένα το είπε, σκέφτηκα. Τα λόγια του θείου που είχε πει προηγουμένως στριφογύριζαν στο μυαλό μου. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ». Η ανάσα μου έγινε πιο βαριά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις» επανέλαβα από μέσα μου και μ΄ένα αστραπιαίο σάλτο βρέθηκα καθισμένος στη σέλα του βυσσινί άρμστρογκ και ποδηλατούσα δυνατά στο δρομάκι που βγάζει στον κύριο δρόμο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Η απόλυτη ευτυχία. Ήμουν καβάλα σ΄έναν πήγασο και πετούσα στα ουράνια. Δεν άργησα, γύρισα γρήγορα και ακούμπησα το ποδήλατο στον τοίχο. Αυτοί συνέχισαν να κουβεντιάζουν χωρίς να μου δίνουν σημασία. Έτσι νόμιζα. Δεν με ένοιαζε όμως, γιατί εγώ ήξερα πια ποδήλατο.

Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, οι μέρες περνούν πολύ γρήγορα. Κι αυτές οι μέρες, πέρασαν τόσο γρήγορα που απόρησα. Πρωί πρωί ο θείος ετοιμάστηκε για να φύγει. Εκτός από την καφετιά βαλίτσα θα έπαιρνε μαζί του ένα παραγεμισμένο καλάθι σκεπασμένο και ραμμένο με ένα άσπρο ρούχο κι ένα μικρό κιβώτιο με προιόντα από το περιβόλι μας και φρεσκοψημένο μοσχομυριστό ψωμί. Εγώ ανέλαβα να μεταφέρω το μικρό κιβώτιο μέχρι το βένετο ξωπόρτι όπου περιμέναμε όλοι μαζί μέχρι να έρθει το λεωφορείο.


Δεν άργησε. Ο θείος αφού μας χαιρέτισε μπήκε στο λεωφορείο, αφήνοντας στον οδηγό τη φροντίδα για την τοποθέτηση των αποσκευών του. Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο κάτι θυμήθηκα. Γύρισα το κεφάλι μου ανήσυχος προς το μέρος του σπιτιού και είδα το ποδήλατο. Καλά θυμήθηκα. Ήταν εκεί, ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω από τις καμάρες. Δεν έχασα καιρό, το λεωφορείο είχε κιόλας απομακρυνθεί καμιά τριανταριά μέτρα και φώναξα δυνατά με όση δύναμη είχα «θείε Πέτροοο, ξέχασες το ποδήλατο». Αυτός έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και απάντησε σχεδόν αμέσως «το ποδήλατο είναι πια δικό σου! Δικοοό σου!». Μετά έβγαλε το χέρι και μας χαιρετούσε ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή του δρόμου. 



[απόσπασμα από εκτενέστερο ανέκδοτο κείμενο]